Ιούνιος, ο μήνας του θερισμού και του "Κλήδονα"

Ιούνιος, ο μήνας του θερισμού και του "Κλήδονα"


iounios-o-minas-tou-therismou-kai-tou-klidona
Φωτογραφία της Tamara Budai από το Unspash
Ο πρώτος μήνας του καλοκαιριού ο Ιούνιος, πήρε το όνομά του από την Ήρα (σύζυγο του θεού Δία), που ονομαζόταν στα λατινικά Juno. Ο έκτος μήνας του χρόνου έχει τη δική του ονομασία σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. που σχετίζονται και με τις αγροτικές εργασίες που γίνονται κατά τη διάρκειά του.

Στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας ονομάζεται και Θεριστής συνδεόμενος με την ωρίμανση των δημητριακών και το θερισμό τους. Στα Γρεβενά τον ονομάζουν Κερασάρη, επειδή ωριμάζουν τα κεράσια, στην Άνδρο Ορνιαστή, επειδή γίνεται η τεχνική γονιμοποίηση με ορνούς, ενώ στην Πάρο Ρινιστή. Στο τρίτο δεκαήμερο του Ιουνίου έχουμε το θερινό ηλιοστάσιο αυτό που ο λαός μας ονομάζει "λιοτρόπι" και για το λόγο αυτό του έδωσαν και το όνομα Λιοτρόπης. Λέγεται ακαόμα και Αγιογιαννίτης ή Λαμπαδιάρης λόγω της γιορτής του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου στις 24 του μήνα η οποία συνδέεται με τον Κλήδονα και τις φωτιές που ανάβουν την παραμονή της γιορτής σε κάθε γειτονιά. Οι φωτιές που ονομάζονταν και "μπουμπούνες" ανάβονταν στο κέντρο του χωριού συνήθως αλλά και σε κάθε γειτονιά και συναγωνίζονταν ποια είναι η μεγαλύτερη. Εκεί έκαιγαν και τα μαγιάτικα στεφάνια, ενώ πηδούσαν πάνω από τη φωτιά κορίτσια κι αγόρια. Η ονομασία Ριγανάς του προσδίδεται επειδή αυτή την εποχή μάζευαν τη ρίγανη.

Πολλά τα έθιμα του θερισμού και κάποια κοινά με άλλους λαούς σε Ινδία και Ευρώπη. Όπως για παράδειγμα τα έθιμα που αφορούν τα "τελευταία στάχυα" τα οποία άφηναν αθέριστα ή τα έπλεκαν σε δέσμη με σχήμα σταυρού την οποία ονόμαζαν χτένι, ψαθί ή σταυρό και την τοποθετούσαν στο εικονοστάσι του σπιτιού. Όταν ερχόταν η εποχή της σποράς τα έτριβαν και τα ανακάτευαν με τον καινούργιο σπόρο. Αυτά τα αθέριστα τα ονόμαζαν "τα γένια του νοικοκύρη" ή "τα γένια του Θεού".

Το έθιμο του "Κλήδονα" που ήταν ζωντανό μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970 στην επαρχία έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα. Πρόκειται για μια από τις πιο τελετουργικές παραδόσεις του τόπου μας και αφορά την αποκάλυψη του μέλλοντα συζύγου στις ανύπαντρες κοπέλες. Η λέξη υπάρχει από την εποχή του Ομήρου και σήμαινε τον ήχο που προπορευόταν πριν από μια προφητεία.

Παραμονή της γιορτής του Αη-Γιάννη στις 23 Ιουλίου, οι ανύπαντρες κοπέλες μαζεύονταν σε ένα σπίτι και ανέθεταν σε κάποια από τη συντροφιά η οποία όμως θα έπρεπε να έχει μητέρα και πατέρα εν ζωή, να φέρει από το πηγάδι ή την πηγή το "αμίλητο νερό". Μάλιστα, την ονόμαζαν "Μαρία". Λεγόταν έτσι γιατί η κοπέλα που θα έφερνε το νερό αλλά και όσες τη συνόδευαν θα έπρεπε να κάνουν όλη τη διαδρομή σε απόλυτη σιωπή.

Επέστρεφαν στη συνέχεια στο σπίτι και άδειαζαν το νερό σε ένα πήλινο δοχείο μέσα στο οποίο κάθε κοπέλα έριχνε ένα προσωπικό αντικείμενο, που το ονόμαζαν ριζικάρι. Συνήθως έριχναν τον βαφτιστικό τους σταυρό ή ένα δαχτυλίδι. Σκέπαζαν το δοχείο με ένα κόκκινο ύφασμα, το τοποθετούσαν σε ανοιχτό χώρο και το "κλείδωναν" λέγοντας: «Κλειδώνουμε τον κλήδονα με τ' Αγιαννιού τη χάρη, κι όποια 'χει καλό ριζικό να δώσει να τον πάρει». Το δοχείο παρέμενε εκεί όλη τη νύχτα κάτω από το φως των αστεριών για να "ξαστριστεί" και η παρέα διαλυόταν, επιστρέφοντας κάθε μια στο σπίτι της. Πίστευαν πως αυτή τη νύχτα θα δουν στον ύπνο τους αυτόν που θα παντρευτούν.

Την επόμενη μέρα (ανήμερα του Αη-Γιάννη) πριν ακόμη βγει ο ήλιος που θα εξουδετέρωνε κάθε μαγική επιρροή των άστρων, η κοπέλα που ορίστηκε να φέρει το νερό, παίρνει το πήλινο δοχείο μέσα στο σπίτι και το μεσημέρι πια ή το απόγευμα μαζεύονται όλες οι κοπέλες μαζί και με τις παντρεμένες γυναίκες της γειτονιάς, συγγενείς (άντρες και γυναίκες) οι οποίοι θα παίξουν το ρόλο των μαρτύρων. Στο κέντρο της συντροφιάς κάθεται η "Μαρία" άνοιγε τον Κλήδονα λέγοντας: «Ανοίγουμε τον κλήδονα με τ' Αγιαννιού την χάρη, και όποια έχει καλό ριζικό σήμερα ναν το πάρει» ενώ ταυτόχρονα ανέσυρε ένα - ένα από το δοχείο τα αντικείμενα που είχαν βάλει οι κοπέλες και αντιπροσώπευε το ριζικό της κάθε μιας. Κάθε φορά που έβγαζε από δοχείο ένα αντικείμενο έλεγε ταυτόχρονα και ένα δίστιχο από τραγούδι ή από ημερολόγιο, θεωρώντας πως το κάθε ένα από τα δίστιχα φανέρωνε το μέλλον της κοπέλας που είχε ρίξει μέσα στην Κλήδονα το προσωπικό της αντικείμενο. Οι υπόλοιποι της παρέας σχολίαζαν και πρότειναν τη δική τους ερμηνεία για κάθε ενδιαφερόμενη. Όταν το σούρουπο πια τελείωνε όλη αυτή η διαδικασία, η κάθε κοπέλα που συμμετείχε, έπρεπε να βάλει στο στόμα της μια γουλιά από το "αμίλητο νερό" και να σταθεί μπροστά σε ανοιχτό παράθυρο. Το πρώτο ανδρικό όνομα που θα άκουγε θα φανέρωνε το όνομα αυτού που θα παντρευόταν, ενώ στηνόταν μεγάλο γλέντι στο χωριό το βράδυ της ίδιας μέρας.

Καλό σας μήνα!!

Πηγή πληροφοριών: wikipedia.org
Κείμενο: to e-periodiko mas
[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
14 Σχόλια
Χριστίνα Λέλη, μια νέα ποιήτρια ανοίγει τα φτερά της

Χριστίνα Λέλη, μια νέα ποιήτρια ανοίγει τα φτερά της



Δεν θα κουραστώ να λέω πως στο διαδικτυακό κόσμο μπορεί να γνωρίσει κανείς αξιόλογους ανθρώπους. Ανθρώπους δημιουργικούς, ευαίσθητους όπως η Πεταλούδα της blogoγειτονιάς, που ακούει στο όνομα Χριστίνα Λέλη και εκδίδει την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο "Μέσα στην Αλισάχνη". Αφορμή από αυτό, είχα μια πολύ όμορφη συζήτηση μαζί της και σας την παρουσιάζω για να τη γνωρίσετε καλύτερα κι εσείς.

Μίλησέ μου για σένα και τη διαδρομή σου. Πώς ξεκίνησες να γράφεις;
Η πορεία μου στα blog με έχει φέρει σε επαφή με πολύ αξιόλογους ανθρώπους όπως εσύ. Κι είναι πάντα χαρά μου να πηγαίνουμε ένα βήμα παραπέρα και να γνωριζόμαστε πιο βαθιά. Δεν ξέρω να σου πω ακριβώς πώς ξεκίνησα να γράφω. Γράφω σχεδόν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Θυμάμαι κάποια στιγμή στην Πέμπτη Δημοτικού είχα ένα ολόκληρο τετράδιο με ποιήματα το οποίο πέταξε η μητέρα μου κατά λάθος καθαρίζοντας το γραφείο μου. Δεν μπορώ να σου περιγράψω το πόσο έκλαψα!! Κι εννοείται ήταν η τελευταία φορά που η μητέρα μου καθάρισε το δωμάτιό μου χαχα. Μετά συνέχισα να γράφω ανά διαστήματα. Άλλες φόρες σκέτα στιχάκια, άλλες ολοκληρωμένα τραγούδια με μουσική. Ο κόσμος των blog μου δημιούργησε την ανάγκη αλλά και τις ευκαιρίες να γράφω πιο συχνά και να στραφώ και στην πεζογραφία.

Στη blogoγειτονιά βγαίνεις με το ψευδώνυμο Butterfly… πόσο σε χαρακτηρίζει;
Όταν διάλεξα το ψευδώνυμο αυτό δεν το σκέφτηκα καν, μου βγήκε εντελώς αυθόρμητα. Στην πορεία ανακάλυψα πως έχω πολλά κοινά με τις πεταλούδες. Έπειτα, ήρθε κι η μπαλάντα της πεταλούδας που, όταν την ολοκλήρωσα, κατάλαβα ότι στην ουσία μιλούσα για εμένα για την ψυχή μου. Άλλωστε οι πεταλούδες συμβολίζουν την ψυχή.

Πώς είναι η καθημερινότητά σου, τι σου δίνει ενέργεια και τι έμπνευση;
Η καθημερινότητα μου είναι η κλασική μιας χωρισμένης μητέρας 2 παιδιών, εργαζόμενης, που προσπαθεί να τα προλάβει όλα. Έμπνευση μου δίνουν τα πάντα η και τίποτα. Εννοώ πως μπορεί το οτιδήποτε δω, ακούσω, βιώσω η νιώσω να πυροδοτήσει την έμπνευση κι άλλες φορές να γράψω χωρίς κάποια συγκεκριμένη αφορμή

Αν δεν κάνω λάθος έχεις άλλη μία ποιητική συλλογή με τίτλο «Στου ονείρου το δρόμο». Μίλησέ μου γι’ αυτό.
Ναι, ήταν η πρώτη μου ποιητική συλλογή σε μορφή ebook. Τα ποιήματα είχαν κοινωνική περισσότερο διάσταση, εξέφραζαν προβληματισμούς, σκέψεις και συναισθήματα για διάφορα ζητήματα. Αργότερα, θα ήθελα να την εμπλουτίσω και με νέα ποιήματα που έχω γράψει και να την κυκλοφορήσω εκ νέου, ίσως και έντυπη.

Πώς νιώθεις με τo βιβλίo στα χέρια σου βγαλμένo από την ψυχή σου;
Το συναίσθημα όταν κράτησα για πρώτη φορά το τυπωμένο βιβλίο στα χέρια μου ήταν μοναδικό. Είναι ακριβώς όπως το λες, κράτησα στα χέρια μου ένα κομμάτι της ψυχής μου.

Γνώριζαν οι δικοί σου, οι φίλοι σου αυτή σου τη δραστηριότητα πριν ολοκληρωθεί και τυπωθεί; Πώς αντέδρασαν όταν το έμαθαν;
Κάποιοι το γνώριζαν ήδη από την εποχή του ebook. Κάποιοι άλλοι όχι, το έμαθαν πρόσφατα. Κάποιοι ακόμα δεν το γνωρίζουν. Είμαι λίγο συνεσταλμένη, δεν μου αρέσει να μιλάω πολύ για μένα και το τι κάνω. Για παράδειγμα, ελάχιστοι γνωρίζουν ότι γράφω και τραγούδια όπως και ότι τραγουδάω. Όσοι πάντως γνώριζαν ή έμαθαν τώρα για τα ποιήματα, είναι πολύ θετικοί και υποστηρικτικοί απέναντί μου.

Τι σημαίνει για σένα ποίηση και πώς βλέπεις τους ποιητές του σήμερα;
Ποίηση... πώς να το ορίσεις αυτό;... Δεν ξέρω αν γίνεται... Πώς να βάλεις ορισμό σε κάτι που εκ φύσεως δεν έχει όρια; Είναι κατάθεση ψυχής αυτό είναι! Κι η πεζογραφία ως ένα βαθμό κατάθεση ψυχής είναι, αλλά επειδή πρόκειται για μυθοπλασία, μεγαλύτερο ρόλο παίζει η φαντασία παρά το συναίσθημα. Ενώ η ποίηση απαιτεί το συναίσθημα για να γεννηθεί. Τη χαρά, τη λύπη, τον έρωτα, την απώλεια, το θυμό, την απογοήτευση, τον ενθουσιασμό, την προσμονή... Οι ποιητές της εποχής είναι σπουδαίοι για μένα. Γράφουν καθαρά και χωρίς περιττές φιοριτούρες. Κι έχουν να διαχειριστούν μια πολύ δύσκολη εποχή με πολύ γρήγορες εναλλαγές.

Λέγεται συχνά πως για να είναι κανείς ποιητής πρέπει να είναι ρομαντικός. Ποια είναι η γνώμη σου;
Υποθέτω πως ο ρομαντισμός είναι ένα στοιχείο της ποίησης. Το ίδιο όμως κι ο ρεαλισμός. Ο ποιητής θεωρώ ότι πρέπει να ΝΙΏΘΕΙ. Δυνατά έντονα κι απόλυτα. Δεν μπορείς να είσαι κυνικός και να γράφεις ποίηση, γιατί απλούστατα τίποτα δεν σε αγγίζει. Ενώ ο ποιητής αγγίζεται από πολλά σχεδόν από όλα. Επίσης, πρέπει να είναι δυνατός. Θέλει κότσια να βγάλεις την ψυχή σου στο χαρτί κι ακόμα περισσότερα κότσια να την μοιραστείς με τον υπόλοιπο κόσμο.

Μίλησέ μου για την καινούργια σου δουλειά, το βιβλίο με τίτλο «Μέσα στην Αλισάχνη» που μόλις κυκλοφόρησε.
Το βιβλίο αυτό πραγματεύεται τον έρωτα. Σε όλες τις διαστάσεις του. Τον αμοιβαίο, το μονόπλευρο, τον σαρκικό, τον ψυχικό, τη δύναμη που σου δίνει εν τη γενέσει του και τον πόνο της απώλειας του. Για μένα, ο έρωτας είναι ένα από τα δυνατότερα συναισθήματα, πηγή ζωής και κινητήριος δύναμη. Κι όποιος δεν έχει ερωτευτεί έστω για μια φορά παράφορα, νομίζω πως δεν έχει ζήσει...

Τι ονειρεύεται η Butterfly της blogoγειτονιάς μας και τι θα ήθελε, αν μπορούσε, να εξαλείψει από τον κόσμο η Χριστίνα;
Η Χριστίνα και η butterfly δεν είναι διαφορετικές οντότητες. Θα ήθελα να εξαλείψω τα τρία Α, που για μένα καταστρέφουν την ανθρωπότητα. Αλαζονεία, Αχαριστία, Απληστία. Νομίζω ότι αν αυτά τα τρία χαρακτηριστικά εξαφανίζονταν, δεν θα υπήρχε πλέον πόλεμος, πείνα, καταστροφή του περιβάλλοντος, αδικία...όλα όσα δηλητηριάζουν τη χαρά και την ύπαρξή μας.

Κάνε μια ευχή για το "e-periodiko mas" και τους αναγνώστες του…
Για το περιοδικό εύχομαι... τι άλλο; Όλο και περισσότερους φανατικούς αναγνώστες!Για τους αναγνώστες πάλι, υγεία, ευημερία και αγάπη. Όπως και για σένα Μαρινακι μου! Και για όλους μας εύχομαι λιγότερο εγωισμό και περισσότερη ενσυναισθηση. Λιγότερο φόβο και περισσότερο θάρρος. Λιγότερο ψέμα και περισσότερη αλήθεια. Και πάντα πολύ πάθος.
... 
Αυτή είναι η Χριστίνα Λέλη, η Πεταλούδα της blogoγειτονιάς, που άνοιξε τα φτερά της στον κόσμο των εκδόσεων με το βιβλίο της "Μέσα στην Αλισάχνη" από τις εκδόσεις Άρωμα! Της εύχομαι μέσα από την καρδιά μου να είναι καλοτάξιδο και να έχει πάντα ούριο άνεμο σε κάνε άνοιγμα των φτερών της...

Χριστίνα μου, σ' ευχαριστώ!! Πάντα επιτυχίες να έχεις!


[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
10 Σχόλια
Το παράθυρο της νιότης

Το παράθυρο της νιότης


to-parathiro-tis-niotis

Ούτε και η ίδια μπορούσε να πιστέψει πως βρισκόταν ξανά σ’ αυτή τη γειτονιά…

Είχαν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από τη μέρα που έφυγε κυνηγημένη από την ίδια της τη ζωή. Απογοητευμένη και πληγωμένη από τον άντρα που η ίδια αγάπησε, επέλεξε και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει…

Κάρφωσε τα μάτια της σε κείνο το παράθυρο, που άλλοτε καθόταν και κεντούσε τα προικιά της, δεκαοχτώ χρονώ κορίτσι ολόδροσο, με μακριές καστανές πλεξούδες και ρόδα στα μάγουλα. Κι εκείνος, είκοσι χρονών παληκαρόπουλο αμούστακο πες, πέρναγε κάθε μέρα για να σηκώσει το πυρωμένο από έρωτα βλέμμα του πάνω στο παραθύρι και να αφήσει ένα αναστεναγμό να πλανηθεί μέχρι τα αυτιά της, που κοκκίνιζαν στη θέα του.

Όμορφος μελαχρινός με ζαφειρένια μάτια κι αστραφτερό χαμόγελο, έγινε ο κύρης της καρδιάς της με την πρώτη ματιά. Το παράθυρο εκείνο έγινε το σημείο συνάντησής τους για μήνες, ώσπου να συναντηθούν στο σκοτεινό σοκάκι κάτω του και να ανταλλάξουν το ένα και μοναδικό φιλί, που σφράγισε την αγάπη τους και έδωσαν λόγο οι καρδιές, αγάπης.

Ο πατέρας είχε άλλα σχέδια! Μοναχοκόρη ήταν, όμορφη ήταν, είχε πάει και σχολείο, ήθελε να την καλοπαντρέψει! Προίκα δεν υπήρχε, εκτός από το φτωχό εργατικό διαμέρισμα που θα της άφηνε με το θάνατό του, έπρεπε να την εξασφαλίσει. Κι ευτυχώς για κείνον, υπήρχαν πολλοί καλοστεκούμενοι οικονομικά, μερακλήδες που δεν στέκονταν στην προίκα, αλλά θαύμαζαν τα αμυγδαλωτά καστανά της μάτια και το γλυκό της χαμόγελο και κάθε τόσο του έκαναν κουβέντα για γάμο. Κι αυτός σα να ήταν η κόρη του εμπόρευμα σε πλειστηριασμό, κοιτούσε ποιος έχει τα πιο πολλά για να συγγενέψει μαζί του.

Κουβέντα δε σήκωνε για αγάπες και τέτοια! Η δική του κόρη θα έπαιρνε αυτόν που θα της διάλεγε εκείνος, με την πείρα του και με τους υπολογισμούς του. Καμιά φορά η μάνα της, προσπαθούσε να του φυτέψει στο μυαλό την περίπτωση να μην θέλει το κορίτσι τους το γαμπρό που της ετοίμαζε, αλλά εκείνος έκοβε την κουβέντα με μιας, χτυπούσε το χέρι στο τραπέζι και σταματούσε και την ανάσα της γυναίκας του, για μερικά λεπτά.

Ώσπου ήρθε η μέρα, που περιχαρής της ανακοίνωσε το νικητή της «δημοπρασίας» που θα γινόταν άντρας της! Τότε ήταν που έκανε την πρώτη της επανάσταση, κλείστηκε στο φτωχικό δωμάτιο και κλαίγοντας ασταμάτητα μερόνυχτα, δήλωνε την σθεναρή της αντίρρηση σε ό,τι της ετοίμαζε! Δέκα μέρες, μόνο με νερό, λιώνοντας στο κλάμα έκαναν τον πατέρα να λυγίσει. Μοναχοκόρη ήταν δεν μπορούσε να την αφήσει να πεθάνει κιόλας…

Έτσι δέχτηκε να τη δώσει στο Θανάση κι ας ήταν μικρός, φτωχός και άνεργος. Του βγήκε δουλειά στο εργοστάσιο που δούλευε κι ο ίδιος, τους έδωσε και το διαμερισματάκι κι εκείνος με την κυρά του, βρήκαν στέγη σε ένα δωμάτιο εκεί κοντά… τι τα ήθελαν τα πολλά δωμάτια δυο γέροι άνθρωποι, είπε και το αποφάσισε!

Τον πρώτο καιρό, όλα ήταν μέλι γάλα! Η αγάπη τους ήταν στην πρώτη της άνοιξη και χαίρονταν το νεαρό ζευγάρι την ευτυχία και τη ζωή, εκεί στο δωμάτιο με το παράθυρό τους, αυτό που τους έφερε κοντά…

Όταν πια ήρθε και η είδηση της εγκυμοσύνης ήταν λες και πετούσαν στα ουράνια!

Απότομα προσγειώθηκαν όμως, όταν τα πρώτα σύννεφα άρχισαν να φαίνονται με τη γέννηση του μωρού. Κορίτσι!! Είπε η μαμή που την ξεγέννησε και περίμενε τα συχαρίκια, αλλά αντίκρισε ένα σκοτεινό παγωμένο βλέμμα από τον «ευτυχή» πατέρα… ήθελε αγόρι, για να συνεχίσει τη φαμίλια εκείνος, για να πάρει το όνομα του πατέρα του, που τον έχασε μικρός, για να βγει στο μεροκάματο νωρίς και να τον βοηθάει…

Έτσι άρχισαν οι γκρίνιες, που έγιναν χειρότερες όταν λίγο αργότερα, τον απέλυσαν από το εργοστάσιο, λόγω εριστικής συμπεριφοράς, έτσι είπαν!...

Κι άρχισε να χάνεται κι από τον εαυτό του κι από το σπίτι και να ψάχνει για δουλειά και να ξημερώνεται στο ταβερνάκι της γειτονιάς πίνοντας το ένα κατοστάρι μετά το άλλο. Τον περίμενε με αγωνία να γυρίσει κάθε φορά, να του δώσει λίγο φαγητό να βάλει στο στόμα του, να τον κουβεντιάσει, να τον παρηγορήσει, να του σταθεί. Όμως εκείνος γύριζε τρεκλίζοντας κι όταν την έβλεπε μπροστά του, ο θυμός του ήταν απερίγραπτος! Το κορμί της είχε γεμίσει με μώλωπες και η ψυχή της με πόνο κι απόγνωση. Αδιέξοδο!...

Κάθε φορά που θήλαζε το μωρό τους, πονούσε διπλά. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της και κατέβαιναν ανενόχλητα μέχρι το μικρό στοματάκι της κόρης τους…

Πού να ζητήσει βοήθεια! Πού να πει αυτό που ζούσε! Πάσχιζε να το κρύψει κάθε φορά που έμπαινε η μάνα της στο σπίτι για να δώσει βοήθεια στη λεχώνα, πάσχιζε να το κρύψει ακόμα κι από τον ίδιο της τον εαυτό! Θα βρεθεί δουλειά και θα ημερέψει ο θυμός κι όλα θα αλλάξουν έλεγε και ξανάλεγε… δική μου ήταν η απόφαση, δική μου η επιλογή!

Πώς ξεστομίζεις τέτοιο πράγμα σε ένα πατέρα που ούτε ήθελε, ούτε περίμενε τέτοιο ταίρι για το παιδί του! Εκείνη ήταν που δήλωσε ότι δεν θα πάρει κανένα, παρά μόνο αυτόν που αγαπάει κι ας πεθάνει! Ε, τώρα ήρθε η ώρα να επωμισθεί και τις ευθύνες, σκεφτόταν…

Και περνούσε ο καιρός και τίποτα δεν καλυτέρευε… ώσπου ένα βράδυ, όταν προσπάθησε εκείνος να χτυπήσει και το μωρό, πήρε την απόφαση να φύγει, να χαθεί! Και το έκανε!

Μόλις έπεσε στο βαθύ μεθυσμένο του λήθαργο, μάζεψε λίγα ρούχα (δεν είχε και πολλά) τύλιξε το μωρό σε μια ζεστή κουβέρτα και έφυγε σαν κυνηγημένη από το σπίτι, από τη ζωή της, από την μικρή πόλη που ζούσε ως τότε!!

Χάρη στην αγάπη των ανθρώπων, που τη βοήθησαν κι ας μην τη γνώριζαν, βρήκε στέγη σε ένα πλούσιο σπίτι, που ήθελε οικιακή βοηθό και έγιναν οι δικοί της βοηθοί στο μεγάλωμα του παιδιού της. Δούλεψε αγόγγυστα για πολλά χρόνια, ανάστησε την κόρη της, τη σπούδασε και έμοιαζε σα να μην ήθελε να κοιτάξει πίσω. Σα να επουλώθηκε εκείνη η πληγή, που άφησε στην ψυχή της η μοναδική της αγάπη. Όμως πολλές φορές το παρελθόν χτυπά την πόρτα σου εκεί που νομίζεις πως έχεις τελειώσει μαζί του, για να κλείσει θαρρείς τα τεφτέρια της ζωής και των σχέσεων…

Διαζύγιο δεν πήρε ποτέ, ούτε το ήθελε, για να μη την βρει και περάσει ξανά τα ίδια. Μόνο όταν πήρε το πτυχίο της δικηγόρου η μονάκριβή της, την κάθισε κάτω, της είπε όλη την ιστορία, που μέχρι τότε την άφηνε ατελείωτη γεμάτη κενά και απορίες, σε κάθε της ερώτηση. Ήταν ο δικός της τρόπος να ξορκίσει όλο αυτό τον πόνο που κουβαλούσε και ήταν η παράκληση της κόρης που δε γνώρισε πατέρα, να γυρίσει πίσω και να τον αναζητήσει, να μάθει τι απέγινε…

Και κάπως έτσι τα βήματά της την έφεραν στο παράθυρο της νιότης, που κοίταζε με σφιγμένη καρδιά, χωρίς να μπορεί να κάνει βήμα…
...

Η ιστορία αυτή είναι η συμμετοχή μου στην Φωτο-Συγγραφική Σκυτάλη #3, που επιμελείται και οργανώνει η Μαρία από τη "Γήινη ματιά". Την έμπνευση μου την έδωσε η φωτογραφία που επιλέχθηκε από την Στέλλα του "Με το φεγγάρι αγκαλιά". Μπορείτε να διαβάσετε όλες τις μέχρι τώρα συμμετοχές εδώ. Ευχαριστώ θερμά τη Μαρία που μου έδωσε την ευκαιρία και τη Στέλλα για τη φωτογραφία που γέννησε την ιστορία μου.


Παραδίδω τη σκυτάλη στη Μαρία Γ. από το "Φεύγουμε;". Η φωτογραφία που διάλεξα για κείνη είναι η παραπάνω και η λέξη είναι "θρόνος". Πηγή: Photo by Tom van Hoogstraten on Unsplash

Ελπίζω να της δώσει αφορμή για δημιουργία! Καλή έμπνευση!!

[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
42 Σχόλια
Μάιος, ο μήνας των λουλουδιών και των αγώνων...

Μάιος, ο μήνας των λουλουδιών και των αγώνων...


maios-o-minas-ton-louloudion-kai-ton-agonon
Photo by Boris Smokrovic on Unsplash
Ο χιλιοτραγουδισμένος Μάης είναι ο πέμπτος μήνας του χρόνου κατά το Ιουλιανό και Γρηγοριανό ημερολόγιο και έχει 31 ημέρες. Στο αττικό ημερολόγιο όμως ήταν ο ενδέκατος (μήνας Θαργηλιών) και αντιστοιχούσε με το χρονικό διάστημα από 23 Απριλίου ως 23 Μαίου.

Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος η ονομασία του προήλθε από το όνομα της νύμφης Μαίας που ήταν η ομορφότερη από τις Πλειάδες τις επτά κόρες του Άτλαντα και της Πλειόνης, η οποία ήταν μητέρα του θεού Ερμή. Για το λόγο αυτό, ο μήνας ήταν αφιερωμένος σε κείνον. Άλλοι λένε πως το όνομά του προσδιορίζει την μεγαλύτερη ηλικία του, από το major που σημαίνει μεγαλύτερος.

Στη Ρώμη κατά την αρχαιότητα, το μήνα Μάιο τελούνταν γιορτές προς τιμήν της νύμφης Ηγερίας για να θυμούνται τις συμβουλές που έδωσε στο Νουμά για τις θρησκευτικές αρχές που εισήγαγε στη Ρώμη. Την πρώτη και τη δεύτερη μέρα του μήνα, συνεχίζονταν τα Φλοράλια (ξεκινούσαν από 28 Απριλίου) γιορτές προς τιμήν της θεάς της βλάστησης Χλωρίδας (Flora) και τελούνταν και τα “Lemuria” (Μειλίχια) που ήταν γιορτές για τις ψυχές των νεκρών.

Στη ρωμαϊκή τέχνη παρατηρούμε να παρουσιάζουν τον Μάιο με μορφή μεσήλικα άνδρα με πλατύ χιτώνα. Στο κεφάλι του είχε σκεύος γεμάτο λουλούδια, ενώ στα πόδια του υπήρχε ένα παγώνι με ανοιγμένα φτερά.

Ο μήνας Μάιος έχει συνδεθεί με όλη την πορεία της Κωνσταντινούπολης, της πόλης που ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος. Στις 11 του μήνα γιορταζόταν η ίδρυση ή τα γενέθλια της πόλης και στις 21 γιορτάζουμε τη μνήμη του, ενώ στις 29 θυμόμαστε την άλωσή της από τους Τούρκους, το 1453. Σύμφωνα με την ιστορία ο Μ. Κωνσταντίνος πήρε την απόφαση να μεταφέρει την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου το 324, χαράζοντας ο ίδιος, με ένα ακόντιο, τα σύνορα της πόλης.

Ο Μάιος είναι ο κατ εξοχήν μήνας των λουλουδιών με το μαγιάτικο στεφάνι να πρωτοστατεί! Στην Ελλάδα παραδοσιακά, το στεφάνι φτιαχνόταν την πρωτομαγιά, στόλιζε την πόρτα του σπιτιού και καιγόταν στις 24 Ιουνίου στις φωτιές του Άι – Γιάννη. Όλοι οι λαοί βέβαια γιόρταζαν την πρωτομαγιά την ανθοφορία της φύσης και τον ήπιο καιρό με τη μεγαλύτερη ηλιοφάνεια που εξασφάλιζε την καλή σοδειά, δίνοντας έτσι στο Μάιο το χαρακτήρα ενός λουλουδιασμένου, χαρμόσυνου, με γιορτές, μήνα.

Βέβαια, δεν έλειπαν και οι προλήψεις που ήθελαν το Μάη «μαγεμένο»! Έτσι, απέφευγαν να κάνουν γάμους κατά τη διάρκεια του μήνα αλλά και σοβαρές εργασίες. Ας θυμηθούμε την παροιμία: «Στον καταραμένο τόπο, Μάη μήνα βρέχει»…

Η 1η του Μάη έχει παγκοσμίως συνδεθεί με το εργατικό κίνημα και τις διεκδικήσεις των εργατικών δικαιωμάτων, για καλύτερες συνθήκες εργασίας. Το 1886 στο Σικάγο έγιναν οι μεγάλες διαδηλώσεις με αίτημα τα τρία οχτάρια (8 ώρες εργασίας, 8 ώρες ψυχαγωγία, 8 ώρες ύπνος) βάζοντας τα θεμέλια για ανθρώπινη αντιμετώπιση των εργαζομένων από τους εργοδότες.

Αξίζει να θυμόμαστε πως κατά την απεργία των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη το 1936, ο Τάσος Τούσης έπεσε νεκρός από σφαίρες της αστυνομίας. Στις εφημερίδες της επόμενης μέρας δημοσιεύτηκε η φωτογραφία της μητέρας του να οδύρεται πάνω από τη σωρό του αδικοχαμένου παιδιού της και ήταν αυτή, που ενέπνευσε το Γιάννη Ρίτσο να γράψει τον Επιτάφιο: "Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω…», καθώς επίσης και τους 200 έλληνες πολιτικούς κρατούμενους, που εκτελέστηκαν την Πρωτομαγιά του 1944 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής από τις δυνάμεις κατοχής σαν αντίποινα για την αντιστασιακή δράση του ΕΛΑΣ. Στη μεγαλύτερη πλειοψηφία τους ήταν μέλη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ και παραδόθηκαν στις δυνάμεις κατοχής που τους εκτέλεσαν, από το προηγούμενο καθεστώς.

Στην Ιαπωνία όπου ο Μάιος ονομάζεται Σατσούκι υπάρχει η ονομαζόμενη «ασθένεια του Μάη» όπου οι νέοι σπουδαστές και εργαζόμενοι αρχίζουν να βαριούνται το σπουδές ή την εργασία τους.

Στη Φιλανδία τον ονομάζουν Toukokuu και σημαίνει μήνας της σποράς ενώ στη Σλοβακία ονομάζεται Veliki Traven και σημαίνει ο μήνας της υψηλής χλόης.

Να έχετε ένα όμορφο μήνα!!


Πηγή πληροφοριών: wikipedia.org
Κείμενο: to e-periodiko mas
[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
12 Σχόλια
Ευχές Ανάστασης

Ευχές Ανάστασης


eyxes-anastasis

Το Πάσχα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την Άνοιξη και την αναγέννηση της φύσης, αφού γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο, που ακολουθεί την εαρινή ισημερία.

Είναι η νίκη του Φωτός ενάντια στο Σκοτάδι και σε κάθε τι αρνητικό, ποταπό και βρώμικο. Σηματοδοτεί την αναγέννηση της ψυχής και την ελπίδα για ένα πιο ανθρώπινο κόσμο.

Σε λίγες μέρες θα ανάψουμε όλοι τις λαμπάδες μας, θα ευχηθούμε χρόνια πολλά, θα γιορτάσουμε…

Ας μην αφήσουμε έξω από τη σκέψη μας όσους υποφέρουν, ας απλώσουμε το χέρι μας στους λιγότερο τυχερούς από μας κι ας συγχωρήσουμε όσους μας πόνεσαν, μας πίκραναν, μας στεναχώρησαν…

Το φως που θα ανάψει στη λαμπάδα μας, ας ανάψει πρώτα στην ψυχή μας και ας το κρατήσουμε άσβεστο στο πέρασμα του χρόνου!

Καλή Ανάσταση με άπλετο Φως στη ζωή σας!
[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
12 Σχόλια
Η μοναξιά της Ανάστασης

Η μοναξιά της Ανάστασης


Πασχαλινό διήγημα του Διονύση Ε. Κονταρίνη 


Το ανοιξιάτικο δειλινό είχε πάρει να απλώνεται αργά πάνω από τη Χώρα της Κέρκυρας, εκείνο το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει πίσω από τα βουνά της αντικρινής μεριάς. Η άνοιξη άφηνε τα αρώματα των λουλουδιών της να αγκαλιάζουν όλη την μικρή πόλη. Ο κόσμος είχε ξεχυθεί στους δρόμους για να γιορτάσει τη μεγάλη μέρα με τους Επιτάφιους και τις μουσικές, που θα άρχιζαν σιγά-σιγά να γεμίζουν όλη την Κέρκυρα. Οι εκκλησιές ασφυκτικά γεμάτες με τους πιστούς να συμμετέχουν στο μεγάλο δράμα. Τα μαγαζιά ένα – ένα άρχισαν να κλείνουν. Η μεγάλη γιορτή έφτανε στο κορύφωμά της 

Ήταν κείνη την ώρα που ο Αλέξης ανηφόριζε μόνος του από τη Σπηλιά προς την Πιάτσα. Με αργά κουρασμένα βήματα περπατούσε κοιτάζοντας τους ανθρώπους γύρω του. Χάζευε στα μαγαζιά κοιτάζοντας τα πράγματα που πουλούσαν. Στα χέρια του κρατούσε ένα μικρό πακέτο. Ήταν ό,τι μπόρεσε να πάρει από το μικρό μπακάλικο κάτω στη Σπηλιά. Μια μικρή φρατζόλα ψωμί, λίγες ελιές και ένα κομμάτι χαλβά. Κρατούσε το δεματάκι στα χέρια του σαν να ήτανε κάτι τόσο πολύτιμο γι΄αυτόν. 
Πέρασε όλο το δρόμο, βγήκε στη Κάτω Πλατεία, τη Σπιανάδα και προχώρησε απέναντι στο Μποσκέτο. Κάθισε στην άκρη της πόρτας του μεγάλου κήπου και άπλωσε το δεματάκι του πάνω στα πόδια του. Άνοιξε το πακέτο του και κοίταξε τα λιγοστά, που ήταν όλα όσα είχε, για να χορτάσει την πείνα του. Ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλια του. 
-Λίγο αλλά κάτι είναι κι΄αυτό, ψιθύρισε στον εαυτό του. Κείνη τη στιγμή οι καμπάνες σ΄όλη την πόλη άρχισαν να χτυπούν πένθιμα. Ήταν σαν να έμοιαζαν να ήθελαν να θυμίσουν στους ανθρώπους ότι το κορύφωμα της μεγάλης γιορτής άρχιζε. 
Σε λίγο θα ξεκινούσε η περιφορά του Μεγάλου νεκρού στους δρόμους της πόλης. Ο Αλέξης έκαμε ένα γρήγορο σταυρό και έκοψε ένα μικρό κομμάτι από το ψωμί του και το έβαλε στο στόμα του. Και ήταν εκείνη τη στιγμή που, μέσα στο μισοσκόταδο του δειλινού είδε μια μικρή σκιά με αργά βήματα, σαν φοβισμένη να έρχεται και να στέκεται μπροστά του. Μέσα στο αχνό φως του δειλινού ξεχώρισε το όμορφο προσωπάκι από κάποιο μικρό κοριτσάκι. Ένα πολύ όμορφο προσωπάκι με ξανθά μαλλιά και πολύ φτωχικά ντυμένο. Είχε μείνει άφωνος να κοιτάζει το μικρό αγγελικό πρόσωπο που στεκόταν μπροστά του και κοίταζε με κάποια λαιμαργία το ψωμί, τις ελιές και τον χαλβά. 

-Τι τρως; Ακούστηκε σιγανή και φοβισμένη η φωνή του μικρού κοριτσιού. Κείνη τη στιγμή ακούστηκαν οι πρώτες ψαλμωδίες από τη μικρή εκκλησούλα της Παναγιάς της Μαντρακίνας, που βρισκόταν λίγο πιο πέρα.. Η λειτουργία για τον Επιτάφιο είχε αρχίσει. 
Ο Αλέξης βιάστηκε να καταπιεί αυτό που είχε το στόμα του. 
-Λίγο ψωμί έχω, λίγες ελιές και λίγο χαλβά ψιθύρισε με μια φωνή που μόλις ακουγόταν. Δεν είχα λεφτά να πάρω πιο πολλά. 
Το μικρό κοριτσάκι κοιτούσε με κάποια λαιμαργία το ψωμί. 
-Αν σου ζητήσω θα μου δώσεις λίγο; ρώτησε φοβισμένα τον Αλέξη, κοιτάζοντάς τον με ένα βλέμμα που μέσα του ήταν ζωγραφισμένη μια επιθυμία για λίγο ψωμί. Κι΄αυτός για κάποιο λίγο χρόνο έμεινε άφωνος. Έμοιαζε να μην πιστεύει αυτό που άκουσε να του λέει η μικρή. Έμοιαζε να μην πιστεύει γι' αυτό που έβλεπε μπροστά του.

 -Όλη μέρα δεν έχω φάει τίποτα, ψιθύρισε το μικρό με φοβισμένη φωνή. Δεν είχαμε τίποτα. Δεν φάγαμε. Ούτε η μαμά μου έφαγε, δεν είχαμε λεφτά να ψωνίσουμε κάτι, του είπε και τα ματάκια του ήσαν συνέχεια καρφωμένα στο πακέτο του Αλέξη. Κι΄αυτός είχε απομείνει άφωνος να κοιτάζει το μικρό κοριτσάκι κι΄έμοιαζε ανίκανος να προφέρει έστω και μια λέξη. Μόνο κοιτούσε το παιδάκι 
και χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω του άπλωσε το πακέτο προς το μέρος του. 

-Πάρτο. Πάρτο και φάε! 
Το μικρό κοριτσάκι έμεινε για λίγο διστακτικό. Τα ματάκια του είχαν αρχίσει να περπατάνε από τον Αλέξη στο πακέτο και από το πακέτο στον Αλέξη. Δεν μπορούσε να το πιστέψει πως εκείνος ο θησαυρός θα μπορούσε να γίνει όλος δικός του.Χωρίς να απλώσει τα χέρια του κοιτούσε τον Αλέξη και με τρεμάμενη τη φωνή ψιθύρισε. 

-Όχι όλο. Όχι. Λίγο θέλω και να φας κι΄εσύ. Κοίταξε τον Αλέξη και προσπάθησε να χαμογελάσει. 
-Θέλεις να καθίσω εδώ και να φάμε μαζί παρέα; τον ρώτησε. 

Ένας κόμπος έμοιαζε να σφίγγει τον λαιμό του Αλέξη σαν άκουσε τη μικρή να θέλει να φάνε παρέα. Ούτε που μπορούσε να το φανταστεί πως κάποιος θα τον καλούσε να φάνε μαζί. 

-Ναι, ναι, της είπε βιαστικά. Έλα. Θα φάμε παρέα. Και της έκαμε λίγο χώρο στο πεζούλι της πόρτας για να καθίσει πλάι του. Ο Αλέξης ένοιωσε να τα έχει χάσει σαν η μικρή κάθισε πλάι του. Ένοιωθε πως τα χείλη του δεν μπορούσαν να ανοίξουν για να προφέρουν μια λέξη. Μόνο κοιτούσε τη μικρή και ένοιωθε όλος να τρέμει.

 Ακούμπησε το πακέτο στην αγκαλιά της μικρής καθώς είχε καθίσει πλάι του. Κι΄η μικρή το άνοιξε, έκοψε ένα κομματάκι χαλβά και λίγο από το ψωμί και άρχισε να τρώει. 

-Πως σε λένε; τη ρώτησε ο Αλέξης. Με το στόμα της γεμάτο η μικρή κατάφερε να του πει το όνομά της.
 -Με λένε Σούλα. Δεν έχω άλλο όνομα. Έμεινε για λίγο σκεφτικός μοιάζοντας να ψάχνει από που να ήρθε τούτο το παιδάκι. 
-Μόνη σου είσαι εδώ; τη ρώτησε;
 -Όχι. Η μαμά μου είναι στην εκκλησία, στη Μαντρακίνα. Περιμένει να σχολάσει. Και μετά θα πάει στην άκρη και θα περνάει ο κόσμος να της δίνει λεφτά. Κατάλαβε. Και έμεινε αμίλητος. Άλλος ένας άνθρωπος σαν κι΄αυτόν. Να περιμένει να ζήσει από την ελεημοσύνη των άλλων. Να περιμένει την ελεημοσύνη των άλλων για να φάνε κάτι το Πάσχα. Η μικρή σταμάτησε να τρώει και τον κοίταζε.

 -Γιατί δεν τρως. Είπαμε θα φάμε μαζί. Ο Αλέξης χαμογέλασε. Σήκωσε το χέρι του και χάιδεψε το ξανθό κεφαλάκι της μικρής. Και μέσα του ένοιωσε για πρώτη φορά κάτι τόσο όμορφο που δεν το είχε νοιώσει ποτέ στην ζωή του. 
-Φάε εσύ, είπε στη μικρή. Εγώ έχω φάει. Όλο δικό σου, της είπε μ΄ένα χαμόγελο που ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του μπορούσε να το δώσει. 

-Σούλααααααααα!!! ακούστηκε κείνη τη στιγμή μια φωνή από τη μεριά της μικρής εκκλησιάς. -Η μαμά μου, είπε η μικρή. Εδώ είμαι, φώναξε προς τη μεριά που ακούστηκε η φωνή.

Σε λίγο μπροστά τους έφτασε μια γυναίκα, που ο Αλέξης μέσα στο μισοσκόταδο προσπάθησε να την δει. Δεν φαινόταν πολύ μεγάλη. Μπορεί να πει κανείς πως μια νέα κοπέλα ήταν. Ένα κουρασμένο πρόσωπο ακουμπισμένο πάνω σε δυο σκυφτούς ώμους. Ντυμένη κι΄αυτή με ρούχα φτωχικά. Κοίταξε τον Αλέξη για λίγο και μετά στράφηκε στην μικρή. 

-Τι κάνεις εδώ; τη ρώτησε λίγο αυστηρά. Με φοβισμένα λόγια η μικρή προσπάθησε να απολογηθεί. 
-Ο κύριος μου έδωσε λίγο ψωμί και κάθισα να το φάω. Ο Αλέξης κατάλαβε ότι θα έπρεπε να μιλήσει.
 -Εγώ της είπα να καθίσει να φάμε παρέα. Πιστεύω πως είναι όμορφα οι άνθρωποι να τρώνε με παρέα. Να σου πω ότι κι΄εμένα μου λείπουν από τη ζωή μου οι παρέες. 
-Μόνο σου είσαι; τον ρώτησε 
-Όσο θυμάμαι τη ζωή μου δεν είχα κανέναν. Να σου πω ότι δεν ξέρω πως βρέθηκα στον κόσμο. Δεν το έμαθα ποτέ. Εσύ έχεις κανένα; Η κοπέλα άνοιξε τα χείλια της σ΄ένα χαμόγελο γεμάτο πίκρα.
 -Εγώ είχα. Απ΄όλους είχα. Κι΄ένα βασιλόπουλο του παραμυθιού είχα που μου έκαμε τουτο το μικρό και μετά χάθηκε παίρνοντας μαζί του όλους. Κανείς δεν γύρισε να με κοιτάξει από τότες. 

Σταμάτησε για λίγο και προσπάθησε μέσα στο μισοσκόταδο να δει πιο καλά τον Αλέξη 
-Αλήθεια, ποιος είσαι; τον ρώτησε. Ο Αλέξης έμεινε για λίγο αμίλητος. Ένα αχνό θλιμμένο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλια του 
-Είμαι ο Αλέξης. Έτσι με φωνάζουν, της είπε. 
-Εμένα με λένε Γιάννα. Να σε ρωτήσω, πως και βρέθηκες στη γειτονιά μου; Δεν σ΄έχω ξαναδεί στα μέρη μας. 
Ο Αλέξης χαμογέλασε λίγο. 
-Να σου την αλήθεια ζητούσα λίγη ησυχία για να απολαύσω το βραδινό μου και έφτασα μέχρις εδώ. -Εσύ ήρθες στην εκκλησιά; Η κοπέλα χαμογέλασε μ΄ένα χαμόγελο που έδειχνε μάλλον να είναι θλιμένο. 
-Ναι. Ήρθα στην Παναγιά την Μαντρακίνα. Και την παρακάλεσα να πει στους πιστούς να μου δώσουν καλή ελεημοσύνη για να φάει κάτι το Πάσχα και τούτο το μικρό. Μένω δω κάτω στην Κόντρα Φόσσα. 
-Μα δω κάτω δεν υπάρχουν σπίτια, της είπε ο Αλέξης. 
-Υπάρχουν όμως παλιά καΐκια και σπασμένες βάρκες. Αν δεν έχεις κάτι άλλο καλά είναι και αυτά. 

Και γυρίζοντας προς το μέρος της μικρής την φώναξε. 
-Έλα Σούλα μου. Πάμε. Η μικρή σηκώθηκε και έδωσε το υπόλοιπο του φαγητού στον Αλέξη. 
-Αυτό δικό σου, του είπε και το ύφος της έμοιαζε μάλλον σοβαρό Κι΄αυτός πήρε το υπόλοιπο φαγητό χαμογελώντας. 
Η Γιάννα γύρισε προς τον Αλέξη. 
-Μένεις εδώ κοντά; 
Κι΄αυτός την κοίταξε για λίγο αμίλητος. 
-Ναι. Μένω όπου βρω, της είπε κάπως θλιμμένα. 

Η κοπέλα έμεινε για λίγο αμίλητη να τον κοιτάζει. Μετά πήρε την μικρή Σούλα από το χέρι και χάθηκαν προς τη μεριά της εκκλησιάς. Ο Αλέξης κάθισε και πάλι στο πεζούλι της πόρτας του κήπου και με αργές κινήσεις άρχισε να τρώει το υπόλοιπο ψωμί. 

Κείνη την ώρα εκεί, προς την απέναντι μεριά, στο δρόμο των Λιστών ακούστηκε η μουσική. Η πομπή του Επιταφίου από την εκκλησιά του Αγίου Σπυρίδωνα είχε ξεκινήσει για το γύρω της. Βγήκε στο δρόμο της πλατείας, έστριψε στην Λιστών και άρχισε να ανηφορίζει προς τη Σπιανάδα. Οι καμπάνες από τις εκκλησιές όλης της Χώρας ακούγονταν να χτυπούν πένθιμα. Οι θλιμμένες στιγμές της μεγάλης γιορτής βρισκόταν στο κορύφωμά τους. Ο Ιησούς Χριστός προχωρούσε προς τον τάφο του. Εκεί που τον έστελναν οι άνθρωποι. 

Η Κυριακή του Πάσχα είχε ξημερώσει. Ένας όμορφος ανοιξιάτικο ήλιος είχε απλώσει τις αχτίνες του πάνω από την Χώρα της Κέρκυρας. Τα αρώματα των λουλουδιών περπατούσαν μαζί στην πορεία του. Σωρός απόλαυσης τα ανοιξιάτικα χρώματα είχαν πάρει να απλώνονται πάνω από όλη την ομορφιά της Κέρκυρας. Μια Ανάσταση του Χριστού είχε αγκαλιάσει τους ανθρώπους που απολάμβαναν την άγια μέρα. Ο κόσμος είχε ξεχυθεί στους δρόμους πηγαίνοντας για τα μέρη που θα περνούσαν την άγια γιορτή. Οι καμπάνες άπλωναν τον χαρμόσυνο ήχο τους κι΄άφηναν το μυρωμένο αγέρι να σκορπάει γύρω τη μελωδία τους. Όλα μαρτυρούσαν τη μεγάλη γιορτή. 

Κάτω στην Κόντρα Φόσσα τα υπολείμματα από κάποιο καΐκι ήσαν ακουμπισμένα πάνω στο χορτάρι της γης. Το πλώριο μέρος φαινόταν να κρατά ακόμη. Τα πίσω ήσαν ο σκελετός και κάτι σανίδια. Πάνω κει στην πλώρη φάνηκε να βγαίνει μέσα από την πλατιά καμπίνα η μικρή Σούλα. Προχώρησε αργά προς την πλώρη του σκάφους και στάθηκε στην άκρη του. Κοίταξε κάτω εκεί που ακουμπούσε το καΐκι στη γη και τα μάτια της άνοιξαν πελώρια ενώ μέσα τους ζωγραφίστηκε η απορία. Κοίταζε και έμοιαζε σαν να μην πιστεύει αυτά που έβλεπε. 

-Μαμά, μαμά φώναξε με δυνατή τη φωνή της. 
-Τι είναι αρή; Τι φωνάζεις. ακούστηκε η φωνή της Γιάννας μέσα από την καμπίνα.
 -Μαμά τρέχα, ακούστηκε πάλι η φωνή της μικρής, και πάνω στη πλώρη ξεπρόβαλε η Γιάννα. Πήγε κοντά στη μικρή της. 
-Μαμά κοίτα. Κι΄η Γιάννα έσκυψε προς τα έξω. Λίγο πιο πέρα από εκεί που ήταν ακουμπισμένο το σαπιοκάϊκο που είχαν για σπίτι τους, καθισμένος πάνω στο χορτάρι της γης στεκόταν ο Αλέξης. Μπροστά του ήσαν απλωμένες δυο εφημερίδες και πάνω τους ακουμπισμένα δυο πιάτα με αρνί ψητό και πατάτες, λίγη σαλάτα, κουλουράκια, τρία κόκκινα αυγά και μια μπουκάλα με κρασί. 

Η Γιάννα είχε απομείνει για λίγο να τα κοιτάζει σαν χαμένη. Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε πάνω στα χείλια της. Πήδηξε από το καΐκι και προχώρησε προς τον Αλέξη. Στάθηκε μπροστά του και κοιτούσε πότε αυτόν και πότε τα πράγματα που ήσαν ακουμπισμένα στο πρόχειρο τραπέζι. Πλάι της ήταν ακουμπισμένη και η μικρή Σούλα με το βλέμμα της καρφωμένο στα φαγητά που ήσαν πάνω στο χαρτί των εφημερίδων. 

-Χριστός Ανέστη, ακούστηκε σιγανή η φωνή του Αλέξη. Πάσχα σήμερα και ήθελα μια παρέα να περάσω τη μέρα. Διάλεξα εσάς εδώ. Έφερα κάτι να φάμε και να πούμε χρόνια πολλά. Η Γιάννα έστεκε αμίλητη και τον κοιτούσε. Τα χείλια της χαμογελούσαν και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Άνοιξε την αγκαλιά της και τον άφησε να την αγκαλιάσει. 
-Χριστός Ανέστη, ψιθύρισε κλαίγοντας.

Αυτό το τρυφερό διήγημα μου το παραχώρησε ο καλό μου φίλος Διονύσης Κονταρίνης και τον ευχαριστώ θερμά για την τιμή που μου έκανε!


[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
14 Σχόλια
Της τελευταίας στιγμής - διακόσμηση του πασχαλινού τραπεζιού

Της τελευταίας στιγμής - διακόσμηση του πασχαλινού τραπεζιού



Το πασχαλινό τραπέζι συνήθως είναι απλό. Λίγο γιατί τις περισσότερες φορές στρώνεται σε αυλές και βεράντες, λίγο γιατί η παράδοση θέλει τον οβελία στη σούβλα και κάπως έτσι αφήνουμε μόνο τα κόκκινα αυγά να εκτελούν χρέη διακόσμησης ώσπου να τσουγκριστούν και να καταναλωθούν.

Ας δώσουμε μια γιορτινή νότα στο τραπέζι μας όπου κι αν το στρώσουμε, φτιάχνοντας αυτή την απλή κατασκευή για τις πετσέτες. Άλλωστε είναι μια ιδέα που γίνεται στο άψε σβήσε!

Υλικά που χρειάζεστε:

  • 7 με 8 μικρά αυγουλάκια από φελιζόλ για κάθε πετσέτα
  • 1 βελόνα ραψίματος
  • κλωστή λίγο χοντρή ή λεπτή πετονιά
Πώς θα τα φτιάξετε νομίζω πως έχετε ήδη καταλάβει. Τα περνάτε στην κλωστή και δένεται σφιχτά στο τελείωμα, κάνοντας ένα μικρό "βραχιολάκι". Αυτό είναι όλο!


Το μικρό καφάσι είναι γεμισμένο με την πρασινάδα και τα αυγά από τα γλαστράκια, που είδατε σε προηγούμενη ανάρτηση!...


Η ιδέα αυτή γεννήθηκε από τα στεφανάκια της Ελεάνας από το My Home My Memories.
Περιμένω όπως πάντα τη γνώμη σας!


[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
10 Σχόλια

find "to e-periodiko mas" on instagram