Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μικρές ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μικρές ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Είστε η μόνη οικογένεια που έχω...

Είστε η μόνη οικογένεια που έχω...



Το τηλέφωνο χτύπησε ξανά μέσα στη νύχτα. Αυτό, γινόταν τον τελευταίο καιρό όλο και πιο συχνά. Δύο δεκαπεντάχρονα κορίτσια συζητούν. Όχι με λόγια ξενοιασιάς, όχι κουβέντες για αγόρια, ρούχα, διακοπές ή βόλτες...

"Πάλι το ίδιο σκηνικό" έλεγε η μια στην άλλη. "Ήρθε ο πατέρας μου από το δω, λες και χρειαζόταν να συνεχίσουν τον καυγά, που άρχισαν από το τηλέφωνο εδώ και ώρες". Η απόγνωση ήταν τόσο φανερή στον τόνο της φωνής της, που η φίλη της ένιωσε ένα κόμπο στο στομάχι και τα λόγια να χάνονται, πριν προλάβουν να γίνουν λέξεις και να βγουν από τα χείλη της.

Τι να της έλεγε; Πώς να την παρηγορούσε, πώς να τη βοηθούσε; Δεν ήξερε, ούτε και μπορούσε να σκεφτεί. Το μόνο που έκανε ήταν να την ακούει με προσοχή και συμπόνοια. Και το κορίτσι χείμαρρος, ξεδίπλωνε όλο τον πόνο που βίωνε, όλη την αποστροφή που αισθανόταν για όσα συνέβαιναν στο σπίτι της και στη ζωή της.

Δυο γονείς χωρισμένοι, ανίκανοι να συζητήσουν, ούτε καλά καλά να συνυπάρξουν για πέντε λεπτά χωρίς να αρπαχτούν και δυο παιδιά, που καλούνται άλλοτε από τις περιστάσεις κι άλλοτε από τους ίδιους (τους γονείς) να πάρουν θέση. Να γίνουν κριτές και δικαστές και να αποδώσουν δικαιοσύνη σε μια οικογένεια, που γίνεται μέρα τη μέρα όλο και πιο τοξική γι' αυτά.

Οι φωνές της μάνας κάλυπταν όλους τους ήχους κάνοντας αδύνατη ακόμα κι αυτή την τηλεφωνική επαφή με ένα πρόσωπο,που μπορεί να ακούσει, που θέλει να ακούσει!
Βγήκε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι, προσπαθώντας να βρει ένα μέρος που να μην φτάνουν οι φωνές και οι κατηγορίες της. Ο πατέρας είχε μόλις αποχωρήσει, αφήνοντας πίσω του μια μαινόμενη μάνα, η οποία μη έχοντας πού να ξεσπάσει, μιλούσε με τα χειρότερα λόγια για κείνον στο μικρότερο παιδί της, ένα αγοράκι μόλις δέκα χρονών.Εκείνο δεν έβγαζε λέξη. Άκουγε, άκουγε, άκουγε και στο τέλος ξέσπασε σε γοερά κλάματα.

"Θέλω να φύγω", σκέφτηκε σχεδόν φωναχτά η μικρή. Μόλις το ξεστόμισε τρόμαξε, όχι γι' αυτό που είπε, αλλά μη την ακούσει η μητέρα της. Δεν άντεχε άλλες φωνές, άλλες κενές νουθεσίες, που φαίνονταν τόσο ψεύτικες, τόσο υποκριτικές.
Ήθελε να φύγει, αλλά σκεφτόταν τον αδελφό της. Δεν μπορούσε να τον πάρει μαζί της, αλλά ούτε και να τον αφήσει πίσω. Κι εκείνη, πού θα πήγαινε; Τόσο κοντινούς συγγενείς δεν είχε. Οι γονείς της ήταν μοναχοπαίδια και παππούδες και γιαγιάδες δεν υπήρχαν στη ζωή. Κι έπειτα ήταν ανήλικη! Κανείς δεν θα καταλάβαινε πως στα δεκαπέντε της, ήταν πιο "ενήλικη" από τους γονείς της. Κανείς δεν θα καταλάβαινε πώς είναι να ζεις σ' ένα σπίτι, που αντί να σε αγκαλιάζει η αγάπη και να σε προστατεύει από τα δύσκολα, σου προκαλεί πόνο...

Αισθανόταν εγκλωβισμένη από τη ηλικία της. "Μετράω τα χρόνια και προσπαθώ να κάνω υπομονή" είχε πει στη φίλη της. "Μόλις γίνω δεκαοχτώ, θα φύγω... ο αδελφός μου όμως;". Ένιωθε υπεύθυνη για κείνον περισσότερο από ό,τι οι γονείς της. Έτσι τουλάχιστον φαινόταν στα δικά της μάτια.

Γλίστρησε αθόρυβα έξω από το διαμέρισμα και κατευθύνθηκε προς την ταράτσα. Πυκνή η νύχτα και μόνη της παρέα το κινητό, η αγαπημένη της μουσική και η φίλη της, που ξενυχτούσε μαζί της...

Κοίταξε τα αστέρια στον ουρανό. Μικρές φωτεινές κουκκίδες ήσυχες, γαλήνιες στέκονταν εκεί ανίκητα λες και την έβλεπαν... Η συζήτηση με τη φίλη της είχε πια σταματήσει, αφού ο ύπνος έκανε τη δική του παρέμβαση σε μια κουβέντα που δεν οδηγούσε πουθενά...

Κάθισε σε μια ξεχασμένη σεζλόνγκ, έβαλε το αγαπημένο της τραγούδι και φορώντας την κουκούλα του μπουφάν της, μάζεψε τα πόδια της στο στήθος και έριξε το βλέμμα στο κενό. Λίγο αργότερα τα βλέφαρα βάρυναν και ο Μορφέας ήρθε να ξεκουράσει τα μάτια και την ψυχή.

Τα πρώτα φωτεινά βήματα της αυγής δεν στάθηκαν ικανά να την ξυπνήσουν, όμως το χέρι του πατέρα της στον ώμο της την τίναξε ψηλά.
"Εδώ είσαι καρδιά μου!" της είπε τρυφερά ανοίγοντας την αγκαλιά του. Η μαμά σου κι εγώ φάγαμε τον κόσμο να σε βρούμε. Μέχρι και τη φίλη σου ξυπνήσαμε. Αυτή μας οδήγησε εδώ!

"Μπαμπά, ήθελα να φύγω... " ψέλλισε. "Δεν είχα όμως πού να πάω. Κι έπειτα εσείς είστε η οικογένειά μου. Με πονάτε, αλλά είστε η μόνη οικογένεια που έχω...".

Πίσω τους αναστατωμένη και ανακουφισμένη μαζί η μητέρα της, έτρεξε να την αγκαλιάσει κι εκείνη. Έμειναν εκεί, αγκαλιασμένοι για ώρα, κλαίγοντας, γελώντας, σιωπώντας. Δεν ξέρω καλά καλά να σας πω, πότε κατέβηκαν από την ταράτσα. Ίσως, να είναι ακόμα εκεί...
........

Με την ιστορία αυτή, συμμετέχω στο ολοκαίνουργιο δρώμενο της φίλης μου της Αριστέας, 
Family's stories
Μπορείτε κι εσείς να λάβετε μέρος. Διαβάστε λεπτομέρειες εδώ.



[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Παραμύθι...

Παραμύθι...



Ήταν κάποτε μια πολιτεία όμορφη σα ζωγραφιά. Ήλιος την έλουζε απ’ άκρη σ’ άκρη και η θάλασσα τη φιλούσε τρυφερά. Τα βουνά γύρω της, ύψωναν ένα τοίχο προστασίας θαρρείς, για να μην είναι ορατή από μακριά κι ένα όμορφο δάσος τη στόλιζε και της έδινε δροσιά.

Ο αέρας περνούσε ανάμεσα απ’ τα κλαδιά των δέντρων σα να τα χάιδευε και κατέληγε στην αμμουδιά με τα άσπρα βότσαλα. Τόσο άσπρα, που λαμπύριζαν κάτω από το ζεστό φως των ηλιαχτίδων σαν μικρά πολύτιμα πετράδια και το δειλινό, έδειχναν ακόμα πιο όμορφα όπως έπεφτε το χλωμό φως του φεγγαριού, λες και ήταν κιμωλίες ακουμπισμένες προσεκτικά δίπλα στο μαυροπίνακα.

Σ’ αυτή την πολιτεία παλάτια δεν υπήρχαν. Μόνο μικρά σπίτια με λογιών – λογιών λουλούδια στα παράθυρα. Όλα τα χρώματα μπορούσες να τα δεις σ’ αυτή την πόλη. Όλα! Όπως κι όλα τα χαμόγελα του κόσμου. Στις αυλές και τους δρόμους της έπαιζαν παιδιά. Πολλά παιδιά, χαρούμενα, ξένοιαστα, ευτυχισμένα. Και ζώα, αμέτρητα ζώα ζούσαν στο δάσος της.

Μια μέρα όμως ο ήλιος δε βγήκε να τη ζεστάνει. Πυκνά σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό της κι ένας αδιόρατος φόβος περιπλανιόταν σε κάθε γωνιά της. Δεν ήταν σύννεφα βροχής, ήταν αλλιώτικα αυτά. Μαύρα, άγρια, απειλητικά σα να ήθελαν να τη σκεπάσουν, να την εξαφανίσουν.

Το αεράκι το αλλοτινό, έγινε τώρα αέρας δυνατός που λυσσομανούσε σηκώνοντας πελώρια κύματα στη θάλασσα. Τα βότσαλα της αμμουδιάς χλώμιασαν. Πήραν ένα θλιμμένο χρώμα, όμοιο μ’ αυτό που απέκτησαν κι όλα της τα λουλούδια λίγο πριν μαραθούν. Τα κλαδιά των δέντρων άδειασαν από φύλλα και τα ζώα έτρεχαν τρομαγμένα να κρυφτούν όπου μπορούσαν.

Πίσω από τα παράθυρα των σπιτιών απορημένα βλέμματα παιδιών κοιτούσαν έξω. Τα χαμόγελα σβήστηκαν και στους δρόμους απέμειναν μόνο τα ξερά φύλλα να θροΐζουν λυπημένα. Παγωνιά απλώθηκε παντού κι όλα τα χρώματα με μιας έγιναν γκρίζο. Ένα απέραντο γκρίζο, που έφτανε ως τη θάλασσα και την έβαφε κι αυτή με το ίδιο χρώμα.

Θα νόμιζε κανείς πως ήταν μια καταιγίδα που έτσι όπως ξαφνικά ήρθε, έτσι ξαφνικά θα περνούσε. Όμως, δεν ήταν έτσι. Ο καιρός διάβαινε και τίποτα δεν άλλαζε.
Ώσπου, ένας παράξενος ταξιδιώτης με μακριά γενειάδα και άσπρα μαλλιά, που κρατούσε στα ροζιασμένα χέρια του ένα πελώριο μπαστούνι βρέθηκε εκεί. Αναζήτησε ανθρώπους, μα κανείς δεν κυκλοφορούσε και οι πόρτες, ήταν όλες ερμητικά κλειστές.

Κάθισε να ξαποστάσει στην έρημη πλατεία, όταν δειλά τον πλησίασε μια αλεπουδίτσα.
- Ξένε, τι ζητάς εδώ; ρώτησε
- Ανθρώπους, απάντησε εκείνος.
- Είναι όλοι κλεισμένοι στα σπίτια τους μετά το κακό που μας βρήκε, απάντησε η αλεπού
- Ξέρω…
- Ξέρεις; Πώς ξέρεις;
- Κάθε φορά, που χάνεται η συμπόνια από την καρδιά των ανθρώπων, το μαθαίνω! της είπε με νόημα
- Θες να πεις, πως οι άνθρωποι ευθύνονται για ό,τι συνέβη;
- Ακριβώς! Όσο αδιαφορούσαν για τον πόνο άλλων ανθρώπων, προστατεύοντας τη δική τους ευτυχία, έβαζαν γκρίζο στην ψυχή τους κι αυτό τελικά απλώθηκε παντού. Η αγάπη δίνει χρώμα σε όλα, μικρή μου κι αυτή προστατεύει κάθε πολύτιμο!...
................
Με το κείμενο αυτό, συμμετείχα στο "Παιχνίδι με τις λέξεις", που ξεκίνησε η Φλώρα στο  TEXNIS STORIES και συνεχίζει η Μαρία στο mytripssonblog.
Ευχαριστώ θερμά τους φίλους και τις φίλες που το ξεχώρισαν και το βαθμολόγησαν.


[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Μαύρα ρόδα...

Μαύρα ρόδα...



Μ' ένα βιβλίο στο χέρι ταξίδευε πάντα. Ήταν συντροφιά, ψυχαγωγία, ανάγκη να χάνεται μέσα στις εικόνες, που έφτιαχναν οι λέξεις σελίδα - σελίδα. Σαν πρόσκληση, να ζήσει ζωές που δεν έζησε!
Ξαφνικά, ο χώρος γεμίζει πρόσωπα! Άγνωστα πρόσωπα, που όμως ήταν οικεία. Δεν του προκαλούσαν φόβο, αλλά πόνο! Πρόσωπα λυπημένα, φοβισμένα, δακρυσμένα. Όλα με ένα "γιατί" ζωγραφισμένο στο βλέμμα. Στα χέρια τους κρατούσαν ρόδα, μαύρα, ματωμένα.


Σάστισε!... Πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε τόσους ανθρώπους με τέτοια έκφραση, μαζεμένους γύρω του. Τους κοίταζε με απορία κι όταν προσπάθησε να τους μιλήσει, τα λόγια χάνονταν πριν βγουν από τα χείλη του. Σκόρπιες οι λέξεις περιδιάβαιναν το νου και διαλύονταν στον αέρα χωρίς νόημα, χωρίς ειρμό...
Έκανε να απλώσει το χέρι, να τους αγγίξει, να τους ψηλαφίσει,  μα τότε τα πρόσωπα γίνονταν σκιές! Σκιές που ολοένα πύκνωναν λες και προσπαθούσαν να κρύψουν το φως. Μια τεράστια μαύρη αυλαία, που έκρυβε πίσω της τόση θλίψη, τόση απόγνωση, τόσο πόνο.

Το τρίτο κουδούνι, ακούστηκε εκκωφαντικά!
"Κυρίες και κύριοι, καθίστε στις θέσεις σας" ακούστηκε μια φωνή προστακτική κι επιβλητική. Ήταν τόσο καθηλωτικός ο τόνος της, που δεν άφηνε περιθώρια για καμιά άλλη κίνηση, πέρα από την υπακοή.
Κάθισε… Μέσα στο σκοτάδι, ακουγόταν θρήνος, σιγανός, υπόκωφος...
"Πού βρίσκομαι" αναρωτήθηκε και η απάντηση ήρθε στ' αφτιά του πιο γρήγορα κι από τη σκέψη... "Τώρα που άφησες τη φιλαυτία στην άκρη, άνοιξε τα μάτια στην αλήθεια".

Τρεμόπαιξε τα βλέφαρα και τα άνοιξε όσο πιο πολύ μπορούσε, μα η αυλαία ακόμα εκεί μαύρη, βαριά, ακίνητη. Σταγόνες βροχής ένιωσε την ίδια στιγμή στο πρόσωπό του. Σταγόνες που ολοένα πύκνωναν, διαλύοντας όλο το σκοτεινό σκηνικό, που είχε μπροστά του. Η αυλαία, λίγο - λίγο έλιωνε από το νερό που έπεφτε πάνω της και αποκάλυπτε σιγά – σιγά την εικόνα. Μάνες με μωρά στην αγκαλιά, έμεναν εκεί, ακίνητες, βουβές. Ούτε χαμογελούσαν, ούτε έκλαιγαν. Μόνο περίμεναν υπομονετικά...

Ένα ρίγος στην πλάτη τον έκανε να τιναχτεί. Δίπλα του το παραθυρόφυλλο χτυπούσε μανιασμένα. Η ματιά του έπεσε στην οθόνη της τηλεόρασης που περιέγραφε ένα ακόμα επεισόδιο στο ατέλειωτο δράμα των προσφύγων. Δίπλα της στο βάζο, τα κόκκινα ρόδα μαραμένα πια, έμοιαζαν μαύρα.
Αυτή τη φορά, δε γύρισε αλλού το πρόσωπό του, δε χάθηκε ξανά στο δικό του μικρόκοσμο.
Τώρα κατανοούσε αυτά, που πριν λίγο ο Μορφέας, του έδειξε...

Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο "Παιχνίδι με τις λέξεις #7" που συνεχίζει να διοργανώνει η Μαρία μας, από το Mytripsonblog, παίρνοντας τη σκυτάλη από τη Φλώρα του Texnis Stories, που το εμπνεύστηκε. Μπορείτε να διαβάσετε όλες τις συμμετοχές και φυσικά τη νικήτρια εδώ
Με κόκκινο είναι γραμμένες οι υποχρεωτικές λέξεις...

[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Ζωή παράλληλη... μέρος β΄.

Ζωή παράλληλη... μέρος β΄.



Έκλεισε την πόρτα πίσω της κι αφέθηκε σ' ένα σπαρακτικό κλάμα...
Μόλις είχε αποχαιρετήσει τον άντρα της κι αυτό, τη συγκεκριμένη στιγμή την πονούσε διπλά!
Είχε πολλές φορές προετοιμάσει τον εαυτό της για τους αποχαιρετισμούς και κάποιους κατάφερνε να τους αντιμετωπίσει με περισσή δύναμη. Κάποιους άλλους με γοερούς λυγμούς, λυτρωτικούς, από κείνους που σε κάνουν να αδειάζεις θαρρείς από κάθε συναίσθημα...

Αυτή τη φορά όμως, είχε να του πει κάτι που τελικά, δεν κατάφερε. Το έμαθε δυο μέρες πριν φύγει ξανά ο καπετάνιος της για το πολύμηνο ταξίδι του και στριφογύριζε στο μυαλό της, μέχρι να βρει την κατάλληλη στιγμή. Όσο όμως ξεψυχούσαν οι ώρες και τα λεπτά της κοινής τους ζωής, τόσο απομακρυνόταν η μέρα της ανακοίνωσης.

Έξι μήνες έμειναν μαζί αυτή τη φορά και για κείνη ήταν Θεού δώρο, που κατέληγε σε μια εγκυμοσύνη ξαφνική και αναπάντεχη! Το πρώτο τους παιδί!!! Δεν τολμούσε να το πιστέψει στην αρχή και δεν τολμούσε να το ξεστομίσει στη συνέχεια. Φοβόταν πως αυτό θα άλλαζε τις ισορροπίες, που με τόσο κόπο είχαν δημιουργήσει μεταξύ τους.

"Κι αν αυτό το μωρό, τον κάνει να νιώσει παγιδευμένος; Αν τον ωθήσει σε μεγαλύτερα ταξίδια, για περισσότερα χρήματα;" ... Χίλιες δυο σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της και θόλωναν τη κρίση της και τώρα που έμεινε μόνη, η ιδέα να του το πει από τηλεφώνου φάνταζε τελείως ανάρμοστη!
Δεν είχε όμως άλλη επιλογή!

Περίμενε με αγωνία την πρώτη τους επικοινωνία και αφού κόμπιασε αρκετά και δίστασε άλλο τόσο, τελικά ξεστόμισε την κλασσική φράση: "Ξέρεις Παύλο, σε εφτάμιση μήνες θα είμαστε τρεις!". Παύση!... Εκείνος λίγο από τη χαρά του, λίγο από την αργή σύνδεση, λίγο από συγκίνηση είχε μείνει αποσβολωμένος!

"Δεν λες, τίποτα;" ρώτησε με ανησυχία...
"Σ' αγαπώ!!! Ακούστηκε διακεκομμένη η φωνή του...
"Δεν σ' ακούω καλά, τι μου λες;" αποκρίθηκε για να σιγουρευτεί
"Σ' αγαπώ καρδιά μου, τι υπέροχο νέο είναι αυτό!!" είπε σχεδόν φωνάζοντας
"Παύλο, φοβάμαι... το μωρό θα γεννηθεί κι εσύ θα λείπεις. Όταν ξαναπιάσετε λιμάνι, ούτε καν ξέρουμε τι ηλικία θα έχει. Μερικών μηνών ή μερικών ετών..." ακούστηκε σπασμένη από τη συγκίνηση η φωνή της. "Παύλο!... Παύλο!!!"... η σύνδεση είχε διακοπεί.

Ένιωσε ξαφνικά μια ψύχρα. Η σύνδεση είχε διακοπεί, έτσι ακριβώς όπως διακόπτεται κάθε λίγο η κοινή τους ζωή...
"Θεέ μου, πώς θα μεγαλώσει αυτό το παιδί; Μ' ένα πατέρα σε φωτογραφία, που θα του μιλά μέσω skype και θα το βλέπει ανά διαστήματα σαν άλμπουμ φωτογραφιών; Εδώ, 2 ετών με το μπαμπά. Εδώ 3 μόνο με τη μαμά..." σκέφτηκε και βούλιαξε ξανά, σ' ένα απελπισμένο κλάμα. Έτσι την πήρε ο ύπνος. Εκεί στην πολυθρόνα του, που είχε το άρωμά του και ένιωθε σα να βρίσκεται στην αγκαλιά του...

Ξύπνησε το πρωί, με τις πρώτες ηλιαχτίδες, που τρύπωσαν από το μισοκατεβασμένο στόρι. Σηκώθηκε κουρασμένα, προσπαθώντας να ξεπιαστεί και έβαλε τη μουσική που αγαπούσε. Μετά από ένα χλιαρό ντους κι ένα φλιτζάνι τσάι, βρέθηκε να μιλά στη φωτογραφία του, κοιτώντας τα γελαστά του μάτια. Αυτή τη φορά, ούτε τον μάλωνε, ούτε του κάκιωνε για τη δύσκολη δουλειά του και τις στιγμές μοναξιάς της. Αντίθετα, του έδινε υπόσχεση πως θα σταθεί δυνατή και αποφασισμένη να αντιμετωπίσει κάθε δυσκολία, αρκεί εκείνος να είναι καλά!

Γύρισε το βλέμμα στο παράθυρο και τράβηξε την κουρτίνα... στο δρόμο έπαιζαν δυο τρία παιδιά των φαναριών, εκείνα που πολλές φορές είχε συναντήσει να πουλούν χαρτομάντιλα και τα είχε φιλέψει φαγητό.

Κάποια από αυτά δεν έχουν καθόλου πατέρα, σκέφτηκε, ενώ κάποια άλλα έχουν πατέρα, που τα εκμεταλλεύεται...
Τουλάχιστον το δικό μας παιδί, θα έχει ένα πατέρα που το αγαπά κι ας βολοδέρνει στις θάλασσες! Θα έχει αγάπη κι εμένα, δίπλα του! Και μόνο γι' αυτά, θα είναι τυχερό!...


Αφιερωμένη  στις φίλες, που ζήτησαν τη συνέχεια της αρχικής ιστορίας, που όσοι δεν την έχετε διαβάσει, θα τη βρείτε εδώ. Κορίτσια, ευχαριστώ πολύ για την παρότρυνση...






[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια

find "to e-periodiko mas" on instagram