-Τι κάνεις ξύπνιος τέτοια ώρα;… ρώτησε ξέροντας μέσα της την απάντηση
- Δεν μπορώ να κοιμηθώ, όλα γυρίζουν στο κεφάλι μου!
Συχνοί οι διάλογοι αυτοί, σχεδόν καθημερινοί επαναλαμβάνονταν λες και διάβαζαν κάποιο σενάριο. Τόσο ίδιοι, τόσο απελπιστικά ίδιοι!
Εκείνη, άνεργη περισσότερο από δύο χρόνια και κείνος, με μειωμένο κάθε λίγο μισθό, έβλεπαν τη ζωή τους να χάνει κάθε προοπτική. Όλα τους τα όνειρα κλείστηκαν σ’ ένα άδειο βιβλιάριο Τραπέζης κι ας ήταν τόσο νέοι!
- Θα φτιάξω καφέ, μη σηκωθείς!... την καθησύχασε φιλώντας τη τρυφερά στο μέτωπο
Δυο δόσεις καφέ έχει ακόμα, σκέφτηκε όπως έπινε την πρώτη γουλιά… δεν πάει άλλο, πρέπει να βρω μια λύση…
Παιδί ελλήνων μεταναστών γεννημένο σε μια πλούσια χώρα, ήρθε στην Ελλάδα πριν ακόμα πάει σχολείο, αφού οι γονείς του νοστάλγησαν την πατρίδα! Λίγα χρόνια αργότερα σκοτώθηκαν πιασμένοι χέρι - χέρι σ’ένα φοβερό δυστύχημα αφήνοντάς τον -παρηγοριά και ευθύνη - στον παππού και τη γιαγιά. Η πατρίδα των γονιών του έγινε πατρίδα του και το πονεμένο από το θάνατο ηλικιωμένο ζευγάρι, η μοναδική οικογένειά του, αφού άλλοι συγγενείς δεν υπήρχαν. Ένας ιδιότυπος μετανάστης στην ίδια του τη χώρα, αυτό ήταν!
Και πάνω που νόμιζε πως είχε βάλει τη ζωή του σε τάξη, όλα γύρω του να καταρρέουν λίγο-λίγο. Η ανεργία πληγή της καθημερινότητας όλων, δεν άφηνε περιθώρια βοήθειας σε κανένα. Έπρεπε να βρει μια λύση, όσο δύσκολο κι αν φάνταζε αυτό. Μοναδική του περιουσία ένα καλύβι στο χωριό κοντά στη θάλασσα ξεχασμένο από το Θεό και τους ανθρώπους κι ένα σαραβαλάκι που τον πήγαινε στη δουλειά.
Έτσι σκέφτηκε να στραφεί στη χώρα που γεννήθηκε. Στο κάτω-κάτω είχε διπλή υπηκοότητα, τη γλώσσα τη διδάχτηκε, μπορούσε να δοκιμάσει εκεί… και πήρε την απόφαση. Πούλησε όσο-όσο το αυτοκίνητο και την καλύβα για τα ναύλα, φόρτωσε χαρτιά και όνειρα σ’ ένα σακίδιο, πήρε από το χέρι τη γυναίκα του και ξεκίνησε για το υπερατλαντικό ταξίδι.
Σαν αποδημητικό πουλί κι αυτός, άνοιξε τις φτερούγες του στα 30 του χρόνια για τόπους που μπορούσαν να τον θρέψουν, να του δώσουν ελπίδα, αφήνοντας πίσω τους φίλους του και κρατώντας στην ψυχή του τη μια λαβωμένη πατρίδα να του κουνά το μαντήλι και να του λέει «μη μείνεις εκεί»…
Πέντε χρόνια είχαν περάσει από κείνη τη γλυκόπικρη μέρα που πάτησε το πόδι του στη νέα γη. Κι όμως αυτό το «μη μείνεις εκεί» αντί να ξεθωριάσει γινόταν ολοένα και πιο έντονο. Ο τόπος που γεννήθηκε δεν μπόρεσε να γίνει πραγματική του πατρίδα. Δεν μπόρεσε να τον νιώσει δικό του. Ακόμα και οι έλληνες που ζούσαν εκεί, ξένο τον θεωρούσαν. Άλλη νοοτροπία, άλλος τρόπος ζωής… δεν κούμπωσαν τα κομμάτια.
Είχε δουλειά, είχε οικονομική άνεση, ζούσε σε μια χώρα με υποδομές που έδινε χώρο στα όνειρά του κι όμως, πατρίδα δεν ήταν! Σαν ένα τζάκι που σε ζεσταίνει όσο καίνε τα ξύλα… μόλις σβήσει αφήνει μόνο στάχτες και παγωνιά… έτσι ένιωθε!
Κοίταξε το σακίδιο που φόρτωσε τη ζωή του μερικά χρόνια πριν κι αναρωτήθηκε «μήπως ήρθε η ώρα;»…
.....
Η ιστορία που διαβάσατε έλαβε μέρος στο 12ο "Παίζοντας με τις λέξεις" που ζωντανεύει στο όμορφο blog mytripssonblog.blogspot.gr, της αγαπημένης φίλης Μαρίας.