Σαν παιδί άλλαξα πολλές γειτονιές, αφού ως δάσκαλος ο μπαμπάς μου, άλλαξε πολλά σχολεία. Όλες στα δικά μου μάτια, όμορφες, αγαπημένες, έρχονται στο μυαλό μου πάντα με τρυφερή νοσταλγία.
Θα περίμενε κανείς, να μη ξέρω ποια απ' όλες να σας περιγράψω κι όχι άδικα. Όμως όταν έβαλα τις αναμνήσεις σε μια κάποια τάξη, μια γειτονιά κρατούσε τα σκήπτρα.
Η γειτονιά του νησιού, που έμεναν η γιαγιά κι ο παππούς! Αυτή η αγαπημένη γειτονιά, που κάθε καλοκαίρι γέμιζε με τα γέλια, τις φωνές και τους τσακωμούς των παιδιών που παραθέριζαν. Των παιδιών, που "ξενιτεμένα" μαζί με τους γονείς τους, έρχονταν να γεμίσουν τη ματιά και την ψυχή τους με γαλάζιο κι αγάπη από αυτούς, που έμεναν πίσω.
Ήταν μικρή, σκαρφαλωμένη σε μια ανηφοριά της πόλης, της Χώρας του νησιού. Πλακόστρωτη η διαδρομή σ' έκανε να στέκεσαι κάθε λίγο για να ξαποστάσεις και να χαιρετήσεις, τις γυναίκες που κάθονταν στα μικροσκοπικά μπαλκονάκια τους, παρέα με τα γεράνια και τις ορτανσίες.
Ανεβαίναμε με τον αδερφό μου, φορτωμένοι τις αποσκευές μας, αφού ταξί δεν πήγαιναν σ' αυτούς τους δρόμους τότε. Όσο κουραστικό κι αν ήταν, η θέα της γιαγιάς να μας περιμένει ορθή με ανοιχτή αγκαλιά στη μεγάλη βεράντα, μας έκανε να επιταχύνουμε το βήμα. Στα τελευταία μέτρα σχεδόν τρέχαμε. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς γινόταν μετά από τόσο περπάτημα να ανεβαίνουμε τα σκαλιά του σπιτιού, με τόση ταχύτητα όταν φτάναμε και να τα κατεβαίνουμε με τόση βραδύτητα όταν φεύγαμε.
Ο παππούς ήταν πάντα μαζί μας. Αυτός ερχόταν να μας πάρει από το καράβι. Όταν αντικρίζαμε το λιμάνι, ένα είχαμε μόνο στο νου μας. Να ξεχωρίσουμε μέσα στο πλήθος τη μορφή του. Και κάθε φορά όσο μεγάλωνα συνειδητοποιούσα πως αυτόν τον παππού, δεν τον χόρτασα κι ούτε θα τον χορτάσω ποτέ!
Σ' αυτή τη γειτονιά, θαρρείς ο ήλιος δεν βασίλευε ποτέ! Έτσι ηλιόλουστη τη θυμάμαι πάντα. Βλέπετε δεν τη γνώρισα χειμώνα. Δεν ξέρω πώς είναι να πέφτει η βροχή στα σκαλοπάτια, που αντικαθιστούσαν το δρόμο πλάι στο σπίτι μας.
Κάθε πρωί, παίρναμε πρωινό στη μεγάλη βεράντα, όλοι μαζί, εκτός από τον παππού που από νωρίς είχε κατέβει στην αγορά για τα ψώνια της ημέρας και την ώρα, που εμείς τα παιδιά τελειώναμε το γάλα μας, εκείνος γυρνούσε. Η γιαγιά τον περίμενε με ένα ποτήρι κρύο νερό στο χέρι κι εμείς τρέχαμε να τον ελαφρώσουμε από αυτά, που κουβαλούσε.
Ήταν η ώρα που ακούγονταν οι φωνές - προσκλητήρια παιχνιδιού. Αν δεν είμασταν όλοι παρόντες δεν ξεκινούσε ποτέ. Έπρεπε βλέπετε να αποφασίσουμε όλοι μαζί τι θα παίξουμε και πού. Άλλοτε κάναμε τα σκαλοπάτια σπίτι κι αρχίζαμε τις ανταλλαγές επισκέψεων και τα φιλέματα, κάτι που έκανε τα αγόρια της παρέας να βαριούνται γρήγορα και να λακίζουν παραπονούμενα. Άλλοτε παίζαμε κομμάτια της μυθολογίας στο γιαπί (οικοδομή) που ήταν στην άκρη του δρόμου. Διαλέγαμε ένα από τα δωμάτια για το παλάτι του Αγαμέμνονα και ένα άλλο για το παλάτι του Οδυσσέα. Στη μεγάλη σάλα, ήταν ο Όλυμπος και τα κορίτσια σκοτωνόμασταν ποια θα κάνει την θεά Αφροδίτη...
Άλλοτε παίζαμε "τα μήλα" στη βεράντα με τις ντάλιες της γιαγιάς, που κάθε τόσο έβγαινε να μας προσφέρει πότε φρούτα και πότε πορτοκαλάδες, ρίχνοντας και μια αγωνιώδη ματιά στα λουλούδια της, που κινδύνευαν.
Πότε έφτανε η ώρα της θάλασσας, ούτε που το καταλαβαίναμε. Σκορπούσαμε τότε να φορέσουμε μαγιό, καπέλα, μπουρνούζια για να κατηφορίσουμε προς την παραλία, τσούρμο όλα μαζί με μια μαμά συνήθως τη φορά, να μας συνοδεύει. Παραταγμένα κατά δυάδες θυμίζαμε σχολείο σε καλοκαιρινή εξόρμηση.
Στη θάλασσα φτάναμε με ξεφωνητά και υποσχέσεις για τη θεαματικότερη βουτιά, που ποτέ δεν καταφέρναμε και τη μαμά συνοδό να μας μετράει και να μαζεύει παντόφλες, πετσέτες και ό,τι περίσσευε. Φεύγαμε πάντοτε βρεγμένοι με τα μπουρνούζια να απορροφούν την αρμύρα και να κοκαλώνουν στεγνώνοντας πάνω μας. Στο δρόμο της επιστροφής η λέξη "παγωτό" άλλαζε ψιθυριστά, στόματα. Δεν τολμούσε κανένας μας να το ζητήσει δυνατά, αφού η απάντηση ήταν γνωστή. "Παγωτό, το απόγευμα! Πάμε για μεσημεριανό".
Στο τραπέζι καθόμασταν με τα αλάτια στο πρόσωπο και το φαγητό ήταν πάντα νόστιμο, πάντα! Δεν υπήρχε φαγητό που να μη μας αρέσει, πράγμα που έκανε τη μαμά μου να απορεί για τη μαγειρική της, αφού όλο τον υπόλοιπο χρόνο, την ταράζαμε στις αντιρρήσεις...
Το απόγευμα, με το που άνοιγε το μάτι μας, όσοι βέβαια από μας, κατάφερναν να το κλείσουν, η μάζωξη στο δρόμο με τα σκαλοπάτια είχε ένα μόνο θέμα. Ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσουμε για να πάμε για παγωτό. Αν ανεβαίναμε το δρόμο θα πηγαίναμε για παγωτό στην ΕΒΓΑ, αν κατεβαίναμε το δρόμο, θα πηγαίναμε για παγωτό στην ΑΓΝΟ. Η παρέα ήταν μονίμως μοιρασμένη, αφού άλλα άρεσαν στους μεν κι άλλα στους δε. Ποτέ όμως δεν χωριστήκαμε για να αγοράσει ο καθένας αυτό που ήθελε. Τσούρμο πηγαίναμε, τσούρμο γυρίζαμε, για να καθίσουμε μετά στο πλατύσκαλο να το απολαύσουμε με την ησυχία μας.
Το δειλινό μας έβρισκε εκεί, να παίζουμε συνήθως τρίλιζα και όταν έπεφτε το σκοτάδι, κρυφτό! Μάταια η μαμάδες και οι γιαγιάδες έβγαιναν στα μπαλκόνια και καλούσαν προσκλητήριο δείπνου. Πού να απαντήσουμε το κλασσικό "έρχομαι" και να φανερωθούμε! Έπρεπε να τελειώσει το παιχνίδι, να ανανεώσουμε το ραντεβού για την επόμενη μέρα, για να μαζευτούμε σπίτι. Εκεί πάνω στη μεγάλη βεράντα, χαζεύοντας τη θέα του λιμανιού με τα ατέλειωτα μικρά φώτα να συναγωνίζονται τη λάμψη του φεγγαριού, μας έπαιρνε ο ύπνος, τις πιο πολλές φορές...
Μακάρι να μπορούσα, να φωνάξω "έρχομαι" και να γυρνούσα το χρόνο πίσω για λίγο, μόνο για ένα παιχνίδι, αν και με την παρότρυνση της Πέτρας μας, μάλλον το κατάφερα με άλλο τρόπο...
Πετράδι μου, σ' ευχαριστώ πολύ!
Το κείμενο αυτό συμμετέχει στο δρώμενο της Πέτρας "Μια φορά, μια γειτονιά..."
Το κείμενο αυτό συμμετέχει στο δρώμενο της Πέτρας "Μια φορά, μια γειτονιά..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μου τη γνώμη σας αφού πρώτα διαβάσετε την "Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων" του blog, που θα βρείτε στην κορυφή της πλαϊνής μπάρας, αν μπαίνετε από υπολογιστή ή κάτω από τη φόρμα σχολίων, αν μπαίνετε από smartphone ή tablet. Ευχαριστώ!