Διώξε μου τον πόνο...



Άνοιξε για λίγο τα μάτια του κι ευθύς τα έκλεισε ξανά.
- Πες μου ένα παραμύθι, είπε με κόπο...
- Παραμύθι, αγόρι μου, μεγάλωσες πια!
- Ναι, έτσι για να ξεχαστώ, σαν αντιπερισπασμός στον πόνο...

Ο ήχος της φωνής του κι αυτό που ζητούσε, έκαναν τη μάνα να αναριγήσει. Μέρες τώρα ήταν εκεί στο προσκεφάλι του, του χάιδευε το μέτωπο και το χέρι του με τους φυτεμένους ορούς και τα λευκοπλάστ και παρακαλούσε το Θεό να της τον κάνει καλά!

Το παλικάρι της, το μοναχοπαίδι της, το μωρό της κείτονταν στο κρεβάτι του νοσοκομείου ακίνητο και χλωμό κι εκείνη το κοίταζε χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα και μάτωνε η ψυχή της.

Δεν έπρεπε να είσαι εδώ, σκεφτόταν τις ατέλειωτες ώρες του μαρτυρίου της... είσαι δεκαοχτώ χρονών, έπρεπε να είσαι έξω να κυνηγάς τα όνειρά σου, να χαίρεσαι, να λυπάσαι, να ζεις... τι δουλειά έχεις εδώ ανάμεσα σε γέρους να παλεύεις να κρατηθείς κι εγώ να σε κοιτώ, να σε παρακολουθώ που χάνεσαι μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα!

Δεν ήλπιζε πολλά η μάνα, μετά το τελευταίο ανακοινωθέν των γιατρών. Μόνο ένα θαύμα μπορούσε να σώσει το παιδί της, αφού δεν βρέθηκε συμβατός δότης, της είχαν πει κι εκείνη παρόλο που κατέρρευσε μέσα της γινόμενη χίλια κομμάτια, το δέχτηκε με περίσσια αξιοπρέπεια, απαντώντας: "Ό,τι θέλει ο Κύριος".

- Δε σ' ακούω... ψιθύρισε ξανά το παιδί κι εκείνη έκλεισε με μιας την πόρτα του πόνου κι άνοιξε την πόρτα των αναμνήσεων...
- Θα σου πω το αγαπημένο σου, όταν ήσουν μικρός, θυμάσαι; Μ' αυτό σ' έπαιρνε ο ύπνος...

Μια φορά κι ένα καιρό, σ' ένα μακρινό πανέμορφο δάσος, ζούσε ένας ξυλοκόπος με τη γυναίκα του και τις δυο κόρες του, άρχισε... κι έλεγε, έλεγε, διηγόταν το παραμύθι κι εκείνος μίκραινε, μίκραινε ώσπου χώραγε στην αγκαλιά της και το κανάκευε, τον χάιδευε στοργικά και τον προστάτευε από κάθε τι κακό, οδυνηρό και άσχημο.

Γύριζε πίσω το μυαλό στα χρόνια της ξενοιασιάς, στα χρόνια των χαρούμενων γενεθλίων, στους επαίνους του στο σχολείο, στα ατέλειωτα καλοκαιρινά παιχνίδια στη διπλανή αλάνα, στα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα...

Η φωνή της ήρεμη, χρωμάτιζε την κάθε λέξη και την έκανε εικόνα, που σα βάρκα ταξίδευε το νεαρό, σε μέρη φανταστικά κι ονειρεμένα και κείνος ήρεμος άκουγε και πού και πού, χαμογελούσε.

Κάθε που πλησίαζε στο τέλος του παραμυθιού, πρόσθετε κάτι που το έκανε ν' αρχίσει από την αρχή, έτσι όπως συμβαίνει πολλές φορές στη ζωή μας και περνάμε από την απόγνωση, στην ελπίδα...

- - - - - - - - 

Με αυτή την ιστορία, συμμετείχα στο "Παίζοντας με τις λέξεις #4", μια ιδέα της Φλώρας
η οποία φιλοξενούσε το παιχνίδι στο χώρο της Texnis Stories και τώρα φιλοξενείται από τη Μαρία, στο "My trips on blog". Εκεί θα βρείτε και τις υπόλοιπες συμμετοχές και τη νικήτρια ιστορία "Λουστρίνια νούμερο 37" της Μαρίας Κανελλάκη από το "Απάγκιο".



Marina
0 Σχόλια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μου τη γνώμη σας αφού πρώτα διαβάσετε την "Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων" του blog, που θα βρείτε στην κορυφή της πλαϊνής μπάρας, αν μπαίνετε από υπολογιστή ή κάτω από τη φόρμα σχολίων, αν μπαίνετε από smartphone ή tablet. Ευχαριστώ!

find "to e-periodiko mas" on instagram