Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πένας εκφράσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πένας εκφράσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Διώξε μου τον πόνο...

Διώξε μου τον πόνο...



Άνοιξε για λίγο τα μάτια του κι ευθύς τα έκλεισε ξανά.
- Πες μου ένα παραμύθι, είπε με κόπο...
- Παραμύθι, αγόρι μου, μεγάλωσες πια!
- Ναι, έτσι για να ξεχαστώ, σαν αντιπερισπασμός στον πόνο...

Ο ήχος της φωνής του κι αυτό που ζητούσε, έκαναν τη μάνα να αναριγήσει. Μέρες τώρα ήταν εκεί στο προσκεφάλι του, του χάιδευε το μέτωπο και το χέρι του με τους φυτεμένους ορούς και τα λευκοπλάστ και παρακαλούσε το Θεό να της τον κάνει καλά!

Το παλικάρι της, το μοναχοπαίδι της, το μωρό της κείτονταν στο κρεβάτι του νοσοκομείου ακίνητο και χλωμό κι εκείνη το κοίταζε χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα και μάτωνε η ψυχή της.

Δεν έπρεπε να είσαι εδώ, σκεφτόταν τις ατέλειωτες ώρες του μαρτυρίου της... είσαι δεκαοχτώ χρονών, έπρεπε να είσαι έξω να κυνηγάς τα όνειρά σου, να χαίρεσαι, να λυπάσαι, να ζεις... τι δουλειά έχεις εδώ ανάμεσα σε γέρους να παλεύεις να κρατηθείς κι εγώ να σε κοιτώ, να σε παρακολουθώ που χάνεσαι μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα!

Δεν ήλπιζε πολλά η μάνα, μετά το τελευταίο ανακοινωθέν των γιατρών. Μόνο ένα θαύμα μπορούσε να σώσει το παιδί της, αφού δεν βρέθηκε συμβατός δότης, της είχαν πει κι εκείνη παρόλο που κατέρρευσε μέσα της γινόμενη χίλια κομμάτια, το δέχτηκε με περίσσια αξιοπρέπεια, απαντώντας: "Ό,τι θέλει ο Κύριος".

- Δε σ' ακούω... ψιθύρισε ξανά το παιδί κι εκείνη έκλεισε με μιας την πόρτα του πόνου κι άνοιξε την πόρτα των αναμνήσεων...
- Θα σου πω το αγαπημένο σου, όταν ήσουν μικρός, θυμάσαι; Μ' αυτό σ' έπαιρνε ο ύπνος...

Μια φορά κι ένα καιρό, σ' ένα μακρινό πανέμορφο δάσος, ζούσε ένας ξυλοκόπος με τη γυναίκα του και τις δυο κόρες του, άρχισε... κι έλεγε, έλεγε, διηγόταν το παραμύθι κι εκείνος μίκραινε, μίκραινε ώσπου χώραγε στην αγκαλιά της και το κανάκευε, τον χάιδευε στοργικά και τον προστάτευε από κάθε τι κακό, οδυνηρό και άσχημο.

Γύριζε πίσω το μυαλό στα χρόνια της ξενοιασιάς, στα χρόνια των χαρούμενων γενεθλίων, στους επαίνους του στο σχολείο, στα ατέλειωτα καλοκαιρινά παιχνίδια στη διπλανή αλάνα, στα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα...

Η φωνή της ήρεμη, χρωμάτιζε την κάθε λέξη και την έκανε εικόνα, που σα βάρκα ταξίδευε το νεαρό, σε μέρη φανταστικά κι ονειρεμένα και κείνος ήρεμος άκουγε και πού και πού, χαμογελούσε.

Κάθε που πλησίαζε στο τέλος του παραμυθιού, πρόσθετε κάτι που το έκανε ν' αρχίσει από την αρχή, έτσι όπως συμβαίνει πολλές φορές στη ζωή μας και περνάμε από την απόγνωση, στην ελπίδα...

- - - - - - - - 

Με αυτή την ιστορία, συμμετείχα στο "Παίζοντας με τις λέξεις #4", μια ιδέα της Φλώρας
η οποία φιλοξενούσε το παιχνίδι στο χώρο της Texnis Stories και τώρα φιλοξενείται από τη Μαρία, στο "My trips on blog". Εκεί θα βρείτε και τις υπόλοιπες συμμετοχές και τη νικήτρια ιστορία "Λουστρίνια νούμερο 37" της Μαρίας Κανελλάκη από το "Απάγκιο".



[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
"Ιστορίες της Νύχτας" - Μια αληθινή ιστορία...

"Ιστορίες της Νύχτας" - Μια αληθινή ιστορία...


2η συμμετοχή


Βρισκόμαστε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 50...
Απόγευμα Σαββάτου, ξεκινά ένα επιβατηγό καράβι από τον Πειραιά για τη Μυτιλήνη με μπουνάτσα.Το ταξίδι μεγάλο, ξεπερνούσε τις δεκατέσσερις ώρες. Η νύχτα θα το έβρισκε στο πέλαγος και το λιμάνι δεν θα φαινόταν πριν από τις οχτώ το πρωί...

Αργά το βράδυ, καταμεσής του πελάγους, βρέθηκε σε θαλασσοταραχή μεγάλη. Κανείς από τους επιβάτες δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ενώ ξεκίνησαν με τόσο καλό καιρό και πέρασαν το Κάβο Ντόρο χωρίς πολλά κουνήματα, τώρα το καράβι έμοιαζε παραδομένο στο έλεος της φουρτούνας.

Όλο το πλήρωμα επί ποδός και ο καπετάνιος στη γέφυρα, κρατούσε μόνος του το τιμόνι! Κάτω από άλλες συνθήκες, με τη νύστα να βαραίνει τα βλέφαρα, οι επιβάτες θα είχαν γύρει το κεφάλι παραδομένοι στο κάλεσμα του Μορφέα. Τώρα όμως αναστατωμένοι, αφήνοντας τη νύστα κατά μέρος, κοιτούσαν τις καρέκλες στο σαλόνι του πλοίου, να πηγαίνουν πότε από τη μια και πότε από την άλλη, ακολουθώντας τον άγριο ρυθμό των μανιασμένων κυμάτων, που έκαναν το πολυταξιδεμένο σκαρί να μοιάζει καρυδότσουφλο...

Η νύχτα πυκνή και η θύελλα στο αποκορύφωμά της! Βροχή και δυνατός αέρας έκαναν αμφίβολη την έκβαση του ταξιδιού αυτού. Ο καπετάνιος κρατούσε με τα δυο του χέρια το τιμόνι με την αγωνία να αυλακώνει το πρόσωπό του. Δεν έκανε ζέστη, το αντίθετο μάλιστα, όμως στο μέτωπό του κόμποι ιδρώτα κυλούσαν και άλλαζαν δρόμο στα φρύδια του, για να καταλήξουν χαμηλά στους κροτάφους...

Έχω τόσες ψυχές να πάω στον τόπο τους, σκεφτόταν. Θεέ μου, βοήθα με να τους γλιτώσω!

Πριν προλάβει να τελειώσει τη σκέψη του, νιώθει δυο χέρια να κρατούν μαζί του το τιμόνι κι ένα πρόσωπο άγνωστο μα οικείο να του χαμογελά, μέσα στη στολή του καπετάνιου του Εμπορικού Ναυτικού, που φορούσε κι ο ίδιος!

Μη φοβάσαι, του είπε, θα τα καταφέρουμε!...
Λίγη ώρα αργότερα, σαν από θαύμα, η θύελλα καταλάγιασε και το καράβι άρχισε να πλέει με σιγουριά στους υδάτινους δρόμους του Αιγαίου, που οδηγούσαν στο νησί.

Ο καπετάνιος γύρισε με ανακούφιση προς τον αξιωματικό, που κρατούσε μαζί του το τιμόνι, αλλά δεν τον είδε εκεί...
Πού πήγε, μονολογούσε... θα τον βρω, να τον ευχαριστήσω για τη βοήθεια και τη συμπαράστασή του, θεωρώντας πως ήταν κάποιος από τους επιβάτες, που έβαλε στην κυριολεξία το χέρι του, για να σωθεί το καράβι!
Τότε, ακούει μια φωνή λίγο απόμακρη, σαν από το διπλανό δωμάτιο, να του λέει: "Δεν θέλω να μ' ευχαριστήσεις, μόνο όταν περνάς από το σπίτι μου στο Καγιάνι, σφύρα μου τρεις φορές"...

Στο Καγιάνι... σπίτια δεν υπήρχαν στο Καγιάνι, το ήξερε καλά! Χρόνια έκανε αυτό το δρομολόγιο και ήξερε τα παράλια του νησιού απ' έξω κι ανακατωτά. Στο Καγιάνι, το μόνο που μπορούσε να δει κανείς, ήταν ένα μικρό εκκλησάκι του Ταξιάρχη (όπως το λένε οι ντόπιοι) να ξεπροβάλει από την πυκνή φυλλωσιά των δέντρων, που άγγιζαν στην πανέμορφη ακρογιαλιά....

Η μέρα άρχισε σιγά - σιγά να κάνει την εμφάνισή της. Ένας λαμπερός ήλιος ξεπρόβαλε από το βάθος του γαλάζιου ορίζοντα και έριχνε χρυσαφένιες ματιές στα καταγάλανα νερά. Το βαπόρι σίγουρο και ατάραχο πλησίαζε το νησί. Εκείνος εκεί, στητός στη γέφυρα με τα κιάλια στο χέρι, έψαχνε να δει όσο πιο γρήγορα γινόταν τα πρώτα ίχνη γης.

Λίγο - λίγο και η στεριά με την καταπράσινη ομορφιά της έμοιαζε να πλησιάζει όλο και πιο κοντά. Άρχισε να κοιτά ξανά με τα κιάλια και να ψάχνει πόντο - πόντο για σπίτια...
Δάσος, ελιές και πεύκα μέχρι την αμμουδιά. Να, το Καγιάνι, δέντρα, φυλλωσιές, να και το εκκλησάκι, σπίτια όμως, δεν φαίνονταν!...

Έδωσε εντολή να σφυρίξει το πλοίο τρεις φορές! Ο ήχος έσκισε την ησυχία του πρωινού, κάνοντας όλους να απορούν, αφού το λιμάνι δεν είχε καν φανεί!

- Καπετάνιε, θέλουμε τουλάχιστον μισή ώρα για να πιάσουμε λιμάνι! του είπε ο δεύτερος με απορία...
- Από σήμερα εδώ θα σφυράμε, του απάντησε, με τρόπο που δεν σήκωνε ούτε άλλη ερώτηση, αλλά ούτε και την παραμικρή αμφισβήτηση...

Πατώντας το πόδι του στη στεριά, πρωί Κυριακής πια, το πρώτο που θέλησε να κάνει ήταν να πάει στο εκκλησάκι του Ταξιάρχη στο Καγιάνι. Ένα ταξί τον οδήγησε γρήγορα τόσο, που η λειτουργία δεν είχε ακόμα τελειώσει.

Μπήκε μέσα, έκανε το σταυρό του, άναψε ένα κεράκι και προσκύνησε την εικόνα του, που δέσποζε στο μικρό ναό και περίμενε. Με το τέλος της λειτουργίας, ένιωσε την ανάγκη να μοιραστεί με τους ανθρώπους που βρίσκονταν εκεί, την εμπειρία του. Στόμα με στόμα διαδόθηκαν από άκρη σ' άκρη σ' όλο το νησί, αλλά και σ' όλους τους ναυτικούς που έκαναν αυτό το ταξίδι, από τότε και μέχρι τις μέρες μας, τα λόγια του.

Όλα τα καράβια, από εκείνη την Κυριακή σφυράνε πάντα τρεις φορές, όχι μπαίνοντας στο λιμάνι, αλλά μισή ώρα νωρίτερα, όταν αντικρίζουν τον Ταξιάρχη και το "σπίτι" του!
Όσοι έχετε ταξιδέψει δια θαλάσσης για τη Μυτιλήνη, σίγουρα θα το έχετε παρατηρήσει...

Αυτή η ιστορία, είναι η δεύτερη συμμετοχή μου στις "Ιστορίες της Νύχτας" #2 της αγαπημένης φίλης Αριστέας, με αφορμή τη γιορτή των Ταξιαρχών. Για να διαβάσετε όλες τις συμμετοχές, μην παραλείψετε να περάσετε από το blog της, "η ζωή είναι ωραία". Θα τις βρείτε συγκεντρωμένες όλες εκεί.




[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
"Ιστορίες της Νύχτας" - Φυγή...

"Ιστορίες της Νύχτας" - Φυγή...



Ήταν μια κρύα νύχτα του Δεκέμβρη όταν βρόντηξε την πόρτα πίσω του κι έφυγε...
Το κρύο τσουχτερό και το χιονόνερο τρυπούσε ό,τι άγγιζε. Ο αέρας λυσσομανούσε και ξεκολλούσε βίαια τα λιγοστά φύλλα από τα δέντρα της αυλής. Έβαλε το σακίδιο στον ώμο και προχώρησε με την ορμή του θυμού, που τον είχε κυριεύσει.

Ένας ακόμα καυγάς με τον πατέρα του, τον έκανε να φύγει αυτή τη φορά, οριστικά. Κοίταξε γύρω του. Τα λιγοστά φώτα στην πλατεία της μικρής πόλης τρεμόπαιζαν λες κι ο αέρας προσπαθούσε να τα σβήσει. Ερημιά! Απόλυτη ερημιά! Στο δρόμο, στην ψυχή του, στο βλέμμα του...

Περπατούσε με γοργά βήματα, προσπαθώντας να αποφύγει όσα τον κυνηγούσαν. Θύελλα γύρω του, θύελλα και μέσα του. Τα συναισθήματα φουσκωμένο ποτάμι, έτοιμο να ξεχειλίσει, έφερναν δάκρυα στα μάτια του κι ας επέμενε να τα αγνοεί. Δεν ήθελε να κλάψει, δεν είχε μάθει να κλαίει! "Οι άντρες δεν κλαίνε" έλεγε συχνά ο πατέρας του. "Πονάνε, μα δεν κλαίνε!"...

Ο πατέρας του, το πρότυπό του κι ο μεγάλος του αντίπαλος! Έτσι τον ένιωθε...
Προσπαθούσε να είναι αντάξιος των προσδοκιών του και κάθε φορά, βρισκόταν υπόλογος. Το "μέτρημα" τον έβγαζε πάντα λιγότερο απ' όσο έπρεπε κι αυτό τον πίκραινε βαθιά και τον πείσμωνε. Και προσπαθούσε να γίνει καλύτερος, να πετύχει περισσότερα, να βγει νικητής, στην αναμέτρηση με τα "θέλω" του πατέρα του, τόσο που ποτέ του δεν αναρωτήθηκε ποια ήταν τα δικά του "θέλω". Τι ζητούσε εκείνος; Με τι θα ήταν ευτυχισμένος;

Ένας ήταν ο στόχος του και μόνο. Να ακούσει από τον πατέρα του τη φράση "είμαι υπερήφανος για σένα". Αυτό όμως ως τώρα παρέμενε όνειρο ανεκπλήρωτο...
Τόσα χρόνια ο πρώτος μαθητής στην τάξη, από τους πρώτους στο Πολυτεχνείο, με άριστα το πτυχίο του, αλλά ο πατέρας ποτέ δεν του είπε τη "μαγική" φράση. Αντίθετα όταν η κρίση τον έκανε ένα ακόμα άνεργο στη μεγάλη λίστα, εκείνος τον θεώρησε ένα αποτυχημένο, που ξόδεψε τσάμπα χρήματα για να τον σπουδάσει. Οι κόποι του, οι δικοί του κόποι, το διάβασμα, τα ξενύχτια του πάνω από τα βιβλία, ο αγώνας να επιβιώσει σε μια άλλη πόλη με τόσους πειρασμούς με τα πενιχρά μέσα, που του διέθετε ο πατέρας, η δουλειά παράλληλα με τη σχολή για να μπορεί να ζει πιο ανθρώπινα, όλα αυτά δεν τα υπολόγισε ποτέ. Στα μάτια του ήταν όλα πρόσθεση, αφαίρεση, κέρδος, ζημία. Όλα υπολογισμένα μπακαλίστικα, ψυχρά!

- Μπακάλης είναι, τι περιμένεις, του έλεγε η μάνα του, όταν προσπαθούσε να ηρεμήσει την ψυχή του, μετά από τις συχνές τους λεκτικές αναμετρήσεις. Δεν είναι κακός, το ξέρεις! Θέλει το καλύτερο για σένα, γι' αυτό σε πιέζει έτσι. Μην τον παρεξηγείς...
"Μη τον παρεξηγείς", του είχε πει κι εκείνο το βράδυ... όμως το ποτήρι είχε πια ξεχειλίσει και τίποτα δεν μπορούσε να τον κρατήσει. Ούτε τα δάκρυα της μάνας, ούτε ο πόνος, που ήξερε πως της έφερε η ξαφνική του απόφαση.

Δεν ήξερε πού να πάει, ούτε και είχε αποφασίσει τι θα κάνει. Στο σταθμό του τρένου μπήκε περισσότερο για να προστατευθεί από το κρύο. Κοίταξε τα χρήματά του... του έφταναν για ένα εισιτήριο για τη Θεσσαλονίκη και για κάμποσες νύχτες σ' ένα φτηνό ξενοδοχείο. Αυτά του ήταν αρκετά για αρχή...

- Κύριε Μάμαλη, έχετε ένα τηλεφώνημα από μακριά... ακούστηκε ξαφνικά η φωνή της γραμματέας του και τον επανέφερε στο παρόν.
- Ακόμα εδώ είσαι Τζόυς; της είπε απορημένος. Είναι περασμένες οχτώ, θα έπρεπε να έχεις φύγει εδώ και ώρες...
- Το τηλεφώνημα είναι από την Ελλάδα κύριε! συνέχισε η κοπέλα, αγνοώντας την ευγενική του παρατήρηση... φαίνεται επείγον!
Σήκωσε το ακουστικό με αγωνία.
- Παιδί μου, πρέπει να έρθεις σπίτι, γρήγορα! ακούστηκε η φωνή της μητέρας του, που ποτέ δεν έχασε επαφή μαζί της. Ο πατέρας σου δεν είναι καλά... εύχομαι να τον προλάβεις!

Πέντε χρόνια είχε να μιλήσει με τον πατέρα του. Πέντε χρόνια είχε να μιλήσει, για τον πατέρα του και τώρα μια ίδια κρύα νύχτα του Δεκέμβρη, βρισκόταν σαν από θέλημα της μοίρας ή των συναισθημάτων του, να τον σκέφτεται λίγο πριν το θλιβερό τηλεφώνημα...

Δυο ώρες αργότερα, πετούσε από το Λονδίνο για την Ελλάδα. Ξημερώματα σχεδόν έφτασε στο πατρικό του σπίτι. Βγήκε βιαστικά από το ταξί μα κοντοστάθηκε στην αυλόπορτα. Πριν κάνει την τελευταία δρασκελιά για να βρεθεί μέσα, θυμήθηκε ξανά τον τρόπο που έφυγε... ο αέρας τώρα το ίδιο παγωμένος αλλά λιγότερο δυνατός και χιονόνερο δεν υπήρχε...
Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά! Δεν ήξερε πώς θα αντικρίσει τον πατέρα του και κυρίως πώς θα τον αντίκριζε εκείνος.. ένας καυγάς, μια φυγή και πέντε χρόνια σιωπής, είχαν μπει ανάμεσά τους! Δεν ήταν λίγα...
Χτύπησε την πόρτα και περίμενε για μερικά δευτερόλεπτα. Η μάνα εμφανίστηκε μπροστά του, θλιμμένη, ωχρή, διαλυμένη.  Από το βλέμμα της, κατάλαβε πως όλα είχαν τελειώσει κι εκείνος, είχε χάσει κάθε ελπίδα να ακούσει αυτό για το οποίο πάσχιζε πάντα, αυτό, που ήταν η αιτία να φύγει, αλλά και να πετύχει!
Το χιονόνερο έκανε ξανά την εμφάνισή του... ψυχρό, διαπεραστικό. Έπεφτε στο πρόσωπό του και το μούσκευε, έτσι όπως ανακατευόταν με τα δάκρυά του. "Όχι πατέρα κι άντρες κλαίνε" σιγοψιθύρισε και αναλύθηκε σε λυγμούς έντονους, λυτρωτικούς...


Το κείμενο αυτό συμμετέχει στις "Ιστορίες της Νύχτας" #2 της αγαπημένης Αριστέας. Στο blog της "η ζωή είναι ωραία" μπορείτε να διαβάσετε όλες τις συμμετοχές.


[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Μια πατρίδα λαβωμένη...

Μια πατρίδα λαβωμένη...



Τι να πω για μια πατρίδα,
που την κάνανε παρτίδα;
Να γελάσω ή να κλάψω,
να σιωπήσω ή να φωνάξω;


Θα μ’ ακούσει αυτός που πρέπει
θα ξυπνήσει ή θα βλέπει,
όνειρα ευημερίας και στιγμές ελευθερίας;

Ήταν λέει λαβωμένη και βαριά τραυματισμένη,
μα λάθος βγήκε η θεραπεία,
και βαριά η τιμωρία, γι' αυτόν που την γιατροπορεύει
και το αίμα του ξοδεύει,
το μοναδικό παιδί της, που κατάντησε λεχρίτης.

Είναι ο έρμος ο λαός της και το μόνο «αγαθό» της,
που αλύπητα χτυπιέται και ματώνει και χαλιέται,
αλλά δεν την παρατάει, όσο κι αν το λησμονάει,
πως αυτοί που τη λαβώσαν, την πουλήσαν, τη λασπώσαν,
τώρα θέλουν να τη σώσουν, θέλουνε να τη γλιτώσουν,
από τα πολλά δεινά της, που κατατρών τα σωθικά της…

Πάνε κι έρχονται οι «σωτήρες»,
κι οι «γιατροί» κι οι λαθροθήρες,
που ζητούν τη γιατρειά της,
μα, μοιράζουν τα προικιά της!


Το ποίημα αυτό συμμετείχε στο 9ο Συμπόσιο Ποίησης της καλής μου φίλης της Αριστέας. Στο blog της μπορείτε να διαβάσετε όλες τις συμμετοχές και φυσικά το ποίημα της Ελένης, από το "ποιώ - Ελένη", που κέρδισε.

Αφιερωμένο στην εθνική μας επέτειο 
και σ' όλους τους καθημερινούς μικρούς και μεγάλους ήρωες
 αυτής της όμορφης και παράξενης πατρίδας...






[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Την Αγάπη γύρεψα...

Την Αγάπη γύρεψα...



Πες μου ποιο είναι τ' όνομά σου...
Αγάπη, με λένε, δε με θυμάσαι;

Και πού κατοικείς;
Στα μάτια, στην καρδιά, 
στο νου, στα χείλη, στη ψυχή.
Στον ανοιξιάτικο αγέρα
στη θάλασσα τη γαλανή,
στους κάμπους, στα περβόλια, 
στην άναστρη νύχτα, τη σκοτεινή.

Ξέχασα Αγάπη πια τη μορφή σου.
Πολύς ο πόνος, λίγη η χαρά.
Ξέχασα Αγάπη την προσμονή σου
την πήρε η λήθη κάποια βραδιά.

Και σε γυρεύω μέσα στ' αστέρια
και σε ζητώ στη χαραυγή.
Καινούργια μέρα λέω, θε να 'ρθει
καινούργια γη, θε να φανεί.
Μα δε σε βρίσκω κι ας σε φωνάζω
κι είναι η ψυχή μου, πια ορφανή!

Λάθος με ψάχνεις μέσα στ' αστέρια,
λάθος γυρεύεις σε νέα γη!
Σκύψε μπροστά σου, εκεί στην κούνια
κοίτα το βλέμμα ενός μωρού
εκεί είναι ο θρόνος ο δικός μου
εκεί είναι ο ήλιος κι η χαραυγή!
Εκεί είν' τ' αστέρια και το φεγγάρι,
εκεί είναι η ελπίδα κι η προσμονή.

Εκεί ειν' τ' αύριο μα και το χθες σου
εκεί 'ναι κι η δική σου η μορφή!...



[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Δυο γυναίκες...

Δυο γυναίκες...



Η ιστορία αυτή ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν...
Είναι μια ιστορία καθημερινή, ανθρώπινη, ίσως και συνηθισμένη. Με χαρές, λύπες, δάκρυα, πόνο αλλά και πολλή πολλή αγάπη... Όλα κατάφερε να τα απαλύνει ο χρόνος. Όλα, εκτός από την αγάπη...

Δυο αδελφές, που μεγάλωσαν σε μια γραφική γειτονιά της Ελλάδας, πλάι - πλάι. Έκαναν όνειρα, σχέδια...
Ήθελαν να κάνουν οικογένεια και να ζήσουν τις απλές καθημερινές χαρές μαζί, στηριζόμενες η μία στην άλλη.

Η ζωή όμως, είχε άλλα σχέδια για κείνες. Τις χώρισε πολλές φορές και τις ξανάσμιξε άλλες τόσες, με ένα πολύ περίεργο τρόπο. Πρώτη φορά, χώρισαν εκεί κοντά στην ενηλικίωση. Η μία ότι είχε συμπληρώσει τα είκοσι και η άλλη σχεδόν δεκαοκτώ.

Είναι η εποχή που ο έρωτας, καταλαμβάνει το νου και την καρδιά και δεν ζητά μονάχα μερτικό, αλλά την απόλυτη εξουσία. Αυτός στάθηκε αιτία για τον πρώτο χωρισμό τους. Αυτός που για χάρη του, κάνει κανείς τα πιο απίστευτα πράγματα. Αυτός, που σε κάνει να φτάσεις ως τα πέρατα της γης, γι' αυτόν που αγαπάς. Έτσι έγινε και με τη μια, τη Νεφέλη...

Όταν ο νεαρός, που αγάπησε της ανακοίνωσε πως θα φύγει στην Αμερική, εκείνη δε δίστασε λεπτό να τον ακολουθήσει. Μάταια η αδελφή της η Λήδα, της ζητούσε να το ξανασκεφτεί, μάταια η μάνα τους έκλαιγε κρυφά και φανερά, ολημερίς, μάταια ο πατέρας παρακαλούσε. Εκείνη, είχε πάρει την απόφασή της και κανείς δεν μπορούσε να την αλλάξει.

Έφυγε μαζί του, αφήνοντας τους τρεις τους με ένα τεράστιο κενό, που το συμπλήρωναν κατά καιρούς, τα γράμματα, τα τηλεφωνήματα και οι αραιές επισκέψεις...

Έτσι κάπως κυλούσαν τα χρόνια, από τη χαρά του ανταμώματος στη θλίψη του αποχαιρετισμού. Τους έφερε το γιο της, ένα όμορφο αγόρι που της έμοιαζε καταπληκτικά, για να γνωρίζει την οικογένειά του. Τον παππού, τη γιαγιά, τη θεία, τα ξαδέλφια... και τον έφερνε σε αραιά, αλλά τακτικά διαστήματα, για πολλά χρόνια.

Ώσπου, ήρθε η χρονιά που δεν επισκέφθηκε την Ελλάδα. Όλη η οικογένεια, παραξενεύτηκε. "Μα, γιατί δεν θα έρθει φέτος", αναρωτήθηκε η Λήδα, αλλά δεν μπορούσε και να φανταστεί το λόγο. "Ίσως να έχουν κάποιο οικονομικό πρόβλημα", σκέφτηκε. "Δεν είναι και μικρό ταξίδι, ούτε και κείνη πλούσια", καθησύχαζε τον εαυτό της και τους άλλους...

Όμως η σκέψη δεν καταλάγιαζε. Το μυαλό γυρνούσε συνεχώς στο "γιατί" και όσο η απάντηση δεν ερχόταν, τόσο η ανησυχία μεγάλωνε. Στο τηλέφωνο δεν απαντούσε κανείς και γρήγορα η ανησυχία μετατράπηκε σε αγωνία, για να τελειώσει με την ειδοποίηση της καλύτερής της φίλης εκεί στην ξενιτιά, όπως συνήθιζε να λέει η μάνα...

"Η Νεφέλη είναι άρρωστη βαριά, γι' αυτό και δεν θα έρθει. Δεν της το επιτρέπουν ακόμα οι γιατροί!"... Κεραυνός να έπεφτε, δεν θα μπορούσε να κάνει μεγαλύτερο κακό, από αυτό της είδησης που έλαβαν. Η προοπτική του μόνιμου αποχωρισμού, έκανε τις καρδιές όλων να ραγίζουν...

Παρόλα αυτά, η Νεφέλη ήρθε ξανά στην Ελλάδα. Ήταν η μοναδική φορά μάλιστα, που έμεινε τόσο πολύ, από τότε που ξενιτεύτηκε. Μαζί της είχε και το γιό της, παλικάρι δεκαοκτώ χρονών πια, που της στεκόταν βράχος και δεν την άφηνε λεπτό. Ήρθε, για να φύγει τρία χρόνια αργότερα, από τη ζωή αυτή τη φορά. Για πάντα...

Ο πόνος ανείπωτος για αυτούς που άφησε πίσω...
Για τη μάνα, τον πατέρα, τη αδελφή, το γιό της. Όμως ο χρόνος καταφέρνει πάντα, με ένα τρόπο θαρρείς μαγικό, να κάνει τις πληγές που αφήνει ένας θάνατος νέου ανθρώπου, να φαίνονται "επουλωμένες", να πονούν κάπως λιγότερο. Κάποιοι λένε, πως η ζωή είναι από μόνη της τόσο δυνατή, που σε τραβάει μπροστά. Δεν ξέρω τι απ' όλα είναι, όμως αυτοί οι άνθρωποι, κατάφεραν να επιζήσουν και να ζήσουν με την ανάμνησή της.

Ο γιος της, παντρεύτηκε λίγα χρόνια αργότερα και έφερε στον κόσμο τρία πανέμορφα κορίτσια. Ζούσαν στην Αμερική και είχαν επαφή με την ελληνική οικογένειά τους. Τηλεφωνική τις πιο πολλές φορές. Έτσι περνούσε ο καιρός και θα έλεγε κανείς πως τα πράγματα, είχαν πάρει το δρόμο τους, όπως και οι άνθρωποι. Όσο κι αν το ήθελαν, δεν είχαν καταφέρει να ειδωθούν ξανά, μέχρι εκείνο το καλοκαίρι που η μεσαία του κόρη, αυτή που κατά κοινή ομολογία έμοιαζε περισσότερο από τις αδελφές της στη χαμένη της γιαγιά, αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ελλάδα.

"Να πας, στη θεία", της είπε ο πατέρας της, όταν του το ανακοίνωσε. "Ο παππούς και η γιαγιά μου, δεν ζουν πια, όμως θα γνωρίσεις τη θεία! Την αδελφή της μαμάς μου. Θα χαρεί να σε δει!".

Έτσι κι έγινε...
Όταν άνοιξε η πόρτα και αντίκρισε η Λήδα την Άμπερ, ένιωσε πως γύρισε ο χρόνος πίσω. Τα πόδια της δεν την βαστούσαν, όμως άντλησε κουράγιο από τη χαρά, που ένιωσε...
Το πρόσωπο της νεαρής κοπέλας ήταν ίδιο κι απαράλλαχτο με της χαμένης της αδελφής. Προς στιγμή, νόμιζε πως έβλεπε τη Νεφέλη!... Τα μάτια της βούρκωσαν κι αν δεν προσπαθούσε να μη φέρει σε αμηχανία το νεαρό κορίτσι, θα έβαζε με μιας τα κλάματα!

Συγκρατήθηκε όμως και άνοιξε την αγκαλιά της για να κρατήσει την κοπέλα, που αν και δεν μιλούσε καν τη ίδια γλώσσα με τη θεία-Λήδα, ένιωθε τη συγκίνηση και την αγάπη με την οποία την υποδέχτηκε...

Ήταν συγκινητικό να βλέπει κανείς τις δυο γυναίκες να μιλούν, η μια στα ελληνικά και η άλλη στα αγγλικά και όμως να συνεννοούνται! Κοιτάζονταν στα μάτια και έλεγαν περισσότερα ακόμα με γλώσσα της ψυχής! Δεν τους χρειαζόταν διερμηνέας... μια χαρά τα έβγαζαν πέρα μόνες τους!

Η Λήδα  μίλησε στην Άμπερ για τη γιαγιά της, έτσι όπως μόνο η ίδια γνώριζε και μπορούσε, της έδειξε φωτογραφίες της Νεφέλης και της χάρισε ένα βραχιόλι για να τη θυμάται.

Όταν ήρθε η ώρα να φύγει η κοπέλα, η Λήδα, εξομολογήθηκε στα παιδιά της, κλείνοντας την πόρτα πίσω της: "Ήταν σα να είδα εκείνη! Σα να μην πέρασε ούτε μέρα, από τότε που χωρίσαμε για πρώτη φορά!"...



[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Τρεις λέξεις...

Τρεις λέξεις...



Κάθε βράδυ η ίδια ζεστή φωνή μιλούσε γλυκά, βελούδινα, σχεδόν μελωδικά στην αγαπημένη της συχνότητα. Κάθε βράδυ πολλούς μήνες τώρα, ό,τι κι αν έκανε την ίδια ώρα άνοιγε το ραδιόφωνο και παρέα με την απαλή μουσική, που συνόδευε την αγαπημένη της φωνή, ταξίδευε…

Στην αρχή δεν ήξερε ούτε το όνομά του. Τυχαία έπεσε πάνω στο σταθμό και την εκπομπή αυτή. Δεν την πρόλαβε ούτε καν απ’ την αρχή την πρώτη φορά.  Μόλις όμως την άκουσε, μαγεύτηκε. Ούτε οι μουσικές επιλογές του, δεν έπαιζαν ρόλο για κείνη. Της αρκούσε να τον ακούει κι απ’ ό,τι φαινόταν κι από τα μηνύματα που έπεφταν βροχή, δεν ήταν η μόνη.

Το μικρό διαμέρισμα που ζούσε, θαρρείς μεγάλωνε γέμιζε ήχους, χρώματα, εικόνες… σταματούσε με μιας να είναι πνιγηρό, να της πλακώνει τη ψυχή…

Τι παράξενο σκεφτόταν συχνά… Τόσοι άνθρωποι ενώνονται στο ίδιο άκουσμα. Μια μεγάλη παρέα άγνωστων μεταξύ τους ανθρώπων, που άκουγαν το ίδιο πρόσωπο την ίδια μουσική την ίδια ώρα. Τόσο διαφορετικοί και τόσο ίδιοι…

Πολλές φορές ξεκίνησε να στείλει μήνυμα, αλλά σχεδόν αμέσως το μετάνιωνε. Είχε αναπτύξει νοερά στο μυαλό της μια ιδιαίτερη σχέση με τον εκφωνητή, που φοβόταν πως το μήνυμα θα την απομυθoποιούσε. Θα την προσγείωνε στην πραγματικότητα και θα την έκανε μια ακόμα ακροάτρια και τίποτα περισσότερο.

Δεν ήταν όμως έτσι για κείνη. Δεν ήταν μια απλή ακροάτρια… ήταν πολλά περισσότερα. Για κείνη ήταν παρέα, ήταν προσμονή, ήταν η εξαφάνιση της μοναξιάς, που κυρίευε τη ζωή της το τελευταίο διάστημα. Ήταν μόνη, απελπιστικά μόνη. Οι γονείς της μακριά, οι φίλοι της λιγοστοί κι ο έρωτας ξεχασμένος κάπου εκεί στο εφηβικό ημερολόγιό της, παρέα με τις σχολικές αναμνήσεις.

Ο εκφωνητής ήταν για κείνη μια ονειρική σελίδα στο άγραφο βιβλίο της νύχτας της.

Οι σκέψεις έτρεχαν σαν τρελές στο μυαλό της. Ένα άνθρωπο αναζητούσε, ένα έρωτα, μια αναταραχή. Κάτι να τη βγάλει από την τόσο καλά (κατά τα άλλα) τακτοποιημένη και επίπεδη ζωή της. Ήθελε να γευτεί το σκαμπανέβασμα, την προσμονή ακόμα και την απογοήτευση…
Ήθελε να ζήσει!

Όμως, δεν προσπαθούσε. Έμενε εκεί, καρφωμένη στα «θέλω» της, να ταξιδεύει σε φανταστικές ζωές, παρέα με τη φωνή που τη μάγευε.

Το φεγγάρι της καλοκαιρινής νύχτας, έριχνε το φως του απλόχερα στη φυλλωσιά των φυτών, που έπνιγαν το μπαλκόνι της. Βγήκε για λίγο να το θαυμάσει και η ματιά της έπεσε στο ζευγάρι, που περπατούσε χέρι – χέρι, στην πλατεία από κάτω. Πόσο «ζήλεψε» τη σκηνή! Πόσο θα ήθελε να ήταν στη θέση της γυναίκας αυτής!
Ξαφνικά ένιωσε ένα σφίξιμο στο λαιμό. Σαν όλα να την έπνιγαν… τα λουλούδια, ο αέρας, ακόμα και το φεγγάρι. Σα να την αγκάλιαζαν παραπάνω απ’ όσο άντεχε, στερώντας της το οξυγόνο, που είχε ανάγκη…

Βούτηξε τα κλειδιά της και βγήκε, σαν κυνηγημένη. Στο ραδιόφωνο ακόμα ακουγόταν η αγαπημένη της φωνή. Δεν την ένοιαζε πια. Το παράτησε ανοιχτό και όρμησε στο δρόμο, περπατώντας χωρίς προορισμό…

Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν συνειδητοποίησε πόσο μακριά είχε φτάσει και αποφάσισε να γυρίσει, πίσω στη γνώριμη μοναξιά της. Επιτάχυνε το βήμα της, βλέποντας πως μόνο λιγοστοί άνθρωποι βρίσκονταν πια στο δρόμο. Μια ανησυχία την κυρίευσε καθώς άνοιγε όλο και πιο πολύ το βήμα της, για να βρεθεί όσο γινόταν γρηγορότερα στην ασφάλεια του σπιτιού της.

Αντικρίζοντας την πόρτα της, τα μάτια της άστραψαν από την έκπληξη!
Ένα μεγάλο μπουκέτο λουλούδια με ένα μικρό χρωματιστό φάκελο, έκαναν την καρδιά της να χτυπήσει δυνατά και το χαμόγελο να διαγραφεί πλατύ στο πρόσωπό της.
Κοίταξε γύρω της, μα δεν είδε κανένα… δεν μπορούσε να πιστέψει πως τα λουλούδια είναι για κείνη…

Τα πήρε στην αγκαλιά της, τα μύρισε και για μερικά δευτερόλεπτα, χάθηκε στην ευωδιά τους. Άνοιξε μετά βιαστικά, το χρωματιστό φάκελο. Τρεις λέξεις ήταν γραμμένες μόνο. «Συνάντησέ με, αύριο»…
Αυτό! Ούτε ποιος, ούτε πού… Τρεις λέξεις μόνο, που έμοιαζαν με φάρσα!...

Χαμογέλασε ξανά. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί, δεν ήξερε τι θα συμβεί, όμως χαμογελούσε σαν μικρό παιδί, ευτυχισμένη, αισιόδοξη!
Αυτές οι λέξεις, θαρρείς της έδωσαν ζωή. Της έδωσαν κάτι να περιμένει, κάτι να χαίρεται. Κάποιος, κάπου τη σκέφτηκε… κάποιος, κάπου κι ας ήταν και φάρσα…


Τρεις λέξεις, μόνο…

Αυτή είναι η συμμετοχή μου στο "Διαμέρισμα" project της Ευαγγελίας Τσιγαρά. Επισκεφθείτε την ιστοσελίδα, για να δείτε όλες τις συμμετοχές...


[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Σκέψεις ψυχής...

Σκέψεις ψυχής...



Όποιος ποθεί τη λευτεριά
μα δεν την κυνηγήσει
δεν έχει ελπίδα να χαρεί
και τόπο για να ζήσει...

Δεν θα ΄ναι ελεύθερος ποτέ
όσο κι αν το νομίσει,
αφού το φόβο άφησε
να τον κυριαρχήσει.

Και σαν θα έρθει η στιγμή
να δει μέσα βαθιά του,
άδεια θα νιώσει τη ζωή
άδεια και την καρδιά του.

Είναι πουλί θαλασσινό,
η λευτεριά κι αγέρας
χωρίς αυτή πώς γίνεται
να δεις το φως της μέρας;

Ψυχή μου λεύτερη εσύ,
γλυκό πουλί της νιότης,
γίνε καράβι μου ξανά
στη θάλασσα της γνώσης.

Η πρώτη μου ποιητική προσπάθεια για το 8ο Συμπόσιο Ποίησης της αγαπημένης φίλης Αριστέας
και του blog της, "η ζωή είναι ωραία", εκτός συναγωνισμού...

[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Με το βήμα της καρδιάς...

Με το βήμα της καρδιάς...



Πάλι τη βρήκε το χάραμα να σκέφτεται, όλα εκείνα που λαχταρούσε από παιδί…
Ονειρευόταν να κατακτήσει τον κόσμο, να γίνει μεγάλη και τρανή, να αποκτήσει χρήμα, δόξα, μεγάλο σπίτι, τραπεζικό λογαριασμό υπολογίσιμο. Είχε τις δυνατότητες, τα προσόντα, τις ευκαιρίες...

Κι όμως τα άφησε για ένα έρωτα, που της άλλαξε τη ζωή. Που την πήρε μαζί του σ’ ένα άλλο όνειρο, πιο μαγικό.
Εκείνος γλυκός, τρυφερός, ονειροπόλος με όψη αρχαίου Έλληνα θεού την παρέσυρε στα δικά του μονοπάτια, που ούτε φανταζόταν πως υπήρχαν. 

Μοναδική του έγνοια, το δικό της χαμόγελο, που τώρα άρχισε να γίνεται λιγάκι προσποιητό, αφού δεύτερες σκέψεις κυρίευαν το μυαλό της. Τα καλοκαίρια ζωγράφιζε τη φύση και το ηλιοβασίλεμα και τα πουλούσε στους τουρίστες και το χειμώνα, έκανε τον καφετζή στο μοναδικό παραδοσιακό καφενείο της πόλης. Ταξιδιάρικο πνεύμα, ανήσυχο, «αναρχικό»! Του αρκούσαν τα απαραίτητα με πρώτο και κύριο εκείνη!...

Ποτέ της δεν κατάλαβε πώς δεν αναζητά περισσότερα, αλλά οι σκέψεις της πάντα διακόπτονταν από μια του ματιά, από ένα του χάδι. Τώρα όμως η ξαφνική συνάντηση με τον παλιό συμφοιτητή με την υψηλή θέση, ήρθε να της θυμίσει όλα όσα είχε αφήσει πίσω....

Ξαφνικά, το παλιό σπίτι με τα ακροκέραμα που ζούσαν και τόσο θαύμασε από την πρώτη στιγμή, της φαινόταν μικρό. Τόσο μικρό, που κάποιες στιγμές ένιωθε να την πνίγει. Μοναδική της διέξοδος, στην προσπάθειά της να βάλει τις σκέψεις της σε τάξη, η βόλτα με το ποδήλατο, στα πλακόστρωτα δρομάκια και στο μεγάλο δρόμο που ένωνε την πόλη με τον υπόλοιπο κόσμο.

Λένε, πως τίποτα δεν μπορεί να νικήσει ένα μεγάλο έρωτα, κάποιες φορές όμως, τα ανεκπλήρωτα όνειρα, έρχονται να του δώσουν ένα δυνατό πλήγμα.
Δεν μπορούσε να συνεχίσει έτσι, άλλο. Η θέση που μια ζωή ονειρευόταν και την άφησε για χάρη του, ήταν διαθέσιμη κι εκείνη αποφάσισε να τη δεχθεί, αφήνοντας πίσω αυτή τη φορά, εκείνον…

Έτσι πέρασε ο καιρός και να, που τώρα πάλι βρισκόταν μπροστά από ένα τζάμι να κοιτά τα φώτα της πόλης να σβήνουν καθώς το χάραμα, την έβρισκε πάλι να παλεύει με τις σκέψεις.

Είχαν περάσει τρία χρόνια και ενώ είχε καταφέρει πολλά απ’ όσα ονειρευόταν, μέσα της το κενό όλο και μεγάλωνε. Τα μάτια, το χαμόγελό του και η ανεμελιά του, της έλειπαν κάθε μέρα και πιο πολύ, τόσο που ούτε που κατάλαβε πως τα βήματά της την οδήγησαν πίσω και βρισκόταν τώρα στην είσοδο της μικρής αυλής, που τα ξερά φύλλα, γέμιζαν με την παρουσία τους.

Συναντώντας ξανά το γελαστό του βλέμμα κατάλαβε, πως αυτό που ήθελε πάντα ήταν τελικά, η ασφάλεια που ένιωθε κοντά του!...

Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο "Παίζοντας με τις λέξεις" που οργάνωσε η Μαρία μέσα από το blog της mytripssonblog.blogspot.gr. Εκεί, θα δείτε και τη νικήτρια συμμετοχή, που είναι της Αριστέας μας, με την πολύ ενδιαφέρουσα "Νεφέλη" της που άγγιξε την ψυχή όλων!...

Μαρίνα
[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Η απομυθοποίηση ενός παραμυθιού...

Η απομυθοποίηση ενός παραμυθιού...



Ήταν κάπου στα μέσα του Απρίλη, όταν μια ανοιξιάτικη βροχή μας στέρησε την καθημερινή μας βόλτα στο πάρκο. Η κόρη μου, θα ήταν δεν θα ήταν τεσσάρων...
Πήγαινε κι ερχόταν στην μπαλκονόπορτα κοιτάζοντας έξω από το τζάμι τις στάλες της βροχής και μονολογούσε: "Δε σταμάτησε ακόμα!"... 

- Μαμά, πότε θα σταματήσει, να πάμε στο πάρκο;...
Όσο κι αν προσπαθούσα να της εξηγήσω πως και να σταματήσει δεν μπορούμε να πάμε στο πάρκο όπου θα είναι όλα βρεγμένα, εκείνη έκανε σα να μην τα άκουγε και επέμενε στο ίδιο δρομολόγιο. Καναπές - μπαλκονόπορτα και πάλι πίσω.

Κάποια στιγμή, το πήρε απόφαση και με ρωτά περίλυπη: 
- Αφού δεν έχει πάρκο σήμερα, τι θα κάνουμε;... 
Όπως καταλαβαίνετε αυτό σήμαινε πως κάτι ιδιαίτερο και ξεχωριστό περίμενε ως παρηγοριά για τη διασκέδαση που έχασε κι εγώ έπρεπε να ανταποκριθώ με επιτυχία. 

- Θα δούμε ταινία, της απαντώ. 
- Θα δούμε την "Πεντάμορφη και το Τέρας" που αγόρασα προχθές, αλλά σου το φύλαγα για έκπληξη, της λέω θριαμβευτικά. 
- Μπράβο μαμά!!! Πού το ήξερες ότι θα βρέχει; (!!) Αυτές οι απορίες με έστελναν για μυαλά κάθε τόσο... 

Τρέχει να πάρει θέση στον καναπέ, φτιάχνει τα μαξιλάρια και περιμένει να καθίσω για να χωθεί στην αγκαλιά μου και να ξεκινήσει η παρακολούθηση. Κάθε τόσο με ρωτά για τα όσα διαδραματίζονται! Όλο απορίες αυτό το παιδί, σκέφτομαι και απαντώ ταυτόχρονα. Κάπως έτσι περνά η ώρα και η ταινία φτάνει στο "επίμαχο" σημείο, (όπως συνηθίζω να λέω) όπου η Πεντάμορφη έχει αγαπήσει το Τέρας, του το λέει λύνονται τα μάγια και ξαναγίνεται ο πανέμορφος άρχοντας!...

Την ακούω να κλαίει σπαρακτικά και να με ρωτά: 
- Γιατί μαμά, γιατί;... 
- Τι γιατί, αγάπη μου, δεν καταλαβαίνω!! Βλέπετε η φαντασία των μεγάλων είναι πολλές φορές περιορισμένης δυναμικότητας σε σχέση με τα παιδιά...
- Γιατί το Τέρας έγινε άνθρωπος;... προσπαθώ να κερδίσω χρόνο...
Μα λύθηκαν τα μάγια από την αγάπη, της εξηγώ, για να πάρω την απάντηση που μέχρι σήμερα με αποστομώνει: 
- Αφού η Πεντάμορφη τον αγάπησε σαν Τέρας, γιατί έπρεπε να γίνει άνθρωπος; Θα έπρεπε να μείνει Τέρας και να ζήσουν ευτυχισμένοι!...

Ομολογώ πως αυτή την εκδοχή δεν την είχα σκεφτεί, φαντάζομαι ούτε και ο δημιουργός του παραμυθιού και δεν μπορούσα να απαντήσω αμέσως. Προφασίστηκα χαρτομάνδηλα που χρειαζόταν, σηκώθηκα, έκανα δυο βόλτες για να τα βρω και στο τέλος, σκουπίζοντας τα δάκρυά της, της λέω: 
- Γίνεται άνθρωπος, γιατί η αγάπη της Πεντάμορφης, τον έκανε έτσι! 
- Δηλαδή μαμά, η αγάπη μεταμορφώνει; 
- Ναι, καρδιά μου μεταμορφώνει και στα μάτια αυτού που αγαπάει το κάθε Τέρας γίνεται όμορφος άνθρωπος!...




[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
"Ιστορίες της Νύχτας" - Η πρώτη παράσταση

"Ιστορίες της Νύχτας" - Η πρώτη παράσταση


2η συμμετοχή


Αύριο είναι η μεγάλη μέρα, σκέφτηκε καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω της…
Μια αγωνία την κυρίεψε και δεν ήταν γιατί φοβόταν πώς θα πάει η παράσταση. Το άγχος της πρεμιέρας ήταν τελείως διαφορετικό, από αυτό το συναίσθημα, που από τότε που ξεκίνησαν οι πρόβες άρχισε σιγά – σιγά να μεγαλώνει.
Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά διαφορετικά, με μια περίσσια συγκίνηση, όσο σκεφτόταν πως εκεί στην πρώτη σειρά θα κάθεται αύριο, ο άνθρωπος που στάθηκε δίπλα της περισσότερο από τον καθένα. Η μητέρα της. Αυτή η γυναίκα, που ήταν το στήριγμα και η αφετηρία της.

Έβαλε ένα ποτό και πίνοντας την πρώτη γουλιά έγειρε πίσω το κεφάλι στο φαρδύ μαξιλάρι, απλώνοντας τα πόδια στο τραπεζάκι μπροστά της. Η απαλή μουσική που ακουγόταν από το ανοιχτό παράθυρο, έφερε τις αναμνήσεις της ένα βήμα πιο κοντά.

Η μέρα που ερχόταν ήταν τόσο σημαντική για κείνη. Η πρώτη της παράσταση ως πρίμα μπαλαρίνα και τα γενέθλιά της, την ίδια μέρα ή καλύτερα την ίδια νύχτα. Γιατί νύχτα γεννήθηκε, μια ανοιξιάτικη νύχτα όπως τόσες φορές της είχε διηγηθεί η μητέρα της…

Της ήρθαν με μιας όλες της οι πρώτες!
Η πρώτη μέρα στο νηπιαγωγείο, που έκλαιγε γοερά ζητώντας από τη μαμά της να μη φύγει, η πρώτη στο δημοτικό που έσφιγγε το χέρι της συνθηματικά, για να της δηλώσει πως δεν θέλει να την αποχωριστεί, η πρώτη μέρα στη σχολή χορού, όπου η μαμά, της ψιθύριζε στο αυτί «καλή αρχή, μωρό μου», η πρώτη μέρα στη σχολή του εξωτερικού, που η μαμά ήταν πάλι εκεί, για να της δώσει ένα φιλί και μια αγκαλιά…

Και τώρα η πρώτη της παράσταση με κείνη στην πρώτη σειρά!… Της ήταν αδύνατο να μη βουρκώσει, της ήταν αδύνατο να μην ανησυχεί…
Κάθε τόσο έφερνε στο νου τα λόγια της μητέρας της: «αν νιώσεις φόβο, κοίτα με στα μάτια και θα πάρεις, όση δύναμη χρειάζεσαι».
Τόση ήταν η αναστάτωσή της, που την έκανε να τα χάνει. Αυτή, που όλοι οι δάσκαλοί της έλεγαν πάντα πως είναι ψύχραιμη και αποτελεσματική αυτή, τώρα μόνο με τη σκέψη, έτρεμε σαν φύλλο στο βοριά!

Ήθελε να είναι όλα όπως τα είχε ονειρευτεί από μικρό κοριτσάκι. Αυτό το όνειρο είχε μοιραστεί και με τη μητέρα της, όταν έφηβη ακόμα της εξομολογήθηκε πως ο χορός είναι η μεγάλη της αγάπη και πως μόνο με αυτό ήθελε να ασχοληθεί. Ήθελε να είναι αντάξια των κόπων της, αλλά κυρίως να είναι αντάξια της εμπιστοσύνης και της στήριξης της μητέρας της, που ποτέ δεν έφυγε από κοντά της. Μπορεί να μην έμεναν πια στο ίδιο σπίτι, πολλές φορές μάλιστα, ούτε στην ίδια πόλη, αλλά ήταν πάντα κοντά οι δυο γυναίκες, σα να μην κόπηκε ποτέ ο ομφάλιος λώρος που τις ένωνε.
Η μητέρα της αγωνίστηκε παράλληλα με κείνη για να τα καταφέρει να σπουδάσει, παίρνοντας πάνω της το οικονομικό φορτίο που δεν ήταν καθόλου ελαφρύ!
Ένιωθε ευγνωμοσύνη και τρυφερότητα και αγάπη και συγκίνηση κι ένα κόμπο στο λαιμό να ανεβαίνει, καθώς έφερνε στο νου της, το πρόσωπο της μητέρας της.

Με τέτοιες σκέψεις πέρασαν οι ώρες μέχρι την παράσταση. Η διάρκειά της ούτε που την άγγιξε. Ζούσε εκτός χρόνου το όνειρό της, περιμένοντας τη στιγμή της υπόκλισης και τη ματιά της μαμάς της. Έψαξε με αγωνία μέσα στα πρόσωπα των ανθρώπων, που κάθονταν στην πρώτη σειρά και δεν της ήταν καθόλου εύκολο να τη διακρίνει από τα δάκρυα που θόλωναν το βλέμμα της.
Υποκλίθηκε, ξανά και ξανά και η ματιά της δεν έλεγε να καθαρίσει. Έφυγε από τη σκηνή, προσπαθώντας να μη βάλει τα κλάματα. Δεν μπόρεσα να δω τη μαμά μου σκεφτόταν, ενώ στα παρασκήνια ένα πλήθος ανθρώπων την αγκάλιαζαν και τη φιλούσαν με ενθουσιασμό. Ήταν ευγενική με όλους, αλλά κανένας για κείνη δεν είχε πραγματικά σημασία. Δεν έβλεπε την ώρα να κλειστεί στο καμαρίνι για να αφήσει τον εαυτό της ελεύθερο να εκφράσει όλα της τα συναισθήματα, χωρίς όρια αλλά και χωρίς θεατές.

Ένας ακόμα χαμός όμως γινόταν κι εκεί. Το καμαρίνι πλημμυρισμένο από συναδέλφους, δασκάλους, τους συντελεστές της παράστασης, λουλούδια, φλας ατελείωτα και χαμόγελα, υποχρεωτικά και μη.
Γολγοθάς της φάνηκε το διάστημα μέχρι να φύγουν, να ντυθεί βιαστικά και να βγει στην είσοδο του θεάτρου, σκυθρωπή. Καθώς έκανε μερικά βήματα στο πεζοδρόμιο, ψάχνοντας για ταξί, η ματιά της έπεσε πάνω στη ανοιχτή αγκαλιά της μητέρας της. Ήταν εκεί με τα χέρια έτοιμα να την κλείσουν μέσα τους και δεν έχασε λεπτό.

-Μαμά με είδες, γιατί είσαι εδώ;
-Σε είδα αγάπη μου και βέβαια σε είδα! Δεν ήθελα όμως η δική μου συγκίνηση να χαλάσει τη ψυχολογία σου, ούτε ήθελα να σε αποσπάσω από αυτούς τους ανθρώπους, που ήθελαν να σε συγχαρούν…
-Μα, γιατί; Δεν ξέρεις πως για μένα, εσύ είσαι η πιο σημαντική;
-Για να πω την αλήθεια, ήθελα να σε χαρώ μόνη σου, χωρίς το πλήθος! Είμαι λίγο εγωίστρια και πολύ χαζομαμά, όπως μου λες συχνά…

Χάθηκαν η μία στην αγκαλιά της άλλης. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά, πόση ώρα πέρασε. Όταν ξανακοιτάχτηκαν στα μάτια, τα δάκρυα είχαν στεγνώσει και τα λόγια έπαιρναν τη θέση τους.

-Είσαι η μαμά μου και κανείς δεν μπορεί να γίνει πιο σημαντικός!!! Σ’ ευχαριστώ μαμά, χωρίς εσένα όλα θα ήταν διαφορετικά.
-Έχεις ταλέντο, αυτό δεν αλλάζει μικρό μου!
-Εσύ έχεις ταλέντο, στο να είσαι μαμά! Μακάρι να σου μοιάσω μια μέρα…
-Χρόνια πολλά θησαυρέ μου και να είσαι ευτυχισμένη με ό,τι κάνεις! Αυτό μόνο, έχει σημασία. Έτσι θα δικαιωθεί η δική μου «δουλειά»!…


Αφιερωμένο σε όλες τις υπέροχες μανούλες αυτού του πλανήτη!


Είναι η δεύτερη συμμετοχή μου στις "Ιστορίες της Νύχτας" της φίλης μου της Αριστέας. Στο blog της "η ζωή είναι ωραία" μπορείτε να διαβάσετε κι άλλες πολλές. 

[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
"Ιστορίες της Νύχτας"

"Ιστορίες της Νύχτας"


Νύχτα στο λιμάνι…


Ήταν μια συνήθεια παλιά, να κατεβαίνει και να βολτάρει στο μικρό λιμάνι του νησιού. Δεν ήταν ότι την ξέχασε με τον καιρό, ήταν αυτή η πικρή διάθεση, που την έκανε να το αναβάλει όσο κι αν το ήθελε…
Πόσο όμορφες ήταν αυτές οι βόλτες όταν η ψυχή της ήταν ευτυχισμένη, όταν όλα μέσα της ήταν τακτοποιημένα και σωστά. Όταν τίποτα δεν προμήνυε τη θύελλα, που ακολούθησε. 

Η ζωή της χαμογελούσε, καθώς κρατώντας το χέρι του, μετρούσαν μαζί τα μικρά ψαροκάικα και αργότερα αγκαλιά, κοιτούσαν τα αστέρια στο νυχτερινό ουρανό. Κούρνιαζε όμορφα στην αγκαλιά αυτή, ήταν το δικό της λιμάνι, απάγκιο, απάνεμο, ασφαλές. Τίποτα δεν μπορούσε να την απειλήσει εκεί μέσα.

Όμως λες και υπάρχει νόμος, τα όμορφα να μην κρατούν πολύ, έτσι και το δικό της λιμάνι, χάθηκε ένα όμορφο πρωί, έτσι όπως χάνονται τα όνειρα με το πρώτο φως της μέρας.
Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί, όσες φορές κι αν της δόθηκαν εξηγήσεις! Δεν μπορούσε καμιά να δεχτεί η ψυχή, που ένιωθε παρατημένη, μισή! Τι την νοιάζουν την καρδιά οι ανάγκες επιβίωσης, η ανεργία! Τι τη νοιάζουν τα δώρα, οι τραπεζικοί λογαριασμοί, που άρχισαν ξανά να αποκτούν απόθεμα…
Την καρδιά τη νοιάζει μόνο η απόσταση που μπήκε ανάμεσά τους, σα θάλασσα ανταριασμένη και πολύβουη! Αυτή η απόσταση, που όσο κι αν τα τεχνολογικά μέσα την μειώνουν, δεν την εξαφανίζουν!

Πώς θα μπορούσαν άλλωστε! Άδειο το σπίτι, άδειο το μαξιλάρι, άδεια η ζωή, χωρίς εκείνον. Μόνο η ψυχή της ήταν γεμάτη από τις αναμνήσεις και την αγάπη τους, αλλά πονούσε, πονούσε πολύ! Η λογική δεν είχε χώρο, ούτε φωνή. Δεν της έδωσε την παραμικρή ευκαιρία, να απαλύνει τη μοναξιά που ένιωθε. Ίσως γιατί ήξερε πως δεν ήταν δυνατό να κάνει κάτι…
Κάθε μέρα πάλευε να διώξει το κενό και πολλές φορές, ίσως και να το κατάφερνε, πότε με το ένα και πότε με το άλλο. Τη νύχτα όμως δεν ήταν δυνατό! Η μοναξιά της νύχτας ήταν αβάσταχτη. Ούτε οι φίλοι ούτε τα βιβλία της μπορούσαν να την απαλύνουν. Το μυαλό γύριζε στις βόλτες στο λιμάνι, ξανά και ξανά, σαν εμμονή. Έτσι περνούσε ο καιρός, οι εποχές, τα βράδια. Άδεια βασανιστικά, ατέλειωτα.

Πολλές φορές σκέφτηκε να κάνει τη βόλτα μόνη της στο λιμάνι, αναζητώντας την ψευδαίσθηση της παρουσίας του, μα πάντα το μετάνιωνε κι έμενε να κοιτά από το παράθυρο τα φώτα και τη θάλασσα. Η νοσταλγία την κυρίευε, την παρέσυρε, μα σταματούσε πάντα στο τελευταίο βήμα, πριν ανοίξει την πόρτα.

Τα πρωινά, κοιτούσε από το παράθυρο το νησί να ζωντανεύει και προσπαθούσε να ζήσει χαμογελαστή, πείθοντας τον εαυτό της πως όλα είναι εντάξει!...
 «Όσο είναι εκείνος καλά, είμαι κι εγώ», σκεφτόταν και έτσι χαμογελαστή απαντούσε στο τηλέφωνο όποτε την καλούσε... 
Δεν θα τον άφηνε να σκεφτεί πως υποφέρει. Δεν θα του φόρτωνε ένα βάρος ακόμα, σ’ αυτά που ήδη κουβαλούσε. Φορούσε στην ψυχή της την ευτυχία σα ρούχο, μόνο και μόνο για να τον πείσει, πως είναι καλά! Η νύχτα άλλωστε, που μπορούσε να αφεθεί στα συναισθήματά της και τις σκέψεις της, πάντα ερχόταν και τότε ήταν ο εαυτός της, χωρίς «φτιασίδια»…

Έτσι τη βρήκε κι εκείνο το βράδυ, μόνη, σκοτεινή και θλιμμένη. Μόνο που τα βήματά της την οδηγούσαν στο λιμάνι, που τόσο καιρό απέφευγε. Ακολούθησε το δρόμο που ήταν τόσο γνώριμος, αλλά και τόσο μακρινός. Σα να έψαχνε θαρρείς να βρει το συναίσθημα, που ένιωθε όταν ήταν μαζί. Σα να πάλευε με το παρελθόν, προσπαθώντας να γυρίσει το χρόνο πίσω!...

Πέρασε από τα μικρά ψαροκάικα καθώς το υγρό αεράκι της χάιδευε το πρόσωπο. Τα μέτρησε, παίρνοντας παρουσίες, με μια διάθεση αναβίωσης των στιγμών που έζησε… Όλα στη θέση τους ήσυχα, γαλήνια ξεκουράζονταν κάτω από το φως του φεγγαριού. Στην άλλη άκρη του λιμανιού, ένα καράβι της γραμμής άφηνε τους λιγοστούς επιβάτες του.
«Δε θέλω να πλησιάσω», σκέφτηκε σχεδόν θυμωμένα. «Ο δικό μου ο επιβάτης δεν είναι μέσα»… και τα δάκρυα άρχισαν δειλά - δειλά να τρέχουν στα μάγουλά της. Δεν ήθελε να κλάψει, ήθελε να χαρεί, όσο ακατόρθωτο κι αν φαινόταν! Τα σκούπισε και συνέχισε για το παγκάκι, που κάθονταν μαζί…

Κάθισε νωχελικά, έτσι ακριβώς όπως καθόταν πάντα και μάζεψε τα πόδια της αγκαλιάζοντάς τα με τα χέρια. Τώρα, το θαλασσινό αεράκι κυρίευσε το σώμα και το μυαλό της. Τυλίχτηκε στο μαλακό πλεχτό της σάλι…
Η ματιά της χάθηκε στο σκοτεινό γαλάζιο, που γίνονταν ένα με τον ουρανό, αφού πρώτα περιπλανήθηκε στις φωτεινές σκιές που έριχνε το φεγγάρι εδώ κι εκεί… 
Χωρίς να το καταλάβει άρχισε να κοιτά τα άστρα και να τα μετρά, μονολογώντας… 
«Τι όμορφα που είναι! Σα να πέταξε ο Θεός μια χούφτα χρυσάφι στον ουρανό κι έβαλε τη σελήνη να φυλάει, μήπως και χαθεί κανένα»…

Ξαφνικά, νιώθει ένα χέρι να την αγκαλιάζει και μια ζεστή, γνώριμη φωνή να της μιλά: «Το ήξερα ότι θα σε βρω εδώ!».
Πετάχτηκε σα να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα και γυρίζοντας το κεφάλι συνάντησε τα μάτια του. Αυτά τα μάτια που της έλειπαν τόσο καιρό, να την κοιτούν με λαχτάρα και αγάπη! 
«Ήρθες!! Ω, Θεέ μου, ήρθες δεν είναι ψέμα!» είπε χωρίς καλά καλά να το πιστεύει…
«Μα πώς, δεν μου είπες τίποτα στο τηλέφωνο!»
«Για να δω, αυτή τη χαρά στο πρόσωπό σου καρδιά μου, που αλλιώς θα την έχανα» απάντησε συγκινημένος.
«Και πότε ξαναφεύγεις;» ρώτησε σκοτεινιασμένη…
«Δεν ξαναφεύγω, το σκέφτηκα πολύ! Εδώ θα προσπαθήσω, τέρμα η θάλασσα για μένα! Όσο δύσκολα κι αν είναι εμείς, θα προσπαθήσουμε εδώ ή όπου αλλού, μαζί! Πάντα μαζί, μόνο μαζί!»...


Είναι η συμμετοχή μου στις "Ιστορίες της Νύχτας" της φίλης μου της Αριστέας. Στο blog της "η ζωή είναι ωραία" μπορείτε να διαβάσετε κι άλλες πολλές. 

[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
«Ιστορίες του καφενέ» (2η συμμετοχή)

«Ιστορίες του καφενέ» (2η συμμετοχή)


Παραγγελιά κάνεις στον καφέ, όχι στη ζωή!


- Κατίνα, Κατίνα!!! Έλα μπρε να με ψήσεις ένα καφεδάκι, ώρα του είναι!!!
- Αμάν βρε γιαγιά!!! Καίτη με λένε, τι Κατίνα και Κατίνα!!!
- Καίτη! Τι πάει να πει Καίτη! Εμείς στην Πόλη Κατίνες ξέρουμε!...
- Καλά βρε γιαγιά, μικρό κορίτσι ήσουν όταν αφήσατε την Πόλη κι ακόμα εκεί βρίσκεσαι; Ούτε τον τρόπο που μιλάς δεν άλλαξες!...
- Άκου να σε πω, ο τρόπος που μιλά κανείς είναι σα την πατρίδα, την κουβαλάς μέσα σου πάντα, ό,τι και να γίνει! Άντε ψήσε με αυτόν τον καφέ, μην πάω στον καφενέ να τον πιω μαζί με τον παππού σου!

Συχνοί αυτοί οι διάλογοι, ειδικά τα απογεύματα που η Καίτη, (κατά τη γιαγιά Κατίνα), βρισκόταν στο σπίτι μετά το Πανεπιστήμιο, όπου σπούδαζε και ήταν η ώρα του καφέ. Ο κόσμος να χαλούσε, η γιαγιά αυτή την ώρα ήθελε τον καφέ της παραδοσιακό, μερακλίδικο και με παρεούλα την εγγονή της, γι’ αυτό και της το ζητούσε τόσο επιτακτικά! 

Άλλωστε με ποιον άλλο θα έπινε καφέ; Η κόρη της δεν είχε γυρίσει ακόμα από τη δουλειά, το ίδιο και ο γαμπρός της. Άσε που γύριζαν κουρασμένοι και φορτωμένοι με διάφορα… Κουβέντα δεν τους έπαιρνες. Έλεγαν ένα ξερό «μάνα γύρισα», έτρωγαν λίγο και μετά ο καθένας στις δουλειές και τις έγνοιες του. Το βράδυ πια, αν τελείωναν νωρίς, κάθονταν στο τραπέζι για το βραδινό κι εκεί μόνο μπορούσε η γιαγιά να τους δει λίγο.

Για το καφενείο, ούτε λόγος! Μπορεί να «απειλούσε» την Καίτη κάθε τόσο, αλλά ούτε που διανοήθηκε ποτέ, να πάει μαζί με τον άντρα της για καφέ. Πήγαινε μαζί του, οπουδήποτε αλλού. Και πού δεν είχαν βρεθεί οι δυό τους. Ταξίδια, κοσμικά κέντρα, ταβερνάκια, θέατρα, όπερες, παντού! Στο καφενείο όμως, ποτέ!

Δεν ήταν πως η γιαγιά δεν συμμεριζόταν, ότι ο κόσμος άλλαξε. Δεν ένιωθε ντροπή (σαν γυναίκα) να πάει στο καφενείο, θεωρούσε όμως, πως όπως εκείνη πάει ακόμα και στην ηλικία της στο κομμωτήριο μόνη της και βρίσκει εκεί τις φίλες της και τα λένε, έτσι κι ο άντρας της έπρεπε να πηγαίνει στο καφενείο μόνος του, να βρίσκει κι αυτός τους φίλους του και να λένε τα δικά τους.

Ο καθένας έπρεπε να έχει το χώρο και το χρόνο του, έλεγε πάντα η γιαγιά. Γι’ αυτό και δεν παραπονιόταν, που έπινε το καφεδάκι της με την εγγόνα. Ίσα – ίσα που της άρεσε, γιατί έτσι είχε επαφή με τα νειάτα!

Κάθιζε λοιπόν κάτω, την εγγονή της και αφού έπιναν το καφεδάκι τους και έτρωγαν και το γλυκό τους (του κουταλιού βύσσινο ή κεράσι, χειροποίητο) πιάνανε την κουβέντα. Μια κουβέντα, που αν δεν έβλεπες τα πρόσωπα, νόμιζες πως είναι και οι δύο νέες, έτοιμες να κατακτήσουν τον κόσμο και να κατακτηθούν από την αγάπη! Η σοφή γιαγιά είχε τόσο νέα ψυχή και τόσο καθαρό μυαλό, που κάθε νέα κοπέλα θα ήθελε να κουβεντιάσει μαζί της.

- Έλα γιαγιά, πες μου τώρα το φλιτζάνι, έλεγε συχνά η Καίτη. 
Η γιαγιά όμως ανένδοτη, ποτέ δεν παραδέχτηκε πως ήξερε να διαβάζει τον καφέ, ούτε και της τον είπε ποτέ. Μπορεί κάθε τόσο να έβλεπε γυρισμένο ανάποδα το φλιτζάνι της η Καίτη, αλλά προβλέψεις η γιαγιά δεν της είπε ποτέ!

- Μα βρε γιαγιά, θέλω να μάθω αν θα έρθει ό,τι περιμένω!
- Δεν ξέρω τι με λες, εγώ καφέ δεν γνωρίζω! Της έλεγε με πείσμα και συνέχιζε…

- Όποιος στήριξε τη ζωή του στον καφέ, βλάκας είναι και να με το θυμάσαι! 
Αν μπρε χαϊβάνι, ο Θεός ήθελε να ξέρουμε τι θα μας συμβεί, δεν θα μας το έδινε, όπως μας έδωσε την ακοή και τη λαλιά; 
Τι αξία έχει να ζεις, ξέροντας τι θα συμβεί; Σαν αστυνομική ταινία, που ξέρεις από πριν το δολοφόνο! Κάθεσαι να τη δεις, δεν κάθεσαι! 

Η ομορφιά της είναι το αναπάντεχο και η δύναμη, που σου δίνει ο Θεός, να τη ζήσεις με τα καλά και τα κακά της. Κι αν είναι να έρθει ο έρωτας που θες, εσύ πρέπει να το προσπαθήσεις, όχι να στο πει ο καφές!

Παραγγελιά μπρε, κάνεις στον καφέ, όχι στη ζωή!

Μαρίνα

Η δεύτερη συμμετοχή στις "Ιστορίες του Καφενέ" #3 της Αριστέας και του blog της "η ζωή είναι ωραία", που με έχουν ενθουσιάσει! Σ' αυτό θα βρείτε πολλές ακόμα.
[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
«Ιστορίες του Καφενέ»

«Ιστορίες του Καφενέ»


Όταν γράφει η ζωή…


Το μικρό καφενεδάκι στην άκρη της μικρής τους πόλης εκεί κοντά στο σταθμό του τρένου, ήταν πάντα το στέκι τους. Δυο παιδικοί φίλοι, μεγάλωναν μαζί, ζούσαν μαζί!

Όλη τους τη ζωή την περνούσαν μέσα απ’ αυτές τις καθημερινές συναντήσεις. Χαρές, λύπες, ανησυχίες, όλα εκεί παρέα με τον καφέ, το ουζάκι, το ταβλάκι τους…  Ως και οι γυναίκες τους το δέχτηκαν και δεν γκρίνιαζαν όπως συμβαίνει συνήθως.

Με τα κρύα, κάθονταν δίπλα στο τζάμι και έβλεπαν τον αέρα να λισσομανάει. Η ξυλόσομπα στο κέντρο του καφενείου, δεν τους άφηνε να κρυώσουν κι έτσι μπορούσαν να χαρούν το άγριο τοπίο.
Γυμνά δέντρα με κλαριά σαν γέρικα χέρια, άνθρωποι κουκουλωμένοι στο σταθμό να περιμένουν το τρένο… κι αυτοί οι δυο, σα να βλέπουν ταινία παρακολουθούσαν πάντα, λέγοντας τα νέα τους, τις ανησυχίες τους, τα βάσανα και τις χαρές τους. Το καλοκαίρι πάλι, στη σκιά του πλάτανου, το τραπεζάκι τους, ήταν πάντα γεμάτο…

Πόσες φορές δε φιλοσόφησαν αυτό το ατελείωτο ανέβα - κατέβα των ανθρώπων στο τρένο απέναντί τους! Πόσες φορές δεν έκλαψαν από χαρά όταν τα νέα τους ήταν ευχάριστα!...

- Βρήκα δουλειά, φίλε!!! Κερνάω! Σήμερα δεν έχει στοίχημα στο τάβλι, είναι κερασμένα όλα!
- Κάτσε πρώτα να πάρεις μισθό και μετά κερνάς!...
- Μη σκας, ο Περικλής (καφετζής) δέχεται βερεσέδια,  μόλις πληρωθώ του τα δίνω!

Έτσι πέρναγε η ζωή τους, με τις καθημερινές ανθρώπινες χαρές και λύπες και πάντα παρέα με ένα γλυκύ βραστό και ένα στριφτό τσιγάρο, που ποτέ δεν άλλαξε… Τα μαλλιά τους άσπρισαν, του ένα μάλιστα περισσότερο απ’ ότι του άλλου, αλλά οι συνήθειες τους ίδιες.  Δεν έκαναν μεγάλα όνειρα, δε ζήταγαν πολλά. Τους αρκούσε η μικρή καθημερινή ευτυχία, που σου εξασφαλίζει η αγάπη της οικογένειας και η δυνατότητα να τη θρέψεις απ’ τη δουλειά σου… Αυτό για κείνους ήταν το παν!...

Έτσι τους βρήκε η κρίση, στα 60 παρά κάτι, λίγο πριν τη σύνταξη! Ο ένας δημόσιος υπάλληλος, είχε να αντιμετωπίσει μόνο τη μείωση μισθού, τις περικοπές. Ο άλλος ιδιωτικός υπάλληλος χρειάστηκε να αντιμετωπίσει την ανεργία! Ποιος νοιαζόταν για τα παιδιά του και τις ανάγκες τους; Ποιος νοιαζόταν αν θα ξαναβρεί δουλειά;…

- Δεν αντέχω, άλλο αυτή την κατάσταση φίλε!... Έτσι μου ρχεται να πάρω το τρένο και να φύγω…
- Πού να πας, σ’ αυτή την ηλικία, μωρέ;
- Βάλθηκες κι εσύ να με βγάλεις σε αχρηστία, όπως η κρίση! 60 είμαι δεν είμαι ο Μαθουσάλας. Μπορώ να δουλέψω, δεν είμαι άχρηστος. Έχω γνώσεις, έχω πείρα, άχρηστα είναι όλα αυτά; Κάτι θα βρω, αν φύγω…

Κι έφυγε!... Πήρε το τρένο κι έφυγε όπως έκαναν τόσοι και τόσοι άλλοι νέοι και μη! Όπως το έκανε πάντα ο Έλληνας, όταν δεν είχε τρόπο να ζήσει στον τόπο του…

Τώρα, το τι απέγινε, αυτό δεν το ξέρω, δεν το έχει γράψει ακόμα η ζωή!...

Μαρίνα
                                   --------------------------------

Είναι η συμμετοχή μου για τις "Ιστορίες του Καφενέ" #3, που διοργανώνεται από την Αριστέα στο blog της "η ζωή είναι ωραία". Εκεί θα βρείτε κι άλλες ιστορίες.

[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια

find "to e-periodiko mas" on instagram