Κάθε βράδυ η ίδια ζεστή φωνή μιλούσε γλυκά, βελούδινα, σχεδόν
μελωδικά στην αγαπημένη της συχνότητα. Κάθε βράδυ πολλούς μήνες τώρα, ό,τι κι
αν έκανε την ίδια ώρα άνοιγε το ραδιόφωνο και παρέα με την απαλή μουσική, που
συνόδευε την αγαπημένη της φωνή, ταξίδευε…
Στην αρχή δεν ήξερε ούτε το όνομά του. Τυχαία έπεσε πάνω στο
σταθμό και την εκπομπή αυτή. Δεν την πρόλαβε ούτε καν απ’ την αρχή την πρώτη
φορά. Μόλις όμως την άκουσε, μαγεύτηκε. Ούτε οι μουσικές επιλογές του,
δεν έπαιζαν ρόλο για κείνη. Της αρκούσε να τον ακούει κι απ’ ό,τι φαινόταν κι
από τα μηνύματα που έπεφταν βροχή, δεν ήταν η μόνη.
Το μικρό διαμέρισμα που ζούσε, θαρρείς μεγάλωνε γέμιζε ήχους,
χρώματα, εικόνες… σταματούσε με μιας να είναι πνιγηρό, να της πλακώνει τη ψυχή…
Τι παράξενο σκεφτόταν συχνά… Τόσοι άνθρωποι ενώνονται στο ίδιο
άκουσμα. Μια μεγάλη παρέα άγνωστων μεταξύ τους ανθρώπων, που άκουγαν το ίδιο
πρόσωπο την ίδια μουσική την ίδια ώρα. Τόσο διαφορετικοί και τόσο ίδιοι…
Πολλές φορές ξεκίνησε να στείλει μήνυμα, αλλά σχεδόν αμέσως το
μετάνιωνε. Είχε αναπτύξει νοερά στο μυαλό της μια ιδιαίτερη σχέση με τον
εκφωνητή, που φοβόταν πως το μήνυμα θα την απομυθoποιούσε. Θα την
προσγείωνε στην πραγματικότητα και θα την έκανε μια ακόμα ακροάτρια και τίποτα
περισσότερο.
Δεν ήταν όμως έτσι για κείνη. Δεν ήταν μια απλή ακροάτρια… ήταν
πολλά περισσότερα. Για κείνη ήταν παρέα, ήταν προσμονή, ήταν η εξαφάνιση της
μοναξιάς, που κυρίευε τη ζωή της το τελευταίο διάστημα. Ήταν μόνη, απελπιστικά
μόνη. Οι γονείς της μακριά, οι φίλοι της λιγοστοί κι ο έρωτας ξεχασμένος κάπου
εκεί στο εφηβικό ημερολόγιό της, παρέα με τις σχολικές αναμνήσεις.
Ο εκφωνητής ήταν για κείνη μια ονειρική σελίδα στο άγραφο βιβλίο
της νύχτας της.
Οι σκέψεις έτρεχαν σαν τρελές στο μυαλό της. Ένα άνθρωπο
αναζητούσε, ένα έρωτα, μια αναταραχή. Κάτι να τη βγάλει από την τόσο καλά (κατά
τα άλλα) τακτοποιημένη και επίπεδη ζωή της. Ήθελε να γευτεί το σκαμπανέβασμα,
την προσμονή ακόμα και την απογοήτευση…
Ήθελε να ζήσει!
Όμως, δεν προσπαθούσε. Έμενε εκεί, καρφωμένη στα «θέλω» της, να
ταξιδεύει σε φανταστικές ζωές, παρέα με τη φωνή που τη μάγευε.
Το φεγγάρι της καλοκαιρινής νύχτας, έριχνε το φως του απλόχερα στη
φυλλωσιά των φυτών, που έπνιγαν το μπαλκόνι της. Βγήκε για λίγο να το θαυμάσει
και η ματιά της έπεσε στο ζευγάρι, που περπατούσε χέρι – χέρι, στην πλατεία από
κάτω. Πόσο «ζήλεψε» τη σκηνή! Πόσο θα ήθελε να ήταν στη θέση της γυναίκας
αυτής!
Ξαφνικά ένιωσε ένα σφίξιμο στο λαιμό. Σαν όλα να την έπνιγαν… τα
λουλούδια, ο αέρας, ακόμα και το φεγγάρι. Σα να την αγκάλιαζαν παραπάνω απ’ όσο
άντεχε, στερώντας της το οξυγόνο, που είχε ανάγκη…
Βούτηξε τα κλειδιά της και βγήκε, σαν κυνηγημένη. Στο ραδιόφωνο
ακόμα ακουγόταν η αγαπημένη της φωνή. Δεν την ένοιαζε πια. Το παράτησε ανοιχτό
και όρμησε στο δρόμο, περπατώντας χωρίς προορισμό…
Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν συνειδητοποίησε πόσο μακριά είχε
φτάσει και αποφάσισε να γυρίσει, πίσω στη γνώριμη μοναξιά της. Επιτάχυνε το
βήμα της, βλέποντας πως μόνο λιγοστοί άνθρωποι βρίσκονταν πια στο δρόμο. Μια
ανησυχία την κυρίευσε καθώς άνοιγε όλο και πιο πολύ το βήμα της, για να βρεθεί
όσο γινόταν γρηγορότερα στην ασφάλεια του σπιτιού της.
Αντικρίζοντας την πόρτα της, τα μάτια της άστραψαν από την
έκπληξη!
Ένα μεγάλο μπουκέτο λουλούδια με ένα μικρό χρωματιστό φάκελο,
έκαναν την καρδιά της να χτυπήσει δυνατά και το χαμόγελο να διαγραφεί πλατύ στο
πρόσωπό της.
Κοίταξε γύρω της, μα δεν είδε κανένα… δεν μπορούσε να πιστέψει πως
τα λουλούδια είναι για κείνη…
Τα πήρε στην αγκαλιά της, τα μύρισε και για μερικά δευτερόλεπτα,
χάθηκε στην ευωδιά τους. Άνοιξε μετά βιαστικά, το χρωματιστό φάκελο. Τρεις
λέξεις ήταν γραμμένες μόνο. «Συνάντησέ με, αύριο»…
Αυτό! Ούτε ποιος, ούτε πού… Τρεις λέξεις μόνο, που έμοιαζαν με
φάρσα!...
Χαμογέλασε ξανά. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί, δεν ήξερε τι θα συμβεί,
όμως χαμογελούσε σαν μικρό παιδί, ευτυχισμένη, αισιόδοξη!
Αυτές οι λέξεις, θαρρείς της έδωσαν ζωή. Της έδωσαν κάτι να
περιμένει, κάτι να χαίρεται. Κάποιος, κάπου τη σκέφτηκε… κάποιος, κάπου κι ας
ήταν και φάρσα…
Τρεις λέξεις, μόνο…