Σήμερα έχω τη χαρά και την τιμή να σας παρουσιάσω τη συζήτηση που είχα με την αγαπημένη μου φίλη, ποιήτρια και blogger Σταυρούλα Δεκούλου - Παπαδημητρίου, την οποία γνώρισα μέσα από την πένα της στα διαδικτυακά μονοπάτια και έγινε για μένα πολύτιμη συνοδοιπόρος σ' αυτή την περιπέτεια που ονομάζεται blogging και όχι μόνο. Μέσα από τα γραπτά της μου κράτησε πολλές φορές συντροφιά κάνοντάς με να δακρύσω, να χαρώ, να γευτώ την ομορφιά των λόγων της και να γίνω κοινωνός της δικής της ματιάς στον κόσμο.
Ας τη γνωρίσουμε καλύτερα, διαβάζοντας όσα μου είπε...
Σταυρούλα μου με αφορμή την έκδοση της πρώτης σου ποιητικής συλλογής, η οποία έχει εξαιρετική ανταπόκριση, θα ήθελα να σε γνωρίσουν καλύτερα οι αναγνώστες του περιοδικού. Μίλησέ μου για σένα. Είσαι ένας ευαίσθητος άνθρωπος, εκφραστική μέσα από την πένα σου, αλλά εγώ θέλω να μάθω πώς είναι η Σταυρούλα στην καθημερινότητά της.
Μαρίνα μου, καταρχήν να σ’ ευχαριστήσω τόσο για τη φιλία σου και τη συμπόρευσή μας και να σε συγχαρώ για το εξαιρετικό περιοδικό σου που μου κρατά πολλές φορές συντροφιά.
Η μέρα μου ξεκινά πριν την αυγή, γύρω στις πεντέμισι όταν εργάζομαι και στις έξι στα ρεπό μου. Έχω τρία μικρά παιδιά από τριάμισι έως δεκατριών χρόνων καθένα με τις δικές του ανάγκες. Δεν μπορείς ν’ αφήσεις κανένα παραπονεμένο, μα ούτε και θα το ήθελα. Έτσι κλέβω από τον δικό μου χρόνο. Φαντάζομαι πως όλες οι μανούλες το ίδιο κάνουν.
Εργάζομαι στη εντατική μονάδα νεογνών του Παίδων δεκαεπτά χρόνια. Η δουλειά μου έχει κυλιόμενο ωράριο. Δεν έχω συγκεκριμένες αργίες ή σαββατοκύριακα, δεν έχει μέρα ή νύχτα. Εκεί, στο μετερίζι του πόνου, φροντίζουμε τα μωρά άλλων μανάδων. Παραπαίουμε μεταξύ ζωής και θανάτου και υπάρχουν φορές που χάνουμε, δυστυχώς, τη μάχη με τη ζωή. Στο χώρο της δουλειάς μου ντύνεσαι το ένδυμα της ταπεινότητας, αντιλαμβάνεσαι το φθαρτό του ανθρώπου μα και το μεγαλείο της ψυχής, φιλτράρεις τα θέλω σου και απολυμαίνεις την ψυχή σου από τις επίπλαστες λάμψεις και απολαύσεις.
Επιστρέφοντας σπίτι, κρύβω το πρόσωπό μου στην αγκαλιά των παιδιών μου και ακούω την καρδιά τους να χτυπά και ύστερα συνεχίζω με όσο χρόνο έχει περισσέψει από τη μέρα μου. Φτιάχνω γλυκά για το σπίτι ή τη δουλειά, παίζουμε puzzle με τη μικρούλα μου ή διαβάζουμε παραμύθια αγκαλιά στον καναπέ ή μπροστά στο τζάκι.
Πώς ξεκίνησες την περιπέτεια που λέγεται γράψιμο και πότε;
Θυμάμαι να γράφω από πάντα. Το πρώτο μου γραπτό δημοσιεύτηκε όταν ήμουν δεκατριών χρόνων στο περιοδικό Ντομίνο. Ήταν μια μικρή έκθεση που είχα γράψει στο σχολείο. Βέβαια αυτό δεν το έμαθαν ποτέ οι συντάκτες του περιοδικού. Έχω ακόμα κρατημένα τα αποκόμματα. Όταν έφτιαξα τον λογαριασμό μου στο Facebook άρχισα να γράφω δημόσια, κάποιοι φίλοι μου είπαν λάβω μέρος σε κάποιους διαγωνισμούς και φαίνεται πως η γραφή μου άρεσε. Από τότε και ύστερα τα πράγματα κύλησαν μόνα τους. Με προσέγγισαν άνθρωποι να λάβω μέρος σε ποιητικές ανθολογίες, να πάρω μέρος σε κριτικές επιτροπές λογοτεχνικών διαγωνισμών, να προλογίσω ή να παρουσιάσω τα βιβλία τους. Στη συνέχεια ήρθε και το μπλογκ. Τώρα που τα αναλογίζομαι όλα αυτά, Μαρίνα μου, νομίζω πως ήταν ένας μονόδρομος που ήταν γραφτό να διαβώ.
Υπήρξε κάτι που πυροδότησε τη διαδικασία ή απλά ήταν ανάγκη να μιλήσεις από καρδιάς;
Συνηθίζω να λέω πως έχω πολύ νερό μέσα μου. Αλλά όπως στο νερό που όταν φτάσει στο σημείο βρασμού πρέπει να εκτονώσεις τον ατμό, έτσι κι εγώ. Η γραφή βγαίνει από μέσα μου σαν κραυγή, σαν ανάσα που αν δεν πάρω θα σταματήσω να ζω. Γράφω αυτόματα. Ξεκινώ από τον πρώτο στίχο ή την πρώτη σειρά της παραγράφου και σταματώ σαν φτάσω στην τελευταία. Δεν θυμάμαι ποτέ τον εαυτό μου να γυρίζει γύρω από ένα ποίημα ή μια λέξη. Ποτέ όμως. Αν δεν γράψω την στιγμή που έρχεται η σκέψη και το αφήσω για αργότερα οι λέξεις ξεθωριάζουν και το νόημά τους για μένα χάνεται.
Θα έλεγε κανείς πως οι σπουδές σου δεν συνάδουν με την ποίηση; Τι απαντάς;
Είμαι παιδί της Νοσηλευτικής, μέσω τρίτης δέσμης. Διάβαζα Οδύσσεια και Ιλιάδα. Μελετούσα Σωκράτη, Πλάτωνα, Καργάκο, Φίλια και Παπανούτσο. Στο επάγγελμά μου βρέθηκα από τα τερτίπια του συστήματος των Πανελλαδικών και εργάζομαι χωρίς να παραπονιέμαι γιατί ξεπληρώνω ένα τάμα μου εδώ και δεκαοχτώ χρόνια. Ανεξαρτήτως όλων αυτών όμως εγώ νομίζω ότι η ποίηση είναι το ίχνος που αφήνει η ψυχή μας αν της επιτρέψουμε να κρατήσει μια γραφίδα στο νοητό της χέρι. Ο καθένας μπορεί να γράψει. Η διαφορά έγκειται στο πόσο μπορείς ν’ αγγίξεις την ψυχή του αναγνώστη.
Τι ρόλο έπαιξε η οικογένειά σου σε όλη αυτή τη διαδρομή που έκανες ως τώρα;
Η οικογένειά μου είναι ο φάρος μου στα σκοτεινά, το σημείο αναφοράς μου κάθε που ο κόσμος γύρω μου ανταριάζει. Είναι πάντα εκεί να χαμογελούν στα όμορφα και να μου κρατούν το χέρι στα δύσκολα. Γράφω παραμύθια γιατί έχω γονείς που μου επέτρεψαν να είμαι και να ζήσω σαν παιδί. Γράφω ποίηση γιατί είχα την τύχη να αγαπήσω και ν’ αγαπηθώ και να γεννήσω τα παιδιά της αγάπης που ένιωσα. Όλα είναι αλληλένδετα.
Έχεις βραβευθεί πολλές φορές για ποιήματά σου. Πόση ευθύνη φόρτωσαν στις πλάτες σου αυτά τα βραβεία ή λειτούργησαν βοηθητικά δίνοντάς σου ώθηση για να συνεχίσεις;
Σίγουρα οι βραβεύσεις ειδικά σε μεγάλους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς στρέφουν τα φώτα πάνω σου, οπότε όσο να ‘ναι σου χαρίζουν μια αναγνωσιμότητα ανάμεσα στους λογοτεχνικούς κύκλους. Σε προσωπικό επίπεδο δεν σου κρύβω ότι με χαροποίησε το γεγονός ότι άνθρωποι που ασχολούνται με τη γραφή χρόνια ξεχώρισαν τα λόγια μου, ανάμεσα σε τόσα άλλα. Ευθύνη νιώθω κάθε φορά που εκτίθεμαι γραπτώς και ακόμα μεγαλύτερη ευθύνη όταν έχω εγώ τον ρόλο του κριτή στους διαγωνισμούς. Με ενοχλεί αφόρητα η σκέψη ότι μπορεί να αδικήσω κάποιον έστω και άθελά μου.
Μίλησέ μου για τον «Αστερισμό του Ιβίσκου». Είναι η πρώτη σου ποιητική συλλογή. Πώς ένιωσες κρατώντας το βιβλίο στα χέρια σου;
Ο Αστερισμός του Ιβίσκου ήταν μια συλλογή έτοιμη από καιρό που οι αναποδιές της ζωής δεν επέτρεψαν να βγει στο φως νωρίτερα. Όταν ήρθε εκείνη η ώρα τα συναισθήματα ήταν ανάμικτα. Όπως όταν γεννάς ένα παιδί. Μια ανακούφιση που γεννήθηκε και είναι καλά, μια ανείπωτη χαρά που είδε το φως και μια αγωνία να το γνωρίσεις από την αρχή, να μεγαλώσεις μαζί του. Μαζί με τα παιδιά μου ο Ιβίσκος μου είναι η παρακαταθήκη μου σε αυτόν τον κόσμο. Να μην παραλείψω βέβαια να πω πως το εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής ανήκει στη φίλη φωτογράφο και μπλόγκερ Μαρία Καρβούνη, γεγονός που με κάνει να χαίρομαι ακόμα περισσότερο. Κάθε φορά που το κοιτώ είναι σαν να βλέπω τη ματιά της Μαρίας μέσα από τον φακό της.
Τι ονειρεύεται η Σταυρούλα; Τι θα άλλαζες αν μπορούσες, στον κόσμο και στη ζωή σου
Αν θα μπορούσα τον κόσμο να άλλαζα, θα ξαναέβαφα γαλάζια τη θάλασσα που λέει και το τραγούδι.
Μέσα μου θεωρώ πως κάθε φορά που ανακουφίζω τα νοσηλευόμενα νεογνά μας απ’ ό,τι τα δυσκολεύει, παρηγορώ τους γονείς τους, τους βοηθώ να καταλάβουν, τους εκπαιδεύω να τα φροντίζουν κάνω τον κόσμο καλύτερο.
Λίγο φαγητό σε κάποιον που πεινά, μια κουβέρτα σε κάποιον που κρυώνει, λίγο νερό στη γαρδένια που διψά…. συμπόνια, συμπόνια, συμπόνια Μαρίνα μου. Ο κόσμος μας είναι γεμάτος πληγές.
Στη ζωή μου… θα ήθελα να έχω περισσότερες Κυριακές με τα παιδιά μου, τώρα που είναι ακόμα μικρά.
Για το τέλος άφησα την καθιερωμένη ευχή για το περιοδικό και τους αναγνώστες του…
Εύχομαι όλα όσα επιθυμείτε και ονειρεύεστε κάθε βράδυ να ξημερώνουν αλήθειες κάθε αυγή στο προσκεφάλι σας.
...
Με αυτή την υπέροχη ευχή έκλεισε η κουβέντα μας κάνοντάς μου πεποίθηση, πως η όμορφη κυρά των λόγων που γνώρισα στο
"Λογισμών αραξοβόλι" αξίζει την αγάπη και το θαυμασμό όλων μας!
Ένα μεγάλο ευχαριστώ Σταυρούλα για τη φιλία σου και όσα μοιράστηκες μαζί μου!
Καλοτάξιδος ο "Αστερισμός του Ιβίσκου", που μπήκε στην καρδιά μας!