Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τα χρόνια που πέρασαν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τα χρόνια που πέρασαν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Η Ελλάδα στα 1950 - 1960

Η Ελλάδα στα 1950 - 1960


Παιδιά. Ελλάδα, γύρω στα 1960 Πέτρος Μπρούσαλης. Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη
Η δεκαετία αυτή χαρακτηρίζεται από τα αποτέλεσμα των δεινών που υπέστη η χώρα από τον πρώτο διχασμό και τη Μικρασιατική καταστροφή μέχρι τη λήξη του Εμφυλίου το 1949.

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος όπως είναι φυσικό, διέκοψε κάθε διαδικασία «ανάπτυξης» της προπολεμικής ελληνικής οικονομίας αφήνοντας πίσω του μια κατεστραμμένη Ελλάδα. Ο τερματισμός του Εμφυλίου, που με τη σειρά του είχε φέρει μεγάλα δεινά και το διχασμό της κοινωνίας, ξεκινά μια φάση «επούλωσης».

Ξεκινά με την ίδρυση δύο μεγάλων δημόσιων επιχειρήσεων, του ΟΤΕ το 1949 και της ΔΕΗ το 1950, που βοηθούν στην ανάπτυξη της οικονομίας, τα επόμενα χρόνια.

Είναι η δεκαετία της μεγάλης κοινωνικής και πολιτιστικής αναταραχής. Θεωρείται, από πολλούς ιστορικούς, ως μια περίοδος αμφισβήτησης και αντικομφορμισμού με πρωτοστάτη τη νεολαία. Τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις περιλαμβάνονται στα δέκα αυτά χρόνια, το 1951, 1952,1956 και 1958, ενώ στις 5 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου συλλαμβάνεται ο Μανόλης Γλέζος με την κατηγορία της κατασκοπείας. Ένα χρόνο αργότερα το 1959 δικάζεται από Στρατοδικείο μαζί με άλλα στελέχη του ΚΚΕ και καταδικάζεται σε πενταετή φυλάκιση. 

Η οδός Πανεπιστημίου. Αθήνα, 1951 Νικόλαος Τομπάζης - Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη

Η ευαισθητοποίηση των ομάδων, η ροκ μουσική αλλά και οι εναλλακτικοί τρόποι ζωής δημιούργησαν αυτό που ονομάζεται «αντικουλτούρα» της δεκαετίας του ’60 και ίσως αυτός είναι ο κύριος λόγος που έγινε συνώνυμη με όλους τους νέους, τις πνευματικές διεργασίες, το ριζοσπαστισμό και τα ανατρεπτικά γεγονότα, παγκοσμίως.

Οι περισσότερες από τις βιομηχανικές μονάδες που δημιουργούνται στις αρχές της δεκαετίας του ’50 αποτελούν επενδύσεις του Δημοσίου, λειτουργούν με προνομιακούς όρους και καταλαμβάνουν σχεδόν μονοπωλιακή θέση στην αγορά. Έτσι θεσπίζονται ευνοϊκές διατάξεις για την ίδρυση ναυπηγείων σε ολόκληρη τη χώρα, δίνονται κίνητρα για βιομηχανίες εκτός του λεκανοπεδίου της Αττικής, αλλά και στη Β. Ελλάδα. Όμως η χώρα αντιμετώπιζε νομισματική αστάθεια, μεγάλη δημοσιονομική πίεση και σοβαρά προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών. Ήταν εξαρτημένη από την ξένη βοήθεια και τις εισαγωγές, ακόμη και για την καθημερινή διατροφή των κατοίκων.

Γερανοί και φορτηγά πλοία. Πειραιάς, 1951 Νικόλαος Τομπάζης - Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη

Εμφανίζονται τα πρώτα εργοστάσια ζάχαρης, τα φωσφορικά λιπάσματα, η ΕΣΣΟ Πάπας, η Πεσινέ καθώς και βιομηχανικά συγκροτήματα μεταποίησης αγροτικών προϊόντων. Για το σκοπό αυτό ιδρύεται και ο Οργανισμός Χρηματοδότησης Οικονομικής Ανάπτυξης, δικαιοδοσία που αργότερα αναλαμβάνει η ΕΤΒΑ. Την ίδια στιγμή αρχίζει μια προσπάθεια οργανωμένης τουριστικής ανάπτυξης από την Εθνική Τράπεζα και τον ΕΟΤ. Ραγδαία είναι και η ανάπτυξη της ναυτιλίας με ανασυγκρότηση του εμπορικού στόλου, ενώ επαναλειτουργεί η ΔΕΘ.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, στη διάρκεια της περιόδου 1951-1960, οι Έλληνες εκθέτες στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης κυμάνθηκαν μεταξύ 300 και 488, ενώ οι εκθέτες του εξωτερικού μεταξύ 463 και 1.826. Στην προαναφερόμενη δεκαετία, η Γερμανία κατείχε τα πρωτεία στις ανεπίσημες συμμετοχές του εξωτερικού και ακολουθούσαν η Βρετανία, η Ιταλία και η Γαλλία. 

Το οδικό δίκτυο της χώρας είναι σε κακή κατάσταση και έτσι ξεκινά σιγά – σιγά η ασφαλτόστρωσή του. Οι γειτονιές βέβαια παρέμεναν με χωματόδρομους που έπνιγαν στη σκόνη ή τη λάσπη τους κατοίκους ανάλογα με την εποχή. 

Χωρικός ταΐζει γαλοπούλες. Μαρούσι, 1951 Νικόλαος Τομπάζης - Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη
Ο κόσμος αρχίζει να αλλάζει. Οι πόλεμοι, οι στερήσεις και οι κακουχίες των προηγούμενων δεκαετιών δημιουργούν την ανάγκη για μια καλύτερη ζωή, κάνοντας τους ανθρώπους να έχουν όνειρα και επιθυμίες. Ολόκληρη η κοινωνία στα μεγάλα αστικά κέντρα Αθήνας – Θεσσαλονίκης ζει στο ρυθμό της «Αντιπαροχής». Το αμερικάνικο όνειρο εισβάλλει στην ελληνική κοινωνία και για πολλούς έγινε ανάγκη για ένα διαφορετικό τρόπο ζωής.

Τα πρώτα τρόλεϊ με ένστολους οδηγούς και εισπράκτορες κάνουν την εμφάνισή τους ενώ γεμίζουν οι δημόσιοι χώροι από ταμπέλες στην καθαρεύουσα για μεγαλύτερο καθωσπρεπισμό, σε μια εποχή που το μορφωτικό επίπεδο ήταν ιδιαίτερα χαμηλό και για πολλούς οι ταμπέλες αυτές είχαν άγνωστο και ακατανόητο περιεχόμενο.

Τα μεταναστευτικά ρεύματα προς Ευρώπη αλλά κυρίως προς Αμερική είναι έντονα. Με πληθυσμό 9.600.000 κατοίκων, μετανάστευσαν αυτή τη δεκαετία 173.000 περίπου Έλληνες, κυρίως προς τις Hνωμένες Πολιτείες της Aμερικής, αναζητώντας καλύτερη τύχη.

Τα παιδιά μεγάλωναν ως παιδιά, με ατέλειωτο παιχνίδι στις αλάνες και στα προαύλια των σχολείων. Τα πιο αγαπημένα ομαδικά παιχνίδια της εποχής ήταν η τυφλόμυγα, το περνά – περνά η μέλισσα, το μπιζ, τα πεντόβολα, τα μήλα, το δαχτυλίδι, η κολοκυθιά, το ένα λεπτό κρεμμύδι και η αμπάριζα. Φυσικά το πιο αγαπημένο των αγοριών ήταν το ποδόσφαιρο ή καλύτερα η μπάλα. Πολλά τζάμια αλλά και γλάστρες υπέφεραν από τις δυνατές μπαλιές των πιτσιρικάδων της εποχής. 

Θερισμός. Άγιος Στέφανος, 1958 Νικόλαος Τομπάζης - Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη
Οι κούνιες υπήρχαν σε κάθε σπίτι με δέντρο στην αυλή του, ήταν φτιαγμένες από ξύλο και χοντρό σκοινί και ήταν πόλος έλξης όλων των παιδιών της γειτονιάς. Τότε τα παιδιά έβγαιναν στο δρόμο και έβρισκαν παρέα για παιχνίδι, ξεκινούσαν με κρυφτό ή κυνηγητό μέχρι να μαζευτούν όλα και μετά ξεκινούσαν τα πιο οργανωμένα παιχνίδια.

Τα παιδικά βιβλία, τα παραμύθια και τα εικονογραφημένα κόμικς είχαν κερδίσει την προτίμηση των παιδιών της εποχής με ξεχωριστή θέση ανάμεσά τους να καταλαμβάνουν οι μύθοι του Αισώπου. Τα παιδικά λογοτεχνικά βιβλία που περνούσαν στιγμές μεγάλης δόξας, ήταν χωρισμένα σε αμιγώς λογοτεχνικά, σε σχολικά και σε βιβλία γνώσεων. Όλα όμως μιλούσαν τη δημοτική, τη γλώσσα της καθημερινότητας.

Ο Γιώργος Θαλάσσης, ο Μικρός Ήρωας, ο Σπίθας, ο Σεραφίνο, ο Τιραμόλα ήταν μερικοί από τους αγαπημένους και αγέραστους ήρωες των παιδικών περιοδικών που λάτρευαν τα παιδιά για δύο δεκαετίες τουλάχιστον.

Η γυναίκα της δεκαετίας του ’60 αλλάζει όψη. Σ’ αυτό βοηθά πολύ η μόδα που είναι πιο κολακευτική καθώς οι γραμμές των ρούχων ακολουθούν το κορμί τονίζοντας το στήθος, τη μέση και την περιφέρεια. Το μάκρος του φορέματος κυμαίνεται από τη μέση της γάμπας ως ακριβώς κάτω από το γόνατο και δίνεται έμφαση στα αξεσουάρ όπως μαντίλια, γυαλιά, μπιζού, τσάντες και καπέλα.

Η πρώτη ελληνίδα βουλευτής περνά το κατώφλι της Βουλής των Ελλήνων και ορκίζεται το 1953. Είναι η Ελένη Σκούρα.

Η κοσμική ζωή χαρακτηρίζεται από μουσελίνα και σμόκιν, δεξιώσεις, τένις και ιππικό όμιλο για την υψηλή κοινωνία και από βόλτες με παγωτό χωνάκι, ηλιόσπορους και πασατέμπο, λούνα παρκ για τους υπόλοιπους. Αγαπημένη έξοδος για το Σαββατόβραδο ο κινηματογράφος με τις ασπρόμαυρες ταινίες και τους αστέρες έλληνες και ξένους. Η Μελίνα Μερκούρη, η Έλλη Λαμπέτη, η Κατίνα Παξινού, η Ειρήνη Παπά, η Λιζ Τέιλορ, η Μέρλιν Μονρό, η Σοφία Λόρεν, η Τζίνα Λολομπρίτζιτα, η Μπριζίτ Μπαρντό κ.α. γίνονται οι προσωπικότητες που λάμπουν τόσο στην οθόνη, όσο και εκτός αυτής.

Διερχόμενη αμαξοστοιχία. Νομός Έβρου, 1955 Ιωάννης Λάμπρος - Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη
 
Στη δεκαετία αυτή συνυπάρχουν τρεις λογοτεχνικές γενιές. Η γενιά του ’30, η πρώτη μεταπολεμική γενιά και η δεύτερη μεταπολεμική γενιά.

Η γενιά του ‘30 με τους ποιητές Γιώργο Σεφέρη («Κύπρον ου μ’ εθέσπισε…» 1955), Ανδρέα Εμπειρίκο («Ενδοχώρα» 1954), Νίκο Εγγονόπουλο («Εν Ανθηρώ Ελληνι Λόγω», 1957), Οδυσσέα Ελύτη («Το άξιον εστί», 1959) με τον πεζογράφο Νίκο Καζαντζάκη («Ο καπετάν Μιχάλης», 1953, «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» 1954, «Ο τελευταίος πειρασμός» 1955, «Ο Φτωχούλης του Θεού» 1956, καθώς και τους Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, Γιώργο Θεοτοκά, Μ. Καραγάτση, Άγγελο Τερζάκη, Στράτη Μυριβήλη, Μενέλαο Λουντέμη, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο, Γιάννη Σκαρίμπα, που μέσα σ’ αυτά τα δέκα χρόνια έδωσαν κάποια από τα καλύτερα έργα τους. Στην ίδια χρονική περίοδο δημοσιεύουν συλλογές τους οι ποιητές Γιάννης Ρίτσος, Ζωή Καρέλλη, Γιώργος Θέμελης, Νικηφόρος Βρεττάκος κ.α.

Την πρώτη μεταπολεμική γενιά, αποτελούν πνευματικοί άνθρωποι αρκετοί από τους οποίους έλαβαν μέρος στην Αντίσταση και διώχθηκαν κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο. Οι περισσότεροι ήταν γεννημένοι μεταξύ του 1910 και του 1930 και τη δεκαετία 50 – 60 εξέδωσαν μερικά από τα καλύτερα έργα τους. Ανάμεσά τους βρίσκουμε το Μανόλη Αναγνωστάκη, την Ελένη Βακαλό, το Γιώργο Γεραλή, το Στέλιο Γεράνη, το Γιάννη Δάλλα, το Νίκο Καρούζο, το Μιχάλη Κατσαρό, το Θανάση Κωσταβάρα, το Μίλτο Σαχτούρη, τον Τάκη Σινόπουλο, τον Αλέξανδρο Κοτζιά, το Νίκο Κάσδαγλη, το Στρατή Τσίρκα, το Σπίρο Πλασκοβίτη, τη Γαλάτεια Σαράντη, το Νίκο Καχτίτση και άλλους.

Τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, που συνυπήρχε με την πρώτη και τη γενιά του ’30, εκπροσωπούν οι Ντίνος Χριστιανόπουλος, Κική Δημουλά, Βύρων Λεοντάρης, Γιάννης Νεγρεπόντης, Βασίλης Βασιλικός, Γιώργος Χειμωνάς κ.α.

Τη δεκαετία του ’60 ανθεί το λαϊκό τραγούδι, το θέατρο και ο κινηματογράφος. Για να μην κουραστείτε όμως, αυτά θα τα πούμε αναλυτικότερα, σε επόμενες αναρτήσεις.



πηγή πληροφοριών: antitetradia.grtovima.gr και το βιβλίο "Η γειτονιά μας η παλιά" των Γιάννη και Νάντιας Σαραντόπουλου, από τις εκδόσεις Σαββάλα.

Κείμενο: to e-periodiko mas

Φωτογραφίες από: benaki.org
[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
13 Σχόλια
Γευστικές παραδόσεις

Γευστικές παραδόσεις


Η ιστορία των μελομακάρονων και των κουραμπιέδων

Δύο χριστουγεννιάτικα γλυκά που είναι δεμένα με τις αναμνήσεις και την οικογενειακή παράδοση όλων μας. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί γιορτές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς χωρίς μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν την ιστορία αυτών των γλυκών που ήρθαν στην Ελλάδα για να γίνουν αγαπημένο έδεσμα μικρών και μεγάλων.

Τα μελομακάρονα ήρθαν μαζί με τους Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ελλάδα. Τα ονόμαζαν φοινίκια και η συνταγή τους πήγαινε από τη μια γενιά στην άλλη με ευλάβεια, που θα ζήλευε επτασφράγιστο μυστικό. Παρά το γεγονός πως ετυμολογικά η προέλευσή τους είναι αρχαιοελληνική, το μυαλό όλων πάει στο ιταλικό μακαρόνι. Ας δούμε λοιπόν τη διαδρομή...

Αν ανατρέξουμε σε λεξικό, θα μάθουμε πως η λέξη μακαρόνι παράγεται από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη μακαρωνία. Ένα φαγητό με βάση τα ζυμαρικά, για το δείπνο στο οποίο μακάριζαν το νεκρό. Η λέξη μακαρωνία, προέρχεται με τη σειρά της από την αρχαία ελληνική λέξη μακαρία η οποία ήταν μια πίτα για την ψυχή του νεκρού, ένα αρτοσκεύασμα με σχήμα όμοιο με εκείνο του μελομακάρονου, που προσφερόταν μετά την κηδεία.

Χιλιάδες χρόνια αργότερα αυτό το αρτοσκεύασμα η μακαρία, βουτήχτηκε στο μέλι, για να γίνει το μελομακάρονο ή αλλιώς φοινίκι. Σ' αυτό το σημείο, σίγουρα θα αναρωτηθείτε πώς γίνεται ένα έδεσμα που ήταν συνδεδεμένο με το θάνατο, μετατράπηκε σε γιορτινό και μάλιστα των Χριστουγέννων. Αιτία είναι το μέλι, που από τους αρχαίους χρόνους συμβόλιζε την ευζωία και τη δημιουργία και κλείνει μέσα του την επιθυμία όλων μας για καλή ζωή και τύχη. Δεν είναι γνωστό από ποιους έγινε αυτή η μετατροπή. Αυτό που είναι σίγουρο είναι πως η Ελλάδα πριν την έλευση των Μικρασιατών δεν έφτιαχνε τέτοιο χριστουγεννιάτικο γλυκό.

Τα χριστουγεννιάτικα κεράσματα μέχρι τότε ήταν οι δίπλες, τα ξηροτήγανα, τα σπάργανα, οι σφακιανόπιτες, οι λαλαγγίτες και οι σαρικόπιτες που όλα έχουν ως βάση τους το μέλι και τους ξηρούς καρπούς αφού πάντα το μέλι συμβόλιζε την καλή ζωή και οι ξηροί καρποί την αφθονία.

Οι κουραμπιέδες έχοντας ταξιδέψει από τη μακρινή Περσία σε όλη την ανατολή, έφτασαν και στην Ελλάδα. Πολλές χώρες διεκδικούν την πατρότητά τους και ιδιαίτερα ο Λίβανος. Παρόμοια γλυκά συναντάμε και στην Τουρκία, την Αλβανία και σε ισπανόφωνες χώρες.

Η λέξη kurabiye στα τουρκικά σημαίνει μπισκότο, όμως τα γλυκίσματα στα οποία αναφέρεται δεν είναι πασπαλισμένα με ζάχαρη άχνη, όπως ο ελληνικός κουραμπιές. Αν θελήσουμε να ψάξουμε βαθύτερα, θα πρέπει να αναζητήσουμε τις ρίζες της λέξης, στη λέξη kuru που σημαίνει στεγνός και στη λέξη biye που είναι δανική από τα λατινικά για τη λέξη biscuit (μπισκότο), την τεχνική δηλαδή του διπλοφουρνίσματος (οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν δίπυρον) κατά την οποία αφαιρούνταν με το ψήσιμο η υγρασία από τα σκευάσματα, για να αντέχουν μέχρι να καταναλωθούν χωρίς να χαλάνε.

Λέγεται πως και ο κουραμπιές ήρθε στην Ελλάδα με τους πρόσφυγες από τη Σμύρνη χωρίς να είναι απολύτως βέβαιο. Στη χώρα μας πάντως είναι ιδιαίτερα αγαπητός όχι μόνο κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων, αλλά όλο το χρόνο. Είναι ένα γλυκό, που συμβολίζει τη χαρά, την ευδαιμονία και συνοδεύει, σε πολλές περιοχές της, κάθε χαρούμενο γεγονός όπως γάμοι, βαφτίσεις, γιορτές.



Πηγές πληροφοριών: olivemagazine.grnea.allnewz.grnews247.gr
Κείμενο: to e-periodiko mas




[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
12 Σχόλια
Η ιστορία του νυφικού ανά τους αιώνες

Η ιστορία του νυφικού ανά τους αιώνες


to e-periodiko mas

Το φόρεμα που συζητιέται περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο και αποτελεί για πολλές γυναίκες όνειρο ζωής, είναι αναμφισβήτητα το νυφικό. Όμως, δεν ήταν πάντα λευκό και δεν συγκέντρωνε τους ίδιους συμβολισμούς, με αυτούς που γνωρίζουμε σήμερα, στην αρχή της ιστορίας του...
Ας το δούμε από την ...αρχή!

Στην αρχαία Ελλάδα η νύφη φορούσε λευκό χιτώνα που στολιζόταν από χρυσά κοσμήματα και συμβόλιζε τη χαρά. Συνοδευόταν μάλιστα από μακρύ πέπλο που κάλυπτε το πρόσωπο της νύφης, το οποίο αποχωριζόταν μετά την ολοκλήρωση της τελετής. Το ίδιο χρώμα (λευκό) συναντάμε και στο Βυζάντιο.

Σύμφωνα με την λαογραφία μας, νυφικό σημαίνει "αφόρετο" και ήταν μέρος των προικιών που ετοίμαζε η μάνα για το κορίτσι σχεδόν από την ώρα που γεννιόταν. Ήταν πάντα μια ξεχωριστή φορεσιά με κεντήματα από χρυσή κλωστή και έδιναν ιδιαίτερη σημασία στο μαντήλι (κεφαλόδεσμο) της νύφης και στο πέπλο, που στις περιοχές της Βόρειας Ελλάδας ήταν κόκκινο.

Στο Μεσαίωνα, όπου οι γάμοι είναι περισσότερο ένωση οικογενειών, επιχειρήσεων ή και κρατών σε ό,τι αφορά την υψηλή κοινωνία, το νυφικό αποτελεί την επισφράγιση της οικονομικής δύναμης της οικογένειας της νύφης. Έτσι, τα νυφικά είναι σε πλούσια έντονα χρώματα και από αντίστοιχα ακριβά υφάσματα όπως το βελούδο και το μετάξι και συχνά συνοδεύονταν από γούνες. Με αυτό τον τρόπο δηλωνόταν η κοινωνική θέση της νύφης, προσπαθώντας πάντα να εντυπωσιαστούν οι καλεσμένοι. Στις φτωχότερες τάξεις το νυφικό ήταν ένα "καλό" φόρεμα σε χρώμα που να μπορεί να φορεθεί ξανά και πολύ συχνά δεν ήταν καινούργιο, αλλά το φόρεμα με το οποίο πήγαινε κάθε Κυριακή στην εκκλησία.

Λέγεται πως την αρχή για το λευκό νυφικό, έκανε η βασίλισσα της Σκωτίας Μαίρη, το 1559 όταν παντρεύτηκε τον πρώτο της σύζυγο Δελφίνο Φραγκίσκο της Γαλλίας, αφού το λευκό ήταν το αγαπημένο της χρώμα. Μάλιστα, πήγε ενάντια στη γαλλική παράδοση που θεωρούσε το λευκό, πένθιμο χρώμα. Αξίζει να θυμόμαστε πως οι νύφες της εποχής δεν προτιμούσαν τα λευκά νυφικά, ενώ ήταν πολύ διαδεδομένα ακόμα και τα μαύρα.

Όλα αυτά μέχρι το 1840, που η βασίλισσα Βικτωρία στο γάμο της με τον Αλβέρτο της Σαξονίας, φόρεσε λευκό νυφικό, θέλοντας να χρησιμοποιήσει τη λευκή δαντέλα που της χάρισαν ως δώρο. Το πορτραίτο το γάμου δημοσιεύτηκε τόσες πολλές φορές, που όλο και περισσότερες νύφες υιοθετούσαν το λευκό χρώμα από τότε, εναρμονιζόμενες με την επιλογή της βασίλισσας, μετατρέποντάς το σε επιλογή της υψηλής τάξης και των βασιλέων.

Μετά το 1900 οι γυναίκες στην Ευρώπη παντρεύονταν με λευκά νυφικά σύμφωνα με τη μόδα της εποχής, ενώ οι φτωχότερες προτιμούσαν ροζ ή γαλάζια για να μπορούν να τα φορέσουν ξανά ακόμα και βάφοντάς τα. Στη δεκαετία του 1930 οι γυναίκες συχνά μεταποιούσαν παλιά λευκά φορέματα ή έφτιαχναν απλούστερα νυφικά ακολουθώντας τη λογική της οικονομίας, που επέφερε η ύφεση. Είναι η εποχή, που αρχίζει να συνδέεται το λευκό (σε ό,τι αφορά το συμβολισμό) με την αγνότητα της νύφης.

Στην ανατολική κουλτούρα (Κίνα, Ινδία, Βιετνάμ) η νύφη φορά, σύμφωνα με την παράδοση, κόκκινο νυφικό, που συμβολίζει την καλή τύχη. Το ίδιο κόκκινο νυφικό ακολουθώντας την κινεζική παράδοση φορούν και οι νύφες στην Ταϊβάν, αν και στη σύγχρονη εποχή οι γυναίκες της ανατολικής κουλτούρας είναι ελεύθερες να επιλέξουν όποιο νυφικό τους αρέσει, ακόμα και λευκό παρά το γεγονός ότι το λευκό είναι το χρώμα του θανάτου για τους λαούς αυτούς. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ιαπωνική παράδοση όπου η νύφη φορά πρώτα ένα λευκό κιμονό, που συμβολίζει το θάνατο από την οικογένειά της και στη συνέχεια ένα κόκκινο το οποίο συμβολίζει την αναγέννησή της στην οικογένεια του συζύγου της.

Πηγή πληροφόρησης: wikipedia.orgiefimerida.gr
Κείμενο: to e-periodiko mas

[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
14 Σχόλια
Η πρώτη βαφή μαλλιών!

Η πρώτη βαφή μαλλιών!



Αν νομίζετε πως η βαφή των μαλλιών είναι υπόθεση των τελευταίων δεκαετιών ή τουλάχιστον του τελευταίου αιώνα, κάνετε λάθος! Το βάψιμο των μαλλιών έχει μεγάλη ιστορία, η οποία ξεκινά με την ύπαρξη του ανθρώπου πάνω στη γη.

Οι ανακαλύψεις των αρχαιολόγων έρχονται να αποδείξουν πως οι άνθρωποι από την προϊστορική ακόμα εποχή (Νεάτερνταλ) χρησιμοποιούσαν φυτά για να αλλάξουν το χρώμα όχι μόνο των μαλλιών τους, αλλά και του δέρματός τους. Οι αρχαίοι Γαλάτες και οι Σάξονες έβαφαν τα μαλλιά τους με έντονα χρώματα για να δείξουν την τάξη τους, αλλά και να προκαλέσουν φόβο στους αντιπάλους τους στο πεδίο της μάχης. Στους Βαβυλώνιους άρεσε το χρυσό χρώμα, γι' αυτό σκόρπιζαν χρυσή σκόνη στα μαλλιά τους. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα φυτών για να βάψουν τα μαλλιά τους και μάλιστα σε καθημερινή βάση, αφού αλλιώς δεν μπορούσαν να έχουν μόνιμο αποτέλεσμα. Συνήθως τα χρησιμοποιούσαν για να κάνουν τα μαλλιά σκουρότερα. Αργότερα ανακάλυψαν τρόπους να ανοίγουν το χρώμα, με ένα από αυτούς την έκθεση στον ήλιο των βαμμένων μαλλιών για πολλές ώρες.


Το πιο γνωστό φυτό που ακόμα και σήμερα χρησιμοποιείται, ήταν η χένα, ενώ χρησιμοποιούσαν και το μαύρο κέλυφος του καρυδιού καθώς και ξανθυντικές ουσίες. Ως το 18ο αι οι βαφές παρέμεναν απολύτως φυτικές. Χρειάστηκε να φτάσουμε κοντά στο 1800 μ.Χ. για να ανακαλύψουν οι χημικοί μια ουσία που είναι γνωστή ως PPD και να δημιουργήσουν έτσι τη συνθετική βαφή. Η ανακάλυψη το 1860 του υπεροξείδιου του υδρογόνου (ντεκαπάζ) ως μέσο για να ξανθαίνουν τα μαλλιά, άνοιξε νέους δρόμους στη βαφή των μαλλιών. Ο χημικός Eugene Schueller δημιούργησε την πρώτη χημική βαφή (1907) την οποία ονόμασε "Aureole" και αργότερα έγινε γνωστή με το όνομα "L'Oreal" που όλες γνωρίζουμε.


Στα χρόνια που ακολούθησαν υπήρξε μια ολοένα αυξανόμενη αγάπη στο ξανθό χρώμα που όλο και περισσότερες γυναίκες τολμούσαν. Το 1932 ο χημικός Lawrence Gelb δημιούργησε μια βαφή που εισχωρούσε στο εσωτερικό της τρίχας, δουλεύοντας για την εταιρεία "Clairol" ενώ το 1950 κυκλοφόρησε η πρώτη βαφή που μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει στο σπίτι και άλλαζε το χρώμα των μαλλιών σε ανοιχτότερο χωρίς όμως να το ξανθαίνει και όπως ήταν φυσικό γνώρισε τεράστια επιτυχία και αποδοχή.


Όσο περνούσαν οι δεκαετίες οι άνθρωποι (γυναίκες και άνδρες) έδειχναν μια συνεχώς αυξανόμενη προτίμηση στην αλλαγή του χρώματος των μαλλιών τους ή τη διατήρηση της νεανικής όψης μέσα από μια βαφή. Η βιομηχανία διαρκώς εξελισσόταν παράγοντας μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων, που στόχο είχαν το καλύτερο αποτέλεσμα τόσο στην όψη όσο και στην υγεία της τρίχας. Η μόδα έδινε το δικό της στίγμα κάθε τόσο, προτείνοντας χρώματα ακόμα και για τα μαλλιά για να φτάσουμε στις μέρες μας όπου, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, το 98% των γυναικών βάφουν τα μαλλιά τους και μάλιστα από πολύ νεαρή ηλικία, η οποία προσδιορίζεται γύρω στα 15 χρόνια.


[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια

find "to e-periodiko mas" on instagram