Γεννήθηκε το 50' σε ένα μικρό χωριό μέσα στην Ηλεία. Δεν τον βάφτισαν από την αρχή γιατί οι οικονομικές συνθήκες τότε, δεν το επέτρεπαν. Μέχρι να τον βαφτίσουν λοιπόν του έδωσαν το όνομα Μπέκος.
Σε ηλικία έντεκα χρονών έπρεπε να πάρει το ρόλο του άντρα στην οικογένεια καθώς ήταν ο μεγαλύτερος γιος από τα 6 αδέρφια. Έπρεπε να πάει στην Αθήνα να δουλέψει και να στέλνει λεφτά στους γονείς του και στα αδέρφια του. Έτσι λοιπόν ο Μπέκος με μεγάλο θάρρος και δύναμη ξεκίνησε με τα πόδια για την Αθήνα. Περπάταγε, έκανε ώτο στοπ και τα κατάφερε. Έφτασε στην Αθήνα.
Οι συνθήκες ήταν δύσκολες αλλά είχε όλη την δύναμη να παλέψει κόντρα στην αδυναμία της ψυχούλας του. Η πρώτη του δουλειά ήταν γεγονός. Μοίραζε γάλατα. Κοιμόταν στο πατάρι του μαγαζιού του αφεντικού του. Κρύωνε, πεινούσε αλλά μόλις πήρε τα πρώτα του χρήματα ένιωσε τόσο περήφανος και το είπε. "Είμαι άντρας πλέον. Θα ζήσω την οικογένεια μου. Θα βγάλω λεφτά, θα φτιάξω πολλά σπίτια και θα ζήσω ευτυχισμένος μέχρι να πεθάνω".
Πέρασαν μερικά χρόνια και άρχισε να δουλεύει και σε οικοδομή καθώς είχε ένα όνειρο. Να ανοίξει το δικό του μαγαζί. Να μην δουλεύει για κανέναν, μόνο για εκείνον και για την οικογένεια που ήθελε να κάνει.
Συνέχισε, πάλεψε, έκανε οικογένεια. Δούλεψε σε οικοδομή, δούλεψε σε φορτηγά, δούλεψε με ταξί. Και τα κατάφερε. Άνοιξε το δικό του μαγαζί.
Τα τελευταία 38 χρόνια δούλεψε στο δικό του μαγαζί. Αλλά ήρθε η ώρα. Τα πόδια δεν αντέχουν άλλο. Τα χέρια σκληρά πλέον, τα μάτια κουρασμένα. Ήρθε η ώρα, ήρθε η ώρα της σύνταξης... Μετά από 50 χρόνια δουλειά, μετά από τόσα χρόνια που πλήρωνε, ήρθε η ώρα της σύνταξης... Κατέθεσε τα χαρτιά του. Ήρθε η ώρα της ξεκούρασης είπε....
Μετά από περίπου δύο χρόνια ήρθε το χαρτί. Το άνοιξε. Πήρε την πρώτη του σύνταξη. Δεν χάρηκε για πολύ. Μείωση, ξανά μείωση, ξανά μείωση... Συγνώμη πατέρα. Συγνώμη....
Η κόρη σου...
Η κόρη σου...