Στις 2 Δεκεμβρίου του 1923 έρχεται στη ζωή η Μαρία Σοφία Άννα Καικιλία Καλογεροπούλου, που έμελλε να γοητεύσει όλο τον κόσμο με τη μοναδική φωνή της και την απαράμιλλη ερμηνεία της. Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη από Έλληνες γονείς, που βρέθηκαν στην αμερικανική μεγαλούπολη αναζητώντας καλύτερη τύχη. Δεν είναι άλλη από τη Μαρία Κάλλας, που έγραψε ιστορία στο λυρικό τραγούδι παγκοσμίως, ανανέωσε την όπερα με τα φωνητικά και τα υποκριτικά της προσόντα και αποτελεί σημείο αναφοράς για κάθε λυρική τραγουδίστρια.
Με τη μουσική ξεκίνησε να ασχολείται σε πολύ νεαρή ηλικία. Στα 11 κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό παιδικών φωνών. Τρία χρόνια αργότερα στα 14 της και αφού προηγήθηκε το διαζύγιο των γονιών της εγκαταστάθηκε στην Αθήνα με τη μητέρα και την αδελφή της. Έτσι, εγγράφηκε στο Εθνικό Ωδείο και σπούδασε τραγούδι δίπλα στην Μαρία Τριβέλλα, πιάνο δίπλα στην Ήβη Πανά και μελόδραμα δίπλα στην Γιώργο Καρακαντά.
Στην όπερα του Μασκάνι "Καβαλερία Ρουστικάνα" σε μια παράσταση μαθητών του ωδείου, ήταν ο πρώτος ρόλος της, ενώ δύο χρόνια αργότερα (1939) εγγράφεται στο Ωδείο Αθηνών για να σπουδάσει τραγούδι στην τάξη της διάσημης τραγουδίστριας της όπερας Ελβίρα ντε Ιντάλγκο.
Στη Λυρική Σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου, προσλαμβάνεται από το 1940 και ως το 1945, εμφανιζόμενη ως "Βεατρίκη" στην οπερέτα Βοκκάκιος του Σουπέ το 1941, στην Τόσκα το 1942 & 1943, στον Κάμπο το 1944 & 1945, στην Καβαλερία Ρουστικάνα (ξανά το 1944), στον Φιντέλιο το 1944, την οπερέτα Ο Ζητιάνος Φοιτητής το 1945 και στον Πρωτομάστορα του Μανώλη Καλομοίρη (1944) το οποίο είναι και το μοναδικό έργο ελληνικό έργο που τραγούδησε.
Πριν εκπνεύσει το 1945 επιστρέφει στην Αμερική όπου ζει ο πατέρας της για να κάνει διεθνή καριέρα, αλλάζοντας παράλληλα και το επίθετό της σε Κάλλας. Για δύο χρόνια (ως το 1947) παραμένει άνεργη. Μια επιτυχημένη οντισιόν όμως θα της δώσει την "Τζοκόντα" στην ομώνυμη όπερα του Πονκιέλι στην Αρένα της Βερόνας. Σ' ένα από τους σπουδαιότερους λυρικούς χώρους της Ιταλίας θα γίνει το διεθνές ντεμπούτο της, εκείνο τον Αύγουστο του '47.
Ο διάσημος Τούλιο Σεραφίν ο οποίος θαύμαζε τη φωνή της και έγινε δάσκαλός της ήταν ο μαέστρος της παράστασης και τη βοήθησε να διευρύνει τους τεχνικούς και ερμηνευτικούς της ορίζοντες. Στη Βερόνα ζούσε και ο Τζιανμπατίστα Μενεγκίνι βιομήχανος, που την αγάπησε τόσο ως καλλιτέχνιδα, όσο και ως γυναίκα και την παντρεύτηκε τον Απρίλη του 1949, παρά την μεγάλη διαφορά ηλικίας, αφού είχε τα διπλάσια χρόνια από εκείνον. Τον ίδιο χρόνο εμφανίζεται στο Μπουένος Άιρες και το 1950 στο Μεξικό.
Η βοήθειά του σημαντική, κάνει την καριέρα της να απογειωθεί σε ρόλους δραματικής υψίφωνου, αφού έχει και ρόλο μάνατζερ. Το 1951 η "Σκάλα" του Μιλάνου υποκλίθηκε στο ταλέντο της με τους Σικελικούς Εσπερινούς, ενώ τρία χρόνια αργότερα η μέχρι τότε ευτραφής Κάλλας θα ακολουθήσει διαιτητική θεραπεία έτσι ώστε να απαλλαγεί από τα περιττά κιλά και να μπορεί να ενσαρκώνει τους ρόλους της και με την φυσική της εμφάνιση. Ο σύζυγός της παρέχοντας της κάθε οικονομική κάλυψη την απαλλάσσει από την βιοτική ενασχόληση κι έτσι, αφοσιώνεται στην καλλιτεχνική της πορεία.
Το 1956 η Μαρία Κάλλας θα περάσει τις πύλες της Μητροπολιτικής Όπερας της Ν. Υόρκης (ΜΕΤ) και θα επιβάλλει τους όρους της καταβάλλοντας το μεγαλύτερο ποσό που είχε μέχρι τότε πληρώσει ποτέ ο θίασος καλλιτέχνη. Ο διευθυντής της μάλιστα θα δηλώσει πως η πρώτη εμφάνιση της Κάλλας στη ΜΕΤ ήταν η συναρπαστικότερη βραδιά της ζωής του.
Η εξαντλητική δίαιτα όμως καθώς και οι φωνητικοί ακροβατισμοί κάνουν την Κάλλας να θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την ποιότητα της φωνής της, η οποία σταδιακά αρχίζει να αδυνατίζει στις υψηλές νότες. Αυτό δεν εμπόδισε όμως το κοινό που την άκουσε στο Ηρώδειο το καλοκαίρι του 1957, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, να την αποθεώσει.
Ουσιαστικά, από το 1958 αρχίζει η πτώση. Τον Ιανουάριο της χρονιάς αυτής αποχωρεί με την πρώτη πράξη της "Νόρμας" και αποδοκιμάζεται από το κοινό. ενώ το Μάιο της ίδιας χρονιάς η "Σκάλα" του Μιλάνου, θα διακόψει το συμβόλαιο μαζί της. Ο Τύπος που μέχρι τότε την εκθείαζε, τώρα της ρίχνει χολή και σχολιάζει με περισσή κακοήθεια, κάθε της κίνηση.
Η συνεργασία της με τον Αλέξη Μινωτή και το Γιάννη Τσαρούχη στη Μήδεια του Κερουμπίνι στην Όπερα του Ντάλας, γίνεται μέσα στον ίδιο χρόνο και μεταφέρεται ένα χρόνο μετά (1959) στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, όπου στη θριαμβευτική πρεμιέρα η Μ. Κάλλας θα γνωρίσει τον μεγάλο έρωτα της ζωής της, τον Αριστοτέλη Ωνάση.
Το καλοκαίρι του 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα, για να τραγουδήσει στην Επίδαυρο "Νόρμα" και ένα χρόνο μετά, πάντα στον ίδιο χώρο, "Μήδεια". Ήταν μια παράσταση που μεταφέρθηκε και στη Σκάλα του Μιλάνου (1961 - 1962), όμως δεν στάθηκε ικανή να αποτρέψει το τέλος στης σταδιοδρομίας της στα ιταλικά θέατρα. Όταν το 1962 τραγούδησε Όμπερον στο Λονδίνο, οι Τάιμς έγραψαν "Τώρα πια η φωνή της μπορεί να χαρακτηριστεί άσχημη και εκτός τόνου", αφήνοντας όμως ανεπηρέαστο το κοινό που συνέχιζε να την αποθεώνει.
Το καλοκαίρι του 1964, βρέθηκε σε μια μουσική εκδήλωση του φεστιβάλ της Λευκάδας συνοδευόμενη από τον Ωνάση. Εκεί θα θελήσει να τραγουδήσει χωρίς πρόβα την άρια της Σαντούτσα από την Καβαλερία Ρουστικάνα, που ήταν και ο πρώτος ρόλος της καριέρας της, ενώ το 1965 μετά από την εξαιρετική Τόσκα που τραγούδησε στη σκηνή του Κόβεντ Γκάρντεν, ακολούθησε ένας καλλιτεχνικός θρίαμβος στην Όπερα των Παρισίων με τη Νόρμα. Τα φωνητικά προβλήματα ήταν υπαρκτά, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το κοινό να την αποθεώσει.
Είναι η εποχή που προτεραιότητα δείχνουν να έχουν τα προσωπικά της. Έτσι, ζητά διαζύγιο από τον σύζυγό της για να παντρευτεί τον Ωνάση, αλλά ο Μενεγκίνι της το αρνήται. Ένα χρόνο μετά (1966) αφήνει την αμερικανική υπηκοότητα και παίρνει την ελληνική έτσι ώστε να μπορέσει να λυθεί και τυπικά ο γάμος της, ελπίζοντας να της κάνει πρόταση γάμου ο Ωνάσης. Εκείνος όμως τον Ιούλιο του 1968, θα παντρευτεί τη χήρα του Αμερικανού Προέδρου Κένεντι, Τζάκυ, κάτι που φέρνει σε απόλυτη θλίψη τη μεγάλη ντίβα.
Προσπαθώντας να βγει από το τέλμα, επανέρχεται στα καλλιτεχνικά δρώμενα με την κινηματογραφική εκδοχή της Μήδειας του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία του Πιερ Πάολο Παζολίνι το 1969, ηχογραφεί δίσκους, δίνει ρεσιτάλ και διδάσκει όπερα στη μουσική σχολή Τζούλιαρντ της Ν. Υόρκης. Το 1973 σκηνοθετεί μαζί με τον Τζουζέπε ντι Στέφανο το έργο "Σικελικοί Εσπερινοί" και την ίδια χρονιά ξεκινά μαζί του παγκόσμια περιοδεία. Στις 8 Δεκεμβρίου το κοινό της Όπερας των Παρισίων όπου τραγούδησε, θα την καλέσει στη σκηνή, με το ασταμάτητο χειροκρότημά του, δέκα φορές! Η τελευταία της εμφάνιση θα είναι στο Σαπόρο της Ιαπωνίας το Δεκέμβρη του 1974. Από τότε και μετά, κλείστηκε στο διαμέρισμά της στο Παρίσι και έφυγε από τη ζωή τρία χρόνια αργότερα, στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977, από καρδιακή προσβολή. Ήταν μόλις 54 χρόνων.
Μπορεί ο θάνατός της σύμφωνα με την επίσημη ιατρική έκθεση να οφειλόταν σε καρδιακή ανακοπή, αλλά όπως εξηγούν οι Ιταλοί επιστήμονες που τον ερεύνησαν, η θεραπεία για την δερματομυοσίτιδα από την οποία έπασχε, βασίζεται σε κορτιζονούχα και ανοσοκατασταλτικά σκευάσματα, τα οποία είναι πιθανό να επιφέρουν σταδιακά καρδιακή ανεπάρκεια. Έτσι, εξηγείται πλήρως ο ξαφνικός θάνατός της. Αφορμή για τη διερεύνηση στάθηκαν οι ηχογραφήσεις της Μ. Κάλλας στο στούντιο και στις ζωντανές εμφανίσεις της. Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της φασματογραφικής ανάλυσης οι επιστήμονες εξέτασαν τις ηχογραφήσεις ίδιων τραγουδιών σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, για να διαπιστώσουν τη μυική χαλάρωση και την αλλοίωση της φωνής της λόγω της πάθησης, που είχε. Η διαγνωσμένη από τον Μάριο Τζακοβάτσο από το 1975, δερματομυοσίτιδα είχε κρατηθεί κρυφή μέχρι το 2002.
Η κηδεία της έγινε στις 20 Σεπτεμβρίου και αποτεφρώθηκε όπως επιθυμούσε, ενώ δύο χρόνια αργότερα την άνοιξη του 1979 σκορπίστηκε η τέφρα της στο Αιγαίο, που αγαπούσε.
Πηγή πληροφοριών: sansimera.gr, wikipedia.org
Κείμενο: "to e-periodiko mas"