2η συμμετοχή
Αύριο είναι η μεγάλη μέρα, σκέφτηκε καθώς έκλεινε την πόρτα
πίσω της…
Μια αγωνία την κυρίεψε και δεν ήταν γιατί φοβόταν
πώς θα πάει η παράσταση. Το άγχος της πρεμιέρας ήταν τελείως διαφορετικό, από
αυτό το συναίσθημα, που από τότε που ξεκίνησαν οι πρόβες άρχισε σιγά – σιγά να
μεγαλώνει.
Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά διαφορετικά, με μια περίσσια
συγκίνηση, όσο σκεφτόταν πως εκεί στην πρώτη σειρά θα κάθεται αύριο, ο άνθρωπος
που στάθηκε δίπλα της περισσότερο από τον καθένα. Η μητέρα της. Αυτή η γυναίκα,
που ήταν το στήριγμα και η αφετηρία της.
Έβαλε ένα ποτό και πίνοντας την πρώτη γουλιά έγειρε πίσω το
κεφάλι στο φαρδύ μαξιλάρι, απλώνοντας τα πόδια στο τραπεζάκι μπροστά της. Η απαλή μουσική
που ακουγόταν από το ανοιχτό παράθυρο, έφερε τις αναμνήσεις της ένα βήμα πιο
κοντά.
Η μέρα που ερχόταν ήταν τόσο σημαντική για κείνη. Η πρώτη της
παράσταση ως πρίμα μπαλαρίνα και τα γενέθλιά της, την ίδια μέρα ή καλύτερα την
ίδια νύχτα. Γιατί νύχτα γεννήθηκε, μια ανοιξιάτικη νύχτα όπως τόσες φορές της είχε
διηγηθεί η μητέρα της…
Της ήρθαν με μιας όλες της οι πρώτες!
Η πρώτη μέρα στο
νηπιαγωγείο, που έκλαιγε γοερά ζητώντας από τη μαμά της να μη φύγει, η πρώτη στο
δημοτικό που έσφιγγε το χέρι της συνθηματικά, για να της δηλώσει πως δεν θέλει
να την αποχωριστεί, η πρώτη μέρα στη σχολή χορού, όπου η μαμά, της ψιθύριζε στο
αυτί «καλή αρχή, μωρό μου», η πρώτη μέρα στη σχολή του εξωτερικού, που η μαμά
ήταν πάλι εκεί, για να της δώσει ένα φιλί και μια αγκαλιά…
Και τώρα η πρώτη της παράσταση με κείνη στην πρώτη σειρά!… Της
ήταν αδύνατο να μη βουρκώσει, της ήταν αδύνατο να μην ανησυχεί…
Κάθε τόσο έφερνε στο νου τα λόγια της μητέρας της: «αν
νιώσεις φόβο, κοίτα με στα μάτια και θα πάρεις, όση δύναμη χρειάζεσαι».
Τόση ήταν η αναστάτωσή της, που την έκανε να τα χάνει. Αυτή,
που όλοι οι δάσκαλοί της έλεγαν πάντα πως είναι ψύχραιμη και αποτελεσματική αυτή, τώρα μόνο με τη σκέψη, έτρεμε σαν φύλλο στο βοριά!
Ήθελε να είναι όλα όπως τα είχε ονειρευτεί από μικρό κοριτσάκι. Αυτό το όνειρο είχε μοιραστεί και με τη μητέρα της, όταν έφηβη ακόμα της εξομολογήθηκε πως ο χορός είναι η μεγάλη της αγάπη και πως μόνο με αυτό ήθελε να ασχοληθεί. Ήθελε να είναι αντάξια των κόπων της, αλλά κυρίως να είναι αντάξια της εμπιστοσύνης και της στήριξης της μητέρας της, που ποτέ δεν έφυγε από κοντά της. Μπορεί να μην έμεναν πια στο ίδιο σπίτι, πολλές φορές μάλιστα, ούτε στην ίδια πόλη, αλλά ήταν πάντα κοντά οι δυο γυναίκες, σα να μην κόπηκε ποτέ ο ομφάλιος λώρος που τις ένωνε.
Η μητέρα της αγωνίστηκε παράλληλα με κείνη για να τα καταφέρει να σπουδάσει, παίρνοντας πάνω της το οικονομικό φορτίο που δεν ήταν καθόλου ελαφρύ!
Ένιωθε ευγνωμοσύνη και τρυφερότητα και αγάπη και συγκίνηση κι ένα κόμπο στο λαιμό να ανεβαίνει, καθώς έφερνε στο νου της, το πρόσωπο της μητέρας της.
Με τέτοιες σκέψεις πέρασαν οι ώρες μέχρι την παράσταση. Η διάρκειά
της ούτε που την άγγιξε. Ζούσε εκτός χρόνου το όνειρό της, περιμένοντας τη
στιγμή της υπόκλισης και τη ματιά της μαμάς της. Έψαξε με αγωνία μέσα στα
πρόσωπα των ανθρώπων, που κάθονταν στην πρώτη σειρά και δεν της ήταν καθόλου
εύκολο να τη διακρίνει από τα δάκρυα που θόλωναν το βλέμμα της.
Υποκλίθηκε,
ξανά και ξανά και η ματιά της δεν έλεγε να καθαρίσει. Έφυγε από τη σκηνή, προσπαθώντας
να μη βάλει τα κλάματα. Δεν μπόρεσα να δω τη μαμά μου σκεφτόταν, ενώ στα παρασκήνια
ένα πλήθος ανθρώπων την αγκάλιαζαν και τη φιλούσαν με ενθουσιασμό. Ήταν ευγενική
με όλους, αλλά κανένας για κείνη δεν είχε πραγματικά σημασία. Δεν έβλεπε την
ώρα να κλειστεί στο καμαρίνι για να αφήσει τον εαυτό της ελεύθερο να εκφράσει
όλα της τα συναισθήματα, χωρίς όρια αλλά και χωρίς θεατές.
Ένας ακόμα χαμός όμως γινόταν κι εκεί. Το καμαρίνι πλημμυρισμένο
από συναδέλφους, δασκάλους, τους συντελεστές της παράστασης, λουλούδια, φλας
ατελείωτα και χαμόγελα, υποχρεωτικά και μη.
Γολγοθάς της φάνηκε το διάστημα μέχρι να φύγουν, να ντυθεί
βιαστικά και να βγει στην είσοδο του θεάτρου, σκυθρωπή. Καθώς έκανε μερικά
βήματα στο πεζοδρόμιο, ψάχνοντας για ταξί, η ματιά της έπεσε πάνω στη ανοιχτή
αγκαλιά της μητέρας της. Ήταν εκεί με τα χέρια έτοιμα να την κλείσουν μέσα τους
και δεν έχασε λεπτό.
-Μαμά με είδες, γιατί είσαι εδώ;
-Σε είδα αγάπη μου και βέβαια σε είδα! Δεν ήθελα όμως η δική
μου συγκίνηση να χαλάσει τη ψυχολογία σου, ούτε ήθελα να σε αποσπάσω από αυτούς
τους ανθρώπους, που ήθελαν να σε συγχαρούν…
-Μα, γιατί; Δεν ξέρεις πως για μένα, εσύ είσαι η πιο
σημαντική;
-Για να πω την αλήθεια, ήθελα να σε χαρώ μόνη σου, χωρίς το
πλήθος! Είμαι λίγο εγωίστρια και πολύ χαζομαμά, όπως μου λες συχνά…
Χάθηκαν η μία στην αγκαλιά της άλλης. Κανείς δεν μπορεί να
πει με σιγουριά, πόση ώρα πέρασε. Όταν ξανακοιτάχτηκαν στα μάτια, τα δάκρυα
είχαν στεγνώσει και τα λόγια έπαιρναν τη θέση τους.
-Είσαι η μαμά μου και κανείς δεν μπορεί να γίνει
πιο σημαντικός!!! Σ’ ευχαριστώ μαμά, χωρίς εσένα όλα θα ήταν διαφορετικά.
-Έχεις ταλέντο, αυτό δεν αλλάζει μικρό μου!
-Εσύ έχεις ταλέντο, στο να είσαι μαμά! Μακάρι να σου μοιάσω
μια μέρα…
-Χρόνια πολλά θησαυρέ μου και να είσαι ευτυχισμένη με ό,τι
κάνεις! Αυτό μόνο, έχει σημασία. Έτσι θα δικαιωθεί η δική μου «δουλειά»!…
Αφιερωμένο σε όλες τις υπέροχες μανούλες αυτού του πλανήτη!
Είναι η δεύτερη συμμετοχή μου στις "Ιστορίες της Νύχτας" της φίλης μου της Αριστέας. Στο blog της "η ζωή είναι ωραία" μπορείτε να διαβάσετε κι άλλες πολλές.