Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μικρές ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μικρές ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Βγάλε τη μάσκα...

Βγάλε τη μάσκα...



Η πρόσκληση απ’ την αρχή της φάνηκε αστεία. Μασκέ πάρτι, οργανωμένο από τους συναδέλφους στο γραφείο. Δεν ήταν το καλύτερό της, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είχε χιούμορ ή πως δεν τολμούσε να τσαλακωθεί, αλλά δεν της πήγαινε κιόλας κι έτσι, την άφησε πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, μέσα σε ένα βιβλίο, από τα πολλά που έκαναν παρέα στα χαριτωμένα διακοσμητικά.

Εκείνο το κυριακάτικο πρωί, όπως έπινε τον καφέ της, πήρε στο χέρι της το βιβλίο και τη θυμήθηκε πάλι…
Μα δεν είμαστε λίγο μεγάλοι γι’ αυτά; σκέφτηκε
Όσο είμαστε παιδιά, έχει το γούστο του. Έχει διαφορετική σημασία. «Ντυνόμαστε» τους ενήλικες, τους αγαπημένους μας ήρωες, αυτό που τέλος πάντων αγαπάμε ή θαυμάζουμε. Αυτό που θέλουμε να γίνουμε, κάποτε…
Τώρα, τι νόημα μπορεί να έχει το αστείο κοστούμι ή η ενδυμασία μιας άλλης εποχής; Θα με κάνει να διασκεδάσω περισσότερο και πώς; Ή μήπως κρύβοντας το πρόσωπό μου για λίγο κάτω από μία μάσκα, θα με απελευθερώσει; Και από τι; Από αυτά που κουβαλάω μέσα μου; Δεν ζούμε πια στις εποχές, που οι άνθρωποι καταπίεζαν τα «θέλω» τους κάτω από κοινωνικά στερεότυπα. Μπορούμε να είμαστε ο εαυτό μας χωρίς αναστολές. Άλλωστε, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν με ένα κοστούμι, ούτε κρύβονται κάτω από μια μάσκα, κατέληξε και έκλεισε ξανά το βιβλίο, μαζί με τους όποιους προβληματισμούς για το πάρτι. Ήταν αποφασισμένη να το αγνοήσει και αφέθηκε στο άρωμα του καφέ και στην ομορφιά του τοπίου, που ξυπνούσε μαζί της και απλωνόταν ειδυλλιακό μπροστά στα μάτια της.

Το τηλέφωνο ήχησε μέσα στη σιωπή κάνοντάς τη να αναπηδήσει!
- Μη μου πεις ότι κοιμάσαι ακόμα!... ακούστηκε η καλύτερή της φίλη
 Έχω ξυπνήσει εδώ και ώρα, πίνω καφέ και ρεμβάζω, απάντησε καθησυχαστικά
- Λοιπόν, για πες μου! Αποφάσισες τι θα φορέσεις στο αποψινό πάρτι;
- Άσε με βρε Μάνια, με τα παιδιάστικα! Δε θα έρθω...
- Ούτε να το σκέφτεσαι! Θα έρθεις, ακόμα κι αν χρειαστεί να σε σύρω δεμένη χειροπόδαρα, δήλωσε η Μάνια ανυποχώρητη
- Έλα τώρα, αφού το ξέρεις, αυτά δεν μου πάνε!
- Κουταμάρες! Θα περάσουμε όμορφα, όλοι γνωστοί θα είναι, θα ξεδώσουμε!
 Όχι άστο, βαριέμαι!...

Τρία λεπτά αργότερα, η Μάνια που δεν δεχόταν το «όχι» ως απάντηση, χτυπούσε το κουδούνι…
- Απ’ έξω ήσουν; ρώτησε με απορία
- Μα φυσικά! Ήξερα τις απαντήσεις σου, πριν καν τις ξεστομίσεις, αλλά αυτή τη φορά, θα κάνεις το δικό μου χατίρι. Αρκετά, έκανα εγώ το δικό σου. Σειρά σου τώρα!

Δεν μπορούσε να της αρνηθεί όταν επέμενε μ’ αυτό τον τρόπο. Στο κάτω – κάτω, ένα δίκιο το είχε. Ποτέ στο παρελθόν, από τότε που γνωρίστηκαν στο γραφείο και έγιναν φίλες, δεν την ακολούθησε σε ανάλογες προσκλήσεις και έτσι όπως ήταν αποφασισμένη τώρα και με το αποκριάτικο κοστούμι στο χέρι, κανείς δεν θα μπορούσε να της αρνηθεί!...

Η Μάνια εισέβαλε χαμογελαστή με θριαμβευτικό ύφος και δίνοντάς της τη στολή, την αγκάλιασε με ενθουσιασμό!
- Λοιπόν, εδώ στα έχω όλα! Ρούχα, μάσκα, τα πάντα! Μην καθυστερήσεις, στις 9 θα είμαι έτοιμη, πέρνα να με πάρεις!
- Τι κουβάλησες εδώ, πώς θα οδηγήσω φορώντας όλα αυτά; Ψέλλισε τρομοκρατημένη…
 Μην ανησυχείς, όταν δεις τι θα φορέσεις, θα καταλάβεις πως δεν είναι δύσκολο! Φεύγω τώρα, τα λέμε το βράδυ…

Έμεινε εμβρόντητη μπροστά στην ανοιχτή πόρτα, με τα ρούχα στο χέρι και την απορία στο πρόσωπο και σα να ήθελε να συρρικνώσει το χρόνο και να μεταπηδήσει ευθύς στην επόμενη μέρα, έκλεισε την πόρτα πίσω της με αναστεναγμό!...

Οι ώρες κύλησαν απίστευτα γρήγορα, τόσο που νόμισε για μια στιγμή πως απότομα το πρωί διαδέχτηκε το βράδυ, χωρίς μεσημέρι, χωρίς απόγευμα!...

Άνοιξε το πακέτο αποφασισμένη να υποστεί το πάρτι με αξιοπρέπεια. Η στολή του «Ντόμινο» που της έφερε η Μάνια, ήταν πραγματικά ό,τι έπρεπε για κείνη. Φόρεσε άνετα ρούχα μέσα από το μανδύα του και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, για να φορέσει τη μάσκα.

Τι παράξενο! Η εικόνα της, όχι μόνο της άρεσε, αλλά χαμογελούσε χωρίς καν, να το περιμένει! Η μαύρη κουκούλα κάλυπτε τα σκούρα μαλλιά της και έπεφτε τόσο όμορφα πάνω στους ώμους της, ενώ η μάσκα με τις χρυσές λεπτομέρειες πρόσθετε γοητεία και μυστήριο στην τελική εικόνα!

Κοίταξε το ρολόι και έπιασε τον εαυτό της να ανυπομονεί! Να ανυπομονεί, γι’ αυτό που ήθελε διακαώς να αποφύγει!
Κοίταξε άλλη μια φορά το είδωλλό της στον καθρέφτη. Άρχισε να παραδέχεται πως τώρα της άρεσε η ιδέα και αναρωτιόταν τι την έκανε τόσα χρόνια να το αρνείται!


«Έβαλα μια μάσκα, βγάζοντας μια άλλη» σκέφτηκε και έκλεισε την πόρτα πίσω της…


[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Το σπιτάκι του βιβλίου...

Το σπιτάκι του βιβλίου...



Ήταν δεν ήταν επτά χρονών, ντυμένος με παντελόνι δανεικό πολύ μεγαλύτερο από το μέγεθός του και ένα μπουφάν, που αντίθετα του ήταν μικρό και φθαρμένο σε πολλά σημεία. Δεν κούμπωνε κι αυτό, τον έκανε κάθε τόσο να το τραβά με τα δυο του χέρια προσπαθώντας να ζεσταθεί…

Παιδί των φαναριών θα τον έλεγες και όχι άδικα. Ορφανός από μάνα με ένα πατέρα, που δούλευε μια φορά στο τόσο και ένα σπίτι σωστό ρημάδι, έμοιαζε με ήρωα του Καρόλου Ντίκενς, έτσι όπως στεκόταν στα φανάρια κοιτάζοντας τα αυτοκίνητα και απλώνοντας κάθε τόσο το χέρι για λίγα ψιλά.

Δεν ήταν μόνος! Κι άλλα παιδιά σ’ αυτό το «στέκι» έβγαζαν «μεροκάματο» είτε καθαρίζοντας τζάμια αυτοκινήτων, είτε ζητιανεύοντας. Ήταν όμως ο μικρότερος κι αυτό ήταν μεγάλο μειονέκτημα για κείνον, στον άγριο κόσμο που ζούσε. Την ηλικία του την είχε προ πολλού ξεχάσει, αφού έπρεπε να υπερασπίζεται τον εαυτό του απέναντι στους μεγαλύτερους της παρέας κι έτσι είχαν αρχίσει να τον αποδέχονται και να τον υπολογίζουν.

Σχολείο δεν πήγαινε. Για κείνον σχολείο ήταν ο δρόμος, η επιβίωση για μια ακόμα μέρα. Και μάλλον γινόταν καλός μαθητής αν σκεφτεί κανείς πως κατάφερνε να τρώει καθημερινά κάτι. Μια φορά τη μέρα, όχι υπερβολές, αλλά έτρωγε.

Κάθε που βράδιαζε και έπαιρνε το δρόμο για το σπίτι σκεφτόταν αν ο πατέρας του θα ήταν εκεί και προτιμούσε να μην είναι, για να χωθεί γρήγορα στα βρώμικα σκεπάσματα του κρεβατιού του και να κάνει πως κοιμάται. Αν ήταν ο πατέρας σπίτι, τότε τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα. Τον έβλεπε να μονολογεί, να κλαίει, να πίνει και προσπαθούσε να κρυφτεί σε μια γωνιά για να τον ενοχλεί όσο γίνεται λιγότερο…
Όχι δεν τον χτυπούσε! Δεν τον είχε χτυπήσει ποτέ, όμως η απελπισία που έβλεπε στα μάτια του μετέτρεπε το μικρό σε μεγάλο και το μεγάλο σε μικρό κι αυτό, δεν το άντεχε κανένας από τους δύο!

Όταν πάλι ο πατέρας έλειπε, ξαπλωμένος στο κρεβάτι ξεφύλλιζε το ένα και μοναδικό του βιβλίο. Του το είχε χαρίσει ένα κορίτσι μια ηλιόλουστη μέρα, που καθόταν με το χέρι απλωμένο όπως συνήθιζε στο φανάρι. Όσο η μαμά έψαχνε ψιλά, η μικρή του έδωσε το βιβλίο για να του κάνει παρέα, όπως του είπε.

Το άνοιγε με προσοχή και γυρνούσε τις σελίδες του βιαστικά μέχρι να φτάσει σ’ εκείνη που είχε τη φωτογραφία με το σπιτάκι στο δάσος. Πόσο αγαπούσε αυτή τη φωτογραφία! Πόσο θα ήθελε να υπήρχε στην πραγματικότητα αυτό το σπίτι που τόσο είχε θαυμάσει…

- Κύριε Παπαπέτρου, ο μεσίτης στη γραμμή τρία, ακούστηκε η φωνή της γραμματέα.
- Πες του πως θα του τηλεφωνήσω εγώ Λίζα, ευχαριστώ…

Σηκώθηκε απότομα, προσπαθώντας να συνέλθει… ακόμα δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως μια φωτογραφία τον είχε γυρίσει τόσα χρόνια πίσω. Του είχε ξυπνήσει τόσες μνήμες οδυνηρές…
Το σπίτι που ονειρευόταν από παιδί, το σπίτι του βιβλίου, που ακόμα φύλαγε στο γραφείο του και δεν το αποχωρίστηκε ποτέ, υπήρχε!! Το είχε μπροστά του ανάμεσα σε τόσα άλλα, που ο μεσίτης του πρότεινε. Τόσα χρόνια με όσα μεσολάβησαν και η παιδική λαχτάρα είχε παραμείνει αναλλοίωτη να τον κρατά δεμένο με το παρελθόν σε ένα σκοπό, που για κανένα δεν είχε νόημα, παρά μονάχα για κείνον!

Δεν ξέχασε! Δεν μπορούσε να ξεχάσει κι ας βρέθηκαν άνθρωποι να τον αγαπήσουν, να τον μεγαλώσουν, να τον σπουδάσουν. Τίποτα δεν κατάφερε να σβήσει τη λαχτάρα να ζήσει στο σπιτάκι της εξοχής, που ονειρευόταν στο ερειπωμένο δωμάτιο με το μισόκλειστο παντζούρι που άφηνε το φως της λάμπας του δρόμου να περνά και να φωτίζει τα ταξίδια που έκανε με το νου…

Σχημάτισε τον αριθμό του μεσίτη βιαστικά. Μάταια εκείνος προσπαθούσε να τον πείσει πως στα σπίτια, που του έστειλε, υπήρχαν πολύ καλύτερες επιλογές από αυτή που είχε κάνει. Έτσι, το όνειρο έγινε πραγματικότητα!

Πήγε μόνος του, το περιποιήθηκε, το επίπλωσε απλά, το εξόπλισε με όλα τα απαραίτητα και λίγες εβδομάδες αργότερα οδηγούσε στο μικρό επαρχιακό δρόμο την οικογένειά του, στο σπιτάκι του δάσους όπως το αποκαλούσε.
Ήταν φθινόπωρο πια και ο δρόμος υγρός από τις συχνές βροχές. Οδηγούσε αργά για να μπορούν όλοι να θαυμάζουν τη φύση γύρω τους, που καταπράσινη τους υποδεχόταν. Σταμάτησαν έξω από τη μικρή αυλή και διέσχισαν το πλακόστρωτο μονοπάτι, που έφτανε μέχρι την είσοδο. Τα παιδιά του χαρούμενα τιτίβιζαν όλο ενθουσιασμό για το νέο τους απόκτημα και η γυναίκα του δεν σταματούσε να μιλά για το γούστο και την καλαισθησία της ανακαίνισης.


Έβαλε μέσα τις βαλίτσες τους, άναψε το τζάκι και βγήκε στην αυλή… δεν μπορούσε άλλο να συγκρατήσει τα δάκρυά του και δεν ήθελε να τα μοιραστεί με κανένα! Μόνο με τη βροχή, που άρχισε ξανά να πέφτει σιγανή, καθάρια και να μουσκεύει το χώμα. Κι έμεινε μαζί της για αρκετή ώρα, ώσπου να κλείσουν όλες οι πόρτες απ’ τα παλιά κι όλες οι χαραμάδες…
...

Αυτή η ιστορία γεννήθηκε από τη φωτογραφία που βλέπετε και ανήκει στην Ελένη από το Καρυδότσουφλο. Εκείνη, μας ζήτησε να γράψουμε μια ιστορία κοιτώντας τη και δεν μπορούσα φυσικά να αρνηθώ.  
Δείτε τις υπόλοιπες ιστορίες, που έχουν ήδη δημοσιευτεί πατώντας, εδώ.


[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Ένα απλό τηλεφώνημα…

Ένα απλό τηλεφώνημα…



Τα ξύλα έτριζαν στο τζάκι δίνοντας μια αίσθηση θαλπωρής στο χώρο. Οι φλόγες που ξεπηδούσαν ανάμεσά τους, του έκαναν παρέα και ζέσταιναν περισσότερο την ψυχή του παρά το τεράστιο δωμάτιο με τα παλιά ακριβά έπιπλα, που είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν όπως και η αλλοτινή του θέση...

Έκλεισε το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια του... τέλειωσε κι αυτό, σκέφτηκε...όπως τελειώνουν όλα! 
Σηκώθηκε βαριεστημένα κι έκανε ένα γύρω στο δωμάτιο. Απ' έξω ακουγόταν η ήρεμη βροχή που στάλαζε αργά και ρυθμικά στην πλακόστρωτη αυλή του παλιού αρχοντικού. Θα μπορούσε να μετρήσει τις σταλαγματιές μία μία, έτσι όπως έπεφταν!

Ήταν μόνος. Από επιλογή, από τις συγκυρίες ούτε κι ο ίδιος ήξερε. Το μόνο που ήξερε καλά πια, ήταν πως ήταν μόνος σ’ ένα τεράστιο σπίτι που κάθε γωνιά του, είχε να διηγηθεί και μια ιστορία. Πατρική κατοικία μιας πολυμελούς μεγαλοαστικής οικογένειας, που σκόρπισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, έτσι όπως σκορπούν τα κομφετί στο πρώτο φύσημα.

Κι έρχονταν γιορτές! Πόσο οδυνηρά άδειο μοιάζει ένα σπίτι στις γιορτές! Άλλοτε αποζητούσε τη μοναξιά για να χωθεί στα χαρτιά του και να γράψει χωρίς περισπασμούς. Κάθε ήχος, κάθε χτύπημα στην πόρτα του ήταν αφόρητα ενοχλητικό. Πολλές φορές ήθελε να ουρλιάξει «αφήστε με ήσυχο, γράφω»… τώρα όμως που τον είχαν αφήσει «ήσυχο» όλοι, ήταν αβάσταχτο. Και δεν είχε πια τίποτα να γράψει. Δεν υπήρχε τίποτα, που να μην έχει ειπωθεί…

Ένιωθε άδειος! Όχι από έμπνευση όπως λένε όσοι εκφράζονται μέσα από τις λέξεις, αλλά από συναισθήματα. Γιατί, τι είναι οι λέξεις όταν δεν φορτίζονται συναισθηματικά; Σχήματα πάνω σε λευκό χαρτί που αγωνίζονται να ενώσουν νοήματα και υπάρξεις…
Το μόνο συναίσθημα, που κατά καιρούς του έκανε συντροφιά ήταν αυτό που γεννά η απορία. Πώς έγιναν όλα έτσι! Πώς άδειασε η ζωή του!

Ήξερε πως αν έψαχνε πιο βαθειά η αιτία ήταν ολοφάνερη μπροστά του, όμως πονούσε να τη δει! Πονούσε όχι γιατί είχε ευθύνη, αλλά γιατί ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω, ούτε αναπληρώνεται. Αυτό τον έκανε να αποφεύγει το παρελθόν και το έκλεινε με πείσμα πίσω από τη σκέψη πως ό,τι έγινε, έγινε και δεν αλλάζει!

Πλησίασε στο παράθυρο... Η βροχή συνέχιζε τον αργό χορό της. Έριξε μια ματιά στη βρεγμένη αυλή. Πόσο ζωντάνευαν τα χρώματά της κι ας είχε συννεφιά! Έτσι όπως ζωντανεύουν τα μάτια μέσα από τα δάκρυα κι ας έχει σκοτάδι η ψυχή.

Το χτύπημα του τηλεφώνου τον έβγαλε από τις σκέψεις. Απάντησε με μια δόση απορίας, λες και είχε ξεχάσει ακόμα και την ύπαρξή του. Η φωνή του εκδότη του τον έκανε να θυμηθεί πως είχε ακόμα κάποιες υποχρεώσεις που ήθελε να αποφύγει. 
- Κωστή σε πήρα για το ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς, του είπε ξαφνιάζοντάς τον. Θα είμαστε όλοι μαζεμένοι σπίτι μου, θα σε περιμένω. Μην το ξεχάσεις όπως πέρσι!...
Η απάντησή του αυθόρμητη όσο και ψεύτικη, ήρθε σαν κεραυνός. 
- Δεν θα μπορέσω Γιώργο φέτος. Θα έχω κόσμο στο σπίτι. 
- Εσύ; Την τελευταία φορά, που είχες κόσμο στο σπίτι ήταν όταν γεννήθηκαν τα παιδιά σου, πλάκα μου κάνεις;
- Ε, καιρός είναι να ξαναέρθουν, δε νομίζεις; είπε αποστομωτικά και τελείωσε την κουβέντα εκεί…

Λίγο αργότερα φτιάχνοντας τη λίστα για τα ψώνια μονολογούσε με ένα φτερούγισμα χαράς στην καρδιά: «Πόσο απλό ήταν! Ένα τηλεφώνημα και όλα τα παλιά έμειναν πίσω. Ένα τηλεφώνημα και όλοι θα είναι εδώ στο ρεβεγιόν!»

Μπορεί ο χαμένος χρόνος να μην αναπληρώνεται, αλλά ποτέ δεν είναι αργά να περπατήσουμε γέφυρες ξεχασμένες. Αρκεί να το θέλουμε…



[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Το δίλημμα

Το δίλημμα



Κι απόψε οι λέξεις έτρεχαν μεσ’ το μυαλό του ζητώντας επιτακτικά να βγουν στο χαρτί… να γίνουν κείμενο, εικόνα, φωνή! Μόλις όμως άγγιζε το χέρι του το πληκτρολόγιο, όλα άλλαζαν. Δεν μπορούσε να βάλει σε τάξη ούτε τις σκέψεις, ούτε τα συναισθήματα και οι λέξεις έμεναν εκεί, ακίνητες μέσα στο μυαλό του, χωρίς ειρμό.

Δεν ήταν σε θέση να καταλάβει αν ήταν η μεγάλη του λαχτάρα να μιλήσει για όσα συνέβαιναν γύρω του ή απλά η ατολμία του να πάει (για μια ακόμα φορά) ενάντια στην άποψη του αρχισυντάκτη, που του έφερνε τόση δυσκολία. 

Τον τελευταίο καιρό, ένιωθε σαν ακροβάτης σε τεντωμένο σκοινί. Από τη μία η θλιβερή καθημερινότητα και από την άλλη, ο αρχισυντάκτης που ζητούσε συγκεκριμένα, χιλιοειπωμένα ανούσια θέματα. Η παραμονή του στην εφημερίδα κρεμόταν κυριολεκτικά από μια κλωστή αφού οι διαφωνίες του ήταν όλο και πιο συχνές. Και είχε ανάγκη τη δουλειά, με τόση ανεργία…

Δεν μπορούσε όμως και να κλείνει τα μάτια σε όσα ο φόβος και η προκατάληψη έφερναν στους ανθρώπους. Παιδιά, που ξέβραζε η θάλασσα μέσα στο σύθαμπο της μέρας στις ακτές των νησιών, που σώζονταν με τόσο κόπο, τώρα να είναι ανεπιθύμητα στα σχολεία! Επειδή είναι προσφυγόπουλα! Πόση υποκρισία ανθρωπισμού να χωρέσει η ψυχή του; Πόσο ακόμα το «μακριά από μένα κι όπου θέλει ας είναι» μπορούσε να χαρακτηρίζει τόσους ανθρώπους που προέρχονται από ένα έθνος, που σκόρπισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα προσπαθώντας να ζήσει μια καλύτερη ζωή; Το ίδιο είχε συμβεί και παλιότερα με τα τσιγκανάκια! Κι αυτά ανεπιθύμητα… Δεν γινόταν να κάνει πως δεν το βλέπει, αλλά ούτε και δουλειά άλλη ήταν δυνατό να βρει…

Έτσι πάλευε με τα συναισθήματα και τα «πρέπει», πλανήτης σε ελλειπτική τροχιά, που γυρίζει από εκεί που ξεκινά. 
Ξαναγέμισε το ποτήρι του. Το αλκοόλ έπεσε πάνω στον πάγο ανοίγοντας ρωγμές… σαν τις ρωγμές που δημιουργούν οι ανάγκες στις συνειδήσεις, κάνοντας τα όρια τους τόσο ελαστικά! Κι εκείνος είχε μεγαλώσει. Δεν είχε περιθώρια για λάθη, ούτε και την πολυτέλεια να αρχίσει από την αρχή...

Το πρωί τον βρήκε πάνω στο πληκτρολόγιο με την οθόνη άδεια κι εκείνον να κοιτά στο κενό. Λίγο κρύο νερό κι ένας δυνατός καφές, τον έβαλαν ξανά σε λειτουργία. Άνοιξε το παράθυρο και χαμογέλασε τρυφερά στα παιδιά που περνούσαν πηγαίνοντας στο σχολείο…

Λίγο αργότερα τα δάχτυλα έτρεχαν πάνω στα πλήκτρα κι ένα χαμόγελο σχηματιζόταν στο πρόσωπό του. Έγραψε  το άρθρο του έτσι όπως ο ίδιος ήθελε, καθώς και την παραίτησή του!
«Όποιο από τα δύο γίνει δεκτό», σκέφτηκε και έκλεισε τον υπολογιστή…
...

Αυτή ήταν η μία από τις δύο συμμετοχές μου στο "Παιχνίδι με τις λέξεις #9", που συνεχίζει ακούραστα η φίλη μου η Μαρίααπό το "mytripsonblog", παίρνοντας τη σκυτάλη από την Φλώρα του "TEXNIS STORIES".

Οι υποχρεωτικές λέξεις είναι σημειωμένες με κόκκινο.
Ευχαριστώ θερμά τους φίλους και τις φίλες που ξεχώρισαν και βαθμολόγησαν τη συμμετοχή μου.



[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια

find "to e-periodiko mas" on instagram