Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πένας εκφράσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πένας εκφράσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Ζωή...

Ζωή...


photo by Kristina Tripkovic on unsplash 


Αμίλητες ματιές μπροστά στ’ ανοιχτό παράθυρο
παλεύει η θλίψη με το αχνό χαμόγελο
κι ήχους γεννά και δάκρυα...
Κι η ψυχή μετρά στιγμές και πόνους


Γεμίζει το δισάκι, κονταίνει το νήμα/
Πόσο δυνατές γίνονται καμιά φορά οι σιωπές!
Απλώνονται θωπεύοντας υπάρξεις
ακουμπούν τις χαραμάδες της ψυχής και τις ματώνουν


Κι εσύ προσμένεις στην άκρη του δρόμου
βήματα γοργά να σμίξουν με τα δικά σου
να γίνουν ένα με το βήμα σου
να πατήσουν πάνω στα χνάρια σου…


Nα τρέξουν να σε προφτάσουν!
Nα σταματήσουν το χρόνο, το χτύπο της καρδιάς
να σε ξαναγεννήσουν σε άλλη διάσταση,
να δώσουν πνοή στα όνειρα που χάθηκαν στις σκιές…


Ένα βότσαλο στη λίμνη περιμένεις!
Ν' έρθει τ’ ακούνητα νερά της να ταράξει
να σχηματίσει κύκλους ομόκεντρους στη λεία της μορφή
να αναγκάσει τον ήλιο να χαμογελάσει
να σου δώσει λόγο να ζήσεις…


Για να ορίσεις νέα όρια, για να τα ξεπεράσεις
Όμως, οι δρόμοι δεν έγιναν για να τους θωρείς ασάλευτη καρτερικά
έγιναν για να τους διαβαίνεις ακόμα και χωρίς πόδια...

...

Με αυτό το ποίημα συμμετείχα στο διαδικτυακό δρώμενο "Τα Γνωμικά Εμπνέουν #1" που οργανώνει  η καλή μου φίλη Mary Petrax από τη Γήνινη Ματιά.

Πηγή έμπνευσης το γνωμικό: "Η ζωή δεν μετριέται με τον αριθμό των αναπνοών που παίρνουμε, αλλά με τον αριθμό των στιγμών που μας κόβεται η αναπνοή"


Ευχαριστώ θερμά όλους τους φίλους και τις φίλες που το ξεχώρισαν.



[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
8 Σχόλια
Μοναχικός χορευτής

Μοναχικός χορευτής


Monaxikos-xoreutis
photo from pinterest

Έφτιαξε τον αγαπημένο του καφέ και κάθισε στο παλιό γραφείο, αυτό με τη σκούρα φθαρμένη επιφάνεια, που έμοιαζε τόσο ξένο μέσα στη σύγχρονη διακόσμηση του χώρου. Πάνω του η γραφομηχανή, παλιά κι αυτή, τον συντρόφευε από τα εφηβικά του χρόνια τότε που με το χαρτζιλίκι μηνών κατάφερε να την αγοράσει μεταχειρισμένη.

Δεν ήταν πως αρνιόταν την τεχνολογία. Με τον υπολογιστή του δούλευε μια χαρά από το σπίτι, αλλά να, αυτή η παλιά φίλη ήταν κάτι σαν εξομολόγος για όσα βαραίνουν την ψυχή και την κάνουν να αναστενάζει καμιά φορά, βαριά. Σ’ αυτή μιλούσε για όλα χωρίς να ανοίξει καν το στόμα του. Θαρρείς πως τον βοηθούσε να βάζει σε τάξη τις σκέψεις και τα προβλήματα.

Ήταν αχώριστο δίδυμο. Ζώντας μόνος για πολλά χρόνια, χωρίς οικογένεια και μόνιμη σύντροφο δεν κατάλαβε ποτέ μοναξιά μαζί της. Η ζωή του κυλούσε χωρίς ιδιαίτερες υποχρεώσεις ανάμεσα σε δουλειά, φίλους λιγοστούς και πολλά ταξίδια. Θα έλεγε κανείς πως ήταν ευχαριστημένος αφού δεν αναζήτησε ποτέ κάτι άλλο έχοντας όσα τον ικανοποιούν…

Ρούφηξε την πρώτη γουλιά καφέ και άπλωσε τα χέρια στη γραφομηχανή, έτοιμος ν’ αρχίσει κουβέντα μαζί της. Όμως, όσο κι αν ήθελε να καθαρίσει το μυαλό του, οι λέξεις δεν έβγαιναν στο χαρτί… τα χέρια ακουμπούσαν τα πλήκτρα ασάλευτα και το βλέμμα καρφωμένο πάνω της, θαρρείς ταξίδευε χωρίς προορισμό.

Σκέψεις πολλές και συναισθήματα, που δεν εύρισκαν διέξοδο… μόνο εκείνο το πλάκωμα που συννεφιάζει το βλέμμα και κάνει την ψυχή μουντή, σκοτεινιασμένη σα λίγο πριν την καταιγίδα. Σαν το στροβίλισμα χορευτή πάνω στην άδεια καλογυαλισμένη πίστα. Χορευτής μοναχικός κι αυτός σε ένα θλιβερό χορό που τώρα μάθαινε τα βήματα…

Σηκώθηκε και έκανε ένα γύρο μέσα στο δωμάτιο. Τι παράξενο, το έλουζε το φως του ήλιου κι όμως φαινόταν θλιμμένο και βασανιστικά άδειο. Πλησίασε στο παράθυρο… ήταν άνοιξη πια, αλλά εκείνος δεν αποφάσιζε ούτε στην αυλή να βγει καλά-καλά.

Έριξε μια ματιά στο τηλέφωνο. Μέρες είχε να χτυπήσει! Τι μέρες, μάλλον βδομάδες! «Κανείς δεν μου τηλεφωνεί πια…» σκέφτηκε με θλίψη και πήγε να καλέσει τον καλύτερό του φίλο. Το μετάνιωσε όμως πριν καν σχηματίσει τον αριθμό. «Όχι δεν παίρνω. Θα έπρεπε να με έχει αναζητήσει εκείνος. Τόσες φορές τον κάλεσα εγώ! Δεν νοιάζεται για μένα, μάλλον. Δεν ξέρει καν αν είμαι καλά ή αν αρρώστησα…»

Έκανε να βγει στην αυλή. Ένα βήμα έξω, ένα μέσα… όλα τον φόβιζαν, όλα τα θεωρούσε ξένα, απειλητικά. Έντρομος έκλεισε την πόρτα. Πλησίασε τον υπολογιστή, που ανοιχτός περίμενε υπομονετικά στη γωνιά του. Μπήκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τι τραγελαφικός παντζουρλισμός! Και παντού η λέξη πανδημία, σε όλες τις εκδοχές! Άλλοι την αντιμετώπιζαν με χιούμορ, άλλη με στωικότητα, κάποιοι με τρόμο, ενώ δεν έλειπαν και εκείνοι που την αμφισβητούσαν! Όλα στην υπερβολή τους, όλα διογκωμένα σε σημείο που δεν μπορούσε να αντέξει… τον έκλεισε κάνοντας τη σκέψη πως δεν έπρεπε να χρησιμοποιήσει την άδεια που είχε από τη δουλειά. «Όταν δουλεύω δεν σκέφτομαι, δεν νιώθω…»

Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τι του έφταιγε. Ρώταγε ξανά και ξανά τον εαυτό του και απάντηση δεν έπαιρνε. Η κλεισούρα, μονολογούσε κάθε τόσο… να βγω έξω, να δω κόσμο, να βρω τους φίλους μου! Και έπειτα οι ερωτήσεις: «Πώς να βγω; Ποιον να δω; Πώς να νιώσω ασφαλής; Ποιος θα με βοηθήσει αν αρρωστήσω;»…

Ποτέ πριν η μοναξιά δεν ήταν πρόβλημα. Ποτέ τουλάχιστον δεν την είδε σαν τέτοιο. Μάλιστα συχνά την αποζητούσε για να γράψει, να ξεκουραστεί, να ηρεμήσει από τους ρυθμούς της καθημερινότητας. Τώρα διογκωμένη στα μάτια και τη ζωή του, γινόταν βραχνάς που δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Γινόταν εμπόδιο σε κάθε χαμόγελο!

Αυτό το συναίσθημα της εγκατάλειψης ανακατεμένο με το φόβο της αρρώστιας, του ξύπνησε ανασφάλειες που ήταν ξεχασμένες στα βάθη του μυαλού, που πάλευαν με ένα ιδιάζοντα εγωισμό… αυτός που διάλεγε παρέες, τώρα να κρέμεται από ένα τηλεφώνημα σαν παιδί δεκάχρονο. Αυτός που διεκδικούσε το χώρο και το χρόνο του μέσα σε όλες τις σχέσεις και θεωρούσε πως τα έχει καλά με τον εαυτό του, τώρα να λαχταρά ένα μήνυμα, μια κουβέντα, χωρίς όμως να αφήνεται να κάνει ούτε ένα βήμα! Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Ένα περίεργο χτύπημα στο τζάμι τον έκανε να γυρίσει το βλέμμα στο παράθυρο. Δεν είδε παρά ένα μικρό πούπουλο κολλημένο με βία πάνω του. Προσπαθώντας να καταλάβει το άνοιξε αυθόρμητα για να αντικρίσει στο περβάζι ένα σπουργίτι τόσο δα μικρό, που τραυματισμένο κείτονταν σχεδόν ασάλευτο.

Το πήρε στα χέρια του, το χάιδεψε, του έδωσε νερό και μη ξέροντας πώς αλλιώς να το φροντίσει το ακούμπησε με προσοχή σε ένα ψηλό κλαρί της ανθισμένης αχλαδιάς που είχε στον κήπο, ελπίζοντας ότι θα συνέλθει και θα πετάξει ξανά. Κάθε τόσο έβγαινε για να το δει, να του δώσει δυο ψίχουλα, να δυναμώσει… εκείνο όμως άρχισε λίγο-λίγο να μην αντιδρά. Το πήρε στα χέρια του, το ζέστανε στοργικά κι αυτό ανοιγόκλεισε δυο τρεις φορές τα μάτια του πριν τα σφαλίσει για τελευταία φορά… τότε ήταν που ένιωσε δυο ζεστά δάκρυα να κυλούν αβίαστα, να θολώνουν το βλέμμα και να καθαρίζουν το μυαλό.

Κοίταξε ένα γύρω την αυλή, τα δέντρα, το δρόμο… η ζωή εκεί έξω συνεχιζόταν χωρίς αυτόν και δεν περίμενε κανένα. Όλα τα πλάσματα ζούσαν χωρίς να νοιάζονται τι τα περιμένει. Τα χελιδόνια φτερούγιζαν εδώ κι εκεί και τα λουλούδια άνθιζαν ξανά! Ο ήλιος χαμογελούσε! Μόνο οι άνθρωποι είχαν αλλάξει όπως άλλαξε κι εκείνος… φοβισμένοι περίμεναν, αλλά δεν ζούσαν…

Γύρισε ξανά στη γραφομηχανή του. Τώρα τα δάχτυλα έτρεχαν πάνω στα πλήκτρα. Οι λέξεις γίνονταν φράσεις, εικόνες, ιστορία. Αισιόδοξη ιστορία! Για ένα μοναχικό χορευτή που επιτέλους κατάλαβε πως για να απολαύσεις το χορό που λέγεται ζωή δεν χρειάζεται να ξέρεις τα βήματα, ούτε τη μουσική. Χρειάζεται να κάνεις χώρο στην πίστα και για άλλους και να απλώνεις το χέρι να τους προσκαλείς αντί να περιμένεις να το κάνουν εκείνοι. Να μοιράζεσαι τη χαρά και τη θλίψη. Να μοιράζεσαι ακόμα και τη μοναξιά!…
...
 
Με αυτή την ιστορία συμμετέχω στη "Μίνι Σκυτάλη #2" που οργανώνει η καλή μου φίλη Mairy Petrax από το blog της Γήινη ματιά.
Πηγή έμπνευσης, η φωτογραφία που διάλεξε η Μαίρη.







[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
30 Σχόλια
Οι εποχές αλλάζουν, οι άνθρωποι όχι πάντα…

Οι εποχές αλλάζουν, οι άνθρωποι όχι πάντα…


Πηγή εικόνας www.lifo.gr

Από την πρώτη στιγμή που έριξε τα μάτια της πάνω στον πίνακα, ταυτίστηκε. Το βλέμμα της κοπέλας τόσο όμορφο, μελαγχολικό με έκδηλο τον προβληματισμό αποτυπωμένο πάνω του, μιλούσε κατευθείαν στην ψυχή της. Ένιωσε πως της μοιάζει, όπως μοιάζει πάντα η μελαγχολία όταν απλώνεται στα ανθρώπινα πρόσωπα.

Πίστευε πως ήταν ο δικός της πίνακας. Σα να μιλούσε για κείνη, σα να αποτύπωνε την ψυχή της… ακόμα και ο τίτλος του ήταν σα να μιλούσε για κείνη! «Επιθυμία»! Αυτό ούρλιαζε και η καρδιά της μήνες τώρα που πάλευε να πάρει μια απόφαση…

Ήθελε να κυνηγήσει έστω και αργά το όνειρό της και ένιωθε τα βαρίδια να κρεμιούνται πάνω της βδομάδα με τη βδομάδα, προσπαθώντας να την κρατήσουν καλά στερεωμένη στη γη. Απαιτώντας να παραμείνει όνειρο το όνειρο, που είχε από μικρή. Δεν ήταν βλέπετε και στην πρώτη νιότη.

Σαρανταπεντάρα πια η Στέλλα με γιο φοιτητή της Ιατρικής, παντρεμένη από τα εικοσιδύο, άφησε το όνειρο να ξεχαστεί, να λουφάξει κάτω από υποχρεώσεις και μητρότητα. Παρατημένο μαζί με τα νεανικά άλμπουμ από τις σχολικές εκδρομές και τα λευκώματα. Και να που με το πρώτο πετάρισμα των φτερών του γιου της, το όνειρο ξεπηδά από τη λήθη. Γίνεται ανάγκη ζωτική, που ζητά εκπλήρωση.

- Μ’ αρέσει τόσο πολύ αυτός ο πίνακας!
- Γι’ αυτό τον κοιτάς με τόση επιμονή και χάνεσαι;… είναι η τρίτη φορά που ερχόμαστε σ’ αυτό το Καφέ και τα μάτια σου είναι κολλημένα πάνω του, Στέλλα! Θα μου πεις τι συμβαίνει;
- Κοίτα το βλέμμα της κοπέλας. Κοίτα τη θλίψη, τον προβληματισμό… δεν σου θυμίζει εμένα;
- Έλα βρε κορίτσι μου, άλλες εποχές! Τότε οι γυναίκες αγωνίζονταν να βρουν τη θέση τους στην κοινωνία, να αποδείξουν ότι δεν είναι μόνο για σπίτι και παιδιά. Να δηλώσουν πως έχουν κι αυτές δικαίωμα στο όνειρο, στην εργασία… τι σχέση έχει με σένα;
- Δεν έχει λες; Για θυμήσου πώς ήμουν όταν σου ανακοίνωσα την εγκυμοσύνη μου; Φοιτήτριες ήμασταν στο δεύτερο έτος… είχαμε όνειρα, κάναμε σχέδια για μεταπτυχιακά για καριέρα… εσύ, τα εκπλήρωσες. Για μένα όμως έμειναν όνειρα που δέθηκαν με γαλάζια κορδέλα και τοποθετήθηκαν πολύ προσεκτικά κάτω από τις πάνες, τα μπιμπερό και τα νεογιλά δοντάκια…
- Δεν είναι λίγο αυτό που κατάφερες! Μεγάλωσες μόνη σου σχεδόν, χωρίς βοήθεια από κανέναν, τον Αλέξανδρο. Μπορεί να παντρευτήκατε αμέσως με τον Κώστα αλλά εκείνος έπρεπε να κοιτάξει την επιβίωση και την καριέρα του κι εσύ, όλα τ’ άλλα! Μόνη σου στις αρρώστιες, στις γιορτές των σχολείων, στις πρωτιές του, παντού!... Κι έγινε ένας θαυμάσιος νεαρός, που συνεχώς προοδεύει! Μικρό το φαντάζεσαι;
- Δεν ξέρω αν είναι μικρό ή μεγάλο. Ξέρω μόνο ότι δεν είναι αρκετό, Αθηνά! Μέχρι τώρα απέφευγα να κοιτάξω πίσω γιατί φοβόμουν πως δεν θα με αναγνώριζα καν. Έγινα όσα δεν ήθελα και δεν έκανα όσα λαχταρούσα…
- Δηλαδή, τι μου λες τώρα, ότι δεν ήθελες να γίνεις μάνα; Δε σε βλέπω νομίζεις πώς λάμπεις κάθε φορά που μιλάς για το γιό σου;
- Όχι βέβαια! Ήθελα να γίνω μάνα, δε μετανιώνω… αλλά ήθελα και άλλα… και κοίτα με τώρα, μια σύζυγος και νοικοκυρά, χωρίς εισόδημα, χωρίς ταυτότητα… μέχρι και για το κράτος είμαι ανύπαρκτη! Δεν αξίζω ασφάλιση, αν δεν με ασφαλίσει ο σύζυγος, δεν δικαιούμαι σύνταξη, αφού δεν δούλεψα, δεν μπορώ να έχω τίποτα στην κατοχή μου, γιατί δεν έχω εισόδημα για να το δικαιολογήσει… κι ας έκανα τόσο επαγγέλματα μαζεμένα μεγαλώνοντας ταυτόχρονα και ένα παιδί. Και δεν είμαι η μόνη! Υπάρχουν, το ξέρεις, γυναίκες με περισσότερα παιδιά που είναι στην ίδια μοίρα ή και χειρότερα… τόσα χρόνια πέρασαν από τότε που έγινε αυτός ο πίνακας και θαρρείς πως ο κόσμος σε κάποια πράγματα δεν προχώρησε ούτε ένα εκατοστό…
- Ίσως έχεις δίκιο! Μήπως κι εγώ δεν έχω αναρωτηθεί τόσες φορές πώς θα τα κατάφερνα αν είχα παιδί; Χωρίς μάνα να βοηθήσει, με τα τρελά μου ωράρια, το παιδί μου θα μεγάλωνε με ξένα πρόσωπα… τα έχουμε συζητήσει... Δεν ξέρω, ίσως ακολουθήσαμε κι οι δυο τον εύκολο δρόμο, αποκλείοντας αυτά που μας δυσκόλευαν, το σκέφτηκες αυτό;
- Συνεχώς το σκέφτομαι! Και θα ήθελα να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω… να δοκίμαζα να τα συνδυάσω, να προσπαθούσα περισσότερο, να…
- Σταμάτα να βασανίζεσαι φιλενάδα! Ό,τι έγινε, έγινε!
- Κι όμως, ίσως να μπορεί κάτι να αλλάξει… σκέφτομαι να πιάσω το νήμα από εκεί που το άφησα. Να δώσω ξανά εξετάσεις, να κυνηγήσω το όνειρο.
- Κι οι άντρες σου, τι λένε γι’ αυτό, ή δεν τους το έχεις πει ακόμα…
- Ο Κώστας μου λέει πως είναι αργά. Μέχρι να περάσω και να αποφοιτήσω… το τρένο έχει χαθεί και πρέπει να το πάρω απόφαση! Ο Αλέξανδρος δεν το ξέρει…
- Ε, λοιπόν όχι! Να το κάνεις και να μην πεις κουβέντα άλλη! Όταν με το καλό περάσεις στη σχολή, τότε ανακοίνωσέ το! Θα χαρεί τόσο με την επιτυχία και το πείσμα σου, που θα ξεχάσει όλα τα άλλα… τι λες, φεύγουμε;…


Πλήρωσαν και απομακρύνθηκαν με βιαστικά βήματα, αφού η βροχή που έπεφτε απειλούσε να τις κάνει μούσκεμα. Η Στέλλα έριξε μια τελευταία ματιά στον πίνακα. Σα να διέκρινε μια λάμψη στα μάτια της κοπέλας… την ίδια που διέκρινε και η Αθηνά τώρα, στα δικά της μάτια…


Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στη φωτο-Συγγραφική Σκυτάλη #6
που οργανώνει η Mary Petrax από τη "Γήινη Ματιά"



Τη φωτογραφία επέλεξε για μένα η Τζοάννα και η υποχρεωτική λέξη ήταν Επιθυμία.

Παραδίδω την σκυτάλη στην Ελένη με την ακόλουθη φωτογραφία και τη λέξη Προσμονή.

Photo by Roman Kraft on Unsplash




[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
19 Σχόλια
Σπασμένη πυξίδα

Σπασμένη πυξίδα


"Μια ιστορία από στιχάκια" - συμμετοχή 

Photo by Ethan Hoover on Unsplash
Καταιγίδα άφησε ο Γιάννης πίσω από την κλειστή πόρτα, καταιγίδα βρήκε μέσα και μάλιστα μεγαλύτερη…

Ο Δημήτρης αποσβολωμένος, ανίκανος να διαχειριστεί αυτό που συνέβη, στεκόταν δυο βήματα από την πόρτα χωρίς να μπορεί να αποφασίσει ακόμα και την επιστροφή του στο σαλόνι.

Σαν το παιδί που το παίρνεις από το χέρι, ο Γιάννης τον οδήγησε μέχρι τον καναπέ κοντά στο τζάκι. Το άναψε με την ελπίδα να ζεστάνει το χώρο και την ψυχή του φίλου του. Οι πρώτες γλώσσες της φωτιάς άρχισαν να γλείφουν με μανία τα ξερά ξύλα και να δίνουν ένα γλυκό φως στην ατμόσφαιρα. Έξω η καταιγίδα δεν έλεγε να κοπάσει. Ο αέρας λυσσομανούσε και έστελνε τη βροχή σε ριπές πάνω σε πόρτες, παράθυρα, τοίχους…. Κάποια παραθυρόφυλλα χτυπούσαν παραδομένα στην ορμή του. Φρόντισε να τα στερεώσει για να μην κάνουν θόρυβο, λες και αυτά χαλούσαν την ηρεμία της βραδιάς.

Πέντε χρόνια τώρα, αυτό το σκηνικό είναι γνώριμο σε κείνον κάθε τέτοιο βράδυ. Τα υπόλοιπα, ο Δημήτρης κάνει πως ζει, μέσα από τη δουλειά και τις υποθέσεις που καλείται να ασχοληθεί και ο φίλος του, κάνει πως τον πιστεύει ότι τα καταφέρνει!…

Στράφηκε ξανά στο Δημήτρη.

«Ξέρω πως η βραδιά απόψε είναι δύσκολη για σένα», του είπε βάζοντας ένα ποτό και στους δυο τους. Εκείνος, δεν αντιδρά. Παίρνει μηχανικά το ποτήρι από το χέρι του Γιάννη, ψελλίζοντας «Πες μου τι ζητάς στους σταθμούς που αγάπησες, ό,τι κι αν σου πουν, οι πυξίδες δείχνουν πάντα το βοριά…» και κατεβάζει με λαχτάρα την πρώτη γουλιά. Το πρόσωπό του σφιγμένο σχεδόν παραμορφωμένο, μαρτυρά το σοκ που βίωσε λίγη ώρα πριν… ρουφά ξανά γουλιά - γουλιά το ποτό του, κοιτώντας τον πάτο του ποτηριού, λες και περίμενε εκεί, να βρει τις απαντήσεις που ψάχνει… Ο Γιάννης σα να μην υπάρχει στο χώρο! Ξαφνικά πετάγεται όρθιος και ορμά στο μπουκάλι που περιμένει καρτερικά στο τραπέζι… γεμίζει το ποτήρι και συνεχίζει το ταξίδι στις σκέψεις του χωρίς να δίνει σημασία σε τίποτα άλλο. Ο Γιάννης τον παρακολουθεί με κατανόηση.

- Εσύ, το ήξερες πως τους άρεσε αυτό το παιχνίδι; είπε μετά από κάμποση ώρα.

- Ποιο παιχνίδι, τι εννοείς; ρωτά φανερά απορημένος ο Γιάννης.

- Να παίρνει η μία τη θέση της άλλης!

- Μα τι λες; Πώς σου ήρθε κάτι τέτοιο;

- Ναι, το είχαν κάνει χωρίς να τις καταλάβω. Αφού γελούσε με τις αντιδράσεις μου η Ερατώ, μου το φανέρωνε. Δεν έδωσα σημασία. Κοριτσίστικα καμώματα, σκέφτηκα. Είναι πανομοιότυπες και διασκεδάζουν με τη σύγχυση που προκαλούν.

- Θες να πεις, πως το είχαν κάνει και σε μένα και δεν το πήρα είδηση;

- Θα μπορούσαν φίλε μου! Δεν ξέρω… δεν ξέρω τίποτα πια!

- Μα, πες μου Δημήτρη, τι συνέβη εκείνο το βράδυ; Τσακωθήκατε μου είπες, αλλά γιατί; Ποτέ δεν έμαθα, ποτέ δεν κατάλαβα…

- Αν δεν προδοθείς απ’ τα χνάρια που άφησες, δε θα λυτρωθείς να γυρίζεις στα λημέρια της πληγής… απάντησε αινιγματικά εκείνος, αφήνοντάς τον να μην ξέρει αν πρέπει να συνεχίσει ή να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια να μάθει κάτι παραπάνω.

Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια που αντάλλαξε μαζί του, καθώς βυθίστηκε στη σιωπή ξανά.

Το μόνο που έμενε στο Γιάννη ήταν να τον πείσει να ξεκουραστεί καθώς ήδη ήταν περασμένες δώδεκα…

Έτσι, αφού τον πήγε μέχρι το δωμάτιό του, έφυγε κλείνοντας με κακή διάθεση και πολλά ερωτηματικά την πόρτα πίσω του…

Ο Δημήτρης με τη «βοήθεια» του ποτού παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα άνευ όρων. Το πρόσωπο της Ερατούς γλυκό και πανέμορφο ήταν εκεί μόλις έκλεισε τα μάτια του. Άπλωσε το χέρι να το χαϊδέψει και τότε έγινε σκληρό. Η Θάλεια πήρε τη θέση της αγαπημένης του. Γελούσε και τον καλούσε να την ακολουθήσει κι εκείνος, σαν μαγνητισμένος, τάχυνε το βήμα πίσω της…

Ήλιος και καταιγίδα μαζί! Εκεί που περπατούσε η Θάλεια, μερικά μόλις μέτρα μπροστά του, ένας ολόχρυσος ήλιος έστελνε το φως του απλόχερα… τα δικά του βήματα όμως τα εμπόδιζε κάθε τόσο και μια αστραπή και μια δυνατή, θυμωμένη βροχή!

Ένα κατάλευκο σπίτι κοντά στη θάλασσα... Η πόρτα του ανοιχτή λες και τους περίμενε και μέσα, παντού, βάζα γεμάτα με τα αγαπημένα λουλούδια της Ερατούς… κι εκείνη να προβάλει στην κορυφή της σκάλας ντυμένη στα γαλάζια όπως το χρώμα του ουρανού, όπως το χρώμα των ματιών της, να του μιλά γλυκά «Αν χαθείς ξανά στης καρδιάς το μαχαλά, κάπου εκεί κοντά, μεθυσμένη περιμένει μια σκιά…»

Θάλεια, πού είσαι, Ερατώ; Την πλησιάζει κι εκείνη γλιστρά μέσα από τα χέρια του. Στο σαλόνι, ο Γιάννης χαμογελαστός έχει στην αγκαλιά του τη Θάλεια… όχι, όχι την Ερατώ!! Θεέ μου, είναι τόσο ίδιες! Τόσο απίστευτα ίδιες! Ακόμα και το χρώμα των μαλλιών τους είναι ίδιο! Πώς νόμιζε ότι η Θάλεια είχε σκούρα μαλλιά σαν τον έβενο;… λάθος είχε τα ίδια καστανά μαλλιά της Ερατούς!...

Ποια από τις δυο είναι στην αγκαλιά του Γιάννη; Προσπαθεί να καταλάβει… η Ερασμία τον παρηγορεί στοργικά… «Ησύχασε Δημήτρη, όλα θα πάνε καλά…» κάτι του λέει ακόμα, μα η φωνή της χάνεται. «Δεν μπορώ να σ’ ακούσω Ερασμία! Τι θες να μου πεις; Μίλα πιο δυνατά!!»

Κι εκείνος ο ήχος από φρένα που στριγγλίζουν, πόσο τον αναστατώνει! «Σταματήστε αυτό το θόρυβο» φωνάζει απελπισμένος… «Κανείς δεν κοίταξε τα φρένα, Δημήτρη! Γιατί, γιατί;» Η Ερατώ τον ρωτά με παράπονο και στα μάτια της λάμπουν δυο μικρά διαμαντένια δάκρυα…

Ξυπνά λουσμένος στον ιδρώτα! Η καταιγίδα έχει πλέον κοπάσει και ο ήλιος στέλνει τις πρώτες αχτίδες να γλυκάνουν τη μέρα.

Σηκώνεται με δυσκολία. Όλο του το κορμί τον πονά, λες και ο πόνος της ψυχής απλώθηκε σε κάθε του κύτταρο. Στο κεφάλι του γυρίζουν όλες οι εικόνες της προηγούμενης βραδιάς. Ο ήχος του τηλεφώνου, τον ταράζει, δεν θέλει να απαντήσει. Δεν θέλει καν να βγει από το δωμάτιο, αλλά το χτύπημα της Ερασμίας στην πόρτα δεν του αφήνει πολλά περιθώρια…

- Καλημέρα, κ. Δημήτρη! μπαίνει χαμογελαστή πλημμυρίζοντας το χώρο με ένα λεπτό, καλαίσθητο άρωμα και κάνει να κλείσει τις βαριές κουρτίνες για να περιορίσει λίγο το άπλετο φως, που μπαίνει πια από το παράθυρο.

- Ξεχάσατε να κλείσετε τα παντζούρια, χθες …

Αδύνατο να μην προσέξει το άρωμα! Για μια στιγμή, για ένα μόνο δευτερόλεπτο, του θύμισε το άρωμα εκείνης, αλλά όχι, δεν είναι το ίδιο! Πιο πολύ του θύμιζε το άρωμα της Θάλειας! Ναι, ναι, η Θάλεια φορούσε χθες ένα άρωμα που έμοιαζε πολύ!!

- Τηλεφώνησαν από το γραφείο σας, τον έβγαλε από τις σκέψεις η Ερασμία…

- Πες τους, πως δεν θα πάω σήμερα, θα δουλέψω στο σπίτι, την έκοψε ξερά. Φέρε μου σε παρακαλώ τον καφέ στο γραφείο… ολοκλήρωσε τις οδηγίες σα να ήθελε να την ξεφορτωθεί μια ώρα γρηγορότερα.

Εκεί έμεινε όλο το πρωινό, προσπαθώντας να βάλει σε τάξη τα γεγονότα, τα συναισθήματά του, τα όσα βίωσε, τα όσα είδε στον ύπνο του… όλα αυτά που έκαναν τη ζωή του τόσο μουντή, τόσο αδιάφορη και ώρες – ώρες τόσο, ανυπόφορη!!

Ακόμα είχε στ’ αυτιά του τα λόγια της για τα φρένα και θυμήθηκε ξανά το κόκκινο αυτοκίνητο, που ποτέ δεν παρουσιάστηκε στην αστυνομία ο οδηγός του. Δεν ήταν ο Γιάννης! Του ζήτησε ναι, να ακολουθήσει την Ερατώ το μοιραίο βράδυ, όμως ο εκείνος αρνήθηκε! Ποιος ήταν όμως, αν δεν ήταν αυτός;

Και η Θάλεια, γιατί εμφανίστηκε χθες, έτσι ξαφνικά; Γιατί μετά από τόσα χρόνια και όχι νωρίτερα; Μπορεί να τους χώριζαν πολλά, τους ένωνε όμως η κοινή τους απώλεια! Η Ερατώ, που χάθηκε πριν προλάβει να ζήσει, πριν προλάβει να του χαρίσει ένα παιδί, που τόσο ήθελε…

Ούτε κατάλαβε πώς τα βήματά του τον οδήγησαν στον τάφο της αγαπημένης του να ξεσπά σε λυγμούς «Βάλσαμο γλυκό. Θα ΄μαι δίπλα σου εγώ, χάρτης που διψώ το μελάνι της πορείας σου να πιω…» και να αναρωτιέται «Ποια γνώρισα πραγματικά, ποια αγάπησα, ποια έχασα; Την Ερατώ ή μήπως τη Θάλεια;». Το κλάμα ενός μωρού έσκισε τη πυκνή σιωπή του κοιμητηρίου...

...

Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο διαδικτυακό δρώμενο της Κατερίνας (Pause blog) "Μια ιστορία από στιχάκια". Ευχαριστώ θερμά για την ευκαιρία και την υπέροχη εμπειρία!!


Το τραγούδι που «έντυσε» με τους στίχους την ιστορία, δίνοντάς έμφαση και ένταση, είναι το «Στα λιμάνια ανάψανε φωτιές» σε στίχους του Τάσου Μπουλμέτη, μουσική της αγαπημένης μου Ευανθίας Ρεμπούτσικα και τραγουδισμένο από την Νατάσα Θεοδωρίδου.

Μπορείτε αν θέλετε, να το ακούσετε πατώντας εδώ

Ελπίζοντας να βρήκατε ενδιαφέρον το τρίτο κεφάλαιο της ιστορίας, περιμένω με αγωνία τη συνέχεια και τα σχόλιά σας...


[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
42 Σχόλια

find "to e-periodiko mas" on instagram