Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μικρές ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μικρές ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Όνειρα σε σακίδιο…

Όνειρα σε σακίδιο…




-Τι κάνεις ξύπνιος τέτοια ώρα;… ρώτησε ξέροντας μέσα της την απάντηση

- Δεν μπορώ να κοιμηθώ, όλα γυρίζουν στο κεφάλι μου!

Συχνοί οι διάλογοι αυτοί, σχεδόν καθημερινοί επαναλαμβάνονταν λες και διάβαζαν κάποιο σενάριο. Τόσο ίδιοι, τόσο απελπιστικά ίδιοι!
Εκείνη, άνεργη περισσότερο από δύο χρόνια και κείνος, με μειωμένο κάθε λίγο μισθό, έβλεπαν τη ζωή τους να χάνει κάθε προοπτική. Όλα τους τα όνειρα κλείστηκαν σ’ ένα άδειο βιβλιάριο Τραπέζης κι ας ήταν τόσο νέοι!
- Θα φτιάξω καφέ, μη σηκωθείς!... την καθησύχασε φιλώντας τη τρυφερά στο μέτωπο

Δυο δόσεις καφέ έχει ακόμα, σκέφτηκε όπως έπινε την πρώτη γουλιά… δεν πάει άλλο, πρέπει να βρω μια λύση…

Παιδί ελλήνων μεταναστών γεννημένο σε μια πλούσια χώρα, ήρθε στην Ελλάδα πριν ακόμα πάει σχολείο, αφού οι γονείς του νοστάλγησαν την πατρίδα! Λίγα χρόνια αργότερα σκοτώθηκαν πιασμένοι χέρι - χέρι σ’ένα φοβερό δυστύχημα αφήνοντάς τον -παρηγοριά και ευθύνη - στον παππού και τη γιαγιά. Η πατρίδα των γονιών του έγινε πατρίδα του και το πονεμένο από το θάνατο ηλικιωμένο ζευγάρι, η μοναδική οικογένειά του, αφού άλλοι συγγενείς δεν υπήρχαν. Ένας ιδιότυπος μετανάστης στην ίδια του τη χώρα, αυτό ήταν!

Και πάνω που νόμιζε πως είχε βάλει τη ζωή του σε τάξη, όλα γύρω του να καταρρέουν λίγο-λίγο. Η ανεργία πληγή της καθημερινότητας όλων, δεν άφηνε περιθώρια βοήθειας σε κανένα. Έπρεπε να βρει μια λύση, όσο δύσκολο κι αν φάνταζε αυτό. Μοναδική του περιουσία ένα καλύβι στο χωριό κοντά στη θάλασσα ξεχασμένο από το Θεό και τους ανθρώπους κι ένα σαραβαλάκι που τον πήγαινε στη δουλειά.

Έτσι σκέφτηκε να στραφεί στη χώρα που γεννήθηκε. Στο κάτω-κάτω είχε διπλή υπηκοότητα, τη γλώσσα τη διδάχτηκε, μπορούσε να δοκιμάσει εκεί… και πήρε την απόφαση. Πούλησε όσο-όσο το αυτοκίνητο και την καλύβα για τα ναύλα, φόρτωσε χαρτιά και όνειρα σ’ ένα σακίδιο, πήρε από το χέρι τη γυναίκα του και ξεκίνησε για το υπερατλαντικό ταξίδι.

Σαν αποδημητικό πουλί κι αυτός, άνοιξε τις φτερούγες του στα 30 του χρόνια για τόπους που μπορούσαν να τον θρέψουν, να του δώσουν ελπίδα, αφήνοντας πίσω τους φίλους του και κρατώντας στην ψυχή του τη μια λαβωμένη πατρίδα να του κουνά το μαντήλι και να του λέει «μη μείνεις εκεί»…

Πέντε χρόνια είχαν περάσει από κείνη τη γλυκόπικρη μέρα που πάτησε το πόδι του στη νέα γη. Κι όμως αυτό το «μη μείνεις εκεί» αντί να ξεθωριάσει γινόταν ολοένα και πιο έντονο. Ο τόπος που γεννήθηκε δεν μπόρεσε να γίνει πραγματική του πατρίδα. Δεν μπόρεσε να τον νιώσει δικό του. Ακόμα και οι έλληνες που ζούσαν εκεί, ξένο τον θεωρούσαν. Άλλη νοοτροπία, άλλος τρόπος ζωής… δεν κούμπωσαν τα κομμάτια.

Είχε δουλειά, είχε οικονομική άνεση, ζούσε σε μια χώρα με υποδομές που έδινε χώρο στα όνειρά του κι όμως, πατρίδα δεν ήταν! Σαν ένα τζάκι που σε ζεσταίνει όσο καίνε τα ξύλα… μόλις σβήσει αφήνει μόνο στάχτες και παγωνιά… έτσι ένιωθε!

Κοίταξε το σακίδιο που φόρτωσε τη ζωή του μερικά χρόνια πριν κι αναρωτήθηκε «μήπως ήρθε η ώρα;»…
.....

Η ιστορία που διαβάσατε έλαβε μέρος στο 12ο "Παίζοντας με τις λέξεις" που ζωντανεύει στο όμορφο blog mytripssonblog.blogspot.gr, της αγαπημένης φίλης Μαρίας.





[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Άλλη μια μέρα στο μαγκανοπήγαδο...

Άλλη μια μέρα στο μαγκανοπήγαδο...



Σηκώθηκε αλαφιασμένη από το κρεβάτι με το πρώτο χτύπημα του ρολογιού, όπως κάθε πρωί! Δεν ήθελε να ξυπνήσει ούτε τα παιδιά, ούτε τον άντρα της από τόσο νωρίς. Ένα γρήγορο ντους έθεσε τον οργανισμό της σε λειτουργία, για να ετοιμαστεί με ταχύτητα, που θα ζήλευε και πεζοναύτης και μετά από δυο γρήγορες γουλιές καφέ, να ετοιμάσει το πρωινό της οικογένειας, για να σκορπίσουν, ο καθένας στη δική του δουλειά ή ασχολία.

Η ίδια διαδικασία κάθε μέρα… οι μήνες άλλαζαν, άλλαζαν οι εποχές κι εκείνη, ζούσε περιμένοντας το Σαββατοκύριακο, τις διακοπές του καλοκαιριού, άντε και των Χριστουγέννων και του Πάσχα, για να ζήσει λίγο χωρίς το ρολόι.

Όχι πως τα κατάφερνε πάντα, αλλά υπήρχε αυτή η ψευδαίσθηση ότι δεν την κυνηγά ο χρόνος. Ένας χρόνος αμείλικτος που αλλάζει τα μαλλιά, το σώμα, τις αντοχές αλλά, μένει ασυγκίνητος όταν πρόκειται να χαρείς κάτι για λίγο παραπάνω. Πεισμώνει και δεν σου επιτρέπει καμιά αλλαγή, παρά μόνο, όταν δεν θα το θες! Όπως τότε που βρέθηκε ξαφνικά άνεργη και έμεινε στο σπίτι σαν το θηρίο στο κλουβί, με τις υποχρεώσεις να τρέχουν κι εκείνη να κοιτά το πορτοφόλι, που αγκομαχούσε στα έξοδα. Ένας μισθός δεν έφτανε ποτέ κι αυτή η αναγκαστική «παύση» ήταν χειρότερη κι από εφιάλτη.

Όμως ευτυχώς πέρασε το κακό, το πτυχίο φάνηκε για μια ακόμα φορά χρήσιμο και η καθημερινή ρουτίνα και ο αγώνας δρόμου για να τα προλάβει όλα, ήταν πια ένα με το δέρμα της. Το προτιμούσε, μα δεν της άρεσε. Δεν είχε χρόνο για κείνη κι αυτό, όσο περνούσε ο καιρός, την στεναχωρούσε και περισσότερο. Ούτε στο κομμωτήριο δεν προλάβαινε να πάει, εκτός κι αν ήταν ειδική περίσταση.

Αυτός ο σύζυγος δεν βοηθά καθόλου, θα σκεφτόταν κανείς! Πώς να βοηθήσει όμως όταν δουλεύει 12ωρα ή και 14ωρα καμιά φορά; Με τι κουράγια να βάλει χεράκι στο οτιδήποτε! Συγκάτοικοι είχαν καταλήξει με τον καιρό, άθελά τους. Ραντεβού έδιναν στον καναπέ τα βράδια για ταινία και τους έπαιρνε ο ύπνος, πριν συμπληρωθεί το πρώτο τέταρτο. Τουλάχιστον όμως, ήταν αγκαλιά! Αγκαλιά στον ύπνο της κόπωσης, αγκαλιά στον καναπέ με την τηλεόραση ανοιχτή και το φως να καίει…
Παλιότερα, σκέφτονταν πως θα μεγαλώσουν τα παιδιά και θα αλαφρώσουν λίγο. Με τον καιρό διαπίστωσαν πως όσο μεγαλώνουν τα παιδιά, μεγαλώνουν και οι ανάγκες και μικραίνει ο χρόνος. Τους ξεμακραίνει από το όνειρο της ξένοιαστης οικογένειας, σαν αυτές που βλέπει κανείς στις διαφημίσεις και αναρωτιέται πού έκανε το λάθος!

Μια άλλη «Μαίρη Παναγιωταρά» η ζωή μου, σκεφτόταν την ώρα που μάζευε τα παιχνίδια από το πάτωμα… κι ύστερα σου λένε "γυναικεία χειραφέτηση και ανεξαρτησία". Να παντρευτείς και να γεμίσεις υποχρεώσεις που σε κάνουν λάστιχο, μοιάζει ζωντανός εφιάλτης, να μείνεις ελεύθερη, είσαι ο καημός της μαμάς με τη μουρμούρα της να μη σ’ αφήνει να ησυχάσεις. Να κάνεις καριέρα χωρίς παιδιά, μοιάζει φαγητό χωρίς αλάτι. Να κάνεις παιδιά και να τα μεγαλώνεις κλεισμένη στο σπίτι, σε κάνει δυστυχή και εξαρτώμενη. Χωρίς αποδοχές, χωρίς σύνταξη στα γεράματα… μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα η γυναικεία πορεία, μοιάζει γρίφος άλυτος στην καλύτερη περίπτωση. Βρε μήπως βάλαμε τα χέρια μας και βγάλαμε τα μάτια μας, αναρωτιόταν τώρα σε μια κρίση αυτογνωσίας και επαναπροσδιορισμού.

Ο ήχος του μηνύματος στο τηλέφωνό της, έβαλε τέλος στις σκέψεις που έτρεχαν ανεξέλεγκτα. «Μεθαύριο 8 Μαρτίου, θα πιούμε ποτό όλες οι γυναίκες του γραφείου. Μη διανοηθείς να μην έρθεις!» έλεγε το μήνυμα…
«Στη μέση της βδομάδας; Πάτε καλά βρε κορίτσια;» έστειλε την απάντηση.
«Είναι η μέρα της γυναίκας, ας μην την αφήσουμε να πάει χαμένη» διάβασε τον αντίλογο και θυμήθηκε…

Θυμήθηκε όλα εκείνα που την κάνουν να χαμογελά, όσο κουρασμένη κι αν είναι. Το βλέμμα του συντρόφου της, το γέλιο των παιδιών της, οι ζωγραφιές στο ψυγείο, οι Κυριακές που παίζουν όλοι μαζί στο σαλόνι, το κόκκινο κρασί που ζεσταίνεται κάθε φορά που την παίρνει ο ύπνος στην αγκαλιά του, πριν ακόμα το γευτεί!

Θυμήθηκε όλα αυτά που σηματοδοτούν τη ζωή της, που της δίνουν νόημα, υπόσταση και δύναμη! Όλα αυτά που την κάνουν να νιώθει γυναίκα! Κουρασμένη μεν, αλλά γυναίκα!!...




[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Βγάλε τη μάσκα...

Βγάλε τη μάσκα...



Η πρόσκληση απ’ την αρχή της φάνηκε αστεία. Μασκέ πάρτι, οργανωμένο από τους συναδέλφους στο γραφείο. Δεν ήταν το καλύτερό της, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είχε χιούμορ ή πως δεν τολμούσε να τσαλακωθεί, αλλά δεν της πήγαινε κιόλας κι έτσι, την άφησε πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, μέσα σε ένα βιβλίο, από τα πολλά που έκαναν παρέα στα χαριτωμένα διακοσμητικά.

Εκείνο το κυριακάτικο πρωί, όπως έπινε τον καφέ της, πήρε στο χέρι της το βιβλίο και τη θυμήθηκε πάλι…
Μα δεν είμαστε λίγο μεγάλοι γι’ αυτά; σκέφτηκε
Όσο είμαστε παιδιά, έχει το γούστο του. Έχει διαφορετική σημασία. «Ντυνόμαστε» τους ενήλικες, τους αγαπημένους μας ήρωες, αυτό που τέλος πάντων αγαπάμε ή θαυμάζουμε. Αυτό που θέλουμε να γίνουμε, κάποτε…
Τώρα, τι νόημα μπορεί να έχει το αστείο κοστούμι ή η ενδυμασία μιας άλλης εποχής; Θα με κάνει να διασκεδάσω περισσότερο και πώς; Ή μήπως κρύβοντας το πρόσωπό μου για λίγο κάτω από μία μάσκα, θα με απελευθερώσει; Και από τι; Από αυτά που κουβαλάω μέσα μου; Δεν ζούμε πια στις εποχές, που οι άνθρωποι καταπίεζαν τα «θέλω» τους κάτω από κοινωνικά στερεότυπα. Μπορούμε να είμαστε ο εαυτό μας χωρίς αναστολές. Άλλωστε, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν με ένα κοστούμι, ούτε κρύβονται κάτω από μια μάσκα, κατέληξε και έκλεισε ξανά το βιβλίο, μαζί με τους όποιους προβληματισμούς για το πάρτι. Ήταν αποφασισμένη να το αγνοήσει και αφέθηκε στο άρωμα του καφέ και στην ομορφιά του τοπίου, που ξυπνούσε μαζί της και απλωνόταν ειδυλλιακό μπροστά στα μάτια της.

Το τηλέφωνο ήχησε μέσα στη σιωπή κάνοντάς τη να αναπηδήσει!
- Μη μου πεις ότι κοιμάσαι ακόμα!... ακούστηκε η καλύτερή της φίλη
 Έχω ξυπνήσει εδώ και ώρα, πίνω καφέ και ρεμβάζω, απάντησε καθησυχαστικά
- Λοιπόν, για πες μου! Αποφάσισες τι θα φορέσεις στο αποψινό πάρτι;
- Άσε με βρε Μάνια, με τα παιδιάστικα! Δε θα έρθω...
- Ούτε να το σκέφτεσαι! Θα έρθεις, ακόμα κι αν χρειαστεί να σε σύρω δεμένη χειροπόδαρα, δήλωσε η Μάνια ανυποχώρητη
- Έλα τώρα, αφού το ξέρεις, αυτά δεν μου πάνε!
- Κουταμάρες! Θα περάσουμε όμορφα, όλοι γνωστοί θα είναι, θα ξεδώσουμε!
 Όχι άστο, βαριέμαι!...

Τρία λεπτά αργότερα, η Μάνια που δεν δεχόταν το «όχι» ως απάντηση, χτυπούσε το κουδούνι…
- Απ’ έξω ήσουν; ρώτησε με απορία
- Μα φυσικά! Ήξερα τις απαντήσεις σου, πριν καν τις ξεστομίσεις, αλλά αυτή τη φορά, θα κάνεις το δικό μου χατίρι. Αρκετά, έκανα εγώ το δικό σου. Σειρά σου τώρα!

Δεν μπορούσε να της αρνηθεί όταν επέμενε μ’ αυτό τον τρόπο. Στο κάτω – κάτω, ένα δίκιο το είχε. Ποτέ στο παρελθόν, από τότε που γνωρίστηκαν στο γραφείο και έγιναν φίλες, δεν την ακολούθησε σε ανάλογες προσκλήσεις και έτσι όπως ήταν αποφασισμένη τώρα και με το αποκριάτικο κοστούμι στο χέρι, κανείς δεν θα μπορούσε να της αρνηθεί!...

Η Μάνια εισέβαλε χαμογελαστή με θριαμβευτικό ύφος και δίνοντάς της τη στολή, την αγκάλιασε με ενθουσιασμό!
- Λοιπόν, εδώ στα έχω όλα! Ρούχα, μάσκα, τα πάντα! Μην καθυστερήσεις, στις 9 θα είμαι έτοιμη, πέρνα να με πάρεις!
- Τι κουβάλησες εδώ, πώς θα οδηγήσω φορώντας όλα αυτά; Ψέλλισε τρομοκρατημένη…
 Μην ανησυχείς, όταν δεις τι θα φορέσεις, θα καταλάβεις πως δεν είναι δύσκολο! Φεύγω τώρα, τα λέμε το βράδυ…

Έμεινε εμβρόντητη μπροστά στην ανοιχτή πόρτα, με τα ρούχα στο χέρι και την απορία στο πρόσωπο και σα να ήθελε να συρρικνώσει το χρόνο και να μεταπηδήσει ευθύς στην επόμενη μέρα, έκλεισε την πόρτα πίσω της με αναστεναγμό!...

Οι ώρες κύλησαν απίστευτα γρήγορα, τόσο που νόμισε για μια στιγμή πως απότομα το πρωί διαδέχτηκε το βράδυ, χωρίς μεσημέρι, χωρίς απόγευμα!...

Άνοιξε το πακέτο αποφασισμένη να υποστεί το πάρτι με αξιοπρέπεια. Η στολή του «Ντόμινο» που της έφερε η Μάνια, ήταν πραγματικά ό,τι έπρεπε για κείνη. Φόρεσε άνετα ρούχα μέσα από το μανδύα του και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, για να φορέσει τη μάσκα.

Τι παράξενο! Η εικόνα της, όχι μόνο της άρεσε, αλλά χαμογελούσε χωρίς καν, να το περιμένει! Η μαύρη κουκούλα κάλυπτε τα σκούρα μαλλιά της και έπεφτε τόσο όμορφα πάνω στους ώμους της, ενώ η μάσκα με τις χρυσές λεπτομέρειες πρόσθετε γοητεία και μυστήριο στην τελική εικόνα!

Κοίταξε το ρολόι και έπιασε τον εαυτό της να ανυπομονεί! Να ανυπομονεί, γι’ αυτό που ήθελε διακαώς να αποφύγει!
Κοίταξε άλλη μια φορά το είδωλλό της στον καθρέφτη. Άρχισε να παραδέχεται πως τώρα της άρεσε η ιδέα και αναρωτιόταν τι την έκανε τόσα χρόνια να το αρνείται!


«Έβαλα μια μάσκα, βγάζοντας μια άλλη» σκέφτηκε και έκλεισε την πόρτα πίσω της…


[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Το σπιτάκι του βιβλίου...

Το σπιτάκι του βιβλίου...



Ήταν δεν ήταν επτά χρονών, ντυμένος με παντελόνι δανεικό πολύ μεγαλύτερο από το μέγεθός του και ένα μπουφάν, που αντίθετα του ήταν μικρό και φθαρμένο σε πολλά σημεία. Δεν κούμπωνε κι αυτό, τον έκανε κάθε τόσο να το τραβά με τα δυο του χέρια προσπαθώντας να ζεσταθεί…

Παιδί των φαναριών θα τον έλεγες και όχι άδικα. Ορφανός από μάνα με ένα πατέρα, που δούλευε μια φορά στο τόσο και ένα σπίτι σωστό ρημάδι, έμοιαζε με ήρωα του Καρόλου Ντίκενς, έτσι όπως στεκόταν στα φανάρια κοιτάζοντας τα αυτοκίνητα και απλώνοντας κάθε τόσο το χέρι για λίγα ψιλά.

Δεν ήταν μόνος! Κι άλλα παιδιά σ’ αυτό το «στέκι» έβγαζαν «μεροκάματο» είτε καθαρίζοντας τζάμια αυτοκινήτων, είτε ζητιανεύοντας. Ήταν όμως ο μικρότερος κι αυτό ήταν μεγάλο μειονέκτημα για κείνον, στον άγριο κόσμο που ζούσε. Την ηλικία του την είχε προ πολλού ξεχάσει, αφού έπρεπε να υπερασπίζεται τον εαυτό του απέναντι στους μεγαλύτερους της παρέας κι έτσι είχαν αρχίσει να τον αποδέχονται και να τον υπολογίζουν.

Σχολείο δεν πήγαινε. Για κείνον σχολείο ήταν ο δρόμος, η επιβίωση για μια ακόμα μέρα. Και μάλλον γινόταν καλός μαθητής αν σκεφτεί κανείς πως κατάφερνε να τρώει καθημερινά κάτι. Μια φορά τη μέρα, όχι υπερβολές, αλλά έτρωγε.

Κάθε που βράδιαζε και έπαιρνε το δρόμο για το σπίτι σκεφτόταν αν ο πατέρας του θα ήταν εκεί και προτιμούσε να μην είναι, για να χωθεί γρήγορα στα βρώμικα σκεπάσματα του κρεβατιού του και να κάνει πως κοιμάται. Αν ήταν ο πατέρας σπίτι, τότε τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα. Τον έβλεπε να μονολογεί, να κλαίει, να πίνει και προσπαθούσε να κρυφτεί σε μια γωνιά για να τον ενοχλεί όσο γίνεται λιγότερο…
Όχι δεν τον χτυπούσε! Δεν τον είχε χτυπήσει ποτέ, όμως η απελπισία που έβλεπε στα μάτια του μετέτρεπε το μικρό σε μεγάλο και το μεγάλο σε μικρό κι αυτό, δεν το άντεχε κανένας από τους δύο!

Όταν πάλι ο πατέρας έλειπε, ξαπλωμένος στο κρεβάτι ξεφύλλιζε το ένα και μοναδικό του βιβλίο. Του το είχε χαρίσει ένα κορίτσι μια ηλιόλουστη μέρα, που καθόταν με το χέρι απλωμένο όπως συνήθιζε στο φανάρι. Όσο η μαμά έψαχνε ψιλά, η μικρή του έδωσε το βιβλίο για να του κάνει παρέα, όπως του είπε.

Το άνοιγε με προσοχή και γυρνούσε τις σελίδες του βιαστικά μέχρι να φτάσει σ’ εκείνη που είχε τη φωτογραφία με το σπιτάκι στο δάσος. Πόσο αγαπούσε αυτή τη φωτογραφία! Πόσο θα ήθελε να υπήρχε στην πραγματικότητα αυτό το σπίτι που τόσο είχε θαυμάσει…

- Κύριε Παπαπέτρου, ο μεσίτης στη γραμμή τρία, ακούστηκε η φωνή της γραμματέα.
- Πες του πως θα του τηλεφωνήσω εγώ Λίζα, ευχαριστώ…

Σηκώθηκε απότομα, προσπαθώντας να συνέλθει… ακόμα δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως μια φωτογραφία τον είχε γυρίσει τόσα χρόνια πίσω. Του είχε ξυπνήσει τόσες μνήμες οδυνηρές…
Το σπίτι που ονειρευόταν από παιδί, το σπίτι του βιβλίου, που ακόμα φύλαγε στο γραφείο του και δεν το αποχωρίστηκε ποτέ, υπήρχε!! Το είχε μπροστά του ανάμεσα σε τόσα άλλα, που ο μεσίτης του πρότεινε. Τόσα χρόνια με όσα μεσολάβησαν και η παιδική λαχτάρα είχε παραμείνει αναλλοίωτη να τον κρατά δεμένο με το παρελθόν σε ένα σκοπό, που για κανένα δεν είχε νόημα, παρά μονάχα για κείνον!

Δεν ξέχασε! Δεν μπορούσε να ξεχάσει κι ας βρέθηκαν άνθρωποι να τον αγαπήσουν, να τον μεγαλώσουν, να τον σπουδάσουν. Τίποτα δεν κατάφερε να σβήσει τη λαχτάρα να ζήσει στο σπιτάκι της εξοχής, που ονειρευόταν στο ερειπωμένο δωμάτιο με το μισόκλειστο παντζούρι που άφηνε το φως της λάμπας του δρόμου να περνά και να φωτίζει τα ταξίδια που έκανε με το νου…

Σχημάτισε τον αριθμό του μεσίτη βιαστικά. Μάταια εκείνος προσπαθούσε να τον πείσει πως στα σπίτια, που του έστειλε, υπήρχαν πολύ καλύτερες επιλογές από αυτή που είχε κάνει. Έτσι, το όνειρο έγινε πραγματικότητα!

Πήγε μόνος του, το περιποιήθηκε, το επίπλωσε απλά, το εξόπλισε με όλα τα απαραίτητα και λίγες εβδομάδες αργότερα οδηγούσε στο μικρό επαρχιακό δρόμο την οικογένειά του, στο σπιτάκι του δάσους όπως το αποκαλούσε.
Ήταν φθινόπωρο πια και ο δρόμος υγρός από τις συχνές βροχές. Οδηγούσε αργά για να μπορούν όλοι να θαυμάζουν τη φύση γύρω τους, που καταπράσινη τους υποδεχόταν. Σταμάτησαν έξω από τη μικρή αυλή και διέσχισαν το πλακόστρωτο μονοπάτι, που έφτανε μέχρι την είσοδο. Τα παιδιά του χαρούμενα τιτίβιζαν όλο ενθουσιασμό για το νέο τους απόκτημα και η γυναίκα του δεν σταματούσε να μιλά για το γούστο και την καλαισθησία της ανακαίνισης.


Έβαλε μέσα τις βαλίτσες τους, άναψε το τζάκι και βγήκε στην αυλή… δεν μπορούσε άλλο να συγκρατήσει τα δάκρυά του και δεν ήθελε να τα μοιραστεί με κανένα! Μόνο με τη βροχή, που άρχισε ξανά να πέφτει σιγανή, καθάρια και να μουσκεύει το χώμα. Κι έμεινε μαζί της για αρκετή ώρα, ώσπου να κλείσουν όλες οι πόρτες απ’ τα παλιά κι όλες οι χαραμάδες…
...

Αυτή η ιστορία γεννήθηκε από τη φωτογραφία που βλέπετε και ανήκει στην Ελένη από το Καρυδότσουφλο. Εκείνη, μας ζήτησε να γράψουμε μια ιστορία κοιτώντας τη και δεν μπορούσα φυσικά να αρνηθώ.  
Δείτε τις υπόλοιπες ιστορίες, που έχουν ήδη δημοσιευτεί πατώντας, εδώ.


[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Ένα απλό τηλεφώνημα…

Ένα απλό τηλεφώνημα…



Τα ξύλα έτριζαν στο τζάκι δίνοντας μια αίσθηση θαλπωρής στο χώρο. Οι φλόγες που ξεπηδούσαν ανάμεσά τους, του έκαναν παρέα και ζέσταιναν περισσότερο την ψυχή του παρά το τεράστιο δωμάτιο με τα παλιά ακριβά έπιπλα, που είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν όπως και η αλλοτινή του θέση...

Έκλεισε το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια του... τέλειωσε κι αυτό, σκέφτηκε...όπως τελειώνουν όλα! 
Σηκώθηκε βαριεστημένα κι έκανε ένα γύρω στο δωμάτιο. Απ' έξω ακουγόταν η ήρεμη βροχή που στάλαζε αργά και ρυθμικά στην πλακόστρωτη αυλή του παλιού αρχοντικού. Θα μπορούσε να μετρήσει τις σταλαγματιές μία μία, έτσι όπως έπεφταν!

Ήταν μόνος. Από επιλογή, από τις συγκυρίες ούτε κι ο ίδιος ήξερε. Το μόνο που ήξερε καλά πια, ήταν πως ήταν μόνος σ’ ένα τεράστιο σπίτι που κάθε γωνιά του, είχε να διηγηθεί και μια ιστορία. Πατρική κατοικία μιας πολυμελούς μεγαλοαστικής οικογένειας, που σκόρπισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, έτσι όπως σκορπούν τα κομφετί στο πρώτο φύσημα.

Κι έρχονταν γιορτές! Πόσο οδυνηρά άδειο μοιάζει ένα σπίτι στις γιορτές! Άλλοτε αποζητούσε τη μοναξιά για να χωθεί στα χαρτιά του και να γράψει χωρίς περισπασμούς. Κάθε ήχος, κάθε χτύπημα στην πόρτα του ήταν αφόρητα ενοχλητικό. Πολλές φορές ήθελε να ουρλιάξει «αφήστε με ήσυχο, γράφω»… τώρα όμως που τον είχαν αφήσει «ήσυχο» όλοι, ήταν αβάσταχτο. Και δεν είχε πια τίποτα να γράψει. Δεν υπήρχε τίποτα, που να μην έχει ειπωθεί…

Ένιωθε άδειος! Όχι από έμπνευση όπως λένε όσοι εκφράζονται μέσα από τις λέξεις, αλλά από συναισθήματα. Γιατί, τι είναι οι λέξεις όταν δεν φορτίζονται συναισθηματικά; Σχήματα πάνω σε λευκό χαρτί που αγωνίζονται να ενώσουν νοήματα και υπάρξεις…
Το μόνο συναίσθημα, που κατά καιρούς του έκανε συντροφιά ήταν αυτό που γεννά η απορία. Πώς έγιναν όλα έτσι! Πώς άδειασε η ζωή του!

Ήξερε πως αν έψαχνε πιο βαθειά η αιτία ήταν ολοφάνερη μπροστά του, όμως πονούσε να τη δει! Πονούσε όχι γιατί είχε ευθύνη, αλλά γιατί ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω, ούτε αναπληρώνεται. Αυτό τον έκανε να αποφεύγει το παρελθόν και το έκλεινε με πείσμα πίσω από τη σκέψη πως ό,τι έγινε, έγινε και δεν αλλάζει!

Πλησίασε στο παράθυρο... Η βροχή συνέχιζε τον αργό χορό της. Έριξε μια ματιά στη βρεγμένη αυλή. Πόσο ζωντάνευαν τα χρώματά της κι ας είχε συννεφιά! Έτσι όπως ζωντανεύουν τα μάτια μέσα από τα δάκρυα κι ας έχει σκοτάδι η ψυχή.

Το χτύπημα του τηλεφώνου τον έβγαλε από τις σκέψεις. Απάντησε με μια δόση απορίας, λες και είχε ξεχάσει ακόμα και την ύπαρξή του. Η φωνή του εκδότη του τον έκανε να θυμηθεί πως είχε ακόμα κάποιες υποχρεώσεις που ήθελε να αποφύγει. 
- Κωστή σε πήρα για το ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς, του είπε ξαφνιάζοντάς τον. Θα είμαστε όλοι μαζεμένοι σπίτι μου, θα σε περιμένω. Μην το ξεχάσεις όπως πέρσι!...
Η απάντησή του αυθόρμητη όσο και ψεύτικη, ήρθε σαν κεραυνός. 
- Δεν θα μπορέσω Γιώργο φέτος. Θα έχω κόσμο στο σπίτι. 
- Εσύ; Την τελευταία φορά, που είχες κόσμο στο σπίτι ήταν όταν γεννήθηκαν τα παιδιά σου, πλάκα μου κάνεις;
- Ε, καιρός είναι να ξαναέρθουν, δε νομίζεις; είπε αποστομωτικά και τελείωσε την κουβέντα εκεί…

Λίγο αργότερα φτιάχνοντας τη λίστα για τα ψώνια μονολογούσε με ένα φτερούγισμα χαράς στην καρδιά: «Πόσο απλό ήταν! Ένα τηλεφώνημα και όλα τα παλιά έμειναν πίσω. Ένα τηλεφώνημα και όλοι θα είναι εδώ στο ρεβεγιόν!»

Μπορεί ο χαμένος χρόνος να μην αναπληρώνεται, αλλά ποτέ δεν είναι αργά να περπατήσουμε γέφυρες ξεχασμένες. Αρκεί να το θέλουμε…



[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Το δίλημμα

Το δίλημμα



Κι απόψε οι λέξεις έτρεχαν μεσ’ το μυαλό του ζητώντας επιτακτικά να βγουν στο χαρτί… να γίνουν κείμενο, εικόνα, φωνή! Μόλις όμως άγγιζε το χέρι του το πληκτρολόγιο, όλα άλλαζαν. Δεν μπορούσε να βάλει σε τάξη ούτε τις σκέψεις, ούτε τα συναισθήματα και οι λέξεις έμεναν εκεί, ακίνητες μέσα στο μυαλό του, χωρίς ειρμό.

Δεν ήταν σε θέση να καταλάβει αν ήταν η μεγάλη του λαχτάρα να μιλήσει για όσα συνέβαιναν γύρω του ή απλά η ατολμία του να πάει (για μια ακόμα φορά) ενάντια στην άποψη του αρχισυντάκτη, που του έφερνε τόση δυσκολία. 

Τον τελευταίο καιρό, ένιωθε σαν ακροβάτης σε τεντωμένο σκοινί. Από τη μία η θλιβερή καθημερινότητα και από την άλλη, ο αρχισυντάκτης που ζητούσε συγκεκριμένα, χιλιοειπωμένα ανούσια θέματα. Η παραμονή του στην εφημερίδα κρεμόταν κυριολεκτικά από μια κλωστή αφού οι διαφωνίες του ήταν όλο και πιο συχνές. Και είχε ανάγκη τη δουλειά, με τόση ανεργία…

Δεν μπορούσε όμως και να κλείνει τα μάτια σε όσα ο φόβος και η προκατάληψη έφερναν στους ανθρώπους. Παιδιά, που ξέβραζε η θάλασσα μέσα στο σύθαμπο της μέρας στις ακτές των νησιών, που σώζονταν με τόσο κόπο, τώρα να είναι ανεπιθύμητα στα σχολεία! Επειδή είναι προσφυγόπουλα! Πόση υποκρισία ανθρωπισμού να χωρέσει η ψυχή του; Πόσο ακόμα το «μακριά από μένα κι όπου θέλει ας είναι» μπορούσε να χαρακτηρίζει τόσους ανθρώπους που προέρχονται από ένα έθνος, που σκόρπισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα προσπαθώντας να ζήσει μια καλύτερη ζωή; Το ίδιο είχε συμβεί και παλιότερα με τα τσιγκανάκια! Κι αυτά ανεπιθύμητα… Δεν γινόταν να κάνει πως δεν το βλέπει, αλλά ούτε και δουλειά άλλη ήταν δυνατό να βρει…

Έτσι πάλευε με τα συναισθήματα και τα «πρέπει», πλανήτης σε ελλειπτική τροχιά, που γυρίζει από εκεί που ξεκινά. 
Ξαναγέμισε το ποτήρι του. Το αλκοόλ έπεσε πάνω στον πάγο ανοίγοντας ρωγμές… σαν τις ρωγμές που δημιουργούν οι ανάγκες στις συνειδήσεις, κάνοντας τα όρια τους τόσο ελαστικά! Κι εκείνος είχε μεγαλώσει. Δεν είχε περιθώρια για λάθη, ούτε και την πολυτέλεια να αρχίσει από την αρχή...

Το πρωί τον βρήκε πάνω στο πληκτρολόγιο με την οθόνη άδεια κι εκείνον να κοιτά στο κενό. Λίγο κρύο νερό κι ένας δυνατός καφές, τον έβαλαν ξανά σε λειτουργία. Άνοιξε το παράθυρο και χαμογέλασε τρυφερά στα παιδιά που περνούσαν πηγαίνοντας στο σχολείο…

Λίγο αργότερα τα δάχτυλα έτρεχαν πάνω στα πλήκτρα κι ένα χαμόγελο σχηματιζόταν στο πρόσωπό του. Έγραψε  το άρθρο του έτσι όπως ο ίδιος ήθελε, καθώς και την παραίτησή του!
«Όποιο από τα δύο γίνει δεκτό», σκέφτηκε και έκλεισε τον υπολογιστή…
...

Αυτή ήταν η μία από τις δύο συμμετοχές μου στο "Παιχνίδι με τις λέξεις #9", που συνεχίζει ακούραστα η φίλη μου η Μαρίααπό το "mytripsonblog", παίρνοντας τη σκυτάλη από την Φλώρα του "TEXNIS STORIES".

Οι υποχρεωτικές λέξεις είναι σημειωμένες με κόκκινο.
Ευχαριστώ θερμά τους φίλους και τις φίλες που ξεχώρισαν και βαθμολόγησαν τη συμμετοχή μου.



[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Είστε η μόνη οικογένεια που έχω...

Είστε η μόνη οικογένεια που έχω...



Το τηλέφωνο χτύπησε ξανά μέσα στη νύχτα. Αυτό, γινόταν τον τελευταίο καιρό όλο και πιο συχνά. Δύο δεκαπεντάχρονα κορίτσια συζητούν. Όχι με λόγια ξενοιασιάς, όχι κουβέντες για αγόρια, ρούχα, διακοπές ή βόλτες...

"Πάλι το ίδιο σκηνικό" έλεγε η μια στην άλλη. "Ήρθε ο πατέρας μου από το δω, λες και χρειαζόταν να συνεχίσουν τον καυγά, που άρχισαν από το τηλέφωνο εδώ και ώρες". Η απόγνωση ήταν τόσο φανερή στον τόνο της φωνής της, που η φίλη της ένιωσε ένα κόμπο στο στομάχι και τα λόγια να χάνονται, πριν προλάβουν να γίνουν λέξεις και να βγουν από τα χείλη της.

Τι να της έλεγε; Πώς να την παρηγορούσε, πώς να τη βοηθούσε; Δεν ήξερε, ούτε και μπορούσε να σκεφτεί. Το μόνο που έκανε ήταν να την ακούει με προσοχή και συμπόνοια. Και το κορίτσι χείμαρρος, ξεδίπλωνε όλο τον πόνο που βίωνε, όλη την αποστροφή που αισθανόταν για όσα συνέβαιναν στο σπίτι της και στη ζωή της.

Δυο γονείς χωρισμένοι, ανίκανοι να συζητήσουν, ούτε καλά καλά να συνυπάρξουν για πέντε λεπτά χωρίς να αρπαχτούν και δυο παιδιά, που καλούνται άλλοτε από τις περιστάσεις κι άλλοτε από τους ίδιους (τους γονείς) να πάρουν θέση. Να γίνουν κριτές και δικαστές και να αποδώσουν δικαιοσύνη σε μια οικογένεια, που γίνεται μέρα τη μέρα όλο και πιο τοξική γι' αυτά.

Οι φωνές της μάνας κάλυπταν όλους τους ήχους κάνοντας αδύνατη ακόμα κι αυτή την τηλεφωνική επαφή με ένα πρόσωπο,που μπορεί να ακούσει, που θέλει να ακούσει!
Βγήκε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι, προσπαθώντας να βρει ένα μέρος που να μην φτάνουν οι φωνές και οι κατηγορίες της. Ο πατέρας είχε μόλις αποχωρήσει, αφήνοντας πίσω του μια μαινόμενη μάνα, η οποία μη έχοντας πού να ξεσπάσει, μιλούσε με τα χειρότερα λόγια για κείνον στο μικρότερο παιδί της, ένα αγοράκι μόλις δέκα χρονών.Εκείνο δεν έβγαζε λέξη. Άκουγε, άκουγε, άκουγε και στο τέλος ξέσπασε σε γοερά κλάματα.

"Θέλω να φύγω", σκέφτηκε σχεδόν φωναχτά η μικρή. Μόλις το ξεστόμισε τρόμαξε, όχι γι' αυτό που είπε, αλλά μη την ακούσει η μητέρα της. Δεν άντεχε άλλες φωνές, άλλες κενές νουθεσίες, που φαίνονταν τόσο ψεύτικες, τόσο υποκριτικές.
Ήθελε να φύγει, αλλά σκεφτόταν τον αδελφό της. Δεν μπορούσε να τον πάρει μαζί της, αλλά ούτε και να τον αφήσει πίσω. Κι εκείνη, πού θα πήγαινε; Τόσο κοντινούς συγγενείς δεν είχε. Οι γονείς της ήταν μοναχοπαίδια και παππούδες και γιαγιάδες δεν υπήρχαν στη ζωή. Κι έπειτα ήταν ανήλικη! Κανείς δεν θα καταλάβαινε πως στα δεκαπέντε της, ήταν πιο "ενήλικη" από τους γονείς της. Κανείς δεν θα καταλάβαινε πώς είναι να ζεις σ' ένα σπίτι, που αντί να σε αγκαλιάζει η αγάπη και να σε προστατεύει από τα δύσκολα, σου προκαλεί πόνο...

Αισθανόταν εγκλωβισμένη από τη ηλικία της. "Μετράω τα χρόνια και προσπαθώ να κάνω υπομονή" είχε πει στη φίλη της. "Μόλις γίνω δεκαοχτώ, θα φύγω... ο αδελφός μου όμως;". Ένιωθε υπεύθυνη για κείνον περισσότερο από ό,τι οι γονείς της. Έτσι τουλάχιστον φαινόταν στα δικά της μάτια.

Γλίστρησε αθόρυβα έξω από το διαμέρισμα και κατευθύνθηκε προς την ταράτσα. Πυκνή η νύχτα και μόνη της παρέα το κινητό, η αγαπημένη της μουσική και η φίλη της, που ξενυχτούσε μαζί της...

Κοίταξε τα αστέρια στον ουρανό. Μικρές φωτεινές κουκκίδες ήσυχες, γαλήνιες στέκονταν εκεί ανίκητα λες και την έβλεπαν... Η συζήτηση με τη φίλη της είχε πια σταματήσει, αφού ο ύπνος έκανε τη δική του παρέμβαση σε μια κουβέντα που δεν οδηγούσε πουθενά...

Κάθισε σε μια ξεχασμένη σεζλόνγκ, έβαλε το αγαπημένο της τραγούδι και φορώντας την κουκούλα του μπουφάν της, μάζεψε τα πόδια της στο στήθος και έριξε το βλέμμα στο κενό. Λίγο αργότερα τα βλέφαρα βάρυναν και ο Μορφέας ήρθε να ξεκουράσει τα μάτια και την ψυχή.

Τα πρώτα φωτεινά βήματα της αυγής δεν στάθηκαν ικανά να την ξυπνήσουν, όμως το χέρι του πατέρα της στον ώμο της την τίναξε ψηλά.
"Εδώ είσαι καρδιά μου!" της είπε τρυφερά ανοίγοντας την αγκαλιά του. Η μαμά σου κι εγώ φάγαμε τον κόσμο να σε βρούμε. Μέχρι και τη φίλη σου ξυπνήσαμε. Αυτή μας οδήγησε εδώ!

"Μπαμπά, ήθελα να φύγω... " ψέλλισε. "Δεν είχα όμως πού να πάω. Κι έπειτα εσείς είστε η οικογένειά μου. Με πονάτε, αλλά είστε η μόνη οικογένεια που έχω...".

Πίσω τους αναστατωμένη και ανακουφισμένη μαζί η μητέρα της, έτρεξε να την αγκαλιάσει κι εκείνη. Έμειναν εκεί, αγκαλιασμένοι για ώρα, κλαίγοντας, γελώντας, σιωπώντας. Δεν ξέρω καλά καλά να σας πω, πότε κατέβηκαν από την ταράτσα. Ίσως, να είναι ακόμα εκεί...
........

Με την ιστορία αυτή, συμμετέχω στο ολοκαίνουργιο δρώμενο της φίλης μου της Αριστέας, 
Family's stories
Μπορείτε κι εσείς να λάβετε μέρος. Διαβάστε λεπτομέρειες εδώ.



[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Παραμύθι...

Παραμύθι...



Ήταν κάποτε μια πολιτεία όμορφη σα ζωγραφιά. Ήλιος την έλουζε απ’ άκρη σ’ άκρη και η θάλασσα τη φιλούσε τρυφερά. Τα βουνά γύρω της, ύψωναν ένα τοίχο προστασίας θαρρείς, για να μην είναι ορατή από μακριά κι ένα όμορφο δάσος τη στόλιζε και της έδινε δροσιά.

Ο αέρας περνούσε ανάμεσα απ’ τα κλαδιά των δέντρων σα να τα χάιδευε και κατέληγε στην αμμουδιά με τα άσπρα βότσαλα. Τόσο άσπρα, που λαμπύριζαν κάτω από το ζεστό φως των ηλιαχτίδων σαν μικρά πολύτιμα πετράδια και το δειλινό, έδειχναν ακόμα πιο όμορφα όπως έπεφτε το χλωμό φως του φεγγαριού, λες και ήταν κιμωλίες ακουμπισμένες προσεκτικά δίπλα στο μαυροπίνακα.

Σ’ αυτή την πολιτεία παλάτια δεν υπήρχαν. Μόνο μικρά σπίτια με λογιών – λογιών λουλούδια στα παράθυρα. Όλα τα χρώματα μπορούσες να τα δεις σ’ αυτή την πόλη. Όλα! Όπως κι όλα τα χαμόγελα του κόσμου. Στις αυλές και τους δρόμους της έπαιζαν παιδιά. Πολλά παιδιά, χαρούμενα, ξένοιαστα, ευτυχισμένα. Και ζώα, αμέτρητα ζώα ζούσαν στο δάσος της.

Μια μέρα όμως ο ήλιος δε βγήκε να τη ζεστάνει. Πυκνά σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό της κι ένας αδιόρατος φόβος περιπλανιόταν σε κάθε γωνιά της. Δεν ήταν σύννεφα βροχής, ήταν αλλιώτικα αυτά. Μαύρα, άγρια, απειλητικά σα να ήθελαν να τη σκεπάσουν, να την εξαφανίσουν.

Το αεράκι το αλλοτινό, έγινε τώρα αέρας δυνατός που λυσσομανούσε σηκώνοντας πελώρια κύματα στη θάλασσα. Τα βότσαλα της αμμουδιάς χλώμιασαν. Πήραν ένα θλιμμένο χρώμα, όμοιο μ’ αυτό που απέκτησαν κι όλα της τα λουλούδια λίγο πριν μαραθούν. Τα κλαδιά των δέντρων άδειασαν από φύλλα και τα ζώα έτρεχαν τρομαγμένα να κρυφτούν όπου μπορούσαν.

Πίσω από τα παράθυρα των σπιτιών απορημένα βλέμματα παιδιών κοιτούσαν έξω. Τα χαμόγελα σβήστηκαν και στους δρόμους απέμειναν μόνο τα ξερά φύλλα να θροΐζουν λυπημένα. Παγωνιά απλώθηκε παντού κι όλα τα χρώματα με μιας έγιναν γκρίζο. Ένα απέραντο γκρίζο, που έφτανε ως τη θάλασσα και την έβαφε κι αυτή με το ίδιο χρώμα.

Θα νόμιζε κανείς πως ήταν μια καταιγίδα που έτσι όπως ξαφνικά ήρθε, έτσι ξαφνικά θα περνούσε. Όμως, δεν ήταν έτσι. Ο καιρός διάβαινε και τίποτα δεν άλλαζε.
Ώσπου, ένας παράξενος ταξιδιώτης με μακριά γενειάδα και άσπρα μαλλιά, που κρατούσε στα ροζιασμένα χέρια του ένα πελώριο μπαστούνι βρέθηκε εκεί. Αναζήτησε ανθρώπους, μα κανείς δεν κυκλοφορούσε και οι πόρτες, ήταν όλες ερμητικά κλειστές.

Κάθισε να ξαποστάσει στην έρημη πλατεία, όταν δειλά τον πλησίασε μια αλεπουδίτσα.
- Ξένε, τι ζητάς εδώ; ρώτησε
- Ανθρώπους, απάντησε εκείνος.
- Είναι όλοι κλεισμένοι στα σπίτια τους μετά το κακό που μας βρήκε, απάντησε η αλεπού
- Ξέρω…
- Ξέρεις; Πώς ξέρεις;
- Κάθε φορά, που χάνεται η συμπόνια από την καρδιά των ανθρώπων, το μαθαίνω! της είπε με νόημα
- Θες να πεις, πως οι άνθρωποι ευθύνονται για ό,τι συνέβη;
- Ακριβώς! Όσο αδιαφορούσαν για τον πόνο άλλων ανθρώπων, προστατεύοντας τη δική τους ευτυχία, έβαζαν γκρίζο στην ψυχή τους κι αυτό τελικά απλώθηκε παντού. Η αγάπη δίνει χρώμα σε όλα, μικρή μου κι αυτή προστατεύει κάθε πολύτιμο!...
................
Με το κείμενο αυτό, συμμετείχα στο "Παιχνίδι με τις λέξεις", που ξεκίνησε η Φλώρα στο  TEXNIS STORIES και συνεχίζει η Μαρία στο mytripssonblog.
Ευχαριστώ θερμά τους φίλους και τις φίλες που το ξεχώρισαν και το βαθμολόγησαν.


[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Μαύρα ρόδα...

Μαύρα ρόδα...



Μ' ένα βιβλίο στο χέρι ταξίδευε πάντα. Ήταν συντροφιά, ψυχαγωγία, ανάγκη να χάνεται μέσα στις εικόνες, που έφτιαχναν οι λέξεις σελίδα - σελίδα. Σαν πρόσκληση, να ζήσει ζωές που δεν έζησε!
Ξαφνικά, ο χώρος γεμίζει πρόσωπα! Άγνωστα πρόσωπα, που όμως ήταν οικεία. Δεν του προκαλούσαν φόβο, αλλά πόνο! Πρόσωπα λυπημένα, φοβισμένα, δακρυσμένα. Όλα με ένα "γιατί" ζωγραφισμένο στο βλέμμα. Στα χέρια τους κρατούσαν ρόδα, μαύρα, ματωμένα.


Σάστισε!... Πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε τόσους ανθρώπους με τέτοια έκφραση, μαζεμένους γύρω του. Τους κοίταζε με απορία κι όταν προσπάθησε να τους μιλήσει, τα λόγια χάνονταν πριν βγουν από τα χείλη του. Σκόρπιες οι λέξεις περιδιάβαιναν το νου και διαλύονταν στον αέρα χωρίς νόημα, χωρίς ειρμό...
Έκανε να απλώσει το χέρι, να τους αγγίξει, να τους ψηλαφίσει,  μα τότε τα πρόσωπα γίνονταν σκιές! Σκιές που ολοένα πύκνωναν λες και προσπαθούσαν να κρύψουν το φως. Μια τεράστια μαύρη αυλαία, που έκρυβε πίσω της τόση θλίψη, τόση απόγνωση, τόσο πόνο.

Το τρίτο κουδούνι, ακούστηκε εκκωφαντικά!
"Κυρίες και κύριοι, καθίστε στις θέσεις σας" ακούστηκε μια φωνή προστακτική κι επιβλητική. Ήταν τόσο καθηλωτικός ο τόνος της, που δεν άφηνε περιθώρια για καμιά άλλη κίνηση, πέρα από την υπακοή.
Κάθισε… Μέσα στο σκοτάδι, ακουγόταν θρήνος, σιγανός, υπόκωφος...
"Πού βρίσκομαι" αναρωτήθηκε και η απάντηση ήρθε στ' αφτιά του πιο γρήγορα κι από τη σκέψη... "Τώρα που άφησες τη φιλαυτία στην άκρη, άνοιξε τα μάτια στην αλήθεια".

Τρεμόπαιξε τα βλέφαρα και τα άνοιξε όσο πιο πολύ μπορούσε, μα η αυλαία ακόμα εκεί μαύρη, βαριά, ακίνητη. Σταγόνες βροχής ένιωσε την ίδια στιγμή στο πρόσωπό του. Σταγόνες που ολοένα πύκνωναν, διαλύοντας όλο το σκοτεινό σκηνικό, που είχε μπροστά του. Η αυλαία, λίγο - λίγο έλιωνε από το νερό που έπεφτε πάνω της και αποκάλυπτε σιγά – σιγά την εικόνα. Μάνες με μωρά στην αγκαλιά, έμεναν εκεί, ακίνητες, βουβές. Ούτε χαμογελούσαν, ούτε έκλαιγαν. Μόνο περίμεναν υπομονετικά...

Ένα ρίγος στην πλάτη τον έκανε να τιναχτεί. Δίπλα του το παραθυρόφυλλο χτυπούσε μανιασμένα. Η ματιά του έπεσε στην οθόνη της τηλεόρασης που περιέγραφε ένα ακόμα επεισόδιο στο ατέλειωτο δράμα των προσφύγων. Δίπλα της στο βάζο, τα κόκκινα ρόδα μαραμένα πια, έμοιαζαν μαύρα.
Αυτή τη φορά, δε γύρισε αλλού το πρόσωπό του, δε χάθηκε ξανά στο δικό του μικρόκοσμο.
Τώρα κατανοούσε αυτά, που πριν λίγο ο Μορφέας, του έδειξε...

Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο "Παιχνίδι με τις λέξεις #7" που συνεχίζει να διοργανώνει η Μαρία μας, από το Mytripsonblog, παίρνοντας τη σκυτάλη από τη Φλώρα του Texnis Stories, που το εμπνεύστηκε. Μπορείτε να διαβάσετε όλες τις συμμετοχές και φυσικά τη νικήτρια εδώ
Με κόκκινο είναι γραμμένες οι υποχρεωτικές λέξεις...

[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Ζωή παράλληλη... μέρος β΄.

Ζωή παράλληλη... μέρος β΄.



Έκλεισε την πόρτα πίσω της κι αφέθηκε σ' ένα σπαρακτικό κλάμα...
Μόλις είχε αποχαιρετήσει τον άντρα της κι αυτό, τη συγκεκριμένη στιγμή την πονούσε διπλά!
Είχε πολλές φορές προετοιμάσει τον εαυτό της για τους αποχαιρετισμούς και κάποιους κατάφερνε να τους αντιμετωπίσει με περισσή δύναμη. Κάποιους άλλους με γοερούς λυγμούς, λυτρωτικούς, από κείνους που σε κάνουν να αδειάζεις θαρρείς από κάθε συναίσθημα...

Αυτή τη φορά όμως, είχε να του πει κάτι που τελικά, δεν κατάφερε. Το έμαθε δυο μέρες πριν φύγει ξανά ο καπετάνιος της για το πολύμηνο ταξίδι του και στριφογύριζε στο μυαλό της, μέχρι να βρει την κατάλληλη στιγμή. Όσο όμως ξεψυχούσαν οι ώρες και τα λεπτά της κοινής τους ζωής, τόσο απομακρυνόταν η μέρα της ανακοίνωσης.

Έξι μήνες έμειναν μαζί αυτή τη φορά και για κείνη ήταν Θεού δώρο, που κατέληγε σε μια εγκυμοσύνη ξαφνική και αναπάντεχη! Το πρώτο τους παιδί!!! Δεν τολμούσε να το πιστέψει στην αρχή και δεν τολμούσε να το ξεστομίσει στη συνέχεια. Φοβόταν πως αυτό θα άλλαζε τις ισορροπίες, που με τόσο κόπο είχαν δημιουργήσει μεταξύ τους.

"Κι αν αυτό το μωρό, τον κάνει να νιώσει παγιδευμένος; Αν τον ωθήσει σε μεγαλύτερα ταξίδια, για περισσότερα χρήματα;" ... Χίλιες δυο σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της και θόλωναν τη κρίση της και τώρα που έμεινε μόνη, η ιδέα να του το πει από τηλεφώνου φάνταζε τελείως ανάρμοστη!
Δεν είχε όμως άλλη επιλογή!

Περίμενε με αγωνία την πρώτη τους επικοινωνία και αφού κόμπιασε αρκετά και δίστασε άλλο τόσο, τελικά ξεστόμισε την κλασσική φράση: "Ξέρεις Παύλο, σε εφτάμιση μήνες θα είμαστε τρεις!". Παύση!... Εκείνος λίγο από τη χαρά του, λίγο από την αργή σύνδεση, λίγο από συγκίνηση είχε μείνει αποσβολωμένος!

"Δεν λες, τίποτα;" ρώτησε με ανησυχία...
"Σ' αγαπώ!!! Ακούστηκε διακεκομμένη η φωνή του...
"Δεν σ' ακούω καλά, τι μου λες;" αποκρίθηκε για να σιγουρευτεί
"Σ' αγαπώ καρδιά μου, τι υπέροχο νέο είναι αυτό!!" είπε σχεδόν φωνάζοντας
"Παύλο, φοβάμαι... το μωρό θα γεννηθεί κι εσύ θα λείπεις. Όταν ξαναπιάσετε λιμάνι, ούτε καν ξέρουμε τι ηλικία θα έχει. Μερικών μηνών ή μερικών ετών..." ακούστηκε σπασμένη από τη συγκίνηση η φωνή της. "Παύλο!... Παύλο!!!"... η σύνδεση είχε διακοπεί.

Ένιωσε ξαφνικά μια ψύχρα. Η σύνδεση είχε διακοπεί, έτσι ακριβώς όπως διακόπτεται κάθε λίγο η κοινή τους ζωή...
"Θεέ μου, πώς θα μεγαλώσει αυτό το παιδί; Μ' ένα πατέρα σε φωτογραφία, που θα του μιλά μέσω skype και θα το βλέπει ανά διαστήματα σαν άλμπουμ φωτογραφιών; Εδώ, 2 ετών με το μπαμπά. Εδώ 3 μόνο με τη μαμά..." σκέφτηκε και βούλιαξε ξανά, σ' ένα απελπισμένο κλάμα. Έτσι την πήρε ο ύπνος. Εκεί στην πολυθρόνα του, που είχε το άρωμά του και ένιωθε σα να βρίσκεται στην αγκαλιά του...

Ξύπνησε το πρωί, με τις πρώτες ηλιαχτίδες, που τρύπωσαν από το μισοκατεβασμένο στόρι. Σηκώθηκε κουρασμένα, προσπαθώντας να ξεπιαστεί και έβαλε τη μουσική που αγαπούσε. Μετά από ένα χλιαρό ντους κι ένα φλιτζάνι τσάι, βρέθηκε να μιλά στη φωτογραφία του, κοιτώντας τα γελαστά του μάτια. Αυτή τη φορά, ούτε τον μάλωνε, ούτε του κάκιωνε για τη δύσκολη δουλειά του και τις στιγμές μοναξιάς της. Αντίθετα, του έδινε υπόσχεση πως θα σταθεί δυνατή και αποφασισμένη να αντιμετωπίσει κάθε δυσκολία, αρκεί εκείνος να είναι καλά!

Γύρισε το βλέμμα στο παράθυρο και τράβηξε την κουρτίνα... στο δρόμο έπαιζαν δυο τρία παιδιά των φαναριών, εκείνα που πολλές φορές είχε συναντήσει να πουλούν χαρτομάντιλα και τα είχε φιλέψει φαγητό.

Κάποια από αυτά δεν έχουν καθόλου πατέρα, σκέφτηκε, ενώ κάποια άλλα έχουν πατέρα, που τα εκμεταλλεύεται...
Τουλάχιστον το δικό μας παιδί, θα έχει ένα πατέρα που το αγαπά κι ας βολοδέρνει στις θάλασσες! Θα έχει αγάπη κι εμένα, δίπλα του! Και μόνο γι' αυτά, θα είναι τυχερό!...


Αφιερωμένη  στις φίλες, που ζήτησαν τη συνέχεια της αρχικής ιστορίας, που όσοι δεν την έχετε διαβάσει, θα τη βρείτε εδώ. Κορίτσια, ευχαριστώ πολύ για την παρότρυνση...






[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Ο σκύλος που ήθελε να γίνει άνθρωπος...

Ο σκύλος που ήθελε να γίνει άνθρωπος...



Κάποτε, σε μια πολιτεία με πολλά κτίρια και λιγοστά δέντρα, ζούσε ένας σκύλος ανάμεσα σε ανθρώπους, πολλούς ανθρώπους....
Καθημερινά περνούσε την ώρα του, δίπλα τους, ανάμεσά τους και το μόνο που λαχταρούσε ήταν να γίνει και κείνος σαν αυτούς. Να γίνει άνθρωπος!

Μια μέρα, εκεί που μονολογούσε στεναχωρημένος τον άκουσε ένα περιστέρι.
- Τι έχεις; τον ρωτά
- Θέλω να γίνω άνθρωπος, αλλά δεν μπορώ. Απάντησε χωρίς να του ρίξει ματιά
- Άνθρωπος; Μα πώς στο καλό σκέφτηκες κάτι τέτοιο! Γιατί θες να γίνεις άνθρωπος;
- Για να μπορώ να τους μιλώ και να με καταλαβαίνουν!... απάντησε συνεχίζοντας να κοιτά στο κενό
- Είσαι σίγουρος πως θες κάτι τέτοιο; ρωτά διερευνητικά το περιστέρι
- Σίγουρος απαντά, με πυγμή ο σκύλος
- Αφού είναι έτσι, ξέρω τον τρόπο! είπε το περιστέρι

Ο σκύλος τώρα, κοίταζε το φτερωτό του φίλο κατευθείαν στα μάτια, περιμένοντας να ακούσει πώς θα καταφέρει να γίνει άνθρωπος.
- Θα πας, του είπε, σε μια μάγισσα που βρίσκεται στην άλλη άκρη της πολιτείας και θα την παρακαλέσεις να σε βοηθήσει!
- Και πώς θα τη γνωρίσω;
- Ζει στο μοναδικό σπίτι με κήπο, που υπάρχει στην πόλη, απάντησε το περιστέρι...
- Και θα με καταλάβει, αν της μιλήσω σκυλίσια; ρωτά ξανά
- Αφού είναι μάγισσα, σου λέω! Όλα τα ζώα τα καταλαβαίνει όπως κι αν της μιλούν, απαντά με σιγουριά το περιστέρι και πετά μακριά του, αφήνοντάς τον στο πεζοδρόμιο να αποφασίσει.

Δεν έχασε καιρό. Ξεκίνησε αμέσως για το μοναδικό σπίτι με κήπο της πόλης. Είχε ακούσει τους ανθρώπους να μιλούν γι' αυτό. Άλλοι μιλούσαν με θαυμασμό για τα κόκκινα τριαντάφυλλα του κήπου και για ψηλά του δέντρα κι άλλοι μιλούσαν με απορία... τι στο καλό ήθελαν τόσα δέντρα και φυτά, που χρειάζονταν περιποίηση και πότισμα και σκάλισμα και κόστιζαν τόση κούραση και ταλαιπωρία!

Περπατούσε ώρες ανάμεσα σε αυτοκίνητα, φανάρια, κορναρίσματα, ανθρώπινες φωνές, μποτιλιάρισμα και μπόλικο καυσαέριο. Τίποτα όμως δεν τον έκανε να σταματήσει. Ήθελε να φτάσει όσο γινόταν γρηγορότερα στη μάγισσα που θα τον έκανε άνθρωπο....
Στη διαδρομή, προσπαθούσε να φανταστεί πώς θα ήταν και πώς θα τον υποδεχόταν. Φοβόταν και λίγο μήπως τον κοροϊδέψει, μήπως γελάσει μαζί του, ή τον διώξει και ετοίμαζε τα λόγια που θα της έλεγε για να την πείσει. Τίποτα όμως δεν του φαινόταν καλό και κάθε τόσο τα άλλαζε και ξανά από την αρχή.

Με τούτα και με κείνα, βγήκε έξω από την πόλη χωρίς να το καταλάβει. Τώρα οι δρόμοι γίνονταν πιο μικροί χωρίς πεζοδρόμια, αλλά με περισσότερα δέντρα και ελάχιστα σπίτια. Όσο απομακρυνόταν τόσο ανησυχούσε που δεν έβλεπε το σπίτι...
Ώσπου, μια όμορφη μυρωδιά λουλουδιών ήρθε να γαργαλίσει τα ρουθούνια του. Κατάλαβε πως ήταν κοντά στον όμορφο κήπο της μάγισσας κι άρχισε σχεδόν να τρέχει. Λίγο αργότερα βρισκόταν έξω από τη χαμηλή μάντρα και θαύμαζε τα πολύχρωμα, ευωδιαστά λουλούδια. Ένα μικρό κορίτσι έκανε κούνια στην άκρη της αυλής και τραγουδούσε.

Πλησίασε την ξύλινη πορτούλα που άνοιξε με το πρώτο άγγιγμα και δειλά - δειλά, κατευθύνθηκε προς το κορίτσι. Η απορία του μεγάλωσε όταν διαπίστωσε πως η μικρούλα, μπορούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν! Δεν χρειαζόταν να μιλήσει, να γαυγίσει, να κάνει το παραμικρό!!! Εκείνη καταλάβαινε τι ήθελε να πει μόνο με ένα χάδι!!!
Αυτή θα είναι η μάγισσα, σκέφτηκε!
- Μάγισσα; απάντησε γελώντας το κορίτσι. Δεν είμαι μάγισσα, ούτε και υπάρχουν μάγισσες καλέ μου, του είπε χαϊδεύοντάς τον.

Ψέμματα μου είπε το περιστέρι, σκέφτηκε ο σκύλος. Τι κρίμα, δεν πρόκειται ποτέ να γίνω άνθρωπος!
- Να γίνεις άνθρωπος; Αυτό, θες; Γι' αυτό ήρθες μέχρι εδώ; ρώτησε ξανά.
Αυτό θέλω, απάντησε με τη σκέψη του ο σκύλος. Ή τουλάχιστον να μπορώ να μιλάω όπως οι άνθρωποι. Αλλιώς δεν με καταλαβαίνουν. Με φοβούνται όταν γαυγίζω για να τους τραβήξω την προσοχή, με διώχνουν όταν απλώνω το μπροστινό μου πόδι για να τους χαϊδέψω, με κρατούν μακριά από τα παιδιά, γιατί είμαι μεγαλόσωμος και δεν θέλουν να τα δαγκώσω, χώρια που με ξεχνάνε νηστικό και μόνο, στη βροχή και στο κρύο. Θέλω τόσο να τους πω πως θα προτιμούσα να είμαι νηστικός αλλά μαζί τους, παρά χορτάτος και μόνος μου...

Το κορίτσι, τον άκουγε προσεκτικά κι όταν τελείωσε τη σκέψη του, τον αγκάλιασε σφιχτά και με δάκρυα στα μάτια του είπε: Δεν είμαι μάγισσα, δεν μπορώ να σε κάνω άνθρωπο, ούτε μπορώ να σε κάνω να μιλήσεις ανθρώπινα. Ένα μόνο μπορώ να κάνω. Να σ' αγαπώ!

Όπως καταλαβαίνετε αυτοί οι δυο έμειναν μαζί, αχώριστοι και έζησαν καλά και πολύ καλύτερα από εκείνους που αποκλείουν από τη ζωή τους, τα υπέροχα αυτά ζώα!

Γιατί, η αγάπη φέρνει την επικοινωνία, όχι η γλώσσα, ούτε η ομοιογένεια...


Το παραμύθι αυτό, έγινε για το δρώμενο της αγαπημένης φίλης της Αριστέας και στο blog της "η ζωή είναι ωραία", θα βρείτε όλες τις εξαιρετικές συμμετοχές, που έχουν ήδη δημοσιευθεί!

Αριστέα μου, σ' ευχαριστώ που με ξανάκανες για λίγο παιδί...


Σημείωση: Κάποιο τεχνικό πρόβλημα, που δεν είναι δυνατό να λυθεί από μας, εμφανίζει κάποια σχόλιά σας και κάποια άλλα, τα εξαφανίζει δυστυχώς! Όσοι φίλοι αφήσατε σχόλιο, αλλά δεν σας απάντησα, οφείλεται σ' αυτό και όχι σε αδιαφορία ή οτιδήποτε άλλο!
Σας ευχαριστώ θερμά όλους, για την αγάπη σας και τα καλά σας λόγια!

[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Ζωή παράλληλη…

Ζωή παράλληλη…



Τόσα χρόνια χωριστά, είχε συνηθίσει την απουσία του. Μπορεί η απόσταση που μπήκε ανάμεσά τους να μην κατάφερε να εξαφανίσει την αγάπη τους, όμως η ζωή της δεν ήταν αυτή που ονειρεύτηκε.


Ένα σπιτικό ζητούσε, ένα σύντροφο, δυο κουτσούβελα να τρέχουν και να τιτιβίζουν ανάμεσά τους και ένα γεράνι στη γλάστρα να το ποτίζει κάθε πρωί. Όμως τα πράγματα δεν ήρθαν έτσι…
Δεν φανταζόταν όταν τον γνώρισε ψηλό, ηλιοκαμένο, μ’ ένα χαμόγελο που φώτιζε τα πράσινα μάτια του, ότι σ’ αυτό τον έρωτα, που γεννιόταν με το πρώτο βλέμμα, δεν θα ήταν δύο, αλλά τρεις! Δεν φανταζόταν πως θα τον μοιραζόταν με μια άλλη μεγάλη αγάπη, τη θάλασσα…
Όταν το συνειδητοποίησε ήταν πια αργά για κείνη! Η καρδιά είχε πάρει τις αποφάσεις και προτιμούσε το λίγο, απ’ το καθόλου!

Πολλές φορές καθισμένη στην αγαπημένη του πολυθρόνα, μετρούσε το χρόνο, που ήταν μαζί του, να δει αν ήταν περισσότερος από το χρόνο, που ήταν χώρια του. Ένιωθε τόσο όμορφα εκεί… σαν αγκαλιά της φαινόταν, που κουβαλά το άρωμά του, ατόφιο, ανεξίτηλο, έφτιαχνε εικόνες, έφερνε αναμνήσεις τρυφερών ιδιαίτερων στιγμών. Δικών τους στιγμών…

Άλλες φορές, μιλούσε στη φωτογραφία του. Της έλεγε αυτά που έκρυβε στην ψυχή της και δεν ήθελε να πει σε εκείνον. Τον μάλωνε, τον αποζητούσε, του κάκιωνε…
Ήταν σα να ζούσε δυο ζωές παράλληλα. Αυτή που ήταν μόνη της κι αυτή που ήταν μαζί του. Γινόταν δυο άνθρωποι, που πάλευαν ο ένας απέναντι στον άλλο. Η λογική με το συναίσθημα σε ένα αέναο πόλεμο, κέρδιζαν κάθε τόσο και μια μικρή μάχη, πότε ο ένας και πότε ο άλλος.
Ώσπου, ερχόταν η ώρα ο καπετάνιος της να γυρίσει. Τότε η χαρά της δεν χωρούσε πουθενά! Όλα της φαίνονταν όμορφα. Ακόμα και το παραπονιάρικο τραγούδι που αγαπούσε και κάθε φορά έκλαιγε ακούγοντάς το, τότε γινόταν ύμνος χαρούμενος!

Τον περίμενε πάντα στο σπίτι, στην πολυθρόνα του, εκεί όπου την άφηνε να προσπαθεί, με περίσσια γενναιότητα, να πνίξει τα αναφιλητά της, κάθε φορά που έφευγε…
Λίγο πριν περάσει το κατώφλι, ένιωθε την αύρα του και την καρδιά της να φτερουγίζει. Έπεφτε στην αγκαλιά του με λαχτάρα, αφήνοντας όλα τα δάκρυα της μοναξιάς να ξεχυθούν ελεύθερα, δίχως κόπο, δίχως συστολή.

Έσμιγαν ξανά και ξανά, σα να ζητούσαν να καλύψουν το χαμένο χρόνο. Το ξημέρωμα τους έβρισκε πάντα αγκαλιά, να μοιράζονται τα κομμάτια της ζωής τους τα χωριστά, να ενώνουν απ’ την αρχή τα νήματα στη σχεδία του σήμερα, που θα τους ταξίδευε, για όσο θα έμεναν μαζί, στον ωκεανό της καθημερινής συμβίωσης…

Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο "Παίζοντας με τις λέξεις #6" της αγαπημένης φίλης μου της Μαρίας από το My trips on blog, ένα παιχνίδι που ξεκίνησε από τη Φλώρα του TEXNIS STORIES. Οι υποχρεωτικές λέξεις είναι χρωματισμένες με κόκκινο και νικητές αναδείχθηκαν η Μαρία μας από το Απάγκιο και ο Γιάννης μας από το Ηδύποτο.


[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Έτσι ξεκίνησαν όλα…

Έτσι ξεκίνησαν όλα…



Παραμονή Χριστουγέννων στο κομψό διαμέρισμα του τρίτου ορόφου. Όλα γύρω στολισμένα, γιορτινά, χαμογελαστά. Τα μικρά φωτάκια στο κάγκελο της βεράντας ρίχνουν ένα γλυκό φως στα αμέτρητα φυτά που τη γεμίζουν. Μέσα,  κυριαρχεί το δέντρο μεγάλο, αστραφτερό με λογής  - λογής μπάλες , όλες στο ίδιο χρώμα, κόκκινο, πασπαλισμένες με χρυσόσκονη. Ένα κούτσουρο στο τζάκι δίνει γλυκιά θαλπωρή στο χώρο. Το τραπέζι στρωμένο με τα καλά του, τα κηροπήγια ακόμα αναμμένα…

- Κοιμήθηκε; Ρώτησε ο νεαρός άντρας τη γυναίκα του, καθώς έσβηνε τα κεριά.
- Αμέσως σχεδόν… απάντησε εκείνη. Το μόνο που ήθελε ήταν ν’ ακούσει για μια ακόμα φορά, την ιστορία της γέννησης του Χριστού. Δεν πρόλαβε όμως… σε λίγα λεπτά, τον πήρε ο ύπνος.

Κάθισαν ο ένας πλάι στον άλλο, να τελειώσουν το κρασί τους, παρατηρώντας το χορό που έκαναν οι φλόγες στο τζάκι. Κάθε χρόνο με τον ίδιο τρόπο περνούσαν την Παραμονή των Χριστουγέννων, από τότε που ήρθε στη ζωή τους αυτό το αγγελούδι, που ήδη μετρούσε εφτά χρόνια ζωής. Οι τρεις τους, γελαστοί, ευτυχισμένοι, χαρούμενοι, δημιουργούσαν αναμνήσεις στον αγαπημένο τους γιο.

- Θυμήσου, πριν από πέντε χρόνια πώς ήμασταν… είπε εκείνη και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.
- Μόνοι! Απάντησε εκείνος και της έσφιξε το χέρι.

Και ήταν αλήθεια! Τα Χριστούγεννα και κυρίως την Παραμονή, ήταν πάντα με πολύ κόσμο, φίλους, συγγενείς, σε πάρτι, σε ρεβεγιόν, αλλά μόνοι! Όταν αντάλλασσαν ευχές με τους γύρω τους, ένα μικρό κενό φαίνονταν πάντα στο βλέμμα… ένα παιδί έλειπε από τη ζωή τους, ένα παιδί που δεν ερχόταν. Αμέτρητες  οι απογοητεύσεις, ακόμα και στην προσπάθειά τους για υιοθεσία.

Ως τη στιγμή που σε ένα χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν πέντε χρόνια πριν, εκεί ανάμεσα στις ευχές και τα χαμόγελα, μια φίλη τους μίλησε για την υιοθεσία παιδιών με νοητική υστέρηση. Τους εξήγησε πως αυτού του είδους οι υιοθεσίες είναι πιο εύκολες, πιο γρήγορες, μια που τα παιδιά αυτά βρίσκονται στα αζήτητα. Αμέσως, το κενό από το βλέμμα τους χάθηκε και τη θέση του, πήρε μια λάμψη ελπίδας!

- Λες, να τα καταφέρουμε; Λες να μπορέσουμε να υιοθετήσουμε ένα τέτοιο παιδάκι; Είπε η κοπέλα στη φίλη, με λαχτάρα…
- Αν δεν σε πειράζει!
- Να με πειράζει; Αστειεύεσαι;… γιατί να με πειράζει; Αν ήταν γεννημένο από μένα, θα είχε καμιά διαφορά;…
- Κανείς δεν θέλει παιδιά με προβλήματα! Απάντησε η φίλη… όλοι προσπαθούν για το αντίθετο. Οι μέλλουσες μαμάδες υποβάλλονται σε ένα σωρό εξετάσεις προκειμένου να αποφύγουν, αυτό που εσύ βλέπεις τόσο φυσικό!
- Δεν με νοιάζει! Ίσα – ίσα, θα δώσουμε αγάπη και οικογένεια σε ένα παιδί με προβλήματα, που αλλιώς θα μεγαλώσει στο ίδρυμα.

Με τη βοήθεια της φίλης τους ήρθαν σε επικοινωνία με τη στέγη, που φιλοξενούσε τα παιδιά αυτά και υιοθέτησαν τον Άγγελο, που τότε ήταν μόλις 18 μηνών…
Ήταν το πρώτο που αντίκρισαν, μετά την τυπική διαδικασία και δεν χώραγε κανενός είδους σκέψη. Αυτό ήταν το μωρό τους!

Τον βάφτισαν Άγγελο, γιατί έτσι σαν άγγελος έμοιαζε και ήρθε στη ζωή τους για να τους δώσει χαρά. Η αγάπη τους και η φροντίδα τους έκανε το μικρό παιδί να αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό, που η όποια νοητική υστέρηση να είναι σχεδόν αόρατη, από τα μάτια των αδαών.
Η αγάπη τους τον «γιάτρεψε» κάνοντας όλους τους ειδικούς να απορούν, αλλά και να χαίρονται με την πρόοδο και την εξέλιξή του.

Η αγάπη, είχε νικήσει τις προκαταλήψεις και έδωσε τη δυνατότητα σε ένα παιδί να μεγαλώσει φυσιολογικά χτίζοντας αναμνήσεις και ένα ευτυχισμένο εσωτερικό κόσμο…

Έτσι ξεκίνησαν όλα, μια βραδιά Χριστουγέννων, σε ένα ρεβεγιόν!



Αυτή είναι η συμμετοχή μου στο δρώμενο "Μικρή Χριστουγεννιάτικη Ιστορία" της αγαπημένης μου φίλης, της Αριστέας και του blog της "Η ζωή είναι ωραία". Με μια επίσκεψη, θα ενημερωθείτε για όλες τις ιστορίες, που μέχρι τώρα έχουν αναρτηθεί. Μην τις χάσετε, όλες έχουν κάτι όμορφο να διηγηθούν.


Marina
[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
 Φθινόπωρο χωρίς εσένα...

Φθινόπωρο χωρίς εσένα...


Πάντα αγαπούσε το φθινόπωρο. Της έδινε την αίσθηση ότι ταιριάζει με τη μελαγχολία, που είχε το βλέμμα της.
Αυτός ο υγρός καιρός που ενώ δεν κάνει κρύο, ξέρεις καλά ότι δεν είναι καλοκαίρι, ακόμα κι αν έχεις χάσει την αίσθηση του χρόνου, δίνει το προμήνυμα του χειμώνα λες και σε παίρνει από το χέρι σιγά - σιγά για να σε πάει στο ψυχρό του κατώφλι...

Κοίταξε έξω από το μισάνοιχτο παράθυρο. Φαινόταν μεγάλο κομμάτι του κήπου και  πολλά δέντρα του δρόμου, που είχαν ήδη φορέσει την καινούργια φορεσιά τους. Τα χρώματα, μαγικά. Λες και πέταξε κάποιος μια φούχτα χάλκινο χρώμα δεξιά κι αριστερά στα φυλλώματα... αλλού πήγε περισσότερο, αλλού λιγότερο, αλλού είχε παραμείνει πράσινο σαν να μην έφτασε για κει...
Αχ και να ήταν εδώ! σκέφτηκε... πόσο την αγαπούσε κι εκείνη, αυτή την εποχή του χρόνου!..
Της έλειπε η κόρη της και κάθε φθινόπωρο της έλειπε λίγο περισσότερο. Οι σπουδές της στάθηκαν ικανές να τις χωρίσουν και δεν ήταν λίγες οι φορές, που ευχόταν να μην είναι για πάντα!
Για πάντα!... Πόσο βαρύγδουπη έκφραση της φαινόταν αυτό το "για πάντα" πολλές φορές. Κι άλλες πάλι το έτρεμε!...

Δεν ήταν από τις συνηθισμένες μαμάδες, που θέλουν τα παιδιά τους πάντα κοντά τους, που τρέχουν να τους φορέσουν ζακέτα κάθε φορά που φυσά λίγο παραπάνω αεράκι ή που κάθε τόσο θα ρωτήσουν το κλασσικό, "έφαγες;". Από την πρώτη στιγμή που την κράτησε στα χέρια της, αποφάσισε πως αυτό το παιδί πρέπει να μεγαλώσει χτίζοντας τη δική του προσωπικότητα και να ζήσει τη δική του ζωή, όχι τα "θέλω" και τα όνειρα της μαμάς και του μπαμπά. Την έμαθε να πιστεύει στον εαυτό της, να κάνει όνειρα και να τα κυνηγά!
Δεκαοχτώ χρόνια έστηνε τις φτερούγες στη ράχη του παιδιού της, φτερό - φτερό, για να έρθει η ώρα να τις χρησιμοποιήσει και να πετάξει, πραγματοποιώντας κάθε σχέδιο που θα έβαζε στο νού του, το κορίτσι της.

Όταν πια ήρθε η ενηλικίωση της είπε: "Έχεις δυο ατσάλινα φτερά και δυο γονείς που πιστεύουν σε σένα και τις επιλογές σου. Πέτα και μη φοβάσαι!". Και η μικρή το έκανε, κάνοντας τους περήφανους, για τη θέληση και την αποφασιστικότητά της.
Η φωλιά όμως, το σπιτικό της, είχε αδειάσει κι αυτό, κάθε φθινόπωρο, το ένιωθε πιο έντονα. Της έλειπαν οι βόλτες τους, τα κλαδιά, που μάζευαν, με φύλλα σ' όλα αυτά τα υπέροχα χρώματα του φθινοπώρου, τα Κυριακάτικα μεσημέρια που έτρωγαν όλοι μαζί, η ζεστή σοκολάτα που έπιναν συζητώντας και φιλοσοφώντας τα απογεύματα. Μάλωνε τον εαυτό της για τις σκέψεις αυτές συχνά, μα κάποιες φορές άφηνε κι ένα δάκρυ να κυλήσει στο μάγουλό της...

Πήρε στα χέρια της το τηλέφωνο κι έκανε να σχηματίσει τον αριθμό, μα το άφησε πάλι στην άκρη... "δεν έχει χρόνο για κουβέντες", σκέφτηκε. "Μάθημα δίνει, διαβάζει! Οι δικοί μου συναισθηματισμοί της λείπουν τώρα, για να αποσυντονιστεί!"...

Παράτησε το τηλέφωνο δίπλα στην κούπα με τον καφέ και ανέβηκε στο δωμάτιο της μικρής. Κάθισε στο κρεββάτι της, άγγιξε τις φωτογραφίες της, πήρε αγκαλιά τον αγαπημένο της αρκούδο... "Να είναι καλά, το παιδάκι μου" σκέφτηκε "κι ας είναι μακριά".

Ξαφνικά, το γάβγισμα του σκύλου την έβγαλε από τις σκέψεις. Ήταν αλλιώτικο, επιτακτικό, χαρούμενο θα έλεγες. Πριν προλάβει να κατέβει τη σκάλα, ο σκύλος κουνώντας την ουρά είχε ορμήσει μέσα στο δωμάτιο και την παρακινούσε να κατέβει κάτω.

"Εντάξει έρχομαι, έρχομαι, μη χαλάς τον κόσμο!" είπε χαμογελώντας και βγήκε. Την ώρα που άνοιξε την πόρτα για να βγει στην αυλή, να δει τι συνταρακτικό συμβαίνει και ο μαλλιαρός φιλαράκος της έκανε σαν τρελός, αντίκρισε την κόρη της με ένα πλατύ χαμόγελο να της λέει: "Έκπληξη μαμά, τάξε μου! Πήρα πτυχίο!!!"
"Μα, πώς;... Θέλω να πω, ήξερα ότι έχεις ένα μάθημα ακόμα και ότι θα το έδινες τώρα. Πώς έγινε;"...
"Απλό μαμά, ήταν όλα ένα μικρό καταχθόνιο σχέδιο, για να σας κάνω έκπληξη! Δε χαίρεσαι:"...
Αν χαιρόταν!... Περιττό και να ειπωθεί ακόμα. Το πλατύ χαμόγελο μιλούσε πολύ εύγλωττα και η σφιχτή αγκαλιά, άλλο τόσο!
"Λοιπόν, τι λες μαμά, θα κάνουμε τη φθινοπωρινή μας βόλτα ή άργησα πολύ;"...
Αντί για άλλη απάντηση πήρε τα κλειδιά και την αλυσίδα του σκύλου και έκλεισε την πόρτα πίσω τους. Πιασμένες χέρι χέρι, όπως όταν ήταν μικρούλα, βγήκαν στο δρόμο συζητώντας δυνατά και χαρούμενα.



[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Διώξε μου τον πόνο...

Διώξε μου τον πόνο...



Άνοιξε για λίγο τα μάτια του κι ευθύς τα έκλεισε ξανά.
- Πες μου ένα παραμύθι, είπε με κόπο...
- Παραμύθι, αγόρι μου, μεγάλωσες πια!
- Ναι, έτσι για να ξεχαστώ, σαν αντιπερισπασμός στον πόνο...

Ο ήχος της φωνής του κι αυτό που ζητούσε, έκαναν τη μάνα να αναριγήσει. Μέρες τώρα ήταν εκεί στο προσκεφάλι του, του χάιδευε το μέτωπο και το χέρι του με τους φυτεμένους ορούς και τα λευκοπλάστ και παρακαλούσε το Θεό να της τον κάνει καλά!

Το παλικάρι της, το μοναχοπαίδι της, το μωρό της κείτονταν στο κρεβάτι του νοσοκομείου ακίνητο και χλωμό κι εκείνη το κοίταζε χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα και μάτωνε η ψυχή της.

Δεν έπρεπε να είσαι εδώ, σκεφτόταν τις ατέλειωτες ώρες του μαρτυρίου της... είσαι δεκαοχτώ χρονών, έπρεπε να είσαι έξω να κυνηγάς τα όνειρά σου, να χαίρεσαι, να λυπάσαι, να ζεις... τι δουλειά έχεις εδώ ανάμεσα σε γέρους να παλεύεις να κρατηθείς κι εγώ να σε κοιτώ, να σε παρακολουθώ που χάνεσαι μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα!

Δεν ήλπιζε πολλά η μάνα, μετά το τελευταίο ανακοινωθέν των γιατρών. Μόνο ένα θαύμα μπορούσε να σώσει το παιδί της, αφού δεν βρέθηκε συμβατός δότης, της είχαν πει κι εκείνη παρόλο που κατέρρευσε μέσα της γινόμενη χίλια κομμάτια, το δέχτηκε με περίσσια αξιοπρέπεια, απαντώντας: "Ό,τι θέλει ο Κύριος".

- Δε σ' ακούω... ψιθύρισε ξανά το παιδί κι εκείνη έκλεισε με μιας την πόρτα του πόνου κι άνοιξε την πόρτα των αναμνήσεων...
- Θα σου πω το αγαπημένο σου, όταν ήσουν μικρός, θυμάσαι; Μ' αυτό σ' έπαιρνε ο ύπνος...

Μια φορά κι ένα καιρό, σ' ένα μακρινό πανέμορφο δάσος, ζούσε ένας ξυλοκόπος με τη γυναίκα του και τις δυο κόρες του, άρχισε... κι έλεγε, έλεγε, διηγόταν το παραμύθι κι εκείνος μίκραινε, μίκραινε ώσπου χώραγε στην αγκαλιά της και το κανάκευε, τον χάιδευε στοργικά και τον προστάτευε από κάθε τι κακό, οδυνηρό και άσχημο.

Γύριζε πίσω το μυαλό στα χρόνια της ξενοιασιάς, στα χρόνια των χαρούμενων γενεθλίων, στους επαίνους του στο σχολείο, στα ατέλειωτα καλοκαιρινά παιχνίδια στη διπλανή αλάνα, στα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα...

Η φωνή της ήρεμη, χρωμάτιζε την κάθε λέξη και την έκανε εικόνα, που σα βάρκα ταξίδευε το νεαρό, σε μέρη φανταστικά κι ονειρεμένα και κείνος ήρεμος άκουγε και πού και πού, χαμογελούσε.

Κάθε που πλησίαζε στο τέλος του παραμυθιού, πρόσθετε κάτι που το έκανε ν' αρχίσει από την αρχή, έτσι όπως συμβαίνει πολλές φορές στη ζωή μας και περνάμε από την απόγνωση, στην ελπίδα...

- - - - - - - - 

Με αυτή την ιστορία, συμμετείχα στο "Παίζοντας με τις λέξεις #4", μια ιδέα της Φλώρας
η οποία φιλοξενούσε το παιχνίδι στο χώρο της Texnis Stories και τώρα φιλοξενείται από τη Μαρία, στο "My trips on blog". Εκεί θα βρείτε και τις υπόλοιπες συμμετοχές και τη νικήτρια ιστορία "Λουστρίνια νούμερο 37" της Μαρίας Κανελλάκη από το "Απάγκιο".



[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια

find "to e-periodiko mas" on instagram