Ένα …γνωστό παραμύθι
Στο άκουσμα της λέξης (καλικάντζαρος) έρχεται στο μυαλό, η εικόνα της γιαγιάς κοντά στο τζάκι, που διηγείται στα εγγονάκια της, ιστορίες από τα «χρόνια τα παλιά». Τότε που ο κόσμος ήταν πιο απλός στη σκέψη και τη συμπεριφορά και θυμόταν και τηρούσε έθιμα και δοξασίες που τώρα μοιάζουν τόσο νοσταλγικά μακρινές.
Τι ήταν όμως αυτοί οι καλικάντζαροι;
Οι γιαγιάδες απαντούν με περισσή σιγουριά, λες και τους είχαν δει με τα μάτια τους: Αερικά, ξωτικά, που κάθε νύχτα το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων κυκλοφορούν στους δρόμους και τα χαλάσματα του χωριού. Έτσι άκουγαν με ευλαβική προσοχή τα εγγονάκια τις ιστορίες αυτές και λίγο ο φόβος, λίγο ότι η γιαγιά ήταν πολύ πειστική στη διήγησή της, τα μικρά κάθονταν ήσυχα, χωρίς να ταλαιπωρούν τις μαμάδες, που είχαν αμέτρητες δουλειές τις μέρες εκείνες.
Μα πώς ξεκίνησε όλο αυτό το «παραμύθι»; Είναι εύκολο να απαντήσει κανείς αν σκεφτεί πόσο μεγάλη και ανεξάντλητη είναι η φαντασία του λαού μας.
Η αρχή του …μύθου, ξεκινά από τους αρχαίους χρόνους, όπου πίστευαν ότι οι ψυχές έβρισκαν την πόρτα του Άδη ανοιχτή και μπορούσαν έτσι να ανεβαίνουν στον πάνω κόσμο όποτε ήθελαν, χωρίς κανένα περιορισμό. Αργότερα, οι Βυζαντινοί γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο με μουσική, τραγούδια, χορό και μασκαρέματα. Όπως λοιπόν οι άνθρωποι ήταν μασκαρεμένοι, με καλυμμένα τα πρόσωπά τους, μπορούσαν να κάνουν ότι ήθελαν χωρίς ντροπή και χωρίς να υπολογίζουν τίποτα. Έτσι μπορούσαν να μπουν στα σπίτια των άλλων κάνοντας φασαρία ή τραγουδώντας και ζητούσαν γλυκά ή λουκάνικα από τους οικοδεσπότες για να φύγουν. Ακόμα και από τις καμινάδες μπορούσαν να εισβάλλουν σ’ ένα σπίτι. Όλα αυτά συνεχίζονταν για δώδεκα ημέρες, μέχρι την παραμονή των Φώτων. Με το μεγάλο Αγιασμό, όλα σταματούσαν και οι άνθρωποι ησύχαζαν.
Η μεγάλη φαντασία του λαού μας, όλες αυτές τις συνήθειες των βυζαντινών χρόνων τις μετέτρεψε σε πλάσματα περίεργα, αλαφροΐσκιωτα, που ανεβαίνουν στη γη από τον κάτω κόσμο προσπαθώντας να τα κάνουν όλα άνω – κάτω. Κάπως έτσι «γεννήθηκαν» οι καλικάντζαροι, εκείνα τα μικροσκοπικά πλάσματα με τα μεγάλα αυτιά, τις περίεργες μύτες και τα γαμψά νύχια.
Γιατί οι καλικάντζαροι ανεβαίνουν πάνω στη γη, γιαγιά; Πού είναι όλο τον υπόλοιπο χρόνο; Γιατί διαλέγουν αυτές τις μέρες και όχι κάποιες άλλες;
Αυτές ήταν οι μόνιμες ερωτήσεις των εγγονιών, που άκουγαν με δέος αλλά και με κάποια ελαφρά δυσπιστία. Οι απαντήσεις τις γιαγιάς όμως ήταν πάντα κατατοπιστικές και σχεδόν αποστομωτικές.
Όλο το χρόνο, οι καλικάντζαροι, ζουν κάτω από τη γη και άλλος με τσεκούρι, άλλος με πριόνι, άλλος με τα γαμψά του νύχια, προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που κρατά τη γη. Κόβουν συνεχώς από το πρωί μέχρι το άλλο πρωί. Εκεί κοντά στα Χριστούγεννα το δέντρο θέλει πολύ λίγο ακόμα, για να κοπεί τελείως. Τότε κι αυτοί, το παρατούν και ανεβαίνουν πάνω στη γη, για να ταλαιπωρήσουν τους δόλιους τους ανθρώπους, με τα καμώματά τους. Βρίσκουν ευκαιρία βλέπετε, γιατί ο μικρός Χριστός είναι Αβάπτιστος ακόμα και τα νερά «αβάπτιστα» κι αυτά κι έτσι τους χωράει κι αυτούς ο τόπος, για να κάνουν τις «ζαβολιές» τους. Τα Θεοφάνια όμως που βαπτίζεται ο Χριστός, αυτοί έντρομοι ξαναγυρίζουν κάτω από τη γη και με έκπληξή τους διαπιστώνουν ότι το δέντρο που τη κρατά, είναι άκοπο, ανέπαφο και ξεκινούν πάλι από την αρχή. Έτσι βάζουν σκοπό τους να κάνουν το ίδιο τον άλλο χρόνο και την παθαίνουν πάλι και τον άλλο χρόνο πάλι και ξανά.
Και τι κάνουν δηλαδή; Τι κάνουν; Και τι δεν κάνουν! Έτσι όπως είναι μαυριδεροί, τριχωτοί και μικροσκοπικοί, ανεβαίνουν σιγά - σιγά από τις τρύπες τους στη γη και περιμένουν την ώρα που θα σμίξει η μέρα με τη νύχτα, για να μπουν στα σπίτια να κάνουν ζημιές, να λερώσουν το σπίτι, να «μαγαρίσουν» το νερό, να φάνε το φαγητό, ειδικά αν είναι χοιρινό. Οι καλικάντζαροι λατρεύουν το χοιρινό! Είναι δε τόσο ευκίνητοι, που μπορούν να σκαρφαλώσουν εύκολα στα δέντρα, να πηδήσουν στις σκεπές, να σπάσουν τα κεραμίδια, να μπουν στις καμινάδες. Αυτός είναι ο λόγος, που τα τζάκια είναι πάντα αναμμένα όλο το δωδεκαήμερο. Οι καλικάντζαροι φοβούνται τη φωτιά! Αν σε πετύχουν στο δρόμο τους πεζό; Αλίμονο σου, θα υποφέρεις. Είναι ικανοί να πηδήσουν στην πλάτη σου, να σε τραβολογάνε να χορεύουν πάνω σου, ή να πάρουν την πιο άγρια μορφή τους, προσπαθώντας να σε φοβίσουν.
Μα δεν μπορεί κανένας να προφυλαχτεί απ’ αυτούς; ρωτούσαν αμέσως τα εγγονάκια.
Μα γιατί νομίζετε οι νοικοκυρές σκέπαζαν το χοιρινό τους με σπαράγγια; Για να το γλυτώσουν απ’ αυτούς. Βλέπετε, τα σπαράγγια όταν μαραθούν ξεραίνονται και γίνονται σαν αγκάθια. Έτσι, κανένας καλικάντζαρος δεν τολμά να πλησιάσει το χοιρινό ή τα λουκάνικα. Και δεν σταματούσαν εκεί. Μάζευαν ότι δοχεία άδεια είχαν και τα έβαζαν γύρω από την καπνοδόχο. Όταν οι καλικάντζαροι τα δουν αρχίζουν σα βλάκες που είναι να τα μετρούν. Δεν μπορούν όμως να μετρήσουν πάνω από το δύο, γιατί μπερδεύονται. Έτσι τους παίρνει το ξημέρωμα να μετρούν και να ξαναμετρούν… ένα – δύο, ένα – δύο. Με το πρώτο φως της μέρας πρέπει να εξαφανιστούν κι έτσι γλιτώνει το σπίτι και η ηρεμία του. Άλλοι πάλι, έριχναν αλάτι στη φωτιά. Ο κρότος που κάνει το αλάτι όταν καίγεται, τους φοβίζει και όπου φύγει - φύγει. Εκείνο όμως που τους κρατά σίγουρα μακριά, είναι το λιβάνι. Γι’ αυτό οι νοικοκυρές λιβάνιζαν κάθε απόγευμα όλο το δωδεκαήμερο και κρατούσαν το θυμιατήρι να λιβανίζει συνεχώς, έτσι ώστε να μην πλησιάζει κανείς τους.
Όταν πια οι καλικάντζαροι έφευγαν, την ημέρα των Φώτων, η στάχτη από το τζάκι μαζευόταν και πεταγόταν σε μέρος που δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, όπως καθαριζόταν και το τζάκι καθώς και το εικονοστάσι, το καντήλι και οι ίδιοι οι άνθρωποι, γιατί οι κατρουλήδες, όπως αλλιώς τους έλεγαν, μπορούν να «μαγαρίσουν» τα πάντα.
Έτσι κάπως τέλειωνε η ιστορία των γιαγιάδων αφήνοντας τα εγγονάκια κοιμισμένα κοντά στη ζεστασιά της φωτιάς, δημιουργώντας παιδικές αναμνήσεις, τρυφερές, γεμάτες φαντασία περισσότερο, παρά φόβο…
Τι ήταν όμως αυτοί οι καλικάντζαροι;
Οι γιαγιάδες απαντούν με περισσή σιγουριά, λες και τους είχαν δει με τα μάτια τους: Αερικά, ξωτικά, που κάθε νύχτα το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων κυκλοφορούν στους δρόμους και τα χαλάσματα του χωριού. Έτσι άκουγαν με ευλαβική προσοχή τα εγγονάκια τις ιστορίες αυτές και λίγο ο φόβος, λίγο ότι η γιαγιά ήταν πολύ πειστική στη διήγησή της, τα μικρά κάθονταν ήσυχα, χωρίς να ταλαιπωρούν τις μαμάδες, που είχαν αμέτρητες δουλειές τις μέρες εκείνες.
Μα πώς ξεκίνησε όλο αυτό το «παραμύθι»; Είναι εύκολο να απαντήσει κανείς αν σκεφτεί πόσο μεγάλη και ανεξάντλητη είναι η φαντασία του λαού μας.
Η αρχή του …μύθου, ξεκινά από τους αρχαίους χρόνους, όπου πίστευαν ότι οι ψυχές έβρισκαν την πόρτα του Άδη ανοιχτή και μπορούσαν έτσι να ανεβαίνουν στον πάνω κόσμο όποτε ήθελαν, χωρίς κανένα περιορισμό. Αργότερα, οι Βυζαντινοί γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο με μουσική, τραγούδια, χορό και μασκαρέματα. Όπως λοιπόν οι άνθρωποι ήταν μασκαρεμένοι, με καλυμμένα τα πρόσωπά τους, μπορούσαν να κάνουν ότι ήθελαν χωρίς ντροπή και χωρίς να υπολογίζουν τίποτα. Έτσι μπορούσαν να μπουν στα σπίτια των άλλων κάνοντας φασαρία ή τραγουδώντας και ζητούσαν γλυκά ή λουκάνικα από τους οικοδεσπότες για να φύγουν. Ακόμα και από τις καμινάδες μπορούσαν να εισβάλλουν σ’ ένα σπίτι. Όλα αυτά συνεχίζονταν για δώδεκα ημέρες, μέχρι την παραμονή των Φώτων. Με το μεγάλο Αγιασμό, όλα σταματούσαν και οι άνθρωποι ησύχαζαν.
Η μεγάλη φαντασία του λαού μας, όλες αυτές τις συνήθειες των βυζαντινών χρόνων τις μετέτρεψε σε πλάσματα περίεργα, αλαφροΐσκιωτα, που ανεβαίνουν στη γη από τον κάτω κόσμο προσπαθώντας να τα κάνουν όλα άνω – κάτω. Κάπως έτσι «γεννήθηκαν» οι καλικάντζαροι, εκείνα τα μικροσκοπικά πλάσματα με τα μεγάλα αυτιά, τις περίεργες μύτες και τα γαμψά νύχια.
Γιατί οι καλικάντζαροι ανεβαίνουν πάνω στη γη, γιαγιά; Πού είναι όλο τον υπόλοιπο χρόνο; Γιατί διαλέγουν αυτές τις μέρες και όχι κάποιες άλλες;
Αυτές ήταν οι μόνιμες ερωτήσεις των εγγονιών, που άκουγαν με δέος αλλά και με κάποια ελαφρά δυσπιστία. Οι απαντήσεις τις γιαγιάς όμως ήταν πάντα κατατοπιστικές και σχεδόν αποστομωτικές.
Όλο το χρόνο, οι καλικάντζαροι, ζουν κάτω από τη γη και άλλος με τσεκούρι, άλλος με πριόνι, άλλος με τα γαμψά του νύχια, προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που κρατά τη γη. Κόβουν συνεχώς από το πρωί μέχρι το άλλο πρωί. Εκεί κοντά στα Χριστούγεννα το δέντρο θέλει πολύ λίγο ακόμα, για να κοπεί τελείως. Τότε κι αυτοί, το παρατούν και ανεβαίνουν πάνω στη γη, για να ταλαιπωρήσουν τους δόλιους τους ανθρώπους, με τα καμώματά τους. Βρίσκουν ευκαιρία βλέπετε, γιατί ο μικρός Χριστός είναι Αβάπτιστος ακόμα και τα νερά «αβάπτιστα» κι αυτά κι έτσι τους χωράει κι αυτούς ο τόπος, για να κάνουν τις «ζαβολιές» τους. Τα Θεοφάνια όμως που βαπτίζεται ο Χριστός, αυτοί έντρομοι ξαναγυρίζουν κάτω από τη γη και με έκπληξή τους διαπιστώνουν ότι το δέντρο που τη κρατά, είναι άκοπο, ανέπαφο και ξεκινούν πάλι από την αρχή. Έτσι βάζουν σκοπό τους να κάνουν το ίδιο τον άλλο χρόνο και την παθαίνουν πάλι και τον άλλο χρόνο πάλι και ξανά.
Και τι κάνουν δηλαδή; Τι κάνουν; Και τι δεν κάνουν! Έτσι όπως είναι μαυριδεροί, τριχωτοί και μικροσκοπικοί, ανεβαίνουν σιγά - σιγά από τις τρύπες τους στη γη και περιμένουν την ώρα που θα σμίξει η μέρα με τη νύχτα, για να μπουν στα σπίτια να κάνουν ζημιές, να λερώσουν το σπίτι, να «μαγαρίσουν» το νερό, να φάνε το φαγητό, ειδικά αν είναι χοιρινό. Οι καλικάντζαροι λατρεύουν το χοιρινό! Είναι δε τόσο ευκίνητοι, που μπορούν να σκαρφαλώσουν εύκολα στα δέντρα, να πηδήσουν στις σκεπές, να σπάσουν τα κεραμίδια, να μπουν στις καμινάδες. Αυτός είναι ο λόγος, που τα τζάκια είναι πάντα αναμμένα όλο το δωδεκαήμερο. Οι καλικάντζαροι φοβούνται τη φωτιά! Αν σε πετύχουν στο δρόμο τους πεζό; Αλίμονο σου, θα υποφέρεις. Είναι ικανοί να πηδήσουν στην πλάτη σου, να σε τραβολογάνε να χορεύουν πάνω σου, ή να πάρουν την πιο άγρια μορφή τους, προσπαθώντας να σε φοβίσουν.
Μα δεν μπορεί κανένας να προφυλαχτεί απ’ αυτούς; ρωτούσαν αμέσως τα εγγονάκια.
Μα γιατί νομίζετε οι νοικοκυρές σκέπαζαν το χοιρινό τους με σπαράγγια; Για να το γλυτώσουν απ’ αυτούς. Βλέπετε, τα σπαράγγια όταν μαραθούν ξεραίνονται και γίνονται σαν αγκάθια. Έτσι, κανένας καλικάντζαρος δεν τολμά να πλησιάσει το χοιρινό ή τα λουκάνικα. Και δεν σταματούσαν εκεί. Μάζευαν ότι δοχεία άδεια είχαν και τα έβαζαν γύρω από την καπνοδόχο. Όταν οι καλικάντζαροι τα δουν αρχίζουν σα βλάκες που είναι να τα μετρούν. Δεν μπορούν όμως να μετρήσουν πάνω από το δύο, γιατί μπερδεύονται. Έτσι τους παίρνει το ξημέρωμα να μετρούν και να ξαναμετρούν… ένα – δύο, ένα – δύο. Με το πρώτο φως της μέρας πρέπει να εξαφανιστούν κι έτσι γλιτώνει το σπίτι και η ηρεμία του. Άλλοι πάλι, έριχναν αλάτι στη φωτιά. Ο κρότος που κάνει το αλάτι όταν καίγεται, τους φοβίζει και όπου φύγει - φύγει. Εκείνο όμως που τους κρατά σίγουρα μακριά, είναι το λιβάνι. Γι’ αυτό οι νοικοκυρές λιβάνιζαν κάθε απόγευμα όλο το δωδεκαήμερο και κρατούσαν το θυμιατήρι να λιβανίζει συνεχώς, έτσι ώστε να μην πλησιάζει κανείς τους.
Όταν πια οι καλικάντζαροι έφευγαν, την ημέρα των Φώτων, η στάχτη από το τζάκι μαζευόταν και πεταγόταν σε μέρος που δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, όπως καθαριζόταν και το τζάκι καθώς και το εικονοστάσι, το καντήλι και οι ίδιοι οι άνθρωποι, γιατί οι κατρουλήδες, όπως αλλιώς τους έλεγαν, μπορούν να «μαγαρίσουν» τα πάντα.
Έτσι κάπως τέλειωνε η ιστορία των γιαγιάδων αφήνοντας τα εγγονάκια κοιμισμένα κοντά στη ζεστασιά της φωτιάς, δημιουργώντας παιδικές αναμνήσεις, τρυφερές, γεμάτες φαντασία περισσότερο, παρά φόβο…