Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μικρές ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μικρές ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Χτίζοντας τρυφερές αναμνήσεις...

Χτίζοντας τρυφερές αναμνήσεις...


xtizontas-triferes-anamniseis-to-e-periodiko-mas
Photo by Mira Kemppainen on Unsplash
Ήταν τα πέμπτα Χριστούγεννα που θα περνούσαν χωριστά… από τότε που γεννήθηκε η μικρή οι συνθήκες άλλαξαν. Δεν μπορούσε πλέον να είναι μαζί στη δουλειά του, να περνάνε τις χρονιάρες μέρες ο ένας πλάι στον άλλο. Το καράβι δεν ήταν χώρος για ένα μωρό, ούτε για ένα μικρό παιδάκι. Έτσι, έμεναν μαμά και κόρη μόνες, με το μπαμπά να οργώνει τις θάλασσες και να τους λείπει.

Στόλιζαν το δέντρο χαρούμενες, έχοντας χριστουγεννιάτικα τραγούδια να τους κάνουν συντροφιά και να γλυκαίνουν την ατμόσφαιρα της προσμονής. Πρώτα τα φωτάκια, μετά μία - μία οι μπάλες και τα στολίδια. Το κοριτσάκι τιτίβιζε ευχαριστημένο με την όλη διαδικασία. «Εγώ θα τα κρεμάσω όλα, μαμά! Μεγάλωσα τώρα!»

Τι παράξενο! Από τη μέρα που γεννήθηκε η Ιόλη, ανυπομονούσε να μεγαλώσει για να μπορεί να κουβεντιάζει μαζί της. Να της εκφράζει πώς νιώθει, τι θέλει, τι την ενοχλεί… και τώρα τρέμει τη στιγμή που θα ρωτήσει για το μπαμπά της. Κάτι τέτοιες ώρες ήθελε να είναι ακόμα μωρό, να μην καταλαβαίνει όσα τώρα, να μην της λείπει η παρουσία του, να μη συνηθίσει την απουσία του.

Προσπαθούσε να προετοιμαστεί για την ερώτηση που θα ερχόταν και έπρεπε να έχει απάντηση που δεν θα φέρει δάκρυα στα μάτια τους. Τι να πει όμως; Η μόνη απάντηση που θα έφερνε χαρά, δεν μπορούσε να ειπωθεί… ο μπαμπάς δεν θα ήταν τις γιορτές μαζί τους, ξανά! Πέντε χρόνια τώρα, δεν ήταν μαζί τους τα Χριστούγεννα και όσο η Ιόλη μεγάλωνε, τόσο πιο δύσκολο γινόταν. Έπρεπε να τη βάλει στην πραγματικότητα χωρίς να την πληγώσει. Έπρεπε να τη βοηθήσει να καταλάβει χωρίς δράματα… να χτίσει αναμνήσεις όμορφες τρυφερές, που θα τη συντρόφευαν με γλυκά συναισθήματα στο διάβα της ζωής της, χωρίς σημάδια που θα πονούσαν.

Τέλειωνε πια ο στολισμός. Μόνο τα φωτάκια για το μπαλκόνι είχαν μείνει, αλλά η μικρή αποκαμωμένη από την κούραση είχε γείρει στον καναπέ και κοιμόταν βαθιά…

Με ανακούφιση την πήρε στην αγκαλιά της και την έβαλε τρυφερά στο κρεβάτι. Τη χάιδεψε, τη φίλησε κι έκλεισε το φως και την πόρτα πίσω της. Για σήμερα, η ερώτηση δεν έγινε… αύριο είναι μια άλλη μέρα, σκέφτηκε καθώς γύριζε στο σαλόνι για να μαζέψει τις άδειες κούτες.

Ο ήχος του τηλεφώνου την έβγαλε από το φόρτο του μυαλού. «Πάνω στην ώρα Γιώργο μου!» απάντησε με λαχτάρα. Ήθελε να μοιραστεί τους προβληματισμούς της με τον άνθρωπό της, όμως από την άλλη δεν ήθελε να τον φορτώνει και με αυτή την έγνοια. Δεν ήταν ευχάριστο και σε κείνον να είναι μακριά από την οικογένειά του και την μονάκριβή του κόρη, τις γιορτές. Όλο κι όλο που την είδε, που την έζησε ήταν δύο καλοκαίρια όταν ήταν δύο χρονών και πέρσι που ήταν τεσσάρων. Κι έκανε υπομονή, να περάσει ο καιρός να αλλάξει καράβι, να κάνει δρομολόγια εδώ στην Ελλάδα, να βλέπονται σαν οικογένεια…

«Τι συμβαίνει;» ακούστηκε ανήσυχος. «Τίποτα καλέ μου! Μόλις τελειώσαμε το στόλισμα του δέντρου. Η Ιόλη κοιμάται κατάκοπη, δεν την πρόλαβες…» ένας λυγμός που πήρε να ανεβαίνει πνίγηκε με επιτυχία από ένα μικρό βηχαλάκι και τα παράσιτα της γραμμής. «Πώς είσαι; Εμείς εδώ είμαστε καλά και ετοιμαζόμαστε για τα Χριστούγεννα» ακούστηκε πιο συγκροτημένη και αποφασισμένη να μην του φορτώσει βάρος. Δεν μπορούσε άλλωστε να κάνει τίποτα. Δεν ήταν στο χέρι του, αυτή ήταν η δουλειά του και την είχε αποδεχτεί με όλες της τις δυσκολίες. Ήξερε πολύ καλά πως ο δικός της ρόλος ήταν να στρογγυλεύει κάθε γωνία αιχμηρή της ψυχής, που άφηνε η απόσταση και να μαλακώνει όλα τα δύσκολα συναισθήματα που γεννούσε. Ήθελε να είναι ήρεμος για να μπορεί να κυβερνά το καράβι με ασφάλεια στις άγριες θάλασσες που αρμένιζε.

Και η δική της ηρεμία; Αυτή εξαρτιόταν από τη δική του και της κόρης τους. Σα συγκοινωνούντα δοχεία που η απόσταση εκμηδενιζόταν από το δέσιμο και την αφοσίωσή τους, σ’ αυτό που μοιράζονταν…

«Ξέρεις, σκέφτηκα φέτος να μιλήσω διαφορετικά στη μικρή. Να μη την παρηγορήσω για την απουσία σου, αλλά να την κάνω να αποδεχθεί την πραγματικότητα. Δεν είναι σωστό κάθε χρόνο να ζει με την ίδια αγωνία, ούτε όμως και να συνηθίσει την απουσία σου… »

«Πώς θα το καταφέρεις αυτό, καρδιά μου; Είναι μικρή, δεν είναι εύκολο! Μήπως να της μιλήσω εγώ;» η ανησυχία ξαναγύρισε στη φωνή του. Ήταν από τις στιγμές που κανένα μέσο δεν μπορούσε να νικήσει την απόσταση και την επιθυμία να βρίσκεται κοντά τους.

«Θα βρω τρόπο, μη σε απασχολεί! Εσύ απλά να ξέρεις πως η Ιόλη μας, θα περάσει όμορφα. Αυτό να έχεις στο μυαλό σου. Τα άλλα, είναι δική μου δουλειά!» είχε ήδη βρει τα λόγια, είχε ήδη γεμίσει δύναμη και σιγουριά. «Σου έχω εμπιστοσύνη, απλά δεν μου είναι ευχάριστο να το περνάς όλο αυτό μόνη σου» απάντησε προσπαθώντας, εκείνος τώρα, να κρατήσει τη συγκίνησή του έξω από τη φωνή του…

Ξημέρωνε Κυριακή. Μια ηλιόλουστη ψυχρή χιονισμένη Κυριακή, ίδια με τα ανάμεικτα συναισθήματα που πλημμύριζαν την ψυχή τους…

Η Ιόλη ξύπνησε με χαμόγελο και έτρεξε στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Δεν χόρταινε να το κοιτά… Η Κάτια την υποδέχτηκε με μια ζεστή αγκαλιά και την ώρα του πρωινού άρχισε να κάνει πράξη την απόφασή της.

«Ξέρεις αγάπη μου, τι σκεφτόμουν αυτές τις μέρες;» είπε τρυφερά. Η μικρή την κοίταξε όλο απορία… «Νομίζω ξέρεις τι είναι τα έθιμα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε.

«Ναι, μας είπε η κυρία πως είναι συνήθειες που περνάνε από τον ένα στον άλλο» απάντησε η μικρή.

«Ακριβώς! Έθιμο είναι και ο στολισμός του δέντρου, τα χριστουγεννιάτικα γλυκά και πολλά άλλα. Έθιμα όμως μπορούμε να φτιάξουμε και δικά μας. Που να είναι μόνο για μας» είπε η Κάτια περιμένοντας την αντίδραση της Ιόλης που δεν άργησε να έρθει.

«Τι δηλαδή;» ρώτησε με τα μάτια ορθάνοιχτα από την αναμονή.

«Να, εμείς μπορούμε να αποφασίσουμε κάθε Παραμονή Χριστουγέννων να καθόμαστε κάτω από το στολισμένο δέντρο, να διαβάζουμε χριστουγεννιάτικες ιστορίες και να πίνουμε ζεστή σοκολάτα οι δυο μας»…

«Κι ο μπαμπάς;» ρώτησε βουρκωμένη η μικρή.

«Ο μπαμπάς μπορεί να ταξιδεύει ή μπορεί να είναι μαζί μας. Δεν είναι το ίδιο κάθε χρόνο. Όμως, αυτή είναι η δουλειά του και πρέπει να το δεχτούμε χωρίς στεναχώρια. Αρκεί που είναι καλά κι ας είναι μακριά μας» απάντησε η Κάτια και περίμενε με αγωνία την Ιόλη να επεξεργαστεί όσα της είπε.

«Δε μου αρέσει καθόλου! Οι μπαμπάδες τα Χριστούγεννα πρέπει να είναι με τα παιδιά τους κι εγώ θέλω το δικό μου» απάντησε με πείσμα.

«Συμφωνώ, αλλά ξέρεις, δεν κάνουν όλοι οι μπαμπάδες την ίδια δουλειά. Κι εσύ πρέπει να είσαι περήφανη για το δικό σου μπαμπά, γιατί με τη δουλειά του βοηθά άλλους ανθρώπους. Μεταφέρει με το καράβι του εμπορεύματα που χρειάζονται άλλοι άνθρωποι και με αυτό τον τρόπο τους βοηθά να ζούνε καλύτερα. Σκέψου μωρό μου, πόσοι δουλεύουν τα Χριστούγεννα! Ένας ολόκληρος κόσμος. Ένα σωρό επαγγέλματα! Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που είναι μακριά από τα παιδιά τους αυτές τις μέρες και όλοι θα ήθελαν να είναι μαζί τους. Έτσι γίνεται και πρέπει να το δεχτούμε με γενναιότητα»

«Όμως, θα τον πάρουμε τηλέφωνο και θα βάλεις και την κάμερα να τον βλέπω και να με δει που θα φοράω όμορφα ρούχα!» απάντησε η μικρή σκουπίζοντας τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάγουλά της.

«Και βέβαια, μωρό μου! Ο μπαμπάς λείπει από το σπίτι, όχι από τη ζωή μας! Θα τον έχουμε πάντα μαζί μας και θα του μιλάμε όποτε θέλουμε. Και τώρα ακόμα αν θες!»

Ένα πλατύ χαμόγελο πήρε τη θέση των δακρύων! Η Ιόλη έκανε εκείνα τα Χριστούγεννα γενναία είσοδο στον κόσμο των μεγάλων. Οι αναμνήσεις που χτίστηκαν από εκείνες τις γιορτές θα τη συνόδευαν για όλη της τη ζωή και δεν θα την άφηναν στιγμή να νιώσει μόνη. Ο μπαμπάς της είχε πάντα παρουσία δίπλα της, χάρη στο διαφορετικό τρόπο σκέψης που χάραξε η μαμά της. Ένας μπαμπάς που δεν έλειψε ποτέ, ουσιαστικά!


[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
20 Σχόλια
Φταίω κι εγώ...

Φταίω κι εγώ...


Ftaiw-ki-egw-to-e-periodiko-mas

Η Μάρα καληνύχτισε με ένα γλυκό φιλί την οχτάχρονη κόρη της, τη σκέπασε κι άναψε τη μικρή υδρόγειο σφαίρα που περιστρεφόταν σκορπώντας ένα γλυκό φως στην ατμόσφαιρα. Αυτό συντρόφευε τη μικρή όλη τη νύχτα, για να μην τρομάζει στο σκοτάδι.

Κλείνοντας την πόρτα πίσω της η έγνοια της ήταν τα συμμαζέψει, να τακτοποιήσει και να καθαρίσει, για να είναι όλα στη θέση τους την επόμενη μέρα.

Αγαπούσε πολύ αυτό το σπίτι. Κάθε γωνιά του, ήταν προσεγμένη και φροντισμένη. Ένα υπόδειγμα τάξης και καθαριότητας με ένα κήπο εξίσου περιποιημένο που νόμιζες πως ξεφύλλιζες σελίδες περιοδικού διακόσμησης! Ήθελε το καλύτερο για τους αγαπημένους της και δεν λυπόταν κόπο για να τους το προσφέρει…

Κατευθύνθηκε στο σαλόνι με το αναμμένο τζάκι και τη μεγάλη τζαμαρία, που έβλεπε στη θάλασσα. Όμως, τίποτα δεν ήταν όπως το άφησε! Το τζάκι είχε σβήσει, παγωνιά και σκοτάδι επικρατούσε στο χώρο. Ανάβοντας το φως δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που αντίκρισε! Σχισμένες κουρτίνες, τρύπια και λερωμένα τα χαλιά, τα έπιπλα διαλυμένα, οι τοίχοι γκρίζοι και βρώμικοι και η τζαμαρία, θρυμματισμένη!

Η τηλεόραση να προβάλει συνεχώς διαφημίσεις χημικών προϊόντων. Τα λουλούδια στο βάζο δίπλα της μαραμένα, νεκρά… ξαφνικά επικρατεί σκοτάδι ξανά! Προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει το φως να το ανάψει, να δει, να καταλάβει… πατά το διακόπτη και οι λάμπες εκρήγνυνται! Μόνο η τηλεόραση μένει εκεί ανεπηρέαστη να συνεχίζει να προβάλει διαφημίσεις και να σκορπά ένα απόκοσμο φως στη ζοφερή ατμόσφαιρα…

Γυρνά έντρομη στο δωμάτιο του παιδιού. Ανοίγει την πόρτα και ορμά στο κρεβάτι της μικρής. Βρίσκει στη θέση της ένα πλαστικό μωρό που επαναλαμβάνει συνεχώς «μαμά» «μαμά».

Τριγυρνά στα δωμάτια σα χαμένη. Στην κουζίνα όλα μοιάζουν τακτοποιημένα και καθαρά αλλά, από τη βρύση τρέχει ένα καφέ υγρό και τα τρόφιμα στο ψυγείο είναι πλαστικά, όπως πλαστικά έγιναν και τα φυτά στο παράθυρο! Όλα στο χώρο θυμίζουν κουκλόσπιτο! Όμορφα αλλά ψεύτικα…

Τρέχει στην εξώπορτα… η ατμόσφαιρα θολή με μια περίεργη μυρωδιά, που δυσκολεύει την αναπνοή της. Στο βάθος του ορίζοντα μια αναλαμπή δηλώνει την παρουσία πυρκαγιάς. Κοιτά ένα γύρω στην άλλοτε γεμάτη λουλούδια και φυτά αυλή. Τώρα είναι όλα πλαστικά, ακόμα και τα δέντρα!

Στρέφει το βλέμμα στον ουρανό! Γκρίζος, σχεδόν μαύρος δεν της αφήνει περιθώρια να καταλάβει αν είναι μέρα ή νύχτα… «νύχτα είναι» σκέφτεται με κάποια αμφιβολία. Οι αστραπές που σχίζουν το σκοτάδι φωτίζουν τη θάλασσα που είναι γεμάτη σκουπίδια και ψάρια νεκρά που επιπλέουν.

Πριν προλάβει να κάνει ένα ακόμα βήμα, μια δυνατή βροχή ξεσπά! Θυμωμένη αλλιώτικη βροχή! Από κείνες που λες πως ο Θεός θέλει να ξεπλύνει όλα τα κακά του σύμπαντος! Μαύρα ρυάκια σχηματίζονται στο έδαφος. Βρέχεται… τα ρούχα της αλλάζουν χρώμα, γίνονται μαύρα κι αυτά. Και τα φυτά και τα δέντρα, ας ήταν πλαστικά, γίνονται μαύρα κι αυτά!...

Δοκιμάζει να μπει ξανά στο σπίτι. Ένα νεαρό παιδί στην πόρτα, την κοιτά στα μάτια. Δεν της μιλά, το βλέμμα του όμως ρωτάει «γιατί»! Το προσπερνά μα σε κάθε της βήμα συναντά περισσότερα παιδιά, όλα με το ίδιο βλέμμα να ρωτούν «γιατί». Πλημμυρίζει το δωμάτιο νεαρά παιδιά με την ίδια ερώτηση που επαναλαμβάνεται χωρίς να ακούγεται. Όμως εκείνη τη νιώθει καθαρά στην καρδιά της…

«Γιατί»! Δεν μπορεί να απαντήσει… δεν θέλει να απαντήσει… «δεν ξέρω γιατί, μη με ρωτάτε γιατί! Εγώ, πάντα φρόντιζα να είναι όλα καθαρά, να είναι τακτοποιημένα, να…» όσο ψάχνει τρόπους να απαντήσει, τόσο τα πρόσωπα πληθαίνουν!... Κι αυτό το «γιατί» έχει μια δόση κατηγορίας…

Φταίω κι εγώ δηλαδή; Μα πώς φταίω; Δεν έκανα κάτι!...

Η τηλεόραση συνεχίζει τις διαφημίσεις για προϊόντα, για χημικά… πολλά από αυτά τα αγοράζει, τα χρησιμοποιεί.

«Αφήστε με! Φύγετε! Δεν ξέρω γιατί! Δεν ξέρω τίποτα!»... Πάγωσε και η ίδια μ’ αυτή της τη διαπίστωση! Δεν ξέρω τίποτα! Φταίω που δεν ξέρω, έπρεπε να ξέρω, έπρεπε να ρωτώ να μαθαίνω, να ενημερώνομαι! Έπρεπε να φροντίζω αλλιώς το σπίτι μου, το μεγαλύτερο σπίτι μου…

Όσο συνειδητοποιούσε και τις δικές της ευθύνες, τόσο τα πρόσωπα των παιδιών έπαιρναν έκφραση και από ψυχρά γίνονταν λυπημένα. Ένα βουβό κλάμα ακουγόταν τώρα! Σα βουητό μελισσιού, απλωνόταν από άκρη σ’ άκρη! Ένας λυγμός βγήκε από το στήθος της! Ω, Θεέ μου, τι έκανα, τι κάναμε!!...

«Μαμά, μαμά ξύπνα!!» άνοιξε τα μάτια της λουσμένη στον ιδρώτα και με απορία κοίταξε την κόρη της που προσπαθούσε να την ξυπνήσει. «Παραμιλούσες μαμά! Κι έλεγες κάτι για όξινη βροχή, για σκουπίδια, πλαστικά κι άλλα που δεν καταλάβαινα…». Αγκάλιασε το παιδί με λαχτάρα.

- Ξέρεις αγάπη μου, αυτό το όνειρο, αυτός ο εφιάλτης πες καλύτερα, με βοήθησε να καταλάβω τι κάνω λάθος! Ή μάλλον, τι δεν κάνω καθόλου…

- Τι δεν κάνεις, τι είναι αυτό που κρατάς στο χέρι σου;

- Ένα φυλλάδιο που μιλά για την καταστροφή του πλανήτη, αν δεν τον προστατεύσουμε… το πήρα για να το πετάξω!..

- Χωρίς να το διαβάσεις; ρωτά με απορία η μικρή

- Του έριξα μια ματιά, μα σκέφτηκα πως δεν είναι στο χέρι μου να κάνω κάτι…

- Η δασκάλα μας, μας είπε πως όλοι μπορούμε να κάνουμε πολλά!

- Δίκιο έχει! Το συνειδητοποίησα με τον πιο περίεργο τρόπο! Στο χέρι μας είναι όλα! Πρώτα να ενδιαφερθούμε, μετά να μάθουμε και φυσικά να αλλάξουμε τρόπο σκέψης και να βοηθήσουμε κι άλλους να κάνουν το ίδιο! Βλέπεις μωρό μου, το παρόν μας εξαρτάται από το παρελθόν, αλλά το μέλλον, είναι στα δικά μας χέρια!...

Ξάπλωσαν ξανά και οι δυο αγκαλιασμένες, ενώ η μικρή υδρόγειος εξακολουθούσε να φωτίζει με ένα γλυκό φως το δωμάτιο…
...

Με το κείμενο αυτό συμμετέχω στη Φωτο - Συγγραφική Σκυτάλη #4 που οργανώνει 
η Mary Petrax από τη Γήινη Ματιά

Παραδίδω τη σκυτάλη στη Μαρία Κανελλάκη από το Απάγκιο με τη φωτογραφία που 
ακολουθεί και την λέξη "Στόχος".

Photo by Fabe Collage on Unsplash


[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
39 Σχόλια
Το παράθυρο της νιότης

Το παράθυρο της νιότης


to-parathiro-tis-niotis

Ούτε και η ίδια μπορούσε να πιστέψει πως βρισκόταν ξανά σ’ αυτή τη γειτονιά…

Είχαν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από τη μέρα που έφυγε κυνηγημένη από την ίδια της τη ζωή. Απογοητευμένη και πληγωμένη από τον άντρα που η ίδια αγάπησε, επέλεξε και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει…

Κάρφωσε τα μάτια της σε κείνο το παράθυρο, που άλλοτε καθόταν και κεντούσε τα προικιά της, δεκαοχτώ χρονώ κορίτσι ολόδροσο, με μακριές καστανές πλεξούδες και ρόδα στα μάγουλα. Κι εκείνος, είκοσι χρονών παληκαρόπουλο αμούστακο πες, πέρναγε κάθε μέρα για να σηκώσει το πυρωμένο από έρωτα βλέμμα του πάνω στο παραθύρι και να αφήσει ένα αναστεναγμό να πλανηθεί μέχρι τα αυτιά της, που κοκκίνιζαν στη θέα του.

Όμορφος μελαχρινός με ζαφειρένια μάτια κι αστραφτερό χαμόγελο, έγινε ο κύρης της καρδιάς της με την πρώτη ματιά. Το παράθυρο εκείνο έγινε το σημείο συνάντησής τους για μήνες, ώσπου να συναντηθούν στο σκοτεινό σοκάκι κάτω του και να ανταλλάξουν το ένα και μοναδικό φιλί, που σφράγισε την αγάπη τους και έδωσαν λόγο οι καρδιές, αγάπης.

Ο πατέρας είχε άλλα σχέδια! Μοναχοκόρη ήταν, όμορφη ήταν, είχε πάει και σχολείο, ήθελε να την καλοπαντρέψει! Προίκα δεν υπήρχε, εκτός από το φτωχό εργατικό διαμέρισμα που θα της άφηνε με το θάνατό του, έπρεπε να την εξασφαλίσει. Κι ευτυχώς για κείνον, υπήρχαν πολλοί καλοστεκούμενοι οικονομικά, μερακλήδες που δεν στέκονταν στην προίκα, αλλά θαύμαζαν τα αμυγδαλωτά καστανά της μάτια και το γλυκό της χαμόγελο και κάθε τόσο του έκαναν κουβέντα για γάμο. Κι αυτός σα να ήταν η κόρη του εμπόρευμα σε πλειστηριασμό, κοιτούσε ποιος έχει τα πιο πολλά για να συγγενέψει μαζί του.

Κουβέντα δε σήκωνε για αγάπες και τέτοια! Η δική του κόρη θα έπαιρνε αυτόν που θα της διάλεγε εκείνος, με την πείρα του και με τους υπολογισμούς του. Καμιά φορά η μάνα της, προσπαθούσε να του φυτέψει στο μυαλό την περίπτωση να μην θέλει το κορίτσι τους το γαμπρό που της ετοίμαζε, αλλά εκείνος έκοβε την κουβέντα με μιας, χτυπούσε το χέρι στο τραπέζι και σταματούσε και την ανάσα της γυναίκας του, για μερικά λεπτά.

Ώσπου ήρθε η μέρα, που περιχαρής της ανακοίνωσε το νικητή της «δημοπρασίας» που θα γινόταν άντρας της! Τότε ήταν που έκανε την πρώτη της επανάσταση, κλείστηκε στο φτωχικό δωμάτιο και κλαίγοντας ασταμάτητα μερόνυχτα, δήλωνε την σθεναρή της αντίρρηση σε ό,τι της ετοίμαζε! Δέκα μέρες, μόνο με νερό, λιώνοντας στο κλάμα έκαναν τον πατέρα να λυγίσει. Μοναχοκόρη ήταν δεν μπορούσε να την αφήσει να πεθάνει κιόλας…

Έτσι δέχτηκε να τη δώσει στο Θανάση κι ας ήταν μικρός, φτωχός και άνεργος. Του βγήκε δουλειά στο εργοστάσιο που δούλευε κι ο ίδιος, τους έδωσε και το διαμερισματάκι κι εκείνος με την κυρά του, βρήκαν στέγη σε ένα δωμάτιο εκεί κοντά… τι τα ήθελαν τα πολλά δωμάτια δυο γέροι άνθρωποι, είπε και το αποφάσισε!

Τον πρώτο καιρό, όλα ήταν μέλι γάλα! Η αγάπη τους ήταν στην πρώτη της άνοιξη και χαίρονταν το νεαρό ζευγάρι την ευτυχία και τη ζωή, εκεί στο δωμάτιο με το παράθυρό τους, αυτό που τους έφερε κοντά…

Όταν πια ήρθε και η είδηση της εγκυμοσύνης ήταν λες και πετούσαν στα ουράνια!

Απότομα προσγειώθηκαν όμως, όταν τα πρώτα σύννεφα άρχισαν να φαίνονται με τη γέννηση του μωρού. Κορίτσι!! Είπε η μαμή που την ξεγέννησε και περίμενε τα συχαρίκια, αλλά αντίκρισε ένα σκοτεινό παγωμένο βλέμμα από τον «ευτυχή» πατέρα… ήθελε αγόρι, για να συνεχίσει τη φαμίλια εκείνος, για να πάρει το όνομα του πατέρα του, που τον έχασε μικρός, για να βγει στο μεροκάματο νωρίς και να τον βοηθάει…

Έτσι άρχισαν οι γκρίνιες, που έγιναν χειρότερες όταν λίγο αργότερα, τον απέλυσαν από το εργοστάσιο, λόγω εριστικής συμπεριφοράς, έτσι είπαν!...

Κι άρχισε να χάνεται κι από τον εαυτό του κι από το σπίτι και να ψάχνει για δουλειά και να ξημερώνεται στο ταβερνάκι της γειτονιάς πίνοντας το ένα κατοστάρι μετά το άλλο. Τον περίμενε με αγωνία να γυρίσει κάθε φορά, να του δώσει λίγο φαγητό να βάλει στο στόμα του, να τον κουβεντιάσει, να τον παρηγορήσει, να του σταθεί. Όμως εκείνος γύριζε τρεκλίζοντας κι όταν την έβλεπε μπροστά του, ο θυμός του ήταν απερίγραπτος! Το κορμί της είχε γεμίσει με μώλωπες και η ψυχή της με πόνο κι απόγνωση. Αδιέξοδο!...

Κάθε φορά που θήλαζε το μωρό τους, πονούσε διπλά. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της και κατέβαιναν ανενόχλητα μέχρι το μικρό στοματάκι της κόρης τους…

Πού να ζητήσει βοήθεια! Πού να πει αυτό που ζούσε! Πάσχιζε να το κρύψει κάθε φορά που έμπαινε η μάνα της στο σπίτι για να δώσει βοήθεια στη λεχώνα, πάσχιζε να το κρύψει ακόμα κι από τον ίδιο της τον εαυτό! Θα βρεθεί δουλειά και θα ημερέψει ο θυμός κι όλα θα αλλάξουν έλεγε και ξανάλεγε… δική μου ήταν η απόφαση, δική μου η επιλογή!

Πώς ξεστομίζεις τέτοιο πράγμα σε ένα πατέρα που ούτε ήθελε, ούτε περίμενε τέτοιο ταίρι για το παιδί του! Εκείνη ήταν που δήλωσε ότι δεν θα πάρει κανένα, παρά μόνο αυτόν που αγαπάει κι ας πεθάνει! Ε, τώρα ήρθε η ώρα να επωμισθεί και τις ευθύνες, σκεφτόταν…

Και περνούσε ο καιρός και τίποτα δεν καλυτέρευε… ώσπου ένα βράδυ, όταν προσπάθησε εκείνος να χτυπήσει και το μωρό, πήρε την απόφαση να φύγει, να χαθεί! Και το έκανε!

Μόλις έπεσε στο βαθύ μεθυσμένο του λήθαργο, μάζεψε λίγα ρούχα (δεν είχε και πολλά) τύλιξε το μωρό σε μια ζεστή κουβέρτα και έφυγε σαν κυνηγημένη από το σπίτι, από τη ζωή της, από την μικρή πόλη που ζούσε ως τότε!!

Χάρη στην αγάπη των ανθρώπων, που τη βοήθησαν κι ας μην τη γνώριζαν, βρήκε στέγη σε ένα πλούσιο σπίτι, που ήθελε οικιακή βοηθό και έγιναν οι δικοί της βοηθοί στο μεγάλωμα του παιδιού της. Δούλεψε αγόγγυστα για πολλά χρόνια, ανάστησε την κόρη της, τη σπούδασε και έμοιαζε σα να μην ήθελε να κοιτάξει πίσω. Σα να επουλώθηκε εκείνη η πληγή, που άφησε στην ψυχή της η μοναδική της αγάπη. Όμως πολλές φορές το παρελθόν χτυπά την πόρτα σου εκεί που νομίζεις πως έχεις τελειώσει μαζί του, για να κλείσει θαρρείς τα τεφτέρια της ζωής και των σχέσεων…

Διαζύγιο δεν πήρε ποτέ, ούτε το ήθελε, για να μη την βρει και περάσει ξανά τα ίδια. Μόνο όταν πήρε το πτυχίο της δικηγόρου η μονάκριβή της, την κάθισε κάτω, της είπε όλη την ιστορία, που μέχρι τότε την άφηνε ατελείωτη γεμάτη κενά και απορίες, σε κάθε της ερώτηση. Ήταν ο δικός της τρόπος να ξορκίσει όλο αυτό τον πόνο που κουβαλούσε και ήταν η παράκληση της κόρης που δε γνώρισε πατέρα, να γυρίσει πίσω και να τον αναζητήσει, να μάθει τι απέγινε…

Και κάπως έτσι τα βήματά της την έφεραν στο παράθυρο της νιότης, που κοίταζε με σφιγμένη καρδιά, χωρίς να μπορεί να κάνει βήμα…
...

Η ιστορία αυτή είναι η συμμετοχή μου στην Φωτο-Συγγραφική Σκυτάλη #3, που επιμελείται και οργανώνει η Μαρία από τη "Γήινη ματιά". Την έμπνευση μου την έδωσε η φωτογραφία που επιλέχθηκε από την Στέλλα του "Με το φεγγάρι αγκαλιά". Μπορείτε να διαβάσετε όλες τις μέχρι τώρα συμμετοχές εδώ. Ευχαριστώ θερμά τη Μαρία που μου έδωσε την ευκαιρία και τη Στέλλα για τη φωτογραφία που γέννησε την ιστορία μου.


Παραδίδω τη σκυτάλη στη Μαρία Γ. από το "Φεύγουμε;". Η φωτογραφία που διάλεξα για κείνη είναι η παραπάνω και η λέξη είναι "θρόνος". Πηγή: Photo by Tom van Hoogstraten on Unsplash

Ελπίζω να της δώσει αφορμή για δημιουργία! Καλή έμπνευση!!

[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
42 Σχόλια
Η μοναξιά της Ανάστασης

Η μοναξιά της Ανάστασης


Πασχαλινό διήγημα του Διονύση Ε. Κονταρίνη 


Το ανοιξιάτικο δειλινό είχε πάρει να απλώνεται αργά πάνω από τη Χώρα της Κέρκυρας, εκείνο το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει πίσω από τα βουνά της αντικρινής μεριάς. Η άνοιξη άφηνε τα αρώματα των λουλουδιών της να αγκαλιάζουν όλη την μικρή πόλη. Ο κόσμος είχε ξεχυθεί στους δρόμους για να γιορτάσει τη μεγάλη μέρα με τους Επιτάφιους και τις μουσικές, που θα άρχιζαν σιγά-σιγά να γεμίζουν όλη την Κέρκυρα. Οι εκκλησιές ασφυκτικά γεμάτες με τους πιστούς να συμμετέχουν στο μεγάλο δράμα. Τα μαγαζιά ένα – ένα άρχισαν να κλείνουν. Η μεγάλη γιορτή έφτανε στο κορύφωμά της 

Ήταν κείνη την ώρα που ο Αλέξης ανηφόριζε μόνος του από τη Σπηλιά προς την Πιάτσα. Με αργά κουρασμένα βήματα περπατούσε κοιτάζοντας τους ανθρώπους γύρω του. Χάζευε στα μαγαζιά κοιτάζοντας τα πράγματα που πουλούσαν. Στα χέρια του κρατούσε ένα μικρό πακέτο. Ήταν ό,τι μπόρεσε να πάρει από το μικρό μπακάλικο κάτω στη Σπηλιά. Μια μικρή φρατζόλα ψωμί, λίγες ελιές και ένα κομμάτι χαλβά. Κρατούσε το δεματάκι στα χέρια του σαν να ήτανε κάτι τόσο πολύτιμο γι΄αυτόν. 
Πέρασε όλο το δρόμο, βγήκε στη Κάτω Πλατεία, τη Σπιανάδα και προχώρησε απέναντι στο Μποσκέτο. Κάθισε στην άκρη της πόρτας του μεγάλου κήπου και άπλωσε το δεματάκι του πάνω στα πόδια του. Άνοιξε το πακέτο του και κοίταξε τα λιγοστά, που ήταν όλα όσα είχε, για να χορτάσει την πείνα του. Ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλια του. 
-Λίγο αλλά κάτι είναι κι΄αυτό, ψιθύρισε στον εαυτό του. Κείνη τη στιγμή οι καμπάνες σ΄όλη την πόλη άρχισαν να χτυπούν πένθιμα. Ήταν σαν να έμοιαζαν να ήθελαν να θυμίσουν στους ανθρώπους ότι το κορύφωμα της μεγάλης γιορτής άρχιζε. 
Σε λίγο θα ξεκινούσε η περιφορά του Μεγάλου νεκρού στους δρόμους της πόλης. Ο Αλέξης έκαμε ένα γρήγορο σταυρό και έκοψε ένα μικρό κομμάτι από το ψωμί του και το έβαλε στο στόμα του. Και ήταν εκείνη τη στιγμή που, μέσα στο μισοσκόταδο του δειλινού είδε μια μικρή σκιά με αργά βήματα, σαν φοβισμένη να έρχεται και να στέκεται μπροστά του. Μέσα στο αχνό φως του δειλινού ξεχώρισε το όμορφο προσωπάκι από κάποιο μικρό κοριτσάκι. Ένα πολύ όμορφο προσωπάκι με ξανθά μαλλιά και πολύ φτωχικά ντυμένο. Είχε μείνει άφωνος να κοιτάζει το μικρό αγγελικό πρόσωπο που στεκόταν μπροστά του και κοίταζε με κάποια λαιμαργία το ψωμί, τις ελιές και τον χαλβά. 

-Τι τρως; Ακούστηκε σιγανή και φοβισμένη η φωνή του μικρού κοριτσιού. Κείνη τη στιγμή ακούστηκαν οι πρώτες ψαλμωδίες από τη μικρή εκκλησούλα της Παναγιάς της Μαντρακίνας, που βρισκόταν λίγο πιο πέρα.. Η λειτουργία για τον Επιτάφιο είχε αρχίσει. 
Ο Αλέξης βιάστηκε να καταπιεί αυτό που είχε το στόμα του. 
-Λίγο ψωμί έχω, λίγες ελιές και λίγο χαλβά ψιθύρισε με μια φωνή που μόλις ακουγόταν. Δεν είχα λεφτά να πάρω πιο πολλά. 
Το μικρό κοριτσάκι κοιτούσε με κάποια λαιμαργία το ψωμί. 
-Αν σου ζητήσω θα μου δώσεις λίγο; ρώτησε φοβισμένα τον Αλέξη, κοιτάζοντάς τον με ένα βλέμμα που μέσα του ήταν ζωγραφισμένη μια επιθυμία για λίγο ψωμί. Κι΄αυτός για κάποιο λίγο χρόνο έμεινε άφωνος. Έμοιαζε να μην πιστεύει αυτό που άκουσε να του λέει η μικρή. Έμοιαζε να μην πιστεύει γι' αυτό που έβλεπε μπροστά του.

 -Όλη μέρα δεν έχω φάει τίποτα, ψιθύρισε το μικρό με φοβισμένη φωνή. Δεν είχαμε τίποτα. Δεν φάγαμε. Ούτε η μαμά μου έφαγε, δεν είχαμε λεφτά να ψωνίσουμε κάτι, του είπε και τα ματάκια του ήσαν συνέχεια καρφωμένα στο πακέτο του Αλέξη. Κι΄αυτός είχε απομείνει άφωνος να κοιτάζει το μικρό κοριτσάκι κι΄έμοιαζε ανίκανος να προφέρει έστω και μια λέξη. Μόνο κοιτούσε το παιδάκι 
και χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω του άπλωσε το πακέτο προς το μέρος του. 

-Πάρτο. Πάρτο και φάε! 
Το μικρό κοριτσάκι έμεινε για λίγο διστακτικό. Τα ματάκια του είχαν αρχίσει να περπατάνε από τον Αλέξη στο πακέτο και από το πακέτο στον Αλέξη. Δεν μπορούσε να το πιστέψει πως εκείνος ο θησαυρός θα μπορούσε να γίνει όλος δικός του.Χωρίς να απλώσει τα χέρια του κοιτούσε τον Αλέξη και με τρεμάμενη τη φωνή ψιθύρισε. 

-Όχι όλο. Όχι. Λίγο θέλω και να φας κι΄εσύ. Κοίταξε τον Αλέξη και προσπάθησε να χαμογελάσει. 
-Θέλεις να καθίσω εδώ και να φάμε μαζί παρέα; τον ρώτησε. 

Ένας κόμπος έμοιαζε να σφίγγει τον λαιμό του Αλέξη σαν άκουσε τη μικρή να θέλει να φάνε παρέα. Ούτε που μπορούσε να το φανταστεί πως κάποιος θα τον καλούσε να φάνε μαζί. 

-Ναι, ναι, της είπε βιαστικά. Έλα. Θα φάμε παρέα. Και της έκαμε λίγο χώρο στο πεζούλι της πόρτας για να καθίσει πλάι του. Ο Αλέξης ένοιωσε να τα έχει χάσει σαν η μικρή κάθισε πλάι του. Ένοιωθε πως τα χείλη του δεν μπορούσαν να ανοίξουν για να προφέρουν μια λέξη. Μόνο κοιτούσε τη μικρή και ένοιωθε όλος να τρέμει.

 Ακούμπησε το πακέτο στην αγκαλιά της μικρής καθώς είχε καθίσει πλάι του. Κι΄η μικρή το άνοιξε, έκοψε ένα κομματάκι χαλβά και λίγο από το ψωμί και άρχισε να τρώει. 

-Πως σε λένε; τη ρώτησε ο Αλέξης. Με το στόμα της γεμάτο η μικρή κατάφερε να του πει το όνομά της.
 -Με λένε Σούλα. Δεν έχω άλλο όνομα. Έμεινε για λίγο σκεφτικός μοιάζοντας να ψάχνει από που να ήρθε τούτο το παιδάκι. 
-Μόνη σου είσαι εδώ; τη ρώτησε;
 -Όχι. Η μαμά μου είναι στην εκκλησία, στη Μαντρακίνα. Περιμένει να σχολάσει. Και μετά θα πάει στην άκρη και θα περνάει ο κόσμος να της δίνει λεφτά. Κατάλαβε. Και έμεινε αμίλητος. Άλλος ένας άνθρωπος σαν κι΄αυτόν. Να περιμένει να ζήσει από την ελεημοσύνη των άλλων. Να περιμένει την ελεημοσύνη των άλλων για να φάνε κάτι το Πάσχα. Η μικρή σταμάτησε να τρώει και τον κοίταζε.

 -Γιατί δεν τρως. Είπαμε θα φάμε μαζί. Ο Αλέξης χαμογέλασε. Σήκωσε το χέρι του και χάιδεψε το ξανθό κεφαλάκι της μικρής. Και μέσα του ένοιωσε για πρώτη φορά κάτι τόσο όμορφο που δεν το είχε νοιώσει ποτέ στην ζωή του. 
-Φάε εσύ, είπε στη μικρή. Εγώ έχω φάει. Όλο δικό σου, της είπε μ΄ένα χαμόγελο που ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του μπορούσε να το δώσει. 

-Σούλααααααααα!!! ακούστηκε κείνη τη στιγμή μια φωνή από τη μεριά της μικρής εκκλησιάς. -Η μαμά μου, είπε η μικρή. Εδώ είμαι, φώναξε προς τη μεριά που ακούστηκε η φωνή.

Σε λίγο μπροστά τους έφτασε μια γυναίκα, που ο Αλέξης μέσα στο μισοσκόταδο προσπάθησε να την δει. Δεν φαινόταν πολύ μεγάλη. Μπορεί να πει κανείς πως μια νέα κοπέλα ήταν. Ένα κουρασμένο πρόσωπο ακουμπισμένο πάνω σε δυο σκυφτούς ώμους. Ντυμένη κι΄αυτή με ρούχα φτωχικά. Κοίταξε τον Αλέξη για λίγο και μετά στράφηκε στην μικρή. 

-Τι κάνεις εδώ; τη ρώτησε λίγο αυστηρά. Με φοβισμένα λόγια η μικρή προσπάθησε να απολογηθεί. 
-Ο κύριος μου έδωσε λίγο ψωμί και κάθισα να το φάω. Ο Αλέξης κατάλαβε ότι θα έπρεπε να μιλήσει.
 -Εγώ της είπα να καθίσει να φάμε παρέα. Πιστεύω πως είναι όμορφα οι άνθρωποι να τρώνε με παρέα. Να σου πω ότι κι΄εμένα μου λείπουν από τη ζωή μου οι παρέες. 
-Μόνο σου είσαι; τον ρώτησε 
-Όσο θυμάμαι τη ζωή μου δεν είχα κανέναν. Να σου πω ότι δεν ξέρω πως βρέθηκα στον κόσμο. Δεν το έμαθα ποτέ. Εσύ έχεις κανένα; Η κοπέλα άνοιξε τα χείλια της σ΄ένα χαμόγελο γεμάτο πίκρα.
 -Εγώ είχα. Απ΄όλους είχα. Κι΄ένα βασιλόπουλο του παραμυθιού είχα που μου έκαμε τουτο το μικρό και μετά χάθηκε παίρνοντας μαζί του όλους. Κανείς δεν γύρισε να με κοιτάξει από τότες. 

Σταμάτησε για λίγο και προσπάθησε μέσα στο μισοσκόταδο να δει πιο καλά τον Αλέξη 
-Αλήθεια, ποιος είσαι; τον ρώτησε. Ο Αλέξης έμεινε για λίγο αμίλητος. Ένα αχνό θλιμμένο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλια του 
-Είμαι ο Αλέξης. Έτσι με φωνάζουν, της είπε. 
-Εμένα με λένε Γιάννα. Να σε ρωτήσω, πως και βρέθηκες στη γειτονιά μου; Δεν σ΄έχω ξαναδεί στα μέρη μας. 
Ο Αλέξης χαμογέλασε λίγο. 
-Να σου την αλήθεια ζητούσα λίγη ησυχία για να απολαύσω το βραδινό μου και έφτασα μέχρις εδώ. -Εσύ ήρθες στην εκκλησιά; Η κοπέλα χαμογέλασε μ΄ένα χαμόγελο που έδειχνε μάλλον να είναι θλιμένο. 
-Ναι. Ήρθα στην Παναγιά την Μαντρακίνα. Και την παρακάλεσα να πει στους πιστούς να μου δώσουν καλή ελεημοσύνη για να φάει κάτι το Πάσχα και τούτο το μικρό. Μένω δω κάτω στην Κόντρα Φόσσα. 
-Μα δω κάτω δεν υπάρχουν σπίτια, της είπε ο Αλέξης. 
-Υπάρχουν όμως παλιά καΐκια και σπασμένες βάρκες. Αν δεν έχεις κάτι άλλο καλά είναι και αυτά. 

Και γυρίζοντας προς το μέρος της μικρής την φώναξε. 
-Έλα Σούλα μου. Πάμε. Η μικρή σηκώθηκε και έδωσε το υπόλοιπο του φαγητού στον Αλέξη. 
-Αυτό δικό σου, του είπε και το ύφος της έμοιαζε μάλλον σοβαρό Κι΄αυτός πήρε το υπόλοιπο φαγητό χαμογελώντας. 
Η Γιάννα γύρισε προς τον Αλέξη. 
-Μένεις εδώ κοντά; 
Κι΄αυτός την κοίταξε για λίγο αμίλητος. 
-Ναι. Μένω όπου βρω, της είπε κάπως θλιμμένα. 

Η κοπέλα έμεινε για λίγο αμίλητη να τον κοιτάζει. Μετά πήρε την μικρή Σούλα από το χέρι και χάθηκαν προς τη μεριά της εκκλησιάς. Ο Αλέξης κάθισε και πάλι στο πεζούλι της πόρτας του κήπου και με αργές κινήσεις άρχισε να τρώει το υπόλοιπο ψωμί. 

Κείνη την ώρα εκεί, προς την απέναντι μεριά, στο δρόμο των Λιστών ακούστηκε η μουσική. Η πομπή του Επιταφίου από την εκκλησιά του Αγίου Σπυρίδωνα είχε ξεκινήσει για το γύρω της. Βγήκε στο δρόμο της πλατείας, έστριψε στην Λιστών και άρχισε να ανηφορίζει προς τη Σπιανάδα. Οι καμπάνες από τις εκκλησιές όλης της Χώρας ακούγονταν να χτυπούν πένθιμα. Οι θλιμμένες στιγμές της μεγάλης γιορτής βρισκόταν στο κορύφωμά τους. Ο Ιησούς Χριστός προχωρούσε προς τον τάφο του. Εκεί που τον έστελναν οι άνθρωποι. 

Η Κυριακή του Πάσχα είχε ξημερώσει. Ένας όμορφος ανοιξιάτικο ήλιος είχε απλώσει τις αχτίνες του πάνω από την Χώρα της Κέρκυρας. Τα αρώματα των λουλουδιών περπατούσαν μαζί στην πορεία του. Σωρός απόλαυσης τα ανοιξιάτικα χρώματα είχαν πάρει να απλώνονται πάνω από όλη την ομορφιά της Κέρκυρας. Μια Ανάσταση του Χριστού είχε αγκαλιάσει τους ανθρώπους που απολάμβαναν την άγια μέρα. Ο κόσμος είχε ξεχυθεί στους δρόμους πηγαίνοντας για τα μέρη που θα περνούσαν την άγια γιορτή. Οι καμπάνες άπλωναν τον χαρμόσυνο ήχο τους κι΄άφηναν το μυρωμένο αγέρι να σκορπάει γύρω τη μελωδία τους. Όλα μαρτυρούσαν τη μεγάλη γιορτή. 

Κάτω στην Κόντρα Φόσσα τα υπολείμματα από κάποιο καΐκι ήσαν ακουμπισμένα πάνω στο χορτάρι της γης. Το πλώριο μέρος φαινόταν να κρατά ακόμη. Τα πίσω ήσαν ο σκελετός και κάτι σανίδια. Πάνω κει στην πλώρη φάνηκε να βγαίνει μέσα από την πλατιά καμπίνα η μικρή Σούλα. Προχώρησε αργά προς την πλώρη του σκάφους και στάθηκε στην άκρη του. Κοίταξε κάτω εκεί που ακουμπούσε το καΐκι στη γη και τα μάτια της άνοιξαν πελώρια ενώ μέσα τους ζωγραφίστηκε η απορία. Κοίταζε και έμοιαζε σαν να μην πιστεύει αυτά που έβλεπε. 

-Μαμά, μαμά φώναξε με δυνατή τη φωνή της. 
-Τι είναι αρή; Τι φωνάζεις. ακούστηκε η φωνή της Γιάννας μέσα από την καμπίνα.
 -Μαμά τρέχα, ακούστηκε πάλι η φωνή της μικρής, και πάνω στη πλώρη ξεπρόβαλε η Γιάννα. Πήγε κοντά στη μικρή της. 
-Μαμά κοίτα. Κι΄η Γιάννα έσκυψε προς τα έξω. Λίγο πιο πέρα από εκεί που ήταν ακουμπισμένο το σαπιοκάϊκο που είχαν για σπίτι τους, καθισμένος πάνω στο χορτάρι της γης στεκόταν ο Αλέξης. Μπροστά του ήσαν απλωμένες δυο εφημερίδες και πάνω τους ακουμπισμένα δυο πιάτα με αρνί ψητό και πατάτες, λίγη σαλάτα, κουλουράκια, τρία κόκκινα αυγά και μια μπουκάλα με κρασί. 

Η Γιάννα είχε απομείνει για λίγο να τα κοιτάζει σαν χαμένη. Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε πάνω στα χείλια της. Πήδηξε από το καΐκι και προχώρησε προς τον Αλέξη. Στάθηκε μπροστά του και κοιτούσε πότε αυτόν και πότε τα πράγματα που ήσαν ακουμπισμένα στο πρόχειρο τραπέζι. Πλάι της ήταν ακουμπισμένη και η μικρή Σούλα με το βλέμμα της καρφωμένο στα φαγητά που ήσαν πάνω στο χαρτί των εφημερίδων. 

-Χριστός Ανέστη, ακούστηκε σιγανή η φωνή του Αλέξη. Πάσχα σήμερα και ήθελα μια παρέα να περάσω τη μέρα. Διάλεξα εσάς εδώ. Έφερα κάτι να φάμε και να πούμε χρόνια πολλά. Η Γιάννα έστεκε αμίλητη και τον κοιτούσε. Τα χείλια της χαμογελούσαν και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Άνοιξε την αγκαλιά της και τον άφησε να την αγκαλιάσει. 
-Χριστός Ανέστη, ψιθύρισε κλαίγοντας.

Αυτό το τρυφερό διήγημα μου το παραχώρησε ο καλό μου φίλος Διονύσης Κονταρίνης και τον ευχαριστώ θερμά για την τιμή που μου έκανε!


[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
14 Σχόλια

find "to e-periodiko mas" on instagram