Νύχτα στο λιμάνι…
Ήταν μια συνήθεια παλιά, να κατεβαίνει και να βολτάρει στο μικρό λιμάνι του νησιού. Δεν ήταν ότι την ξέχασε με τον καιρό, ήταν αυτή η πικρή διάθεση, που την έκανε να το αναβάλει όσο κι αν το ήθελε…
Πόσο όμορφες ήταν αυτές οι βόλτες όταν η ψυχή της ήταν
ευτυχισμένη, όταν όλα μέσα της ήταν τακτοποιημένα και σωστά. Όταν τίποτα δεν
προμήνυε τη θύελλα, που ακολούθησε.
Η ζωή της χαμογελούσε, καθώς κρατώντας το
χέρι του, μετρούσαν μαζί τα μικρά ψαροκάικα και αργότερα αγκαλιά, κοιτούσαν τα
αστέρια στο νυχτερινό ουρανό. Κούρνιαζε όμορφα στην αγκαλιά αυτή, ήταν το δικό
της λιμάνι, απάγκιο, απάνεμο, ασφαλές. Τίποτα δεν μπορούσε να την απειλήσει
εκεί μέσα.
Όμως λες και υπάρχει νόμος, τα όμορφα να μην κρατούν πολύ,
έτσι και το δικό της λιμάνι, χάθηκε ένα όμορφο πρωί, έτσι όπως χάνονται τα
όνειρα με το πρώτο φως της μέρας.
Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί, όσες φορές κι αν της δόθηκαν
εξηγήσεις! Δεν μπορούσε καμιά να δεχτεί η ψυχή, που ένιωθε παρατημένη, μισή! Τι
την νοιάζουν την καρδιά οι ανάγκες επιβίωσης, η ανεργία! Τι τη
νοιάζουν τα δώρα, οι τραπεζικοί λογαριασμοί, που άρχισαν ξανά να αποκτούν
απόθεμα…
Την καρδιά τη νοιάζει μόνο η απόσταση που μπήκε ανάμεσά
τους, σα θάλασσα ανταριασμένη και πολύβουη! Αυτή η απόσταση, που όσο κι αν τα
τεχνολογικά μέσα την μειώνουν, δεν την εξαφανίζουν!
Πώς θα μπορούσαν άλλωστε! Άδειο το σπίτι, άδειο το μαξιλάρι,
άδεια η ζωή, χωρίς εκείνον. Μόνο η ψυχή της ήταν γεμάτη από τις αναμνήσεις και
την αγάπη τους, αλλά πονούσε, πονούσε πολύ! Η λογική δεν είχε χώρο, ούτε φωνή.
Δεν της έδωσε την παραμικρή ευκαιρία, να απαλύνει τη μοναξιά που ένιωθε. Ίσως
γιατί ήξερε πως δεν ήταν δυνατό να κάνει κάτι…
Κάθε μέρα πάλευε να διώξει το κενό και πολλές φορές, ίσως
και να το κατάφερνε, πότε με το ένα και πότε με το άλλο. Τη νύχτα όμως δεν ήταν
δυνατό! Η μοναξιά της νύχτας ήταν αβάσταχτη. Ούτε οι φίλοι ούτε τα βιβλία της μπορούσαν
να την απαλύνουν. Το μυαλό γύριζε στις βόλτες στο λιμάνι, ξανά και ξανά, σαν
εμμονή. Έτσι περνούσε ο καιρός, οι εποχές, τα βράδια. Άδεια βασανιστικά,
ατέλειωτα.
Πολλές φορές σκέφτηκε να κάνει τη βόλτα μόνη της στο λιμάνι,
αναζητώντας την ψευδαίσθηση της παρουσίας του, μα πάντα το μετάνιωνε κι έμενε
να κοιτά από το παράθυρο τα φώτα και τη θάλασσα. Η νοσταλγία την κυρίευε, την
παρέσυρε, μα σταματούσε πάντα στο τελευταίο βήμα, πριν ανοίξει την πόρτα.
Τα πρωινά, κοιτούσε από το παράθυρο το νησί να ζωντανεύει
και προσπαθούσε να ζήσει χαμογελαστή, πείθοντας τον εαυτό της πως όλα είναι
εντάξει!...
«Όσο είναι εκείνος καλά, είμαι κι εγώ», σκεφτόταν και έτσι χαμογελαστή
απαντούσε στο τηλέφωνο όποτε την καλούσε...
Δεν θα τον άφηνε να σκεφτεί πως
υποφέρει. Δεν θα του φόρτωνε ένα βάρος ακόμα, σ’ αυτά που ήδη κουβαλούσε. Φορούσε
στην ψυχή της την ευτυχία σα ρούχο, μόνο και μόνο για να τον πείσει, πως είναι
καλά! Η νύχτα άλλωστε, που μπορούσε να αφεθεί στα συναισθήματά της και τις σκέψεις
της, πάντα ερχόταν και τότε ήταν ο εαυτός της, χωρίς «φτιασίδια»…
Έτσι τη βρήκε κι εκείνο το βράδυ, μόνη, σκοτεινή και
θλιμμένη. Μόνο που τα βήματά της την οδηγούσαν στο λιμάνι, που τόσο καιρό
απέφευγε. Ακολούθησε το δρόμο που ήταν τόσο γνώριμος, αλλά και τόσο μακρινός.
Σα να έψαχνε θαρρείς να βρει το συναίσθημα, που ένιωθε όταν ήταν μαζί. Σα να
πάλευε με το παρελθόν, προσπαθώντας να γυρίσει το χρόνο πίσω!...
Πέρασε από τα μικρά ψαροκάικα καθώς το υγρό αεράκι της
χάιδευε το πρόσωπο. Τα μέτρησε, παίρνοντας παρουσίες, με μια διάθεση αναβίωσης
των στιγμών που έζησε… Όλα στη θέση τους ήσυχα, γαλήνια ξεκουράζονταν κάτω από
το φως του φεγγαριού. Στην άλλη άκρη του λιμανιού, ένα καράβι της γραμμής άφηνε
τους λιγοστούς επιβάτες του.
«Δε θέλω να πλησιάσω», σκέφτηκε σχεδόν θυμωμένα. «Ο δικό μου
ο επιβάτης δεν είναι μέσα»… και τα δάκρυα άρχισαν δειλά - δειλά να τρέχουν στα
μάγουλά της. Δεν ήθελε να κλάψει, ήθελε να χαρεί, όσο ακατόρθωτο κι αν
φαινόταν! Τα σκούπισε και συνέχισε για το παγκάκι, που κάθονταν μαζί…
Κάθισε νωχελικά, έτσι ακριβώς όπως καθόταν πάντα και μάζεψε
τα πόδια της αγκαλιάζοντάς τα με τα χέρια. Τώρα, το θαλασσινό αεράκι κυρίευσε
το σώμα και το μυαλό της. Τυλίχτηκε στο μαλακό πλεχτό της σάλι…
Η ματιά της χάθηκε στο σκοτεινό γαλάζιο, που γίνονταν ένα με
τον ουρανό, αφού πρώτα περιπλανήθηκε στις φωτεινές σκιές που έριχνε το φεγγάρι
εδώ κι εκεί…
Χωρίς να το καταλάβει άρχισε να κοιτά τα άστρα και να τα μετρά,
μονολογώντας…
«Τι όμορφα που είναι! Σα να πέταξε ο Θεός μια χούφτα χρυσάφι στον
ουρανό κι έβαλε τη σελήνη να φυλάει, μήπως και χαθεί κανένα»…
Ξαφνικά, νιώθει ένα χέρι να την αγκαλιάζει και μια ζεστή, γνώριμη φωνή να της μιλά: «Το ήξερα ότι θα σε βρω εδώ!».
Πετάχτηκε σα να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα και γυρίζοντας το
κεφάλι συνάντησε τα μάτια του. Αυτά τα μάτια που της έλειπαν τόσο καιρό, να την
κοιτούν με λαχτάρα και αγάπη!
«Ήρθες!! Ω, Θεέ μου, ήρθες δεν είναι ψέμα!» είπε
χωρίς καλά καλά να το πιστεύει…
«Μα πώς, δεν μου είπες τίποτα στο τηλέφωνο!»
«Για να δω, αυτή τη χαρά στο πρόσωπό σου καρδιά μου, που
αλλιώς θα την έχανα» απάντησε συγκινημένος.
«Και πότε ξαναφεύγεις;» ρώτησε σκοτεινιασμένη…
«Δεν ξαναφεύγω, το σκέφτηκα πολύ! Εδώ θα προσπαθήσω, τέρμα η θάλασσα για μένα! Όσο δύσκολα κι
αν είναι εμείς, θα προσπαθήσουμε εδώ ή όπου αλλού, μαζί! Πάντα μαζί, μόνο μαζί!»...