Ούτε και η ίδια μπορούσε να πιστέψει πως βρισκόταν ξανά σ’ αυτή τη γειτονιά…
Είχαν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από τη μέρα που έφυγε κυνηγημένη από την ίδια της τη ζωή. Απογοητευμένη και πληγωμένη από τον άντρα που η ίδια αγάπησε, επέλεξε και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει…
Κάρφωσε τα μάτια της σε κείνο το παράθυρο, που άλλοτε καθόταν και κεντούσε τα προικιά της, δεκαοχτώ χρονώ κορίτσι ολόδροσο, με μακριές καστανές πλεξούδες και ρόδα στα μάγουλα. Κι εκείνος, είκοσι χρονών παληκαρόπουλο αμούστακο πες, πέρναγε κάθε μέρα για να σηκώσει το πυρωμένο από έρωτα βλέμμα του πάνω στο παραθύρι και να αφήσει ένα αναστεναγμό να πλανηθεί μέχρι τα αυτιά της, που κοκκίνιζαν στη θέα του.
Όμορφος μελαχρινός με ζαφειρένια μάτια κι αστραφτερό χαμόγελο, έγινε ο κύρης της καρδιάς της με την πρώτη ματιά. Το παράθυρο εκείνο έγινε το σημείο συνάντησής τους για μήνες, ώσπου να συναντηθούν στο σκοτεινό σοκάκι κάτω του και να ανταλλάξουν το ένα και μοναδικό φιλί, που σφράγισε την αγάπη τους και έδωσαν λόγο οι καρδιές, αγάπης.
Ο πατέρας είχε άλλα σχέδια! Μοναχοκόρη ήταν, όμορφη ήταν, είχε πάει και σχολείο, ήθελε να την καλοπαντρέψει! Προίκα δεν υπήρχε, εκτός από το φτωχό εργατικό διαμέρισμα που θα της άφηνε με το θάνατό του, έπρεπε να την εξασφαλίσει. Κι ευτυχώς για κείνον, υπήρχαν πολλοί καλοστεκούμενοι οικονομικά, μερακλήδες που δεν στέκονταν στην προίκα, αλλά θαύμαζαν τα αμυγδαλωτά καστανά της μάτια και το γλυκό της χαμόγελο και κάθε τόσο του έκαναν κουβέντα για γάμο. Κι αυτός σα να ήταν η κόρη του εμπόρευμα σε πλειστηριασμό, κοιτούσε ποιος έχει τα πιο πολλά για να συγγενέψει μαζί του.
Κουβέντα δε σήκωνε για αγάπες και τέτοια! Η δική του κόρη θα έπαιρνε αυτόν που θα της διάλεγε εκείνος, με την πείρα του και με τους υπολογισμούς του. Καμιά φορά η μάνα της, προσπαθούσε να του φυτέψει στο μυαλό την περίπτωση να μην θέλει το κορίτσι τους το γαμπρό που της ετοίμαζε, αλλά εκείνος έκοβε την κουβέντα με μιας, χτυπούσε το χέρι στο τραπέζι και σταματούσε και την ανάσα της γυναίκας του, για μερικά λεπτά.
Ώσπου ήρθε η μέρα, που περιχαρής της ανακοίνωσε το νικητή της «δημοπρασίας» που θα γινόταν άντρας της! Τότε ήταν που έκανε την πρώτη της επανάσταση, κλείστηκε στο φτωχικό δωμάτιο και κλαίγοντας ασταμάτητα μερόνυχτα, δήλωνε την σθεναρή της αντίρρηση σε ό,τι της ετοίμαζε! Δέκα μέρες, μόνο με νερό, λιώνοντας στο κλάμα έκαναν τον πατέρα να λυγίσει. Μοναχοκόρη ήταν δεν μπορούσε να την αφήσει να πεθάνει κιόλας…
Έτσι δέχτηκε να τη δώσει στο Θανάση κι ας ήταν μικρός, φτωχός και άνεργος. Του βγήκε δουλειά στο εργοστάσιο που δούλευε κι ο ίδιος, τους έδωσε και το διαμερισματάκι κι εκείνος με την κυρά του, βρήκαν στέγη σε ένα δωμάτιο εκεί κοντά… τι τα ήθελαν τα πολλά δωμάτια δυο γέροι άνθρωποι, είπε και το αποφάσισε!
Τον πρώτο καιρό, όλα ήταν μέλι γάλα! Η αγάπη τους ήταν στην πρώτη της άνοιξη και χαίρονταν το νεαρό ζευγάρι την ευτυχία και τη ζωή, εκεί στο δωμάτιο με το παράθυρό τους, αυτό που τους έφερε κοντά…
Όταν πια ήρθε και η είδηση της εγκυμοσύνης ήταν λες και πετούσαν στα ουράνια!
Απότομα προσγειώθηκαν όμως, όταν τα πρώτα σύννεφα άρχισαν να φαίνονται με τη γέννηση του μωρού. Κορίτσι!! Είπε η μαμή που την ξεγέννησε και περίμενε τα συχαρίκια, αλλά αντίκρισε ένα σκοτεινό παγωμένο βλέμμα από τον «ευτυχή» πατέρα… ήθελε αγόρι, για να συνεχίσει τη φαμίλια εκείνος, για να πάρει το όνομα του πατέρα του, που τον έχασε μικρός, για να βγει στο μεροκάματο νωρίς και να τον βοηθάει…
Έτσι άρχισαν οι γκρίνιες, που έγιναν χειρότερες όταν λίγο αργότερα, τον απέλυσαν από το εργοστάσιο, λόγω εριστικής συμπεριφοράς, έτσι είπαν!...
Κι άρχισε να χάνεται κι από τον εαυτό του κι από το σπίτι και να ψάχνει για δουλειά και να ξημερώνεται στο ταβερνάκι της γειτονιάς πίνοντας το ένα κατοστάρι μετά το άλλο. Τον περίμενε με αγωνία να γυρίσει κάθε φορά, να του δώσει λίγο φαγητό να βάλει στο στόμα του, να τον κουβεντιάσει, να τον παρηγορήσει, να του σταθεί. Όμως εκείνος γύριζε τρεκλίζοντας κι όταν την έβλεπε μπροστά του, ο θυμός του ήταν απερίγραπτος! Το κορμί της είχε γεμίσει με μώλωπες και η ψυχή της με πόνο κι απόγνωση. Αδιέξοδο!...
Κάθε φορά που θήλαζε το μωρό τους, πονούσε διπλά. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της και κατέβαιναν ανενόχλητα μέχρι το μικρό στοματάκι της κόρης τους…
Πού να ζητήσει βοήθεια! Πού να πει αυτό που ζούσε! Πάσχιζε να το κρύψει κάθε φορά που έμπαινε η μάνα της στο σπίτι για να δώσει βοήθεια στη λεχώνα, πάσχιζε να το κρύψει ακόμα κι από τον ίδιο της τον εαυτό! Θα βρεθεί δουλειά και θα ημερέψει ο θυμός κι όλα θα αλλάξουν έλεγε και ξανάλεγε… δική μου ήταν η απόφαση, δική μου η επιλογή!
Πώς ξεστομίζεις τέτοιο πράγμα σε ένα πατέρα που ούτε ήθελε, ούτε περίμενε τέτοιο ταίρι για το παιδί του! Εκείνη ήταν που δήλωσε ότι δεν θα πάρει κανένα, παρά μόνο αυτόν που αγαπάει κι ας πεθάνει! Ε, τώρα ήρθε η ώρα να επωμισθεί και τις ευθύνες, σκεφτόταν…
Και περνούσε ο καιρός και τίποτα δεν καλυτέρευε… ώσπου ένα βράδυ, όταν προσπάθησε εκείνος να χτυπήσει και το μωρό, πήρε την απόφαση να φύγει, να χαθεί! Και το έκανε!
Μόλις έπεσε στο βαθύ μεθυσμένο του λήθαργο, μάζεψε λίγα ρούχα (δεν είχε και πολλά) τύλιξε το μωρό σε μια ζεστή κουβέρτα και έφυγε σαν κυνηγημένη από το σπίτι, από τη ζωή της, από την μικρή πόλη που ζούσε ως τότε!!
Χάρη στην αγάπη των ανθρώπων, που τη βοήθησαν κι ας μην τη γνώριζαν, βρήκε στέγη σε ένα πλούσιο σπίτι, που ήθελε οικιακή βοηθό και έγιναν οι δικοί της βοηθοί στο μεγάλωμα του παιδιού της. Δούλεψε αγόγγυστα για πολλά χρόνια, ανάστησε την κόρη της, τη σπούδασε και έμοιαζε σα να μην ήθελε να κοιτάξει πίσω. Σα να επουλώθηκε εκείνη η πληγή, που άφησε στην ψυχή της η μοναδική της αγάπη. Όμως πολλές φορές το
παρελθόν χτυπά την πόρτα σου εκεί που νομίζεις πως έχεις τελειώσει μαζί του, για να κλείσει θαρρείς τα τεφτέρια της ζωής και των σχέσεων…
Διαζύγιο δεν πήρε ποτέ, ούτε το ήθελε, για να μη την βρει και περάσει ξανά τα ίδια. Μόνο όταν πήρε το πτυχίο της δικηγόρου η μονάκριβή της, την κάθισε κάτω, της είπε όλη την ιστορία, που μέχρι τότε την άφηνε ατελείωτη γεμάτη κενά και απορίες, σε κάθε της ερώτηση. Ήταν ο δικός της τρόπος να ξορκίσει όλο αυτό τον πόνο που κουβαλούσε και ήταν η παράκληση της κόρης που δε γνώρισε πατέρα, να γυρίσει πίσω και να τον αναζητήσει, να μάθει τι απέγινε…
Και κάπως έτσι τα βήματά της την έφεραν στο παράθυρο της νιότης, που κοίταζε με σφιγμένη καρδιά, χωρίς να μπορεί να κάνει βήμα…
...
Η ιστορία αυτή είναι η συμμετοχή μου στην
Φωτο-Συγγραφική Σκυτάλη #3, που επιμελείται και οργανώνει η Μαρία από τη "
Γήινη ματιά". Την έμπνευση μου την έδωσε η φωτογραφία που επιλέχθηκε από την Στέλλα του "
Με το φεγγάρι αγκαλιά". Μπορείτε να διαβάσετε όλες τις μέχρι τώρα συμμετοχές
εδώ. Ευχαριστώ θερμά τη
Μαρία που μου έδωσε την ευκαιρία και τη
Στέλλα για τη φωτογραφία που γέννησε την ιστορία μου.
Ελπίζω να της δώσει αφορμή για δημιουργία! Καλή έμπνευση!!