Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πένας εκφράσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πένας εκφράσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Όνειρα σε σακίδιο…

Όνειρα σε σακίδιο…




-Τι κάνεις ξύπνιος τέτοια ώρα;… ρώτησε ξέροντας μέσα της την απάντηση

- Δεν μπορώ να κοιμηθώ, όλα γυρίζουν στο κεφάλι μου!

Συχνοί οι διάλογοι αυτοί, σχεδόν καθημερινοί επαναλαμβάνονταν λες και διάβαζαν κάποιο σενάριο. Τόσο ίδιοι, τόσο απελπιστικά ίδιοι!
Εκείνη, άνεργη περισσότερο από δύο χρόνια και κείνος, με μειωμένο κάθε λίγο μισθό, έβλεπαν τη ζωή τους να χάνει κάθε προοπτική. Όλα τους τα όνειρα κλείστηκαν σ’ ένα άδειο βιβλιάριο Τραπέζης κι ας ήταν τόσο νέοι!
- Θα φτιάξω καφέ, μη σηκωθείς!... την καθησύχασε φιλώντας τη τρυφερά στο μέτωπο

Δυο δόσεις καφέ έχει ακόμα, σκέφτηκε όπως έπινε την πρώτη γουλιά… δεν πάει άλλο, πρέπει να βρω μια λύση…

Παιδί ελλήνων μεταναστών γεννημένο σε μια πλούσια χώρα, ήρθε στην Ελλάδα πριν ακόμα πάει σχολείο, αφού οι γονείς του νοστάλγησαν την πατρίδα! Λίγα χρόνια αργότερα σκοτώθηκαν πιασμένοι χέρι - χέρι σ’ένα φοβερό δυστύχημα αφήνοντάς τον -παρηγοριά και ευθύνη - στον παππού και τη γιαγιά. Η πατρίδα των γονιών του έγινε πατρίδα του και το πονεμένο από το θάνατο ηλικιωμένο ζευγάρι, η μοναδική οικογένειά του, αφού άλλοι συγγενείς δεν υπήρχαν. Ένας ιδιότυπος μετανάστης στην ίδια του τη χώρα, αυτό ήταν!

Και πάνω που νόμιζε πως είχε βάλει τη ζωή του σε τάξη, όλα γύρω του να καταρρέουν λίγο-λίγο. Η ανεργία πληγή της καθημερινότητας όλων, δεν άφηνε περιθώρια βοήθειας σε κανένα. Έπρεπε να βρει μια λύση, όσο δύσκολο κι αν φάνταζε αυτό. Μοναδική του περιουσία ένα καλύβι στο χωριό κοντά στη θάλασσα ξεχασμένο από το Θεό και τους ανθρώπους κι ένα σαραβαλάκι που τον πήγαινε στη δουλειά.

Έτσι σκέφτηκε να στραφεί στη χώρα που γεννήθηκε. Στο κάτω-κάτω είχε διπλή υπηκοότητα, τη γλώσσα τη διδάχτηκε, μπορούσε να δοκιμάσει εκεί… και πήρε την απόφαση. Πούλησε όσο-όσο το αυτοκίνητο και την καλύβα για τα ναύλα, φόρτωσε χαρτιά και όνειρα σ’ ένα σακίδιο, πήρε από το χέρι τη γυναίκα του και ξεκίνησε για το υπερατλαντικό ταξίδι.

Σαν αποδημητικό πουλί κι αυτός, άνοιξε τις φτερούγες του στα 30 του χρόνια για τόπους που μπορούσαν να τον θρέψουν, να του δώσουν ελπίδα, αφήνοντας πίσω τους φίλους του και κρατώντας στην ψυχή του τη μια λαβωμένη πατρίδα να του κουνά το μαντήλι και να του λέει «μη μείνεις εκεί»…

Πέντε χρόνια είχαν περάσει από κείνη τη γλυκόπικρη μέρα που πάτησε το πόδι του στη νέα γη. Κι όμως αυτό το «μη μείνεις εκεί» αντί να ξεθωριάσει γινόταν ολοένα και πιο έντονο. Ο τόπος που γεννήθηκε δεν μπόρεσε να γίνει πραγματική του πατρίδα. Δεν μπόρεσε να τον νιώσει δικό του. Ακόμα και οι έλληνες που ζούσαν εκεί, ξένο τον θεωρούσαν. Άλλη νοοτροπία, άλλος τρόπος ζωής… δεν κούμπωσαν τα κομμάτια.

Είχε δουλειά, είχε οικονομική άνεση, ζούσε σε μια χώρα με υποδομές που έδινε χώρο στα όνειρά του κι όμως, πατρίδα δεν ήταν! Σαν ένα τζάκι που σε ζεσταίνει όσο καίνε τα ξύλα… μόλις σβήσει αφήνει μόνο στάχτες και παγωνιά… έτσι ένιωθε!

Κοίταξε το σακίδιο που φόρτωσε τη ζωή του μερικά χρόνια πριν κι αναρωτήθηκε «μήπως ήρθε η ώρα;»…
.....

Η ιστορία που διαβάσατε έλαβε μέρος στο 12ο "Παίζοντας με τις λέξεις" που ζωντανεύει στο όμορφο blog mytripssonblog.blogspot.gr, της αγαπημένης φίλης Μαρίας.





[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Μια θάλασσα...

Μια θάλασσα...


to e-periodiko mas

Δως μου μια θάλασσα να σεργιανίσω
Δως μου μια θάλασσα να πιω
Δως μου μια θάλασσα να σου αποδείξω
Πόσο στ’ αλήθεια σ’ αγαπώ

Να την οργώσω, να τη γυρίσω
Απ’ άκρη σ’ άκρη να τη διαβώ
Σκαρί να φτιάξω να ταξιδέψω
Και να σου φέρω το θησαυρό

Αυτόν που κρύψαν τρανοί κουρσάροι
Αυτόν που ζήλεψε όλη η γη
Αυτόν που λένε οι ποιητάδες
Κι όλου του κόσμου οι ναυαγοί

Αυτόν θα φέρω και θ’ ακουμπήσω
Μέσα στα χέρια σου τα δυο
Να δω τα μάτια σου να λάμπουν
Κι ένα χαμόγελο γλυκό

Κι αν με ρωτήσεις πώς τον λένε
«Αθανασία» θα σου πω!
Γιατί να ξέρεις, την κερδίζεις
όσο σου λένε «σ’ αγαπώ»!


[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Ο δικός μου ήρωας

Ο δικός μου ήρωας


to e-periodiko mas

Στη ζωή κάθε ανθρώπου υπάρχουν πρόσωπα που λειτουργούν σα φωτεινοί φάροι θαρρείς. Που σου δίνουν απλόχερα το φως τους χωρίς καν να το ζητήσεις και σε διδάσκουν χωρίς καν να το καταλάβεις. Για ένα τέτοιο άνθρωπο θέλω να σας μιλήσω.

Ήρθε στην Ελλάδα πρόσφυγας το '22 από το Δικελί της Μ. Ασίας μωρό στις φασκιές, στην αγκαλιά μιας χήρας μάνας. Παιδί πλούσιας οικογένειας στον τόπο που γεννήθηκε, μεγάλωσε φτωχικά, όπως τα περισσότερα προσφυγόπουλα, με πολλή αγάπη και φροντίδα και έμαθε από πολύ μικρός να κερδίζει το ψωμί του δουλεύοντας το ξύλο. Έφτιαχνε μ’ αυτό έπιπλα σκαλιστά, που στόλιζαν τα πλούσια σπίτια του νησιού που ζούσε.
Αγαπούσε τα γράμματα κι ας μη κατάφερε να πάει στο Γυμνάσιο. Έπρεπε βλέπετε να δουλέψει… όμως τα βιβλία δεν του έλειψαν ποτέ. Αγόραζε, διάβαζε, στοίβαζε βιβλία παίρνοντας γνώσεις και καλλιέργεια, που θα ζήλευαν πολλοί μορφωμένοι και πάντα ονειρευόταν ένα καλύτερο κόσμο, πιο δίκαιο, πιο ανθρώπινο, πιο σοφό.

Έτσι κύλησαν τα χρόνια μέχρι τον πόλεμο του ’40 που τον βρήκε να υπηρετεί τη θητεία του, όντας παντρεμένος και πατέρας ενός μωρού. Από το Ναυτικό βρέθηκε στο Πυροβολικό και στο μέτωπο της Αλβανίας ανάμεσα σε χιλιάδες ηρωικούς Έλληνες στρατιώτες που άφησαν τα νιάτα τους στα παγωμένα βουνά. Ένας από τους τυχερούς, που γύρισαν μετά από απίστευτες περιπέτειες και κακουχίες πίσω στο τόπο τους.
Και πάνω που προσπαθούσε να συνεχίσει τη ζωή του από κει που την άφησε, ήρθαν οι Γερμανοί. Κατοχή, πείνα, Αντίσταση. Από τους πρώτους που μπήκαν στον Αγώνα, πάλευε ακόμα και για κείνους που τον κατέδωσαν. Ένας Θεός ξέρει πώς γλίτωσε το απόσπασμα ή μάλλον η αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, έπαιξε το δικό της ρόλο.

Με την απελευθέρωση έφυγε από το χωριό για τη Χώρα. Ήταν η εποχή που όλοι προσπαθούσαν να γιατρέψουν τις πληγές τους και να ορθοποδήσουν. Να κοιτάξουν μπροστά και να ζήσουν σε μια πατρίδα ελεύθερη. Σιγά – σιγά και με πολύ κόπο ξανάπιασε την τέχνη του, δημιουργώντας με το μεράκι του μοναδικά κομψοτεχνήματα. Και κυλούσε ο καιρός, τα παιδιά του μεγάλωναν κι εκείνος συνέχιζε να δουλεύει, να διαβάζει και να παλεύει για ένα καλύτερο κόσμο. Δεν ήταν της εκκλησίας, αλλά η μαμά μου πάντα θυμάται τα δεματάκια που ετοίμαζε κάθε τόσο, με το παλιό του παλτό (όταν έφτιαχνε καινούργιο) με τρόφιμα, που ποτέ κανείς από την οικογένεια δεν ήξερε πού τα πάει. Όταν κάποια στιγμή τον ρώτησε «Για πού είναι αυτά που ετοιμάζεις, μπαμπά;» εκείνος δείχνοντας της με το δάχτυλό του να κάνει ησυχία της είπε: «Ο Χριστός είπε το ένα χέρι να δίνει και το άλλο να μη γνωρίζει. Μη ρωτάς!»…

Στην επταετία της Χούντας, βρέθηκε «φιλοξενούμενος» στη Γιάρο, για να μη μολύνει μαζί με τόσους ακόμα αγωνιστές, το δόγμα του «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», υποφέροντας αγόγγυστα την «περιποίηση» των κρατούντων. Ώσπου ήρθε η Μεταπολίτευση για να γυρίσει στο σπίτι του, έχοντας αποκτήσει έλκος στο στομάχι και ακόμα μεγαλύτερη θέληση για προσφορά.
Συνδικαλιστής, πρόεδρος του Σωματείου των Οικοδόμων (δούλεψε στην οικοδομή για τα ένσημα και τη σύνταξη), Δημοτικός Σύμβουλος με τις περισσότερες ψήφους, στην πόλη που ζούσε πάλεψε με εντιμότητα και μεγαλείο ψυχής. Βοήθησε ακόμα κι αυτούς που τον κατέδωσαν στους Γερμανούς, να βγάλουν σύνταξη και μάλιστα χωρίς να του το ζητήσουν. Κι όταν κάποια στιγμή ένας από αυτούς το έμαθε και πήγε να τον ευχαριστήσει, του είπε: «Ο καθένας στη θέση μου, το ίδιο θα έκανε, μη με ευχαριστείς».

Σαν πρόεδρος στο Σωματείο του, ήρθε κάποτε στην Αθήνα για να λάβει μέρος στην εκλογική διαδικασία της Συνομοσπονδίας. Το βράδυ πριν τη μέρα των εκλογών, τον επισκέφθηκαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου δύο καλοντυμένοι κύριοι, που του ζήτησαν να μην πάει να ψηφίσει. Σε αντάλλαγμα του έδιναν δύο μεγάλα διαμερίσματα (ένα για κάθε παιδί του) στην Αθήνα, όπου εκείνος θα τους ζητούσε. Δε σκέφτηκε ούτε στιγμή για να τους δώσει την απάντησή του: «Είμαι πολύ μικρός για να κάνω μια τόσο μεγάλη ατιμία!».

Ποτέ του δεν παραπονέθηκε κι ας το βρήκαν στη ζωή του πολλά δεινά. Πάντα χαμογελαστός, με χιούμορ και υπέροχες ιστορίες να διηγηθεί, δοτικός σε συναισθήματα και υλικά αγαθά, ήταν εκείνος που μας περίμενε στο λιμάνι ή στο αεροδρόμιο στις αρχές κάθε καλοκαιριού για να περάσουμε τις διακοπές μαζί. Περπατούσαμε με τον αδερφό μου κρατώντας τον από το χέρι και πολλές φορές χάιδευα τους ρόζους της παλάμης του. Η καλοσυνάτη φιγούρα του ήταν εκεί, ανέγγιχτη από το χρόνο στα μάτια μας.

Έφυγε ήρεμα ένα πρωινό στα 79 του χρόνια, λίγο μετά τη γέννηση της κόρης μου κι αυτό που μου λείπει ακόμα, είναι το χάδι του στα μαλλιά μου. Άφησε πίσω του τρυφερές αναντικατάστατες αναμνήσεις ενός παππού υπέροχου, μοναδικού, τα βιβλία του, που ξεκίνησα να τα διαβάζω από παιδί κι ακόμα δεν τα έχω διαβάσει όλα, τη λαχτάρα του για γνώση, που μας τη μετέδωσε και το χαμόγελό του να λάμπει κάθε φορά που τον φέρνω στο μυαλό μου!


Αυτός είναι ο δικός μου ήρωας, ο δικός μου φάρος! 
To όνομά του το κρατώ για μένα, γιατί δεν ήταν από κείνους που ζήτησαν ποτέ προβολή. Το παράδειγμά του όμως, μπορεί να φωτίσει κι άλλους...

Αφορμή για το κείμενο αυτό, στάθηκε η ανάρτηση της αγαπημένης μου φίλης της Αλεξάνδρας ["Τέλεψε το έργο μας!" - πνοή στ' όνειρο] στο thewomansmagazine.blogspot.gr, που μας καλούσε να γράψουμε για όλους αυτούς τους ανθρώπους, του χτες και του σήμερα, γνωστούς και αγνώστους κάνοντας ένας blogoαφιέρωμα με αφορμή το "έτος Ν. Καζαντζάκη", έτσι ώστε να θυμηθούμε, να μάθουμε, να πάρουμε κουράγιο και παράδειγμα.




[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
2 Σχόλια
 Χάρτινα καράβια…

Χάρτινα καράβια…



Χάρτινα μικρά καράβια
υψώνονται στον ουρανό
Σε κόκκινο μπαλόνι κρεμασμένα
ταξίδι κάνουν στο κενό

Μικρό χεράκι παιδικό, τα φτάνει
και τα κρατάει τρυφερά
Μ’ ατέλειωτη αγάπη τα τυλίγει
και τα φυλάει στην καρδιά

Περνούν οι άνοιξες, τα καλοκαίρια
τα ηλιοτρόπια ανθούν
Κι εκεί στους κάμπους τους φωτισμένους
τα χάρτινα καράβια αγκυροβολούν

Φιλία, τα ονόμασαν οι σοφοί του κόσμου
αγάπη, τα ονομάζουν οι ταπεινοί
λιμάνι απάγκιο οι ναυαγισμένοι
στεριά ανθισμένη οι ορφανοί

Κι εγώ κοιτώ τα δυο σου μάτια
και σε θυμάμαι από παιδί
να βρίσκεσαι πάντα κοντά μου
Φίλη, αδερφή παντοτινή!...

...

Το ποίημα αυτό συμμετείχε στο 17ο Συμπόσιο Ποίησης
 που οργανώνει η αγαπημένη φίλη Αριστέα στο blog της "Η ζωή είναι ωραία"





[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
 Χωρίς τίτλο…

Χωρίς τίτλο…



Δυο κορίτσια στο ίδιο θρανίο
Δυο παιδιά με το ίδιο βιβλίο
Δυο χέρια που κρατιούνται σφιχτά
Φίλες
Δε θα χωρίσουμε ποτέ!

Μια πόρτα ανοίγει, ένα κουδούνι χτυπά
Ονειρεύονται
Μεγάλους δρόμους, επιτυχίες, ευτυχία
Παλεύουν
να διαβάσουν, να περάσουν, να σπουδάσουν
Ερωτεύονται
αγόρια, καλοκαίρια, τη ζωή που τους χαμογελά…
Βιάζονται
να ζήσουν, να γευτούν, να αποδείξουν ότι μεγάλωσαν.

Ένα αυτοκίνητο
 ένα τιμόνι που κανείς δεν το κρατά
Μια στροφή απότομη, ένα ξημέρωμα
Ένα κορίτσι ξαπλωμένο στις πέτρες
κι ένα που κλαίει σπαρακτικά

Μαύρα σύννεφα σε καλοκαιρινό ουρανό
Δάκρυα
Το παγωμένο μάρμαρο λούζει ο ήλιος
Ένα κορίτσι το χαϊδεύει στοργικά
Πού είσαι, γιατί έφυγες;
Δεν είχες πει, πως θα είμαστε για πάντα μαζί;…
.....

Το ποίημα αυτό συμμετείχε στο 17ο Συμπόσιο Ποίησης
 που οργανώνει η αγαπημένη φίλη Αριστέα στο blog της "Η ζωή είναι ωραία"

[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Αλάτι, ζάχαρη κι αλληλεγγύη όπου υπάρχει ανάγκη!

Αλάτι, ζάχαρη κι αλληλεγγύη όπου υπάρχει ανάγκη!



Το "Αλάτι, ζάχαρη κι αλληλεγγύη" έχει ήδη ολοκληρώσει την πρώτη του αποστολή και ξεκινά καινούργια. Εδώ και λίγες εβδομάδες το e-book που έγραψαν δεκαοχτώ blogger κάνει νέα προσπάθεια προσφοράς. Διατίθεται με αντίτιμο ένα δέμα αλληλεγγύης (μικρό ή μεγάλο εσείς θα το επιλέξετε) όπως αρχικά ξεκίνησε. Τώρα όμως μπορείτε αυτό το δέμα, να το στείλετε όπου εσείς θέλετε!
Περισσότερες λεπτομέρειες διαβάστε εδώ!

Η διαδικασία είναι απλή:
  • Κρατάτε το αποδεικτικό αποστολής (όπου επιλέξετε να το στείλετε)
  • Φωτογραφίζετε την παράδοση του δέματος (αν πρόκειται για δομές αλληλεγγύης της πόλης που μένετε)
  • Στέλνετε τη φωτογραφία ή το αποδεικτικό αποστολής στο womaninblog@gmail.com
Να θυμίσουμε πως στο e-book που θα παραλάβετε, θα διαβάσετε εικοσιτέσσερις ιστορίες, άλλες πραγματικές, άλλες φανταστικές όπου πρωταγωνίστρια είναι η αλληλεγγύη και η προσφορά στον άνθρωπο και συμπρωταγωνιστής το φαγητό. Στο τέλος κάθε ιστορίας υπάρχει και η συνταγή γλυκιά ή αλμυρή σαν επιστέγασμα της διαδικασίας αγάπης και προσφοράς που διέπει την προετοιμασία του φαγητού.

Οι blogger που έβαλαν την ψυχή τους μέσα στις ιστορίες συμμετέχοντας σ' αυτή την αλυσίδα είναι με αλφαβητική σειρά οι:

  • Αντωνίου Μαρίνα  - Το e- περιοδικό μας
  • Βερίγκα Κατερίνα  - Just K
  • Γιαννάκαρη Ελένη  - Ποιώ
  • Δαμοπούλου Νίκη  - Ονειροποιείο
  • Δεκούλου Παπαδημητρίου Σταυρούλα  - ~λογισμών αραξοβόλι~
  • Κανελλάκη Μαρία  - Απάγκιο
  • Καρβούνη Μαρία  - my trips on blog
  • Κουτά Αριστέα  - Η ζωή είναι ωραία
  • Μάμαλη Κλαυδία  - κάτω από την Ακρόπολη
  • Μητραβέλλα Αλεξάνδρα  - ένα κουμπί στο φεγγάρι
  • Μοσχονά Μαίρη  - ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ
  • Νικολάου Μαρία  - Μια ματιά στον ήλιο με γιορτινά
  • Οικονόμου Έλλη  - Funky Monkey
  • Πεταλωτή Χριστίνα  - Andromeda - My Galaxy
  • Τσατσάκη Εύη  - BELOVED IDEAS!
  • Φλογερά Ελένη  - Στα μονοπάτια της φαντασίας μου
  • Φλωράτου Άννα  - Ατενίζοντας
  • Χριστοδούλου Μαριάννα  - onirokosmos

Την εικόνα του εξώφυλλου έφτιαξε η Χριστίνα Πεταλωτή

Αποκτήστε αυτό το e-book στέλνοντας ένα δέμα με ό,τι μπορείτε. Ελάτε να γεμίσουμε με αγάπη τους συνανθρώπους μας που είναι λιγότερο τυχεροί από μας.
...
Πάρτε μια γεύση από τη δική μου ιστορία με τίτλο 
"Το γαλακτομπούρεκο της προσφυγιάς"
"Όλες της οι αναμνήσεις από τη γιαγιά, είχαν σχέση με την κουζίνα, με μυρωδιές, με υλικά, με γεύσεις…
«Το μαγείρεμα είναι αγάπη, κόρη μ’», της έλεγε…
Και τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Όταν διαλέγεις προσεκτικά τα υλικά και αρχίζεις τη δημιουργία του φαγητού, σκέφτεσαι πάντα αυτούς που θα το γευτούν. Τους φέρνεις νοερά κοντά σου, τους χαϊδεύεις το πρόσωπο, τους μιλάς. Κι όταν κάνεις γλυκό, τότε τους κανακεύεις!..."




[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Ήταν πανσέληνος, θυμάσαι;

Ήταν πανσέληνος, θυμάσαι;



Βραδιά πανσέληνου και μια χούφτα ασήμι σκορπά στον ορίζοντα
λούζει τα πλακόστρωτα, τις μικρές αυλές
τα λαξεμένα χωριά, που σκαρφαλώνουν στα βραχώδη νησάκια 
των Κυκλάδων και της άγονης γραμμής

Ανάμεσα στις βουκαμβύλιες και στα ασβεστωμένα παρτέρια
ξεπηδούν βήματα που μετρούν τη γοητεία τόπων μαγικών
κι εκεί παρέα με το θαλασσινό αγέρι
όρκους δίνουν έρωτα σε τρυφερά χείλη

Στην άμμο, κοχύλια ασημόχρυσα πολύτιμα πετράδια γίνονται
κι αποθέτονται μ’ ευλάβεια σε κοριτσίστικους λαιμούς
Φιλιά και όνειρα σκορπίζονται στη γλυκιά νύχτα
μαζί με τους ήχους του παφλασμού

Μετρά το κύμα καλοκαίρια και κορμιά
εικόνες που μπλέκονται στο χώρο και στο χρόνο
κι αφήνουν αποτύπωμα βαθύ σε καρδιές αλώβητες μοναχικές
Ήταν πανσέληνος, θυμάσαι;

Χορεύουν ανέμελα οι φλόγες της φωτιάς
κι εγώ κουρνιάζω ξανά στην αγκαλιά σου
Ο ήχος των ονείρων μας μου λέει ψιθυριστά
Ήταν πανσέληνος, δε ξέχασα, γι’ αυτό θα είμαι πάντα κοντά σου…



[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Σε είπαν μάνα…

Σε είπαν μάνα…



Ο πόνος και η χαρά ενώθηκαν για να σε φτιάξουν
κι έδωσες στην αγάπη νόημα
 Γη που ανθεί κάθε ανοιξιάτικο πρωί
Πεταλούδα που αλαφροπετάς στον ήλιο
μουρμουρίζοντας τραγούδι ομορφιάς

Με την ανάσα σου ανάσα δίνεις
Με το χάδι σου φαρμάκια παίρνεις
Πόσα λάθη ξόρκισαν τα δάκρυά σου
Πόσο πόνο μαλάκωσε η αγκαλιά σου

Μ’ όλου του κόσμου τα στοιχειά παλεύεις
χωρίς κανένα δισταγμό
Απάνεμο λιμάνι εσύ, για κάθε θαλασσοδαρμένο σκαρί
Κυματοθραύστης αγέρωχος
Φάρος άσβηστος

Σε είπαν αρχή και χαμογέλασες
Σε είπαν ζωή και κοκκίνισες
Σε είπαν μάνα και δάκρυσες
κι έτσι δακρυσμένη συνεχίζεις να δίνεις το αύριο…

...

Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο 16ο Συμπόσιο Ποίησης της αγαπημένης φίλης Αριστέας και του blog της "Η ζωή είναι ωραία".
Ευχαριστώ θερμά τους φίλους και τις φίλες που το ξεχώρισαν και το βαθμολόγησαν!





[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Εγκατάλειψη

Εγκατάλειψη




Μόνος στον ατέλειωτο κόσμο που πια, δεν μπορώ να περπατήσω...

Xέρι απλώνω στα πουλιά που φέρνουν τα μαντάτα
κι εδώ στης μοναξιάς την απεραντοσύνη
τραγούδι φτιάχνω τις αναμνήσεις τώρα, που ρίζωσα στο χώμα.

Δρόμους δεν έχω πια για να διαβώ
κι αυτός μπροστά μου γεμάτος χόρτα
δεν έχει αρχή, δεν έχει τέλος
μόνο ερημιά!

Λούζουν οι καιροί το κουφάρι μου
και εγώ, περιμένω την ώρα, που πεταλούδες
μ' όλα τα χρώματα της άνοιξης
θα με σηκώσουν απαλά και θα με ταξιδέψουν.

Με μια ανάσα να περάσω πάνω απ' τ' ακρογιάλια
απ' τις βουνοκορφές, τους κάμπους και τα δάση
με μια ανάσα να τρέξω σ' όλους τους δρόμους
που άφησα γι' αργότερα...


και λίγο πριν το δειλινό
με μια ανάσα, ένα να γίνω με τ' αστέρια.

...



Η φωτογραφία μαζί με τους τέσσερις πρώτους στίχους συμμετείχαν στο 2ο Δρώμενο Φωτογραφίζειν της Μαρίας Νικολάου και του blog της "Μια ματιά στον ήλιο με γιορτινά".

Ευχαριστώ θερμά όλες τις φίλες που την ξεχώρισαν και τη βαθμολόγησαν και ιδιαίτερα τη Μαρία για την αφορμή και την ευκαιρία δημιουργίας, που μου έδωσε.

Να έχετε όλοι ένα όμορφο μήνα!



Μην ξεχνάτε, ένα e-book σας περιμένει, πατήστε πάνω στις λέξεις για να δείτε πώς θα το αποκτήσετε... "Αλάτι, ζάχαρη κι αλληλεγγύη" 
[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
   Σημάδια…

Σημάδια…



Γυρνούν οι δείχτες στο παλιό ρολόι
κρύβουν θύμησες και μυστικά. 
βέλη οι λέξεις που με λαβώνουν, 
όσο εσύ είσαι μακριά


Το φεγγάρι φωτίζει το άδειο σεντόνι
δάκρυα διαμάντια σε πρόσωπο χλωμό
που λαμπυρίζουν και  ξορκίζουν
της μοναξιάς μου το κενό

Κι έρχεσαι σαν τ’ αγέρι που χαϊδεύει
την πυρωμένη απ’ τον ήλιο ακρογιαλιά
και τότε τ’ όνειρο ζωντανεύει
 γίνεται ο χρόνος μια σταλιά.

Πού πας τα δειλινά τα μαγεμένα,
αυτά που είπες πως ειν’ δικά μου;
Ποιες λέξεις κλέβουν τις αναμνήσεις
που άφησε το άρωμά μου;

Τραγούδι βάζεις να λεν’ τ’ αστέρια
κι είναι σα να ΄χουν τη μορφή σου
κι εγώ κινούμαι στη γραμμή
που αφήνει η ρωγμή σου

Μετρώ τη ζωή μου με την ανάσα σου
μετρώ τις στιγμές μου με τα σημάδια σου
σαν κύμα έρχεσαι και φεύγεις
σαν παιδί γελάς και με μαγεύεις

Δεν ξέρω τι να περιμένω
δεν ξέρω πώς να κρατηθώ
φιλιά απλώνω κρυφά στη στράτα
να βρεις το δρόμο, το γυρισμό...

Με αυτό το ποίημα συμμετείχα στο 15ο Συμπόσιο Ποίησης της αγαπημένης φίλης Αριστέας και του blog της η ζωή είναι ωραία. Ευχαριστώ θερμά όσους το ξεχώρισαν και το βαθμολόγησαν.

[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Κερκόπορτα

Κερκόπορτα



Αυτό το χώμα έχει μια μυρωδιά από αίμα, 
που στάλαξε απ' άκρη σ' άκρη μαζί με ατέλειωτα δάκρυα.
Όπου κι αν σκάψεις βρίσκεις Ιστορία
όπου κι αν σταθείς νιώθεις κι ένα Ήρωα
εκεί πλάι στην κερκόπορτα που άνοιξε ένας Εφιάλτης.

Μια χούφτα ήλιος στη άκρη της Μεσογείου,
ένα μικρό περβόλι ονείρων που όλοι  θέλησαν δικό τους.
Μια γη Αθανάτων η Πατρίδα μου,
το σπόρο του προδότη δε ξερίζωσε!
Την πόρτα των κατακτητών δεν κλείδωσε...

Μικρή και ύπουλη έστεκε εκεί σκουριασμένη θαρρεις
έμοιαζε ξεχασμένη, αλλά δεν ήταν!
Κι άνοιξε τρίζοντας ξανά, 
για να περάσουν οι βέβηλοι με τα χρυσά παπούτσια
αλαφροπατώντας να ρίξουν ψευδαισθήσεις
σ' αυτούς που έμαθαν τον κόσμο να πολεμά!
Σ' αυτούς, που όρισαν τη λέξη Αγώνας!



[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Άλλη μια μέρα στο μαγκανοπήγαδο...

Άλλη μια μέρα στο μαγκανοπήγαδο...



Σηκώθηκε αλαφιασμένη από το κρεβάτι με το πρώτο χτύπημα του ρολογιού, όπως κάθε πρωί! Δεν ήθελε να ξυπνήσει ούτε τα παιδιά, ούτε τον άντρα της από τόσο νωρίς. Ένα γρήγορο ντους έθεσε τον οργανισμό της σε λειτουργία, για να ετοιμαστεί με ταχύτητα, που θα ζήλευε και πεζοναύτης και μετά από δυο γρήγορες γουλιές καφέ, να ετοιμάσει το πρωινό της οικογένειας, για να σκορπίσουν, ο καθένας στη δική του δουλειά ή ασχολία.

Η ίδια διαδικασία κάθε μέρα… οι μήνες άλλαζαν, άλλαζαν οι εποχές κι εκείνη, ζούσε περιμένοντας το Σαββατοκύριακο, τις διακοπές του καλοκαιριού, άντε και των Χριστουγέννων και του Πάσχα, για να ζήσει λίγο χωρίς το ρολόι.

Όχι πως τα κατάφερνε πάντα, αλλά υπήρχε αυτή η ψευδαίσθηση ότι δεν την κυνηγά ο χρόνος. Ένας χρόνος αμείλικτος που αλλάζει τα μαλλιά, το σώμα, τις αντοχές αλλά, μένει ασυγκίνητος όταν πρόκειται να χαρείς κάτι για λίγο παραπάνω. Πεισμώνει και δεν σου επιτρέπει καμιά αλλαγή, παρά μόνο, όταν δεν θα το θες! Όπως τότε που βρέθηκε ξαφνικά άνεργη και έμεινε στο σπίτι σαν το θηρίο στο κλουβί, με τις υποχρεώσεις να τρέχουν κι εκείνη να κοιτά το πορτοφόλι, που αγκομαχούσε στα έξοδα. Ένας μισθός δεν έφτανε ποτέ κι αυτή η αναγκαστική «παύση» ήταν χειρότερη κι από εφιάλτη.

Όμως ευτυχώς πέρασε το κακό, το πτυχίο φάνηκε για μια ακόμα φορά χρήσιμο και η καθημερινή ρουτίνα και ο αγώνας δρόμου για να τα προλάβει όλα, ήταν πια ένα με το δέρμα της. Το προτιμούσε, μα δεν της άρεσε. Δεν είχε χρόνο για κείνη κι αυτό, όσο περνούσε ο καιρός, την στεναχωρούσε και περισσότερο. Ούτε στο κομμωτήριο δεν προλάβαινε να πάει, εκτός κι αν ήταν ειδική περίσταση.

Αυτός ο σύζυγος δεν βοηθά καθόλου, θα σκεφτόταν κανείς! Πώς να βοηθήσει όμως όταν δουλεύει 12ωρα ή και 14ωρα καμιά φορά; Με τι κουράγια να βάλει χεράκι στο οτιδήποτε! Συγκάτοικοι είχαν καταλήξει με τον καιρό, άθελά τους. Ραντεβού έδιναν στον καναπέ τα βράδια για ταινία και τους έπαιρνε ο ύπνος, πριν συμπληρωθεί το πρώτο τέταρτο. Τουλάχιστον όμως, ήταν αγκαλιά! Αγκαλιά στον ύπνο της κόπωσης, αγκαλιά στον καναπέ με την τηλεόραση ανοιχτή και το φως να καίει…
Παλιότερα, σκέφτονταν πως θα μεγαλώσουν τα παιδιά και θα αλαφρώσουν λίγο. Με τον καιρό διαπίστωσαν πως όσο μεγαλώνουν τα παιδιά, μεγαλώνουν και οι ανάγκες και μικραίνει ο χρόνος. Τους ξεμακραίνει από το όνειρο της ξένοιαστης οικογένειας, σαν αυτές που βλέπει κανείς στις διαφημίσεις και αναρωτιέται πού έκανε το λάθος!

Μια άλλη «Μαίρη Παναγιωταρά» η ζωή μου, σκεφτόταν την ώρα που μάζευε τα παιχνίδια από το πάτωμα… κι ύστερα σου λένε "γυναικεία χειραφέτηση και ανεξαρτησία". Να παντρευτείς και να γεμίσεις υποχρεώσεις που σε κάνουν λάστιχο, μοιάζει ζωντανός εφιάλτης, να μείνεις ελεύθερη, είσαι ο καημός της μαμάς με τη μουρμούρα της να μη σ’ αφήνει να ησυχάσεις. Να κάνεις καριέρα χωρίς παιδιά, μοιάζει φαγητό χωρίς αλάτι. Να κάνεις παιδιά και να τα μεγαλώνεις κλεισμένη στο σπίτι, σε κάνει δυστυχή και εξαρτώμενη. Χωρίς αποδοχές, χωρίς σύνταξη στα γεράματα… μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα η γυναικεία πορεία, μοιάζει γρίφος άλυτος στην καλύτερη περίπτωση. Βρε μήπως βάλαμε τα χέρια μας και βγάλαμε τα μάτια μας, αναρωτιόταν τώρα σε μια κρίση αυτογνωσίας και επαναπροσδιορισμού.

Ο ήχος του μηνύματος στο τηλέφωνό της, έβαλε τέλος στις σκέψεις που έτρεχαν ανεξέλεγκτα. «Μεθαύριο 8 Μαρτίου, θα πιούμε ποτό όλες οι γυναίκες του γραφείου. Μη διανοηθείς να μην έρθεις!» έλεγε το μήνυμα…
«Στη μέση της βδομάδας; Πάτε καλά βρε κορίτσια;» έστειλε την απάντηση.
«Είναι η μέρα της γυναίκας, ας μην την αφήσουμε να πάει χαμένη» διάβασε τον αντίλογο και θυμήθηκε…

Θυμήθηκε όλα εκείνα που την κάνουν να χαμογελά, όσο κουρασμένη κι αν είναι. Το βλέμμα του συντρόφου της, το γέλιο των παιδιών της, οι ζωγραφιές στο ψυγείο, οι Κυριακές που παίζουν όλοι μαζί στο σαλόνι, το κόκκινο κρασί που ζεσταίνεται κάθε φορά που την παίρνει ο ύπνος στην αγκαλιά του, πριν ακόμα το γευτεί!

Θυμήθηκε όλα αυτά που σηματοδοτούν τη ζωή της, που της δίνουν νόημα, υπόσταση και δύναμη! Όλα αυτά που την κάνουν να νιώθει γυναίκα! Κουρασμένη μεν, αλλά γυναίκα!!...




[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Βγάλε τη μάσκα...

Βγάλε τη μάσκα...



Η πρόσκληση απ’ την αρχή της φάνηκε αστεία. Μασκέ πάρτι, οργανωμένο από τους συναδέλφους στο γραφείο. Δεν ήταν το καλύτερό της, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είχε χιούμορ ή πως δεν τολμούσε να τσαλακωθεί, αλλά δεν της πήγαινε κιόλας κι έτσι, την άφησε πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, μέσα σε ένα βιβλίο, από τα πολλά που έκαναν παρέα στα χαριτωμένα διακοσμητικά.

Εκείνο το κυριακάτικο πρωί, όπως έπινε τον καφέ της, πήρε στο χέρι της το βιβλίο και τη θυμήθηκε πάλι…
Μα δεν είμαστε λίγο μεγάλοι γι’ αυτά; σκέφτηκε
Όσο είμαστε παιδιά, έχει το γούστο του. Έχει διαφορετική σημασία. «Ντυνόμαστε» τους ενήλικες, τους αγαπημένους μας ήρωες, αυτό που τέλος πάντων αγαπάμε ή θαυμάζουμε. Αυτό που θέλουμε να γίνουμε, κάποτε…
Τώρα, τι νόημα μπορεί να έχει το αστείο κοστούμι ή η ενδυμασία μιας άλλης εποχής; Θα με κάνει να διασκεδάσω περισσότερο και πώς; Ή μήπως κρύβοντας το πρόσωπό μου για λίγο κάτω από μία μάσκα, θα με απελευθερώσει; Και από τι; Από αυτά που κουβαλάω μέσα μου; Δεν ζούμε πια στις εποχές, που οι άνθρωποι καταπίεζαν τα «θέλω» τους κάτω από κοινωνικά στερεότυπα. Μπορούμε να είμαστε ο εαυτό μας χωρίς αναστολές. Άλλωστε, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν με ένα κοστούμι, ούτε κρύβονται κάτω από μια μάσκα, κατέληξε και έκλεισε ξανά το βιβλίο, μαζί με τους όποιους προβληματισμούς για το πάρτι. Ήταν αποφασισμένη να το αγνοήσει και αφέθηκε στο άρωμα του καφέ και στην ομορφιά του τοπίου, που ξυπνούσε μαζί της και απλωνόταν ειδυλλιακό μπροστά στα μάτια της.

Το τηλέφωνο ήχησε μέσα στη σιωπή κάνοντάς τη να αναπηδήσει!
- Μη μου πεις ότι κοιμάσαι ακόμα!... ακούστηκε η καλύτερή της φίλη
 Έχω ξυπνήσει εδώ και ώρα, πίνω καφέ και ρεμβάζω, απάντησε καθησυχαστικά
- Λοιπόν, για πες μου! Αποφάσισες τι θα φορέσεις στο αποψινό πάρτι;
- Άσε με βρε Μάνια, με τα παιδιάστικα! Δε θα έρθω...
- Ούτε να το σκέφτεσαι! Θα έρθεις, ακόμα κι αν χρειαστεί να σε σύρω δεμένη χειροπόδαρα, δήλωσε η Μάνια ανυποχώρητη
- Έλα τώρα, αφού το ξέρεις, αυτά δεν μου πάνε!
- Κουταμάρες! Θα περάσουμε όμορφα, όλοι γνωστοί θα είναι, θα ξεδώσουμε!
 Όχι άστο, βαριέμαι!...

Τρία λεπτά αργότερα, η Μάνια που δεν δεχόταν το «όχι» ως απάντηση, χτυπούσε το κουδούνι…
- Απ’ έξω ήσουν; ρώτησε με απορία
- Μα φυσικά! Ήξερα τις απαντήσεις σου, πριν καν τις ξεστομίσεις, αλλά αυτή τη φορά, θα κάνεις το δικό μου χατίρι. Αρκετά, έκανα εγώ το δικό σου. Σειρά σου τώρα!

Δεν μπορούσε να της αρνηθεί όταν επέμενε μ’ αυτό τον τρόπο. Στο κάτω – κάτω, ένα δίκιο το είχε. Ποτέ στο παρελθόν, από τότε που γνωρίστηκαν στο γραφείο και έγιναν φίλες, δεν την ακολούθησε σε ανάλογες προσκλήσεις και έτσι όπως ήταν αποφασισμένη τώρα και με το αποκριάτικο κοστούμι στο χέρι, κανείς δεν θα μπορούσε να της αρνηθεί!...

Η Μάνια εισέβαλε χαμογελαστή με θριαμβευτικό ύφος και δίνοντάς της τη στολή, την αγκάλιασε με ενθουσιασμό!
- Λοιπόν, εδώ στα έχω όλα! Ρούχα, μάσκα, τα πάντα! Μην καθυστερήσεις, στις 9 θα είμαι έτοιμη, πέρνα να με πάρεις!
- Τι κουβάλησες εδώ, πώς θα οδηγήσω φορώντας όλα αυτά; Ψέλλισε τρομοκρατημένη…
 Μην ανησυχείς, όταν δεις τι θα φορέσεις, θα καταλάβεις πως δεν είναι δύσκολο! Φεύγω τώρα, τα λέμε το βράδυ…

Έμεινε εμβρόντητη μπροστά στην ανοιχτή πόρτα, με τα ρούχα στο χέρι και την απορία στο πρόσωπο και σα να ήθελε να συρρικνώσει το χρόνο και να μεταπηδήσει ευθύς στην επόμενη μέρα, έκλεισε την πόρτα πίσω της με αναστεναγμό!...

Οι ώρες κύλησαν απίστευτα γρήγορα, τόσο που νόμισε για μια στιγμή πως απότομα το πρωί διαδέχτηκε το βράδυ, χωρίς μεσημέρι, χωρίς απόγευμα!...

Άνοιξε το πακέτο αποφασισμένη να υποστεί το πάρτι με αξιοπρέπεια. Η στολή του «Ντόμινο» που της έφερε η Μάνια, ήταν πραγματικά ό,τι έπρεπε για κείνη. Φόρεσε άνετα ρούχα μέσα από το μανδύα του και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, για να φορέσει τη μάσκα.

Τι παράξενο! Η εικόνα της, όχι μόνο της άρεσε, αλλά χαμογελούσε χωρίς καν, να το περιμένει! Η μαύρη κουκούλα κάλυπτε τα σκούρα μαλλιά της και έπεφτε τόσο όμορφα πάνω στους ώμους της, ενώ η μάσκα με τις χρυσές λεπτομέρειες πρόσθετε γοητεία και μυστήριο στην τελική εικόνα!

Κοίταξε το ρολόι και έπιασε τον εαυτό της να ανυπομονεί! Να ανυπομονεί, γι’ αυτό που ήθελε διακαώς να αποφύγει!
Κοίταξε άλλη μια φορά το είδωλλό της στον καθρέφτη. Άρχισε να παραδέχεται πως τώρα της άρεσε η ιδέα και αναρωτιόταν τι την έκανε τόσα χρόνια να το αρνείται!


«Έβαλα μια μάσκα, βγάζοντας μια άλλη» σκέφτηκε και έκλεισε την πόρτα πίσω της…


[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Το σπιτάκι του βιβλίου...

Το σπιτάκι του βιβλίου...



Ήταν δεν ήταν επτά χρονών, ντυμένος με παντελόνι δανεικό πολύ μεγαλύτερο από το μέγεθός του και ένα μπουφάν, που αντίθετα του ήταν μικρό και φθαρμένο σε πολλά σημεία. Δεν κούμπωνε κι αυτό, τον έκανε κάθε τόσο να το τραβά με τα δυο του χέρια προσπαθώντας να ζεσταθεί…

Παιδί των φαναριών θα τον έλεγες και όχι άδικα. Ορφανός από μάνα με ένα πατέρα, που δούλευε μια φορά στο τόσο και ένα σπίτι σωστό ρημάδι, έμοιαζε με ήρωα του Καρόλου Ντίκενς, έτσι όπως στεκόταν στα φανάρια κοιτάζοντας τα αυτοκίνητα και απλώνοντας κάθε τόσο το χέρι για λίγα ψιλά.

Δεν ήταν μόνος! Κι άλλα παιδιά σ’ αυτό το «στέκι» έβγαζαν «μεροκάματο» είτε καθαρίζοντας τζάμια αυτοκινήτων, είτε ζητιανεύοντας. Ήταν όμως ο μικρότερος κι αυτό ήταν μεγάλο μειονέκτημα για κείνον, στον άγριο κόσμο που ζούσε. Την ηλικία του την είχε προ πολλού ξεχάσει, αφού έπρεπε να υπερασπίζεται τον εαυτό του απέναντι στους μεγαλύτερους της παρέας κι έτσι είχαν αρχίσει να τον αποδέχονται και να τον υπολογίζουν.

Σχολείο δεν πήγαινε. Για κείνον σχολείο ήταν ο δρόμος, η επιβίωση για μια ακόμα μέρα. Και μάλλον γινόταν καλός μαθητής αν σκεφτεί κανείς πως κατάφερνε να τρώει καθημερινά κάτι. Μια φορά τη μέρα, όχι υπερβολές, αλλά έτρωγε.

Κάθε που βράδιαζε και έπαιρνε το δρόμο για το σπίτι σκεφτόταν αν ο πατέρας του θα ήταν εκεί και προτιμούσε να μην είναι, για να χωθεί γρήγορα στα βρώμικα σκεπάσματα του κρεβατιού του και να κάνει πως κοιμάται. Αν ήταν ο πατέρας σπίτι, τότε τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα. Τον έβλεπε να μονολογεί, να κλαίει, να πίνει και προσπαθούσε να κρυφτεί σε μια γωνιά για να τον ενοχλεί όσο γίνεται λιγότερο…
Όχι δεν τον χτυπούσε! Δεν τον είχε χτυπήσει ποτέ, όμως η απελπισία που έβλεπε στα μάτια του μετέτρεπε το μικρό σε μεγάλο και το μεγάλο σε μικρό κι αυτό, δεν το άντεχε κανένας από τους δύο!

Όταν πάλι ο πατέρας έλειπε, ξαπλωμένος στο κρεβάτι ξεφύλλιζε το ένα και μοναδικό του βιβλίο. Του το είχε χαρίσει ένα κορίτσι μια ηλιόλουστη μέρα, που καθόταν με το χέρι απλωμένο όπως συνήθιζε στο φανάρι. Όσο η μαμά έψαχνε ψιλά, η μικρή του έδωσε το βιβλίο για να του κάνει παρέα, όπως του είπε.

Το άνοιγε με προσοχή και γυρνούσε τις σελίδες του βιαστικά μέχρι να φτάσει σ’ εκείνη που είχε τη φωτογραφία με το σπιτάκι στο δάσος. Πόσο αγαπούσε αυτή τη φωτογραφία! Πόσο θα ήθελε να υπήρχε στην πραγματικότητα αυτό το σπίτι που τόσο είχε θαυμάσει…

- Κύριε Παπαπέτρου, ο μεσίτης στη γραμμή τρία, ακούστηκε η φωνή της γραμματέα.
- Πες του πως θα του τηλεφωνήσω εγώ Λίζα, ευχαριστώ…

Σηκώθηκε απότομα, προσπαθώντας να συνέλθει… ακόμα δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως μια φωτογραφία τον είχε γυρίσει τόσα χρόνια πίσω. Του είχε ξυπνήσει τόσες μνήμες οδυνηρές…
Το σπίτι που ονειρευόταν από παιδί, το σπίτι του βιβλίου, που ακόμα φύλαγε στο γραφείο του και δεν το αποχωρίστηκε ποτέ, υπήρχε!! Το είχε μπροστά του ανάμεσα σε τόσα άλλα, που ο μεσίτης του πρότεινε. Τόσα χρόνια με όσα μεσολάβησαν και η παιδική λαχτάρα είχε παραμείνει αναλλοίωτη να τον κρατά δεμένο με το παρελθόν σε ένα σκοπό, που για κανένα δεν είχε νόημα, παρά μονάχα για κείνον!

Δεν ξέχασε! Δεν μπορούσε να ξεχάσει κι ας βρέθηκαν άνθρωποι να τον αγαπήσουν, να τον μεγαλώσουν, να τον σπουδάσουν. Τίποτα δεν κατάφερε να σβήσει τη λαχτάρα να ζήσει στο σπιτάκι της εξοχής, που ονειρευόταν στο ερειπωμένο δωμάτιο με το μισόκλειστο παντζούρι που άφηνε το φως της λάμπας του δρόμου να περνά και να φωτίζει τα ταξίδια που έκανε με το νου…

Σχημάτισε τον αριθμό του μεσίτη βιαστικά. Μάταια εκείνος προσπαθούσε να τον πείσει πως στα σπίτια, που του έστειλε, υπήρχαν πολύ καλύτερες επιλογές από αυτή που είχε κάνει. Έτσι, το όνειρο έγινε πραγματικότητα!

Πήγε μόνος του, το περιποιήθηκε, το επίπλωσε απλά, το εξόπλισε με όλα τα απαραίτητα και λίγες εβδομάδες αργότερα οδηγούσε στο μικρό επαρχιακό δρόμο την οικογένειά του, στο σπιτάκι του δάσους όπως το αποκαλούσε.
Ήταν φθινόπωρο πια και ο δρόμος υγρός από τις συχνές βροχές. Οδηγούσε αργά για να μπορούν όλοι να θαυμάζουν τη φύση γύρω τους, που καταπράσινη τους υποδεχόταν. Σταμάτησαν έξω από τη μικρή αυλή και διέσχισαν το πλακόστρωτο μονοπάτι, που έφτανε μέχρι την είσοδο. Τα παιδιά του χαρούμενα τιτίβιζαν όλο ενθουσιασμό για το νέο τους απόκτημα και η γυναίκα του δεν σταματούσε να μιλά για το γούστο και την καλαισθησία της ανακαίνισης.


Έβαλε μέσα τις βαλίτσες τους, άναψε το τζάκι και βγήκε στην αυλή… δεν μπορούσε άλλο να συγκρατήσει τα δάκρυά του και δεν ήθελε να τα μοιραστεί με κανένα! Μόνο με τη βροχή, που άρχισε ξανά να πέφτει σιγανή, καθάρια και να μουσκεύει το χώμα. Κι έμεινε μαζί της για αρκετή ώρα, ώσπου να κλείσουν όλες οι πόρτες απ’ τα παλιά κι όλες οι χαραμάδες…
...

Αυτή η ιστορία γεννήθηκε από τη φωτογραφία που βλέπετε και ανήκει στην Ελένη από το Καρυδότσουφλο. Εκείνη, μας ζήτησε να γράψουμε μια ιστορία κοιτώντας τη και δεν μπορούσα φυσικά να αρνηθώ.  
Δείτε τις υπόλοιπες ιστορίες, που έχουν ήδη δημοσιευτεί πατώντας, εδώ.


[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια

find "to e-periodiko mas" on instagram