Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μικρές ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μικρές ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Ο σκύλος που ήθελε να γίνει άνθρωπος...

Ο σκύλος που ήθελε να γίνει άνθρωπος...



Κάποτε, σε μια πολιτεία με πολλά κτίρια και λιγοστά δέντρα, ζούσε ένας σκύλος ανάμεσα σε ανθρώπους, πολλούς ανθρώπους....
Καθημερινά περνούσε την ώρα του, δίπλα τους, ανάμεσά τους και το μόνο που λαχταρούσε ήταν να γίνει και κείνος σαν αυτούς. Να γίνει άνθρωπος!

Μια μέρα, εκεί που μονολογούσε στεναχωρημένος τον άκουσε ένα περιστέρι.
- Τι έχεις; τον ρωτά
- Θέλω να γίνω άνθρωπος, αλλά δεν μπορώ. Απάντησε χωρίς να του ρίξει ματιά
- Άνθρωπος; Μα πώς στο καλό σκέφτηκες κάτι τέτοιο! Γιατί θες να γίνεις άνθρωπος;
- Για να μπορώ να τους μιλώ και να με καταλαβαίνουν!... απάντησε συνεχίζοντας να κοιτά στο κενό
- Είσαι σίγουρος πως θες κάτι τέτοιο; ρωτά διερευνητικά το περιστέρι
- Σίγουρος απαντά, με πυγμή ο σκύλος
- Αφού είναι έτσι, ξέρω τον τρόπο! είπε το περιστέρι

Ο σκύλος τώρα, κοίταζε το φτερωτό του φίλο κατευθείαν στα μάτια, περιμένοντας να ακούσει πώς θα καταφέρει να γίνει άνθρωπος.
- Θα πας, του είπε, σε μια μάγισσα που βρίσκεται στην άλλη άκρη της πολιτείας και θα την παρακαλέσεις να σε βοηθήσει!
- Και πώς θα τη γνωρίσω;
- Ζει στο μοναδικό σπίτι με κήπο, που υπάρχει στην πόλη, απάντησε το περιστέρι...
- Και θα με καταλάβει, αν της μιλήσω σκυλίσια; ρωτά ξανά
- Αφού είναι μάγισσα, σου λέω! Όλα τα ζώα τα καταλαβαίνει όπως κι αν της μιλούν, απαντά με σιγουριά το περιστέρι και πετά μακριά του, αφήνοντάς τον στο πεζοδρόμιο να αποφασίσει.

Δεν έχασε καιρό. Ξεκίνησε αμέσως για το μοναδικό σπίτι με κήπο της πόλης. Είχε ακούσει τους ανθρώπους να μιλούν γι' αυτό. Άλλοι μιλούσαν με θαυμασμό για τα κόκκινα τριαντάφυλλα του κήπου και για ψηλά του δέντρα κι άλλοι μιλούσαν με απορία... τι στο καλό ήθελαν τόσα δέντρα και φυτά, που χρειάζονταν περιποίηση και πότισμα και σκάλισμα και κόστιζαν τόση κούραση και ταλαιπωρία!

Περπατούσε ώρες ανάμεσα σε αυτοκίνητα, φανάρια, κορναρίσματα, ανθρώπινες φωνές, μποτιλιάρισμα και μπόλικο καυσαέριο. Τίποτα όμως δεν τον έκανε να σταματήσει. Ήθελε να φτάσει όσο γινόταν γρηγορότερα στη μάγισσα που θα τον έκανε άνθρωπο....
Στη διαδρομή, προσπαθούσε να φανταστεί πώς θα ήταν και πώς θα τον υποδεχόταν. Φοβόταν και λίγο μήπως τον κοροϊδέψει, μήπως γελάσει μαζί του, ή τον διώξει και ετοίμαζε τα λόγια που θα της έλεγε για να την πείσει. Τίποτα όμως δεν του φαινόταν καλό και κάθε τόσο τα άλλαζε και ξανά από την αρχή.

Με τούτα και με κείνα, βγήκε έξω από την πόλη χωρίς να το καταλάβει. Τώρα οι δρόμοι γίνονταν πιο μικροί χωρίς πεζοδρόμια, αλλά με περισσότερα δέντρα και ελάχιστα σπίτια. Όσο απομακρυνόταν τόσο ανησυχούσε που δεν έβλεπε το σπίτι...
Ώσπου, μια όμορφη μυρωδιά λουλουδιών ήρθε να γαργαλίσει τα ρουθούνια του. Κατάλαβε πως ήταν κοντά στον όμορφο κήπο της μάγισσας κι άρχισε σχεδόν να τρέχει. Λίγο αργότερα βρισκόταν έξω από τη χαμηλή μάντρα και θαύμαζε τα πολύχρωμα, ευωδιαστά λουλούδια. Ένα μικρό κορίτσι έκανε κούνια στην άκρη της αυλής και τραγουδούσε.

Πλησίασε την ξύλινη πορτούλα που άνοιξε με το πρώτο άγγιγμα και δειλά - δειλά, κατευθύνθηκε προς το κορίτσι. Η απορία του μεγάλωσε όταν διαπίστωσε πως η μικρούλα, μπορούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν! Δεν χρειαζόταν να μιλήσει, να γαυγίσει, να κάνει το παραμικρό!!! Εκείνη καταλάβαινε τι ήθελε να πει μόνο με ένα χάδι!!!
Αυτή θα είναι η μάγισσα, σκέφτηκε!
- Μάγισσα; απάντησε γελώντας το κορίτσι. Δεν είμαι μάγισσα, ούτε και υπάρχουν μάγισσες καλέ μου, του είπε χαϊδεύοντάς τον.

Ψέμματα μου είπε το περιστέρι, σκέφτηκε ο σκύλος. Τι κρίμα, δεν πρόκειται ποτέ να γίνω άνθρωπος!
- Να γίνεις άνθρωπος; Αυτό, θες; Γι' αυτό ήρθες μέχρι εδώ; ρώτησε ξανά.
Αυτό θέλω, απάντησε με τη σκέψη του ο σκύλος. Ή τουλάχιστον να μπορώ να μιλάω όπως οι άνθρωποι. Αλλιώς δεν με καταλαβαίνουν. Με φοβούνται όταν γαυγίζω για να τους τραβήξω την προσοχή, με διώχνουν όταν απλώνω το μπροστινό μου πόδι για να τους χαϊδέψω, με κρατούν μακριά από τα παιδιά, γιατί είμαι μεγαλόσωμος και δεν θέλουν να τα δαγκώσω, χώρια που με ξεχνάνε νηστικό και μόνο, στη βροχή και στο κρύο. Θέλω τόσο να τους πω πως θα προτιμούσα να είμαι νηστικός αλλά μαζί τους, παρά χορτάτος και μόνος μου...

Το κορίτσι, τον άκουγε προσεκτικά κι όταν τελείωσε τη σκέψη του, τον αγκάλιασε σφιχτά και με δάκρυα στα μάτια του είπε: Δεν είμαι μάγισσα, δεν μπορώ να σε κάνω άνθρωπο, ούτε μπορώ να σε κάνω να μιλήσεις ανθρώπινα. Ένα μόνο μπορώ να κάνω. Να σ' αγαπώ!

Όπως καταλαβαίνετε αυτοί οι δυο έμειναν μαζί, αχώριστοι και έζησαν καλά και πολύ καλύτερα από εκείνους που αποκλείουν από τη ζωή τους, τα υπέροχα αυτά ζώα!

Γιατί, η αγάπη φέρνει την επικοινωνία, όχι η γλώσσα, ούτε η ομοιογένεια...


Το παραμύθι αυτό, έγινε για το δρώμενο της αγαπημένης φίλης της Αριστέας και στο blog της "η ζωή είναι ωραία", θα βρείτε όλες τις εξαιρετικές συμμετοχές, που έχουν ήδη δημοσιευθεί!

Αριστέα μου, σ' ευχαριστώ που με ξανάκανες για λίγο παιδί...


Σημείωση: Κάποιο τεχνικό πρόβλημα, που δεν είναι δυνατό να λυθεί από μας, εμφανίζει κάποια σχόλιά σας και κάποια άλλα, τα εξαφανίζει δυστυχώς! Όσοι φίλοι αφήσατε σχόλιο, αλλά δεν σας απάντησα, οφείλεται σ' αυτό και όχι σε αδιαφορία ή οτιδήποτε άλλο!
Σας ευχαριστώ θερμά όλους, για την αγάπη σας και τα καλά σας λόγια!

[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Ζωή παράλληλη…

Ζωή παράλληλη…



Τόσα χρόνια χωριστά, είχε συνηθίσει την απουσία του. Μπορεί η απόσταση που μπήκε ανάμεσά τους να μην κατάφερε να εξαφανίσει την αγάπη τους, όμως η ζωή της δεν ήταν αυτή που ονειρεύτηκε.


Ένα σπιτικό ζητούσε, ένα σύντροφο, δυο κουτσούβελα να τρέχουν και να τιτιβίζουν ανάμεσά τους και ένα γεράνι στη γλάστρα να το ποτίζει κάθε πρωί. Όμως τα πράγματα δεν ήρθαν έτσι…
Δεν φανταζόταν όταν τον γνώρισε ψηλό, ηλιοκαμένο, μ’ ένα χαμόγελο που φώτιζε τα πράσινα μάτια του, ότι σ’ αυτό τον έρωτα, που γεννιόταν με το πρώτο βλέμμα, δεν θα ήταν δύο, αλλά τρεις! Δεν φανταζόταν πως θα τον μοιραζόταν με μια άλλη μεγάλη αγάπη, τη θάλασσα…
Όταν το συνειδητοποίησε ήταν πια αργά για κείνη! Η καρδιά είχε πάρει τις αποφάσεις και προτιμούσε το λίγο, απ’ το καθόλου!

Πολλές φορές καθισμένη στην αγαπημένη του πολυθρόνα, μετρούσε το χρόνο, που ήταν μαζί του, να δει αν ήταν περισσότερος από το χρόνο, που ήταν χώρια του. Ένιωθε τόσο όμορφα εκεί… σαν αγκαλιά της φαινόταν, που κουβαλά το άρωμά του, ατόφιο, ανεξίτηλο, έφτιαχνε εικόνες, έφερνε αναμνήσεις τρυφερών ιδιαίτερων στιγμών. Δικών τους στιγμών…

Άλλες φορές, μιλούσε στη φωτογραφία του. Της έλεγε αυτά που έκρυβε στην ψυχή της και δεν ήθελε να πει σε εκείνον. Τον μάλωνε, τον αποζητούσε, του κάκιωνε…
Ήταν σα να ζούσε δυο ζωές παράλληλα. Αυτή που ήταν μόνη της κι αυτή που ήταν μαζί του. Γινόταν δυο άνθρωποι, που πάλευαν ο ένας απέναντι στον άλλο. Η λογική με το συναίσθημα σε ένα αέναο πόλεμο, κέρδιζαν κάθε τόσο και μια μικρή μάχη, πότε ο ένας και πότε ο άλλος.
Ώσπου, ερχόταν η ώρα ο καπετάνιος της να γυρίσει. Τότε η χαρά της δεν χωρούσε πουθενά! Όλα της φαίνονταν όμορφα. Ακόμα και το παραπονιάρικο τραγούδι που αγαπούσε και κάθε φορά έκλαιγε ακούγοντάς το, τότε γινόταν ύμνος χαρούμενος!

Τον περίμενε πάντα στο σπίτι, στην πολυθρόνα του, εκεί όπου την άφηνε να προσπαθεί, με περίσσια γενναιότητα, να πνίξει τα αναφιλητά της, κάθε φορά που έφευγε…
Λίγο πριν περάσει το κατώφλι, ένιωθε την αύρα του και την καρδιά της να φτερουγίζει. Έπεφτε στην αγκαλιά του με λαχτάρα, αφήνοντας όλα τα δάκρυα της μοναξιάς να ξεχυθούν ελεύθερα, δίχως κόπο, δίχως συστολή.

Έσμιγαν ξανά και ξανά, σα να ζητούσαν να καλύψουν το χαμένο χρόνο. Το ξημέρωμα τους έβρισκε πάντα αγκαλιά, να μοιράζονται τα κομμάτια της ζωής τους τα χωριστά, να ενώνουν απ’ την αρχή τα νήματα στη σχεδία του σήμερα, που θα τους ταξίδευε, για όσο θα έμεναν μαζί, στον ωκεανό της καθημερινής συμβίωσης…

Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο "Παίζοντας με τις λέξεις #6" της αγαπημένης φίλης μου της Μαρίας από το My trips on blog, ένα παιχνίδι που ξεκίνησε από τη Φλώρα του TEXNIS STORIES. Οι υποχρεωτικές λέξεις είναι χρωματισμένες με κόκκινο και νικητές αναδείχθηκαν η Μαρία μας από το Απάγκιο και ο Γιάννης μας από το Ηδύποτο.


[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Έτσι ξεκίνησαν όλα…

Έτσι ξεκίνησαν όλα…



Παραμονή Χριστουγέννων στο κομψό διαμέρισμα του τρίτου ορόφου. Όλα γύρω στολισμένα, γιορτινά, χαμογελαστά. Τα μικρά φωτάκια στο κάγκελο της βεράντας ρίχνουν ένα γλυκό φως στα αμέτρητα φυτά που τη γεμίζουν. Μέσα,  κυριαρχεί το δέντρο μεγάλο, αστραφτερό με λογής  - λογής μπάλες , όλες στο ίδιο χρώμα, κόκκινο, πασπαλισμένες με χρυσόσκονη. Ένα κούτσουρο στο τζάκι δίνει γλυκιά θαλπωρή στο χώρο. Το τραπέζι στρωμένο με τα καλά του, τα κηροπήγια ακόμα αναμμένα…

- Κοιμήθηκε; Ρώτησε ο νεαρός άντρας τη γυναίκα του, καθώς έσβηνε τα κεριά.
- Αμέσως σχεδόν… απάντησε εκείνη. Το μόνο που ήθελε ήταν ν’ ακούσει για μια ακόμα φορά, την ιστορία της γέννησης του Χριστού. Δεν πρόλαβε όμως… σε λίγα λεπτά, τον πήρε ο ύπνος.

Κάθισαν ο ένας πλάι στον άλλο, να τελειώσουν το κρασί τους, παρατηρώντας το χορό που έκαναν οι φλόγες στο τζάκι. Κάθε χρόνο με τον ίδιο τρόπο περνούσαν την Παραμονή των Χριστουγέννων, από τότε που ήρθε στη ζωή τους αυτό το αγγελούδι, που ήδη μετρούσε εφτά χρόνια ζωής. Οι τρεις τους, γελαστοί, ευτυχισμένοι, χαρούμενοι, δημιουργούσαν αναμνήσεις στον αγαπημένο τους γιο.

- Θυμήσου, πριν από πέντε χρόνια πώς ήμασταν… είπε εκείνη και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.
- Μόνοι! Απάντησε εκείνος και της έσφιξε το χέρι.

Και ήταν αλήθεια! Τα Χριστούγεννα και κυρίως την Παραμονή, ήταν πάντα με πολύ κόσμο, φίλους, συγγενείς, σε πάρτι, σε ρεβεγιόν, αλλά μόνοι! Όταν αντάλλασσαν ευχές με τους γύρω τους, ένα μικρό κενό φαίνονταν πάντα στο βλέμμα… ένα παιδί έλειπε από τη ζωή τους, ένα παιδί που δεν ερχόταν. Αμέτρητες  οι απογοητεύσεις, ακόμα και στην προσπάθειά τους για υιοθεσία.

Ως τη στιγμή που σε ένα χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν πέντε χρόνια πριν, εκεί ανάμεσα στις ευχές και τα χαμόγελα, μια φίλη τους μίλησε για την υιοθεσία παιδιών με νοητική υστέρηση. Τους εξήγησε πως αυτού του είδους οι υιοθεσίες είναι πιο εύκολες, πιο γρήγορες, μια που τα παιδιά αυτά βρίσκονται στα αζήτητα. Αμέσως, το κενό από το βλέμμα τους χάθηκε και τη θέση του, πήρε μια λάμψη ελπίδας!

- Λες, να τα καταφέρουμε; Λες να μπορέσουμε να υιοθετήσουμε ένα τέτοιο παιδάκι; Είπε η κοπέλα στη φίλη, με λαχτάρα…
- Αν δεν σε πειράζει!
- Να με πειράζει; Αστειεύεσαι;… γιατί να με πειράζει; Αν ήταν γεννημένο από μένα, θα είχε καμιά διαφορά;…
- Κανείς δεν θέλει παιδιά με προβλήματα! Απάντησε η φίλη… όλοι προσπαθούν για το αντίθετο. Οι μέλλουσες μαμάδες υποβάλλονται σε ένα σωρό εξετάσεις προκειμένου να αποφύγουν, αυτό που εσύ βλέπεις τόσο φυσικό!
- Δεν με νοιάζει! Ίσα – ίσα, θα δώσουμε αγάπη και οικογένεια σε ένα παιδί με προβλήματα, που αλλιώς θα μεγαλώσει στο ίδρυμα.

Με τη βοήθεια της φίλης τους ήρθαν σε επικοινωνία με τη στέγη, που φιλοξενούσε τα παιδιά αυτά και υιοθέτησαν τον Άγγελο, που τότε ήταν μόλις 18 μηνών…
Ήταν το πρώτο που αντίκρισαν, μετά την τυπική διαδικασία και δεν χώραγε κανενός είδους σκέψη. Αυτό ήταν το μωρό τους!

Τον βάφτισαν Άγγελο, γιατί έτσι σαν άγγελος έμοιαζε και ήρθε στη ζωή τους για να τους δώσει χαρά. Η αγάπη τους και η φροντίδα τους έκανε το μικρό παιδί να αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό, που η όποια νοητική υστέρηση να είναι σχεδόν αόρατη, από τα μάτια των αδαών.
Η αγάπη τους τον «γιάτρεψε» κάνοντας όλους τους ειδικούς να απορούν, αλλά και να χαίρονται με την πρόοδο και την εξέλιξή του.

Η αγάπη, είχε νικήσει τις προκαταλήψεις και έδωσε τη δυνατότητα σε ένα παιδί να μεγαλώσει φυσιολογικά χτίζοντας αναμνήσεις και ένα ευτυχισμένο εσωτερικό κόσμο…

Έτσι ξεκίνησαν όλα, μια βραδιά Χριστουγέννων, σε ένα ρεβεγιόν!



Αυτή είναι η συμμετοχή μου στο δρώμενο "Μικρή Χριστουγεννιάτικη Ιστορία" της αγαπημένης μου φίλης, της Αριστέας και του blog της "Η ζωή είναι ωραία". Με μια επίσκεψη, θα ενημερωθείτε για όλες τις ιστορίες, που μέχρι τώρα έχουν αναρτηθεί. Μην τις χάσετε, όλες έχουν κάτι όμορφο να διηγηθούν.


Marina
[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
 Φθινόπωρο χωρίς εσένα...

Φθινόπωρο χωρίς εσένα...


Πάντα αγαπούσε το φθινόπωρο. Της έδινε την αίσθηση ότι ταιριάζει με τη μελαγχολία, που είχε το βλέμμα της.
Αυτός ο υγρός καιρός που ενώ δεν κάνει κρύο, ξέρεις καλά ότι δεν είναι καλοκαίρι, ακόμα κι αν έχεις χάσει την αίσθηση του χρόνου, δίνει το προμήνυμα του χειμώνα λες και σε παίρνει από το χέρι σιγά - σιγά για να σε πάει στο ψυχρό του κατώφλι...

Κοίταξε έξω από το μισάνοιχτο παράθυρο. Φαινόταν μεγάλο κομμάτι του κήπου και  πολλά δέντρα του δρόμου, που είχαν ήδη φορέσει την καινούργια φορεσιά τους. Τα χρώματα, μαγικά. Λες και πέταξε κάποιος μια φούχτα χάλκινο χρώμα δεξιά κι αριστερά στα φυλλώματα... αλλού πήγε περισσότερο, αλλού λιγότερο, αλλού είχε παραμείνει πράσινο σαν να μην έφτασε για κει...
Αχ και να ήταν εδώ! σκέφτηκε... πόσο την αγαπούσε κι εκείνη, αυτή την εποχή του χρόνου!..
Της έλειπε η κόρη της και κάθε φθινόπωρο της έλειπε λίγο περισσότερο. Οι σπουδές της στάθηκαν ικανές να τις χωρίσουν και δεν ήταν λίγες οι φορές, που ευχόταν να μην είναι για πάντα!
Για πάντα!... Πόσο βαρύγδουπη έκφραση της φαινόταν αυτό το "για πάντα" πολλές φορές. Κι άλλες πάλι το έτρεμε!...

Δεν ήταν από τις συνηθισμένες μαμάδες, που θέλουν τα παιδιά τους πάντα κοντά τους, που τρέχουν να τους φορέσουν ζακέτα κάθε φορά που φυσά λίγο παραπάνω αεράκι ή που κάθε τόσο θα ρωτήσουν το κλασσικό, "έφαγες;". Από την πρώτη στιγμή που την κράτησε στα χέρια της, αποφάσισε πως αυτό το παιδί πρέπει να μεγαλώσει χτίζοντας τη δική του προσωπικότητα και να ζήσει τη δική του ζωή, όχι τα "θέλω" και τα όνειρα της μαμάς και του μπαμπά. Την έμαθε να πιστεύει στον εαυτό της, να κάνει όνειρα και να τα κυνηγά!
Δεκαοχτώ χρόνια έστηνε τις φτερούγες στη ράχη του παιδιού της, φτερό - φτερό, για να έρθει η ώρα να τις χρησιμοποιήσει και να πετάξει, πραγματοποιώντας κάθε σχέδιο που θα έβαζε στο νού του, το κορίτσι της.

Όταν πια ήρθε η ενηλικίωση της είπε: "Έχεις δυο ατσάλινα φτερά και δυο γονείς που πιστεύουν σε σένα και τις επιλογές σου. Πέτα και μη φοβάσαι!". Και η μικρή το έκανε, κάνοντας τους περήφανους, για τη θέληση και την αποφασιστικότητά της.
Η φωλιά όμως, το σπιτικό της, είχε αδειάσει κι αυτό, κάθε φθινόπωρο, το ένιωθε πιο έντονα. Της έλειπαν οι βόλτες τους, τα κλαδιά, που μάζευαν, με φύλλα σ' όλα αυτά τα υπέροχα χρώματα του φθινοπώρου, τα Κυριακάτικα μεσημέρια που έτρωγαν όλοι μαζί, η ζεστή σοκολάτα που έπιναν συζητώντας και φιλοσοφώντας τα απογεύματα. Μάλωνε τον εαυτό της για τις σκέψεις αυτές συχνά, μα κάποιες φορές άφηνε κι ένα δάκρυ να κυλήσει στο μάγουλό της...

Πήρε στα χέρια της το τηλέφωνο κι έκανε να σχηματίσει τον αριθμό, μα το άφησε πάλι στην άκρη... "δεν έχει χρόνο για κουβέντες", σκέφτηκε. "Μάθημα δίνει, διαβάζει! Οι δικοί μου συναισθηματισμοί της λείπουν τώρα, για να αποσυντονιστεί!"...

Παράτησε το τηλέφωνο δίπλα στην κούπα με τον καφέ και ανέβηκε στο δωμάτιο της μικρής. Κάθισε στο κρεββάτι της, άγγιξε τις φωτογραφίες της, πήρε αγκαλιά τον αγαπημένο της αρκούδο... "Να είναι καλά, το παιδάκι μου" σκέφτηκε "κι ας είναι μακριά".

Ξαφνικά, το γάβγισμα του σκύλου την έβγαλε από τις σκέψεις. Ήταν αλλιώτικο, επιτακτικό, χαρούμενο θα έλεγες. Πριν προλάβει να κατέβει τη σκάλα, ο σκύλος κουνώντας την ουρά είχε ορμήσει μέσα στο δωμάτιο και την παρακινούσε να κατέβει κάτω.

"Εντάξει έρχομαι, έρχομαι, μη χαλάς τον κόσμο!" είπε χαμογελώντας και βγήκε. Την ώρα που άνοιξε την πόρτα για να βγει στην αυλή, να δει τι συνταρακτικό συμβαίνει και ο μαλλιαρός φιλαράκος της έκανε σαν τρελός, αντίκρισε την κόρη της με ένα πλατύ χαμόγελο να της λέει: "Έκπληξη μαμά, τάξε μου! Πήρα πτυχίο!!!"
"Μα, πώς;... Θέλω να πω, ήξερα ότι έχεις ένα μάθημα ακόμα και ότι θα το έδινες τώρα. Πώς έγινε;"...
"Απλό μαμά, ήταν όλα ένα μικρό καταχθόνιο σχέδιο, για να σας κάνω έκπληξη! Δε χαίρεσαι:"...
Αν χαιρόταν!... Περιττό και να ειπωθεί ακόμα. Το πλατύ χαμόγελο μιλούσε πολύ εύγλωττα και η σφιχτή αγκαλιά, άλλο τόσο!
"Λοιπόν, τι λες μαμά, θα κάνουμε τη φθινοπωρινή μας βόλτα ή άργησα πολύ;"...
Αντί για άλλη απάντηση πήρε τα κλειδιά και την αλυσίδα του σκύλου και έκλεισε την πόρτα πίσω τους. Πιασμένες χέρι χέρι, όπως όταν ήταν μικρούλα, βγήκαν στο δρόμο συζητώντας δυνατά και χαρούμενα.



[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια

find "to e-periodiko mas" on instagram