"Μια ιστορία από στιχάκια" - συμμετοχή
|
Photo by Ethan Hoover on Unsplash |
Καταιγίδα άφησε ο Γιάννης πίσω από την κλειστή πόρτα, καταιγίδα βρήκε μέσα και μάλιστα μεγαλύτερη…
Ο Δημήτρης αποσβολωμένος, ανίκανος να διαχειριστεί αυτό που συνέβη, στεκόταν δυο βήματα από την πόρτα χωρίς να μπορεί να αποφασίσει ακόμα και την επιστροφή του στο σαλόνι.
Σαν το παιδί που το παίρνεις από το χέρι, ο Γιάννης τον οδήγησε μέχρι τον καναπέ κοντά στο τζάκι. Το άναψε με την ελπίδα να ζεστάνει το χώρο και την ψυχή του φίλου του. Οι πρώτες γλώσσες της φωτιάς άρχισαν να γλείφουν με μανία τα ξερά ξύλα και να δίνουν ένα γλυκό φως στην ατμόσφαιρα. Έξω η καταιγίδα δεν έλεγε να κοπάσει. Ο αέρας λυσσομανούσε και έστελνε τη βροχή σε ριπές πάνω σε πόρτες, παράθυρα, τοίχους…. Κάποια παραθυρόφυλλα χτυπούσαν παραδομένα στην ορμή του. Φρόντισε να τα στερεώσει για να μην κάνουν θόρυβο, λες και αυτά χαλούσαν την ηρεμία της βραδιάς.
Πέντε χρόνια τώρα, αυτό το σκηνικό είναι γνώριμο σε κείνον κάθε τέτοιο βράδυ. Τα υπόλοιπα, ο Δημήτρης κάνει πως ζει, μέσα από τη δουλειά και τις υποθέσεις που καλείται να ασχοληθεί και ο φίλος του, κάνει πως τον πιστεύει ότι τα καταφέρνει!…
Στράφηκε ξανά στο Δημήτρη.
«Ξέρω πως η βραδιά απόψε είναι δύσκολη για σένα», του είπε βάζοντας ένα ποτό και στους δυο τους. Εκείνος, δεν αντιδρά. Παίρνει μηχανικά το ποτήρι από το χέρι του Γιάννη, ψελλίζοντας «
Πες μου τι ζητάς στους σταθμούς που αγάπησες, ό,τι κι αν σου πουν, οι πυξίδες δείχνουν πάντα το βοριά…» και κατεβάζει με λαχτάρα την πρώτη γουλιά. Το πρόσωπό του σφιγμένο σχεδόν παραμορφωμένο, μαρτυρά το σοκ που βίωσε λίγη ώρα πριν… ρουφά ξανά γουλιά - γουλιά το ποτό του, κοιτώντας τον πάτο του ποτηριού, λες και περίμενε εκεί, να βρει τις απαντήσεις που ψάχνει… Ο Γιάννης σα να μην υπάρχει στο χώρο! Ξαφνικά πετάγεται όρθιος και ορμά στο μπουκάλι που περιμένει καρτερικά στο τραπέζι… γεμίζει το ποτήρι και συνεχίζει το ταξίδι στις σκέψεις του χωρίς να δίνει σημασία σε τίποτα άλλο. Ο Γιάννης τον παρακολουθεί με κατανόηση.
- Εσύ, το ήξερες πως τους άρεσε αυτό το παιχνίδι; είπε μετά από κάμποση ώρα.
- Ποιο παιχνίδι, τι εννοείς; ρωτά φανερά απορημένος ο Γιάννης.
- Να παίρνει η μία τη θέση της άλλης!
- Μα τι λες; Πώς σου ήρθε κάτι τέτοιο;
- Ναι, το είχαν κάνει χωρίς να τις καταλάβω. Αφού γελούσε με τις αντιδράσεις μου η Ερατώ, μου το φανέρωνε. Δεν έδωσα σημασία. Κοριτσίστικα καμώματα, σκέφτηκα. Είναι πανομοιότυπες και διασκεδάζουν με τη σύγχυση που προκαλούν.
- Θες να πεις, πως το είχαν κάνει και σε μένα και δεν το πήρα είδηση;
- Θα μπορούσαν φίλε μου! Δεν ξέρω… δεν ξέρω τίποτα πια!
- Μα, πες μου Δημήτρη, τι συνέβη εκείνο το βράδυ; Τσακωθήκατε μου είπες, αλλά γιατί; Ποτέ δεν έμαθα, ποτέ δεν κατάλαβα…
-
Αν δεν προδοθείς απ’ τα χνάρια που άφησες, δε θα λυτρωθείς να γυρίζεις στα λημέρια της πληγής… απάντησε αινιγματικά εκείνος, αφήνοντάς τον να μην ξέρει αν πρέπει να συνεχίσει ή να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια να μάθει κάτι παραπάνω.
Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια που αντάλλαξε μαζί του, καθώς βυθίστηκε στη σιωπή ξανά.
Το μόνο που έμενε στο Γιάννη ήταν να τον πείσει να ξεκουραστεί καθώς ήδη ήταν περασμένες δώδεκα…
Έτσι, αφού τον πήγε μέχρι το δωμάτιό του, έφυγε κλείνοντας με κακή διάθεση και πολλά ερωτηματικά την πόρτα πίσω του…
Ο Δημήτρης με τη «βοήθεια» του ποτού παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα άνευ όρων. Το πρόσωπο της Ερατούς γλυκό και πανέμορφο ήταν εκεί μόλις έκλεισε τα μάτια του. Άπλωσε το χέρι να το χαϊδέψει και τότε έγινε σκληρό. Η Θάλεια πήρε τη θέση της αγαπημένης του. Γελούσε και τον καλούσε να την ακολουθήσει κι εκείνος, σαν μαγνητισμένος, τάχυνε το βήμα πίσω της…
Ήλιος και καταιγίδα μαζί! Εκεί που περπατούσε η Θάλεια, μερικά μόλις μέτρα μπροστά του, ένας ολόχρυσος ήλιος έστελνε το φως του απλόχερα… τα δικά του βήματα όμως τα εμπόδιζε κάθε τόσο και μια αστραπή και μια δυνατή, θυμωμένη βροχή!
Ένα κατάλευκο σπίτι κοντά στη θάλασσα... Η πόρτα του ανοιχτή λες και τους περίμενε και μέσα, παντού, βάζα γεμάτα με τα αγαπημένα λουλούδια της Ερατούς… κι εκείνη να προβάλει στην κορυφή της σκάλας ντυμένη στα γαλάζια όπως το χρώμα του ουρανού, όπως το χρώμα των ματιών της, να του μιλά γλυκά «
Αν χαθείς ξανά στης καρδιάς το μαχαλά, κάπου εκεί κοντά, μεθυσμένη περιμένει μια σκιά…»
Θάλεια, πού είσαι, Ερατώ; Την πλησιάζει κι εκείνη γλιστρά μέσα από τα χέρια του. Στο σαλόνι, ο Γιάννης χαμογελαστός έχει στην αγκαλιά του τη Θάλεια… όχι, όχι την Ερατώ!! Θεέ μου, είναι τόσο ίδιες! Τόσο απίστευτα ίδιες! Ακόμα και το χρώμα των μαλλιών τους είναι ίδιο! Πώς νόμιζε ότι η Θάλεια είχε σκούρα μαλλιά σαν τον έβενο;… λάθος είχε τα ίδια καστανά μαλλιά της Ερατούς!...
Ποια από τις δυο είναι στην αγκαλιά του Γιάννη; Προσπαθεί να καταλάβει… η Ερασμία τον παρηγορεί στοργικά… «Ησύχασε Δημήτρη, όλα θα πάνε καλά…» κάτι του λέει ακόμα, μα η φωνή της χάνεται. «Δεν μπορώ να σ’ ακούσω Ερασμία! Τι θες να μου πεις; Μίλα πιο δυνατά!!»
Κι εκείνος ο ήχος από φρένα που στριγγλίζουν, πόσο τον αναστατώνει! «Σταματήστε αυτό το θόρυβο» φωνάζει απελπισμένος… «Κανείς δεν κοίταξε τα φρένα, Δημήτρη! Γιατί, γιατί;» Η Ερατώ τον ρωτά με παράπονο και στα μάτια της λάμπουν δυο μικρά διαμαντένια δάκρυα…
Ξυπνά λουσμένος στον ιδρώτα! Η καταιγίδα έχει πλέον κοπάσει και ο ήλιος στέλνει τις πρώτες αχτίδες να γλυκάνουν τη μέρα.
Σηκώνεται με δυσκολία. Όλο του το κορμί τον πονά, λες και ο πόνος της ψυχής απλώθηκε σε κάθε του κύτταρο. Στο κεφάλι του γυρίζουν όλες οι εικόνες της προηγούμενης βραδιάς. Ο ήχος του τηλεφώνου, τον ταράζει, δεν θέλει να απαντήσει. Δεν θέλει καν να βγει από το δωμάτιο, αλλά το χτύπημα της Ερασμίας στην πόρτα δεν του αφήνει πολλά περιθώρια…
- Καλημέρα, κ. Δημήτρη! μπαίνει χαμογελαστή πλημμυρίζοντας το χώρο με ένα λεπτό, καλαίσθητο άρωμα και κάνει να κλείσει τις βαριές κουρτίνες για να περιορίσει λίγο το άπλετο φως, που μπαίνει πια από το παράθυρο.
- Ξεχάσατε να κλείσετε τα παντζούρια, χθες …
Αδύνατο να μην προσέξει το άρωμα! Για μια στιγμή, για ένα μόνο δευτερόλεπτο, του θύμισε το άρωμα εκείνης, αλλά όχι, δεν είναι το ίδιο! Πιο πολύ του θύμιζε το άρωμα της Θάλειας! Ναι, ναι, η Θάλεια φορούσε χθες ένα άρωμα που έμοιαζε πολύ!!
- Τηλεφώνησαν από το γραφείο σας, τον έβγαλε από τις σκέψεις η Ερασμία…
- Πες τους, πως δεν θα πάω σήμερα, θα δουλέψω στο σπίτι, την έκοψε ξερά. Φέρε μου σε παρακαλώ τον καφέ στο γραφείο… ολοκλήρωσε τις οδηγίες σα να ήθελε να την ξεφορτωθεί μια ώρα γρηγορότερα.
Εκεί έμεινε όλο το πρωινό, προσπαθώντας να βάλει σε τάξη τα γεγονότα, τα συναισθήματά του, τα όσα βίωσε, τα όσα είδε στον ύπνο του… όλα αυτά που έκαναν τη ζωή του τόσο μουντή, τόσο αδιάφορη και ώρες – ώρες τόσο, ανυπόφορη!!
Ακόμα είχε στ’ αυτιά του τα λόγια της για τα φρένα και θυμήθηκε ξανά το κόκκινο αυτοκίνητο, που ποτέ δεν παρουσιάστηκε στην αστυνομία ο οδηγός του. Δεν ήταν ο Γιάννης! Του ζήτησε ναι, να ακολουθήσει την Ερατώ το μοιραίο βράδυ, όμως ο εκείνος αρνήθηκε! Ποιος ήταν όμως, αν δεν ήταν αυτός;
Και η Θάλεια, γιατί εμφανίστηκε χθες, έτσι ξαφνικά; Γιατί μετά από τόσα χρόνια και όχι νωρίτερα; Μπορεί να τους χώριζαν πολλά, τους ένωνε όμως η κοινή τους απώλεια! Η Ερατώ, που χάθηκε πριν προλάβει να ζήσει, πριν προλάβει να του χαρίσει ένα παιδί, που τόσο ήθελε…
Ούτε κατάλαβε πώς τα βήματά του τον οδήγησαν στον τάφο της αγαπημένης του να ξεσπά σε λυγμούς «
Βάλσαμο γλυκό. Θα ΄μαι δίπλα σου εγώ, χάρτης που διψώ το μελάνι της πορείας σου να πιω…» και να αναρωτιέται «Ποια γνώρισα πραγματικά, ποια αγάπησα, ποια έχασα; Την Ερατώ ή μήπως τη Θάλεια;». Το κλάμα ενός μωρού έσκισε τη πυκνή σιωπή του κοιμητηρίου...
...
Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο διαδικτυακό δρώμενο της
Κατερίνας (
Pause blog)
"Μια ιστορία από στιχάκια". Ευχαριστώ θερμά για την ευκαιρία και την υπέροχη εμπειρία!!
Το τραγούδι που «έντυσε» με τους στίχους την ιστορία, δίνοντάς έμφαση και ένταση, είναι το «Στα λιμάνια ανάψανε φωτιές» σε στίχους του Τάσου Μπουλμέτη, μουσική της αγαπημένης μου Ευανθίας Ρεμπούτσικα και τραγουδισμένο από την Νατάσα Θεοδωρίδου.
Μπορείτε αν θέλετε, να το ακούσετε πατώντας
εδώ
Ελπίζοντας να βρήκατε ενδιαφέρον το τρίτο κεφάλαιο της ιστορίας, περιμένω με αγωνία τη συνέχεια και τα σχόλιά σας...