photo from pinterest |
Έφτιαξε τον αγαπημένο του καφέ και κάθισε στο παλιό γραφείο, αυτό με τη σκούρα φθαρμένη επιφάνεια, που έμοιαζε τόσο ξένο μέσα στη σύγχρονη διακόσμηση του χώρου. Πάνω του η γραφομηχανή, παλιά κι αυτή, τον συντρόφευε από τα εφηβικά του χρόνια τότε που με το χαρτζιλίκι μηνών κατάφερε να την αγοράσει μεταχειρισμένη.
Δεν ήταν πως αρνιόταν την τεχνολογία. Με τον υπολογιστή του δούλευε μια χαρά από το σπίτι, αλλά να, αυτή η παλιά φίλη ήταν κάτι σαν εξομολόγος για όσα βαραίνουν την ψυχή και την κάνουν να αναστενάζει καμιά φορά, βαριά. Σ’ αυτή μιλούσε για όλα χωρίς να ανοίξει καν το στόμα του. Θαρρείς πως τον βοηθούσε να βάζει σε τάξη τις σκέψεις και τα προβλήματα.
Ήταν αχώριστο δίδυμο. Ζώντας μόνος για πολλά χρόνια, χωρίς οικογένεια και μόνιμη σύντροφο δεν κατάλαβε ποτέ μοναξιά μαζί της. Η ζωή του κυλούσε χωρίς ιδιαίτερες υποχρεώσεις ανάμεσα σε δουλειά, φίλους λιγοστούς και πολλά ταξίδια. Θα έλεγε κανείς πως ήταν ευχαριστημένος αφού δεν αναζήτησε ποτέ κάτι άλλο έχοντας όσα τον ικανοποιούν…
Ρούφηξε την πρώτη γουλιά καφέ και άπλωσε τα χέρια στη γραφομηχανή, έτοιμος ν’ αρχίσει κουβέντα μαζί της. Όμως, όσο κι αν ήθελε να καθαρίσει το μυαλό του, οι λέξεις δεν έβγαιναν στο χαρτί… τα χέρια ακουμπούσαν τα πλήκτρα ασάλευτα και το βλέμμα καρφωμένο πάνω της, θαρρείς ταξίδευε χωρίς προορισμό.
Σκέψεις πολλές και συναισθήματα, που δεν εύρισκαν διέξοδο… μόνο εκείνο το πλάκωμα που συννεφιάζει το βλέμμα και κάνει την ψυχή μουντή, σκοτεινιασμένη σα λίγο πριν την καταιγίδα. Σαν το στροβίλισμα χορευτή πάνω στην άδεια καλογυαλισμένη πίστα. Χορευτής μοναχικός κι αυτός σε ένα θλιβερό χορό που τώρα μάθαινε τα βήματα…
Σηκώθηκε και έκανε ένα γύρο μέσα στο δωμάτιο. Τι παράξενο, το έλουζε το φως του ήλιου κι όμως φαινόταν θλιμμένο και βασανιστικά άδειο. Πλησίασε στο παράθυρο… ήταν άνοιξη πια, αλλά εκείνος δεν αποφάσιζε ούτε στην αυλή να βγει καλά-καλά.
Έριξε μια ματιά στο τηλέφωνο. Μέρες είχε να χτυπήσει! Τι μέρες, μάλλον βδομάδες! «Κανείς δεν μου τηλεφωνεί πια…» σκέφτηκε με θλίψη και πήγε να καλέσει τον καλύτερό του φίλο. Το μετάνιωσε όμως πριν καν σχηματίσει τον αριθμό. «Όχι δεν παίρνω. Θα έπρεπε να με έχει αναζητήσει εκείνος. Τόσες φορές τον κάλεσα εγώ! Δεν νοιάζεται για μένα, μάλλον. Δεν ξέρει καν αν είμαι καλά ή αν αρρώστησα…»
Έκανε να βγει στην αυλή. Ένα βήμα έξω, ένα μέσα… όλα τον φόβιζαν, όλα τα θεωρούσε ξένα, απειλητικά. Έντρομος έκλεισε την πόρτα. Πλησίασε τον υπολογιστή, που ανοιχτός περίμενε υπομονετικά στη γωνιά του. Μπήκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τι τραγελαφικός παντζουρλισμός! Και παντού η λέξη πανδημία, σε όλες τις εκδοχές! Άλλοι την αντιμετώπιζαν με χιούμορ, άλλη με στωικότητα, κάποιοι με τρόμο, ενώ δεν έλειπαν και εκείνοι που την αμφισβητούσαν! Όλα στην υπερβολή τους, όλα διογκωμένα σε σημείο που δεν μπορούσε να αντέξει… τον έκλεισε κάνοντας τη σκέψη πως δεν έπρεπε να χρησιμοποιήσει την άδεια που είχε από τη δουλειά. «Όταν δουλεύω δεν σκέφτομαι, δεν νιώθω…»
Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τι του έφταιγε. Ρώταγε ξανά και ξανά τον εαυτό του και απάντηση δεν έπαιρνε. Η κλεισούρα, μονολογούσε κάθε τόσο… να βγω έξω, να δω κόσμο, να βρω τους φίλους μου! Και έπειτα οι ερωτήσεις: «Πώς να βγω; Ποιον να δω; Πώς να νιώσω ασφαλής; Ποιος θα με βοηθήσει αν αρρωστήσω;»…
Ποτέ πριν η μοναξιά δεν ήταν πρόβλημα. Ποτέ τουλάχιστον δεν την είδε σαν τέτοιο. Μάλιστα συχνά την αποζητούσε για να γράψει, να ξεκουραστεί, να ηρεμήσει από τους ρυθμούς της καθημερινότητας. Τώρα διογκωμένη στα μάτια και τη ζωή του, γινόταν βραχνάς που δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Γινόταν εμπόδιο σε κάθε χαμόγελο!
Αυτό το συναίσθημα της εγκατάλειψης ανακατεμένο με το φόβο της αρρώστιας, του ξύπνησε ανασφάλειες που ήταν ξεχασμένες στα βάθη του μυαλού, που πάλευαν με ένα ιδιάζοντα εγωισμό… αυτός που διάλεγε παρέες, τώρα να κρέμεται από ένα τηλεφώνημα σαν παιδί δεκάχρονο. Αυτός που διεκδικούσε το χώρο και το χρόνο του μέσα σε όλες τις σχέσεις και θεωρούσε πως τα έχει καλά με τον εαυτό του, τώρα να λαχταρά ένα μήνυμα, μια κουβέντα, χωρίς όμως να αφήνεται να κάνει ούτε ένα βήμα! Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Ένα περίεργο χτύπημα στο τζάμι τον έκανε να γυρίσει το βλέμμα στο παράθυρο. Δεν είδε παρά ένα μικρό πούπουλο κολλημένο με βία πάνω του. Προσπαθώντας να καταλάβει το άνοιξε αυθόρμητα για να αντικρίσει στο περβάζι ένα σπουργίτι τόσο δα μικρό, που τραυματισμένο κείτονταν σχεδόν ασάλευτο.
Το πήρε στα χέρια του, το χάιδεψε, του έδωσε νερό και μη ξέροντας πώς αλλιώς να το φροντίσει το ακούμπησε με προσοχή σε ένα ψηλό κλαρί της ανθισμένης αχλαδιάς που είχε στον κήπο, ελπίζοντας ότι θα συνέλθει και θα πετάξει ξανά. Κάθε τόσο έβγαινε για να το δει, να του δώσει δυο ψίχουλα, να δυναμώσει… εκείνο όμως άρχισε λίγο-λίγο να μην αντιδρά. Το πήρε στα χέρια του, το ζέστανε στοργικά κι αυτό ανοιγόκλεισε δυο τρεις φορές τα μάτια του πριν τα σφαλίσει για τελευταία φορά… τότε ήταν που ένιωσε δυο ζεστά δάκρυα να κυλούν αβίαστα, να θολώνουν το βλέμμα και να καθαρίζουν το μυαλό.
Κοίταξε ένα γύρω την αυλή, τα δέντρα, το δρόμο… η ζωή εκεί έξω συνεχιζόταν χωρίς αυτόν και δεν περίμενε κανένα. Όλα τα πλάσματα ζούσαν χωρίς να νοιάζονται τι τα περιμένει. Τα χελιδόνια φτερούγιζαν εδώ κι εκεί και τα λουλούδια άνθιζαν ξανά! Ο ήλιος χαμογελούσε! Μόνο οι άνθρωποι είχαν αλλάξει όπως άλλαξε κι εκείνος… φοβισμένοι περίμεναν, αλλά δεν ζούσαν…
Γύρισε ξανά στη γραφομηχανή του. Τώρα τα δάχτυλα έτρεχαν πάνω στα πλήκτρα. Οι λέξεις γίνονταν φράσεις, εικόνες, ιστορία. Αισιόδοξη ιστορία! Για ένα μοναχικό χορευτή που επιτέλους κατάλαβε πως για να απολαύσεις το χορό που λέγεται ζωή δεν χρειάζεται να ξέρεις τα βήματα, ούτε τη μουσική. Χρειάζεται να κάνεις χώρο στην πίστα και για άλλους και να απλώνεις το χέρι να τους προσκαλείς αντί να περιμένεις να το κάνουν εκείνοι. Να μοιράζεσαι τη χαρά και τη θλίψη. Να μοιράζεσαι ακόμα και τη μοναξιά!…