|
Photo by Mira Kemppainen on Unsplash |
Ήταν τα πέμπτα Χριστούγεννα που θα περνούσαν χωριστά… από τότε που γεννήθηκε η μικρή οι συνθήκες άλλαξαν. Δεν μπορούσε πλέον να είναι μαζί στη δουλειά του, να περνάνε τις χρονιάρες μέρες ο ένας πλάι στον άλλο. Το καράβι δεν ήταν χώρος για ένα μωρό, ούτε για ένα μικρό παιδάκι. Έτσι, έμεναν μαμά και κόρη μόνες, με το μπαμπά να οργώνει τις θάλασσες και να τους λείπει.
Στόλιζαν το δέντρο χαρούμενες, έχοντας χριστουγεννιάτικα τραγούδια να τους κάνουν συντροφιά και να γλυκαίνουν την ατμόσφαιρα της προσμονής. Πρώτα τα φωτάκια, μετά μία - μία οι μπάλες και τα στολίδια. Το κοριτσάκι τιτίβιζε ευχαριστημένο με την όλη διαδικασία. «Εγώ θα τα κρεμάσω όλα, μαμά! Μεγάλωσα τώρα!»
Τι παράξενο! Από τη μέρα που γεννήθηκε η Ιόλη, ανυπομονούσε να μεγαλώσει για να μπορεί να κουβεντιάζει μαζί της. Να της εκφράζει πώς νιώθει, τι θέλει, τι την ενοχλεί… και τώρα τρέμει τη στιγμή που θα ρωτήσει για το μπαμπά της. Κάτι τέτοιες ώρες ήθελε να είναι ακόμα μωρό, να μην καταλαβαίνει όσα τώρα, να μην της λείπει η παρουσία του, να μη συνηθίσει την απουσία του.
Προσπαθούσε να προετοιμαστεί για την ερώτηση που θα ερχόταν και έπρεπε να έχει απάντηση που δεν θα φέρει δάκρυα στα μάτια τους. Τι να πει όμως; Η μόνη απάντηση που θα έφερνε χαρά, δεν μπορούσε να ειπωθεί… ο μπαμπάς δεν θα ήταν τις γιορτές μαζί τους, ξανά! Πέντε χρόνια τώρα, δεν ήταν μαζί τους τα Χριστούγεννα και όσο η Ιόλη μεγάλωνε, τόσο πιο δύσκολο γινόταν. Έπρεπε να τη βάλει στην πραγματικότητα χωρίς να την πληγώσει. Έπρεπε να τη βοηθήσει να καταλάβει χωρίς δράματα… να χτίσει αναμνήσεις όμορφες τρυφερές, που θα τη συντρόφευαν με γλυκά συναισθήματα στο διάβα της ζωής της, χωρίς σημάδια που θα πονούσαν.
Τέλειωνε πια ο στολισμός. Μόνο τα φωτάκια για το μπαλκόνι είχαν μείνει, αλλά η μικρή αποκαμωμένη από την κούραση είχε γείρει στον καναπέ και κοιμόταν βαθιά…
Με ανακούφιση την πήρε στην αγκαλιά της και την έβαλε τρυφερά στο κρεβάτι. Τη χάιδεψε, τη φίλησε κι έκλεισε το φως και την πόρτα πίσω της. Για σήμερα, η ερώτηση δεν έγινε… αύριο είναι μια άλλη μέρα, σκέφτηκε καθώς γύριζε στο σαλόνι για να μαζέψει τις άδειες κούτες.
Ο ήχος του τηλεφώνου την έβγαλε από το φόρτο του μυαλού. «Πάνω στην ώρα Γιώργο μου!» απάντησε με λαχτάρα. Ήθελε να μοιραστεί τους προβληματισμούς της με τον άνθρωπό της, όμως από την άλλη δεν ήθελε να τον φορτώνει και με αυτή την έγνοια. Δεν ήταν ευχάριστο και σε κείνον να είναι μακριά από την οικογένειά του και την μονάκριβή του κόρη, τις γιορτές. Όλο κι όλο που την είδε, που την έζησε ήταν δύο καλοκαίρια όταν ήταν δύο χρονών και πέρσι που ήταν τεσσάρων. Κι έκανε υπομονή, να περάσει ο καιρός να αλλάξει καράβι, να κάνει δρομολόγια εδώ στην Ελλάδα, να βλέπονται σαν οικογένεια…
«Τι συμβαίνει;» ακούστηκε ανήσυχος. «Τίποτα καλέ μου! Μόλις τελειώσαμε το στόλισμα του δέντρου. Η Ιόλη κοιμάται κατάκοπη, δεν την πρόλαβες…» ένας λυγμός που πήρε να ανεβαίνει πνίγηκε με επιτυχία από ένα μικρό βηχαλάκι και τα παράσιτα της γραμμής. «Πώς είσαι; Εμείς εδώ είμαστε καλά και ετοιμαζόμαστε για τα Χριστούγεννα» ακούστηκε πιο συγκροτημένη και αποφασισμένη να μην του φορτώσει βάρος. Δεν μπορούσε άλλωστε να κάνει τίποτα. Δεν ήταν στο χέρι του, αυτή ήταν η δουλειά του και την είχε αποδεχτεί με όλες της τις δυσκολίες. Ήξερε πολύ καλά πως ο δικός της ρόλος ήταν να στρογγυλεύει κάθε γωνία αιχμηρή της ψυχής, που άφηνε η απόσταση και να μαλακώνει όλα τα δύσκολα συναισθήματα που γεννούσε. Ήθελε να είναι ήρεμος για να μπορεί να κυβερνά το καράβι με ασφάλεια στις άγριες θάλασσες που αρμένιζε.
Και η δική της ηρεμία; Αυτή εξαρτιόταν από τη δική του και της κόρης τους. Σα συγκοινωνούντα δοχεία που η απόσταση εκμηδενιζόταν από το δέσιμο και την αφοσίωσή τους, σ’ αυτό που μοιράζονταν…
«Ξέρεις, σκέφτηκα φέτος να μιλήσω διαφορετικά στη μικρή. Να μη την παρηγορήσω για την απουσία σου, αλλά να την κάνω να αποδεχθεί την πραγματικότητα. Δεν είναι σωστό κάθε χρόνο να ζει με την ίδια αγωνία, ούτε όμως και να συνηθίσει την απουσία σου… »
«Πώς θα το καταφέρεις αυτό, καρδιά μου; Είναι μικρή, δεν είναι εύκολο! Μήπως να της μιλήσω εγώ;» η ανησυχία ξαναγύρισε στη φωνή του. Ήταν από τις στιγμές που κανένα μέσο δεν μπορούσε να νικήσει την απόσταση και την επιθυμία να βρίσκεται κοντά τους.
«Θα βρω τρόπο, μη σε απασχολεί! Εσύ απλά να ξέρεις πως η Ιόλη μας, θα περάσει όμορφα. Αυτό να έχεις στο μυαλό σου. Τα άλλα, είναι δική μου δουλειά!» είχε ήδη βρει τα λόγια, είχε ήδη γεμίσει δύναμη και σιγουριά. «Σου έχω εμπιστοσύνη, απλά δεν μου είναι ευχάριστο να το περνάς όλο αυτό μόνη σου» απάντησε προσπαθώντας, εκείνος τώρα, να κρατήσει τη συγκίνησή του έξω από τη φωνή του…
Ξημέρωνε Κυριακή. Μια ηλιόλουστη ψυχρή χιονισμένη Κυριακή, ίδια με τα ανάμεικτα συναισθήματα που πλημμύριζαν την ψυχή τους…
Η Ιόλη ξύπνησε με χαμόγελο και έτρεξε στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Δεν χόρταινε να το κοιτά… Η Κάτια την υποδέχτηκε με μια ζεστή αγκαλιά και την ώρα του πρωινού άρχισε να κάνει πράξη την απόφασή της.
«Ξέρεις αγάπη μου, τι σκεφτόμουν αυτές τις μέρες;» είπε τρυφερά. Η μικρή την κοίταξε όλο απορία… «Νομίζω ξέρεις τι είναι τα έθιμα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε.
«Ναι, μας είπε η κυρία πως είναι συνήθειες που περνάνε από τον ένα στον άλλο» απάντησε η μικρή.
«Ακριβώς! Έθιμο είναι και ο στολισμός του δέντρου, τα χριστουγεννιάτικα γλυκά και πολλά άλλα. Έθιμα όμως μπορούμε να φτιάξουμε και δικά μας. Που να είναι μόνο για μας» είπε η Κάτια περιμένοντας την αντίδραση της Ιόλης που δεν άργησε να έρθει.
«Τι δηλαδή;» ρώτησε με τα μάτια ορθάνοιχτα από την αναμονή.
«Να, εμείς μπορούμε να αποφασίσουμε κάθε Παραμονή Χριστουγέννων να καθόμαστε κάτω από το στολισμένο δέντρο, να διαβάζουμε χριστουγεννιάτικες ιστορίες και να πίνουμε ζεστή σοκολάτα οι δυο μας»…
«Κι ο μπαμπάς;» ρώτησε βουρκωμένη η μικρή.
«Ο μπαμπάς μπορεί να ταξιδεύει ή μπορεί να είναι μαζί μας. Δεν είναι το ίδιο κάθε χρόνο. Όμως, αυτή είναι η δουλειά του και πρέπει να το δεχτούμε χωρίς στεναχώρια. Αρκεί που είναι καλά κι ας είναι μακριά μας» απάντησε η Κάτια και περίμενε με αγωνία την Ιόλη να επεξεργαστεί όσα της είπε.
«Δε μου αρέσει καθόλου! Οι μπαμπάδες τα Χριστούγεννα πρέπει να είναι με τα παιδιά τους κι εγώ θέλω το δικό μου» απάντησε με πείσμα.
«Συμφωνώ, αλλά ξέρεις, δεν κάνουν όλοι οι μπαμπάδες την ίδια δουλειά. Κι εσύ πρέπει να είσαι περήφανη για το δικό σου μπαμπά, γιατί με τη δουλειά του βοηθά άλλους ανθρώπους. Μεταφέρει με το καράβι του εμπορεύματα που χρειάζονται άλλοι άνθρωποι και με αυτό τον τρόπο τους βοηθά να ζούνε καλύτερα. Σκέψου μωρό μου, πόσοι δουλεύουν τα Χριστούγεννα! Ένας ολόκληρος κόσμος. Ένα σωρό επαγγέλματα! Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που είναι μακριά από τα παιδιά τους αυτές τις μέρες και όλοι θα ήθελαν να είναι μαζί τους. Έτσι γίνεται και πρέπει να το δεχτούμε με γενναιότητα»
«Όμως, θα τον πάρουμε τηλέφωνο και θα βάλεις και την κάμερα να τον βλέπω και να με δει που θα φοράω όμορφα ρούχα!» απάντησε η μικρή σκουπίζοντας τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάγουλά της.
«Και βέβαια, μωρό μου! Ο μπαμπάς λείπει από το σπίτι, όχι από τη ζωή μας! Θα τον έχουμε πάντα μαζί μας και θα του μιλάμε όποτε θέλουμε. Και τώρα ακόμα αν θες!»
Ένα πλατύ χαμόγελο πήρε τη θέση των δακρύων! Η Ιόλη έκανε εκείνα τα Χριστούγεννα γενναία είσοδο στον κόσμο των μεγάλων. Οι αναμνήσεις που χτίστηκαν από εκείνες τις γιορτές θα τη συνόδευαν για όλη της τη ζωή και δεν θα την άφηναν στιγμή να νιώσει μόνη. Ο μπαμπάς της είχε πάντα παρουσία δίπλα της, χάρη στο διαφορετικό τρόπο σκέψης που χάραξε η μαμά της. Ένας μπαμπάς που δεν έλειψε ποτέ, ουσιαστικά!