Ήταν μια κρύα νύχτα του Δεκέμβρη όταν βρόντηξε την πόρτα πίσω του κι έφυγε...
Το κρύο τσουχτερό και το χιονόνερο τρυπούσε ό,τι άγγιζε. Ο αέρας λυσσομανούσε και ξεκολλούσε βίαια τα λιγοστά φύλλα από τα δέντρα της αυλής. Έβαλε το σακίδιο στον ώμο και προχώρησε με την ορμή του θυμού, που τον είχε κυριεύσει.
Ένας ακόμα καυγάς με τον πατέρα του, τον έκανε να φύγει αυτή τη φορά, οριστικά. Κοίταξε γύρω του. Τα λιγοστά φώτα στην πλατεία της μικρής πόλης τρεμόπαιζαν λες κι ο αέρας προσπαθούσε να τα σβήσει. Ερημιά! Απόλυτη ερημιά! Στο δρόμο, στην ψυχή του, στο βλέμμα του...
Περπατούσε με γοργά βήματα, προσπαθώντας να αποφύγει όσα τον κυνηγούσαν. Θύελλα γύρω του, θύελλα και μέσα του. Τα συναισθήματα φουσκωμένο ποτάμι, έτοιμο να ξεχειλίσει, έφερναν δάκρυα στα μάτια του κι ας επέμενε να τα αγνοεί. Δεν ήθελε να κλάψει, δεν είχε μάθει να κλαίει! "Οι άντρες δεν κλαίνε" έλεγε συχνά ο πατέρας του. "Πονάνε, μα δεν κλαίνε!"...
Ο πατέρας του, το πρότυπό του κι ο μεγάλος του αντίπαλος! Έτσι τον ένιωθε...
Προσπαθούσε να είναι αντάξιος των προσδοκιών του και κάθε φορά, βρισκόταν υπόλογος. Το "μέτρημα" τον έβγαζε πάντα λιγότερο απ' όσο έπρεπε κι αυτό τον πίκραινε βαθιά και τον πείσμωνε. Και προσπαθούσε να γίνει καλύτερος, να πετύχει περισσότερα, να βγει νικητής, στην αναμέτρηση με τα "θέλω" του πατέρα του, τόσο που ποτέ του δεν αναρωτήθηκε ποια ήταν τα δικά του "θέλω". Τι ζητούσε εκείνος; Με τι θα ήταν ευτυχισμένος;
Ένας ήταν ο στόχος του και μόνο. Να ακούσει από τον πατέρα του τη φράση "είμαι υπερήφανος για σένα". Αυτό όμως ως τώρα παρέμενε όνειρο ανεκπλήρωτο...
Τόσα χρόνια ο πρώτος μαθητής στην τάξη, από τους πρώτους στο Πολυτεχνείο, με άριστα το πτυχίο του, αλλά ο πατέρας ποτέ δεν του είπε τη "μαγική" φράση. Αντίθετα όταν η κρίση τον έκανε ένα ακόμα άνεργο στη μεγάλη λίστα, εκείνος τον θεώρησε ένα αποτυχημένο, που ξόδεψε τσάμπα χρήματα για να τον σπουδάσει. Οι κόποι του, οι δικοί του κόποι, το διάβασμα, τα ξενύχτια του πάνω από τα βιβλία, ο αγώνας να επιβιώσει σε μια άλλη πόλη με τόσους πειρασμούς με τα πενιχρά μέσα, που του διέθετε ο πατέρας, η δουλειά παράλληλα με τη σχολή για να μπορεί να ζει πιο ανθρώπινα, όλα αυτά δεν τα υπολόγισε ποτέ. Στα μάτια του ήταν όλα πρόσθεση, αφαίρεση, κέρδος, ζημία. Όλα υπολογισμένα μπακαλίστικα, ψυχρά!
- Μπακάλης είναι, τι περιμένεις, του έλεγε η μάνα του, όταν προσπαθούσε να ηρεμήσει την ψυχή του, μετά από τις συχνές τους λεκτικές αναμετρήσεις. Δεν είναι κακός, το ξέρεις! Θέλει το καλύτερο για σένα, γι' αυτό σε πιέζει έτσι. Μην τον παρεξηγείς...
"Μη τον παρεξηγείς", του είχε πει κι εκείνο το βράδυ... όμως το ποτήρι είχε πια ξεχειλίσει και τίποτα δεν μπορούσε να τον κρατήσει. Ούτε τα δάκρυα της μάνας, ούτε ο πόνος, που ήξερε πως της έφερε η ξαφνική του απόφαση.
Δεν ήξερε πού να πάει, ούτε και είχε αποφασίσει τι θα κάνει. Στο σταθμό του τρένου μπήκε περισσότερο για να προστατευθεί από το κρύο. Κοίταξε τα χρήματά του... του έφταναν για ένα εισιτήριο για τη Θεσσαλονίκη και για κάμποσες νύχτες σ' ένα φτηνό ξενοδοχείο. Αυτά του ήταν αρκετά για αρχή...
- Κύριε Μάμαλη, έχετε ένα τηλεφώνημα από μακριά... ακούστηκε ξαφνικά η φωνή της γραμματέας του και τον επανέφερε στο παρόν.
- Ακόμα εδώ είσαι Τζόυς; της είπε απορημένος. Είναι περασμένες οχτώ, θα έπρεπε να έχεις φύγει εδώ και ώρες...
- Το τηλεφώνημα είναι από την Ελλάδα κύριε! συνέχισε η κοπέλα, αγνοώντας την ευγενική του παρατήρηση... φαίνεται επείγον!
Σήκωσε το ακουστικό με αγωνία.
- Παιδί μου, πρέπει να έρθεις σπίτι, γρήγορα! ακούστηκε η φωνή της μητέρας του, που ποτέ δεν έχασε επαφή μαζί της. Ο πατέρας σου δεν είναι καλά... εύχομαι να τον προλάβεις!
Πέντε χρόνια είχε να μιλήσει με τον πατέρα του. Πέντε χρόνια είχε να μιλήσει, για τον πατέρα του και τώρα μια ίδια κρύα νύχτα του Δεκέμβρη, βρισκόταν σαν από θέλημα της μοίρας ή των συναισθημάτων του, να τον σκέφτεται λίγο πριν το θλιβερό τηλεφώνημα...
Δυο ώρες αργότερα, πετούσε από το Λονδίνο για την Ελλάδα. Ξημερώματα σχεδόν έφτασε στο πατρικό του σπίτι. Βγήκε βιαστικά από το ταξί μα κοντοστάθηκε στην αυλόπορτα. Πριν κάνει την τελευταία δρασκελιά για να βρεθεί μέσα, θυμήθηκε ξανά τον τρόπο που έφυγε... ο αέρας τώρα το ίδιο παγωμένος αλλά λιγότερο δυνατός και χιονόνερο δεν υπήρχε...
Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά! Δεν ήξερε πώς θα αντικρίσει τον πατέρα του και κυρίως πώς θα τον αντίκριζε εκείνος.. ένας καυγάς, μια φυγή και πέντε χρόνια σιωπής, είχαν μπει ανάμεσά τους! Δεν ήταν λίγα...
Χτύπησε την πόρτα και περίμενε για μερικά δευτερόλεπτα. Η μάνα εμφανίστηκε μπροστά του, θλιμμένη, ωχρή, διαλυμένη. Από το βλέμμα της, κατάλαβε πως όλα είχαν τελειώσει κι εκείνος, είχε χάσει κάθε ελπίδα να ακούσει αυτό για το οποίο πάσχιζε πάντα, αυτό, που ήταν η αιτία να φύγει, αλλά και να πετύχει!
Το χιονόνερο έκανε ξανά την εμφάνισή του... ψυχρό, διαπεραστικό. Έπεφτε στο πρόσωπό του και το μούσκευε, έτσι όπως ανακατευόταν με τα δάκρυά του. "Όχι πατέρα κι άντρες κλαίνε" σιγοψιθύρισε και αναλύθηκε σε λυγμούς έντονους, λυτρωτικούς...
Το κείμενο αυτό συμμετέχει στις "Ιστορίες της Νύχτας" #2 της αγαπημένης Αριστέας. Στο blog της "η ζωή είναι ωραία" μπορείτε να διαβάσετε όλες τις συμμετοχές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μου τη γνώμη σας αφού πρώτα διαβάσετε την "Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων" του blog, που θα βρείτε στην κορυφή της πλαϊνής μπάρας, αν μπαίνετε από υπολογιστή ή κάτω από τη φόρμα σχολίων, αν μπαίνετε από smartphone ή tablet. Ευχαριστώ!