Η ιστορία αυτή ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν...
Είναι μια ιστορία καθημερινή, ανθρώπινη, ίσως και συνηθισμένη. Με χαρές, λύπες, δάκρυα, πόνο αλλά και πολλή πολλή αγάπη... Όλα κατάφερε να τα απαλύνει ο χρόνος. Όλα, εκτός από την αγάπη...
Δυο αδελφές, που μεγάλωσαν σε μια γραφική γειτονιά της Ελλάδας, πλάι - πλάι. Έκαναν όνειρα, σχέδια...
Ήθελαν να κάνουν οικογένεια και να ζήσουν τις απλές καθημερινές χαρές μαζί, στηριζόμενες η μία στην άλλη.
Η ζωή όμως, είχε άλλα σχέδια για κείνες. Τις χώρισε πολλές φορές και τις ξανάσμιξε άλλες τόσες, με ένα πολύ περίεργο τρόπο. Πρώτη φορά, χώρισαν εκεί κοντά στην ενηλικίωση. Η μία ότι είχε συμπληρώσει τα είκοσι και η άλλη σχεδόν δεκαοκτώ.
Είναι η εποχή που ο έρωτας, καταλαμβάνει το νου και την καρδιά και δεν ζητά μονάχα μερτικό, αλλά την απόλυτη εξουσία. Αυτός στάθηκε αιτία για τον πρώτο χωρισμό τους. Αυτός που για χάρη του, κάνει κανείς τα πιο απίστευτα πράγματα. Αυτός, που σε κάνει να φτάσεις ως τα πέρατα της γης, γι' αυτόν που αγαπάς. Έτσι έγινε και με τη μια, τη Νεφέλη...
Όταν ο νεαρός, που αγάπησε της ανακοίνωσε πως θα φύγει στην Αμερική, εκείνη δε δίστασε λεπτό να τον ακολουθήσει. Μάταια η αδελφή της η Λήδα, της ζητούσε να το ξανασκεφτεί, μάταια η μάνα τους έκλαιγε κρυφά και φανερά, ολημερίς, μάταια ο πατέρας παρακαλούσε. Εκείνη, είχε πάρει την απόφασή της και κανείς δεν μπορούσε να την αλλάξει.
Έφυγε μαζί του, αφήνοντας τους τρεις τους με ένα τεράστιο κενό, που το συμπλήρωναν κατά καιρούς, τα γράμματα, τα τηλεφωνήματα και οι αραιές επισκέψεις...
Έτσι κάπως κυλούσαν τα χρόνια, από τη χαρά του ανταμώματος στη θλίψη του αποχαιρετισμού. Τους έφερε το γιο της, ένα όμορφο αγόρι που της έμοιαζε καταπληκτικά, για να γνωρίζει την οικογένειά του. Τον παππού, τη γιαγιά, τη θεία, τα ξαδέλφια... και τον έφερνε σε αραιά, αλλά τακτικά διαστήματα, για πολλά χρόνια.
Ώσπου, ήρθε η χρονιά που δεν επισκέφθηκε την Ελλάδα. Όλη η οικογένεια, παραξενεύτηκε. "Μα, γιατί δεν θα έρθει φέτος", αναρωτήθηκε η Λήδα, αλλά δεν μπορούσε και να φανταστεί το λόγο. "Ίσως να έχουν κάποιο οικονομικό πρόβλημα", σκέφτηκε. "Δεν είναι και μικρό ταξίδι, ούτε και κείνη πλούσια", καθησύχαζε τον εαυτό της και τους άλλους...
Όμως η σκέψη δεν καταλάγιαζε. Το μυαλό γυρνούσε συνεχώς στο "γιατί" και όσο η απάντηση δεν ερχόταν, τόσο η ανησυχία μεγάλωνε. Στο τηλέφωνο δεν απαντούσε κανείς και γρήγορα η ανησυχία μετατράπηκε σε αγωνία, για να τελειώσει με την ειδοποίηση της καλύτερής της φίλης εκεί στην ξενιτιά, όπως συνήθιζε να λέει η μάνα...
"Η Νεφέλη είναι άρρωστη βαριά, γι' αυτό και δεν θα έρθει. Δεν της το επιτρέπουν ακόμα οι γιατροί!"... Κεραυνός να έπεφτε, δεν θα μπορούσε να κάνει μεγαλύτερο κακό, από αυτό της είδησης που έλαβαν. Η προοπτική του μόνιμου αποχωρισμού, έκανε τις καρδιές όλων να ραγίζουν...
Παρόλα αυτά, η Νεφέλη ήρθε ξανά στην Ελλάδα. Ήταν η μοναδική φορά μάλιστα, που έμεινε τόσο πολύ, από τότε που ξενιτεύτηκε. Μαζί της είχε και το γιό της, παλικάρι δεκαοκτώ χρονών πια, που της στεκόταν βράχος και δεν την άφηνε λεπτό. Ήρθε, για να φύγει τρία χρόνια αργότερα, από τη ζωή αυτή τη φορά. Για πάντα...
Ο πόνος ανείπωτος για αυτούς που άφησε πίσω...
Για τη μάνα, τον πατέρα, τη αδελφή, το γιό της. Όμως ο χρόνος καταφέρνει πάντα, με ένα τρόπο θαρρείς μαγικό, να κάνει τις πληγές που αφήνει ένας θάνατος νέου ανθρώπου, να φαίνονται "επουλωμένες", να πονούν κάπως λιγότερο. Κάποιοι λένε, πως η ζωή είναι από μόνη της τόσο δυνατή, που σε τραβάει μπροστά. Δεν ξέρω τι απ' όλα είναι, όμως αυτοί οι άνθρωποι, κατάφεραν να επιζήσουν και να ζήσουν με την ανάμνησή της.
Ο γιος της, παντρεύτηκε λίγα χρόνια αργότερα και έφερε στον κόσμο τρία πανέμορφα κορίτσια. Ζούσαν στην Αμερική και είχαν επαφή με την ελληνική οικογένειά τους. Τηλεφωνική τις πιο πολλές φορές. Έτσι περνούσε ο καιρός και θα έλεγε κανείς πως τα πράγματα, είχαν πάρει το δρόμο τους, όπως και οι άνθρωποι. Όσο κι αν το ήθελαν, δεν είχαν καταφέρει να ειδωθούν ξανά, μέχρι εκείνο το καλοκαίρι που η μεσαία του κόρη, αυτή που κατά κοινή ομολογία έμοιαζε περισσότερο από τις αδελφές της στη χαμένη της γιαγιά, αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ελλάδα.
"Να πας, στη θεία", της είπε ο πατέρας της, όταν του το ανακοίνωσε. "Ο παππούς και η γιαγιά μου, δεν ζουν πια, όμως θα γνωρίσεις τη θεία! Την αδελφή της μαμάς μου. Θα χαρεί να σε δει!".
Έτσι κι έγινε...
Όταν άνοιξε η πόρτα και αντίκρισε η Λήδα την Άμπερ, ένιωσε πως γύρισε ο χρόνος πίσω. Τα πόδια της δεν την βαστούσαν, όμως άντλησε κουράγιο από τη χαρά, που ένιωσε...
Το πρόσωπο της νεαρής κοπέλας ήταν ίδιο κι απαράλλαχτο με της χαμένης της αδελφής. Προς στιγμή, νόμιζε πως έβλεπε τη Νεφέλη!... Τα μάτια της βούρκωσαν κι αν δεν προσπαθούσε να μη φέρει σε αμηχανία το νεαρό κορίτσι, θα έβαζε με μιας τα κλάματα!
Συγκρατήθηκε όμως και άνοιξε την αγκαλιά της για να κρατήσει την κοπέλα, που αν και δεν μιλούσε καν τη ίδια γλώσσα με τη θεία-Λήδα, ένιωθε τη συγκίνηση και την αγάπη με την οποία την υποδέχτηκε...
Ήταν συγκινητικό να βλέπει κανείς τις δυο γυναίκες να μιλούν, η μια στα ελληνικά και η άλλη στα αγγλικά και όμως να συνεννοούνται! Κοιτάζονταν στα μάτια και έλεγαν περισσότερα ακόμα με γλώσσα της ψυχής! Δεν τους χρειαζόταν διερμηνέας... μια χαρά τα έβγαζαν πέρα μόνες τους!
Η Λήδα μίλησε στην Άμπερ για τη γιαγιά της, έτσι όπως μόνο η ίδια γνώριζε και μπορούσε, της έδειξε φωτογραφίες της Νεφέλης και της χάρισε ένα βραχιόλι για να τη θυμάται.
Όταν ήρθε η ώρα να φύγει η κοπέλα, η Λήδα, εξομολογήθηκε στα παιδιά της, κλείνοντας την πόρτα πίσω της: "Ήταν σα να είδα εκείνη! Σα να μην πέρασε ούτε μέρα, από τότε που χωρίσαμε για πρώτη φορά!"...