Παραμύθι...



Ήταν κάποτε μια πολιτεία όμορφη σα ζωγραφιά. Ήλιος την έλουζε απ’ άκρη σ’ άκρη και η θάλασσα τη φιλούσε τρυφερά. Τα βουνά γύρω της, ύψωναν ένα τοίχο προστασίας θαρρείς, για να μην είναι ορατή από μακριά κι ένα όμορφο δάσος τη στόλιζε και της έδινε δροσιά.

Ο αέρας περνούσε ανάμεσα απ’ τα κλαδιά των δέντρων σα να τα χάιδευε και κατέληγε στην αμμουδιά με τα άσπρα βότσαλα. Τόσο άσπρα, που λαμπύριζαν κάτω από το ζεστό φως των ηλιαχτίδων σαν μικρά πολύτιμα πετράδια και το δειλινό, έδειχναν ακόμα πιο όμορφα όπως έπεφτε το χλωμό φως του φεγγαριού, λες και ήταν κιμωλίες ακουμπισμένες προσεκτικά δίπλα στο μαυροπίνακα.

Σ’ αυτή την πολιτεία παλάτια δεν υπήρχαν. Μόνο μικρά σπίτια με λογιών – λογιών λουλούδια στα παράθυρα. Όλα τα χρώματα μπορούσες να τα δεις σ’ αυτή την πόλη. Όλα! Όπως κι όλα τα χαμόγελα του κόσμου. Στις αυλές και τους δρόμους της έπαιζαν παιδιά. Πολλά παιδιά, χαρούμενα, ξένοιαστα, ευτυχισμένα. Και ζώα, αμέτρητα ζώα ζούσαν στο δάσος της.

Μια μέρα όμως ο ήλιος δε βγήκε να τη ζεστάνει. Πυκνά σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό της κι ένας αδιόρατος φόβος περιπλανιόταν σε κάθε γωνιά της. Δεν ήταν σύννεφα βροχής, ήταν αλλιώτικα αυτά. Μαύρα, άγρια, απειλητικά σα να ήθελαν να τη σκεπάσουν, να την εξαφανίσουν.

Το αεράκι το αλλοτινό, έγινε τώρα αέρας δυνατός που λυσσομανούσε σηκώνοντας πελώρια κύματα στη θάλασσα. Τα βότσαλα της αμμουδιάς χλώμιασαν. Πήραν ένα θλιμμένο χρώμα, όμοιο μ’ αυτό που απέκτησαν κι όλα της τα λουλούδια λίγο πριν μαραθούν. Τα κλαδιά των δέντρων άδειασαν από φύλλα και τα ζώα έτρεχαν τρομαγμένα να κρυφτούν όπου μπορούσαν.

Πίσω από τα παράθυρα των σπιτιών απορημένα βλέμματα παιδιών κοιτούσαν έξω. Τα χαμόγελα σβήστηκαν και στους δρόμους απέμειναν μόνο τα ξερά φύλλα να θροΐζουν λυπημένα. Παγωνιά απλώθηκε παντού κι όλα τα χρώματα με μιας έγιναν γκρίζο. Ένα απέραντο γκρίζο, που έφτανε ως τη θάλασσα και την έβαφε κι αυτή με το ίδιο χρώμα.

Θα νόμιζε κανείς πως ήταν μια καταιγίδα που έτσι όπως ξαφνικά ήρθε, έτσι ξαφνικά θα περνούσε. Όμως, δεν ήταν έτσι. Ο καιρός διάβαινε και τίποτα δεν άλλαζε.
Ώσπου, ένας παράξενος ταξιδιώτης με μακριά γενειάδα και άσπρα μαλλιά, που κρατούσε στα ροζιασμένα χέρια του ένα πελώριο μπαστούνι βρέθηκε εκεί. Αναζήτησε ανθρώπους, μα κανείς δεν κυκλοφορούσε και οι πόρτες, ήταν όλες ερμητικά κλειστές.

Κάθισε να ξαποστάσει στην έρημη πλατεία, όταν δειλά τον πλησίασε μια αλεπουδίτσα.
- Ξένε, τι ζητάς εδώ; ρώτησε
- Ανθρώπους, απάντησε εκείνος.
- Είναι όλοι κλεισμένοι στα σπίτια τους μετά το κακό που μας βρήκε, απάντησε η αλεπού
- Ξέρω…
- Ξέρεις; Πώς ξέρεις;
- Κάθε φορά, που χάνεται η συμπόνια από την καρδιά των ανθρώπων, το μαθαίνω! της είπε με νόημα
- Θες να πεις, πως οι άνθρωποι ευθύνονται για ό,τι συνέβη;
- Ακριβώς! Όσο αδιαφορούσαν για τον πόνο άλλων ανθρώπων, προστατεύοντας τη δική τους ευτυχία, έβαζαν γκρίζο στην ψυχή τους κι αυτό τελικά απλώθηκε παντού. Η αγάπη δίνει χρώμα σε όλα, μικρή μου κι αυτή προστατεύει κάθε πολύτιμο!...
................
Με το κείμενο αυτό, συμμετείχα στο "Παιχνίδι με τις λέξεις", που ξεκίνησε η Φλώρα στο  TEXNIS STORIES και συνεχίζει η Μαρία στο mytripssonblog.
Ευχαριστώ θερμά τους φίλους και τις φίλες που το ξεχώρισαν και το βαθμολόγησαν.


Marina
0 Σχόλια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μου τη γνώμη σας αφού πρώτα διαβάσετε την "Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων" του blog, που θα βρείτε στην κορυφή της πλαϊνής μπάρας, αν μπαίνετε από υπολογιστή ή κάτω από τη φόρμα σχολίων, αν μπαίνετε από smartphone ή tablet. Ευχαριστώ!

find "to e-periodiko mas" on instagram