Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πένας εκφράσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πένας εκφράσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Κύκλοι ζωής...

Κύκλοι ζωής...



Κύκλοι ζωής σπαρμένοι στο χώμα...
κύκλοι ζωής βαμμένοι με χρώμα!
Άνθρωποι ίσοι μα όχι όμοιοι,
τέμνονται χωρίς να ενώνονται
αγαπιούνται μα και πληγώνονται...

Κύκλοι ζωής, σοφά βαλμένοι
κοντά κοντά σα να 'ν' δεμένοι
η μπόρα πέφτει, τους ξεθωριάζει
μα εκεί τους αφήνει, δεν τους πειράζει...

Κύκλοι ζωής, παιδιά πιασμένα
χέρι με χέρι, αδερφωμένα
με το συναίσθημα χρωματισμένοι
γκρίζοι γίνονται, σαν πεθαμένοι

Κύκλοι ζωής σε συναρπάζουν
φιλιά σου δίνουν και σε αλλάζουν
κράτα το χρώμα μεσ' τη ψυχή σου
γιατί αυτό είναι η δύναμή σου.


Η πρώτη στροφή συμμετείχε στο δρώμενο της Μαρίας Νικολάου "25 λέξεις" 
στο blog της "Το κείμενο", όπου μας ζητούσε με 25 λέξεις, να ξεδιπλώσουμε συναισθήματα, που μας προκάλεσε η φωτογραφία της.
Το ολιγόλεκτο που ξεχώρισε ήταν της Μαριλένας μας, το οποίο μπορείτε να το διαβάσετε μαζί με όλες τις συμμετοχές, εδώ.


Μαρία, σ' ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία και την πηγή έμπνευσης.



[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Ζωή παράλληλη... μέρος β΄.

Ζωή παράλληλη... μέρος β΄.



Έκλεισε την πόρτα πίσω της κι αφέθηκε σ' ένα σπαρακτικό κλάμα...
Μόλις είχε αποχαιρετήσει τον άντρα της κι αυτό, τη συγκεκριμένη στιγμή την πονούσε διπλά!
Είχε πολλές φορές προετοιμάσει τον εαυτό της για τους αποχαιρετισμούς και κάποιους κατάφερνε να τους αντιμετωπίσει με περισσή δύναμη. Κάποιους άλλους με γοερούς λυγμούς, λυτρωτικούς, από κείνους που σε κάνουν να αδειάζεις θαρρείς από κάθε συναίσθημα...

Αυτή τη φορά όμως, είχε να του πει κάτι που τελικά, δεν κατάφερε. Το έμαθε δυο μέρες πριν φύγει ξανά ο καπετάνιος της για το πολύμηνο ταξίδι του και στριφογύριζε στο μυαλό της, μέχρι να βρει την κατάλληλη στιγμή. Όσο όμως ξεψυχούσαν οι ώρες και τα λεπτά της κοινής τους ζωής, τόσο απομακρυνόταν η μέρα της ανακοίνωσης.

Έξι μήνες έμειναν μαζί αυτή τη φορά και για κείνη ήταν Θεού δώρο, που κατέληγε σε μια εγκυμοσύνη ξαφνική και αναπάντεχη! Το πρώτο τους παιδί!!! Δεν τολμούσε να το πιστέψει στην αρχή και δεν τολμούσε να το ξεστομίσει στη συνέχεια. Φοβόταν πως αυτό θα άλλαζε τις ισορροπίες, που με τόσο κόπο είχαν δημιουργήσει μεταξύ τους.

"Κι αν αυτό το μωρό, τον κάνει να νιώσει παγιδευμένος; Αν τον ωθήσει σε μεγαλύτερα ταξίδια, για περισσότερα χρήματα;" ... Χίλιες δυο σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της και θόλωναν τη κρίση της και τώρα που έμεινε μόνη, η ιδέα να του το πει από τηλεφώνου φάνταζε τελείως ανάρμοστη!
Δεν είχε όμως άλλη επιλογή!

Περίμενε με αγωνία την πρώτη τους επικοινωνία και αφού κόμπιασε αρκετά και δίστασε άλλο τόσο, τελικά ξεστόμισε την κλασσική φράση: "Ξέρεις Παύλο, σε εφτάμιση μήνες θα είμαστε τρεις!". Παύση!... Εκείνος λίγο από τη χαρά του, λίγο από την αργή σύνδεση, λίγο από συγκίνηση είχε μείνει αποσβολωμένος!

"Δεν λες, τίποτα;" ρώτησε με ανησυχία...
"Σ' αγαπώ!!! Ακούστηκε διακεκομμένη η φωνή του...
"Δεν σ' ακούω καλά, τι μου λες;" αποκρίθηκε για να σιγουρευτεί
"Σ' αγαπώ καρδιά μου, τι υπέροχο νέο είναι αυτό!!" είπε σχεδόν φωνάζοντας
"Παύλο, φοβάμαι... το μωρό θα γεννηθεί κι εσύ θα λείπεις. Όταν ξαναπιάσετε λιμάνι, ούτε καν ξέρουμε τι ηλικία θα έχει. Μερικών μηνών ή μερικών ετών..." ακούστηκε σπασμένη από τη συγκίνηση η φωνή της. "Παύλο!... Παύλο!!!"... η σύνδεση είχε διακοπεί.

Ένιωσε ξαφνικά μια ψύχρα. Η σύνδεση είχε διακοπεί, έτσι ακριβώς όπως διακόπτεται κάθε λίγο η κοινή τους ζωή...
"Θεέ μου, πώς θα μεγαλώσει αυτό το παιδί; Μ' ένα πατέρα σε φωτογραφία, που θα του μιλά μέσω skype και θα το βλέπει ανά διαστήματα σαν άλμπουμ φωτογραφιών; Εδώ, 2 ετών με το μπαμπά. Εδώ 3 μόνο με τη μαμά..." σκέφτηκε και βούλιαξε ξανά, σ' ένα απελπισμένο κλάμα. Έτσι την πήρε ο ύπνος. Εκεί στην πολυθρόνα του, που είχε το άρωμά του και ένιωθε σα να βρίσκεται στην αγκαλιά του...

Ξύπνησε το πρωί, με τις πρώτες ηλιαχτίδες, που τρύπωσαν από το μισοκατεβασμένο στόρι. Σηκώθηκε κουρασμένα, προσπαθώντας να ξεπιαστεί και έβαλε τη μουσική που αγαπούσε. Μετά από ένα χλιαρό ντους κι ένα φλιτζάνι τσάι, βρέθηκε να μιλά στη φωτογραφία του, κοιτώντας τα γελαστά του μάτια. Αυτή τη φορά, ούτε τον μάλωνε, ούτε του κάκιωνε για τη δύσκολη δουλειά του και τις στιγμές μοναξιάς της. Αντίθετα, του έδινε υπόσχεση πως θα σταθεί δυνατή και αποφασισμένη να αντιμετωπίσει κάθε δυσκολία, αρκεί εκείνος να είναι καλά!

Γύρισε το βλέμμα στο παράθυρο και τράβηξε την κουρτίνα... στο δρόμο έπαιζαν δυο τρία παιδιά των φαναριών, εκείνα που πολλές φορές είχε συναντήσει να πουλούν χαρτομάντιλα και τα είχε φιλέψει φαγητό.

Κάποια από αυτά δεν έχουν καθόλου πατέρα, σκέφτηκε, ενώ κάποια άλλα έχουν πατέρα, που τα εκμεταλλεύεται...
Τουλάχιστον το δικό μας παιδί, θα έχει ένα πατέρα που το αγαπά κι ας βολοδέρνει στις θάλασσες! Θα έχει αγάπη κι εμένα, δίπλα του! Και μόνο γι' αυτά, θα είναι τυχερό!...


Αφιερωμένη  στις φίλες, που ζήτησαν τη συνέχεια της αρχικής ιστορίας, που όσοι δεν την έχετε διαβάσει, θα τη βρείτε εδώ. Κορίτσια, ευχαριστώ πολύ για την παρότρυνση...






[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Ο σκύλος που ήθελε να γίνει άνθρωπος...

Ο σκύλος που ήθελε να γίνει άνθρωπος...



Κάποτε, σε μια πολιτεία με πολλά κτίρια και λιγοστά δέντρα, ζούσε ένας σκύλος ανάμεσα σε ανθρώπους, πολλούς ανθρώπους....
Καθημερινά περνούσε την ώρα του, δίπλα τους, ανάμεσά τους και το μόνο που λαχταρούσε ήταν να γίνει και κείνος σαν αυτούς. Να γίνει άνθρωπος!

Μια μέρα, εκεί που μονολογούσε στεναχωρημένος τον άκουσε ένα περιστέρι.
- Τι έχεις; τον ρωτά
- Θέλω να γίνω άνθρωπος, αλλά δεν μπορώ. Απάντησε χωρίς να του ρίξει ματιά
- Άνθρωπος; Μα πώς στο καλό σκέφτηκες κάτι τέτοιο! Γιατί θες να γίνεις άνθρωπος;
- Για να μπορώ να τους μιλώ και να με καταλαβαίνουν!... απάντησε συνεχίζοντας να κοιτά στο κενό
- Είσαι σίγουρος πως θες κάτι τέτοιο; ρωτά διερευνητικά το περιστέρι
- Σίγουρος απαντά, με πυγμή ο σκύλος
- Αφού είναι έτσι, ξέρω τον τρόπο! είπε το περιστέρι

Ο σκύλος τώρα, κοίταζε το φτερωτό του φίλο κατευθείαν στα μάτια, περιμένοντας να ακούσει πώς θα καταφέρει να γίνει άνθρωπος.
- Θα πας, του είπε, σε μια μάγισσα που βρίσκεται στην άλλη άκρη της πολιτείας και θα την παρακαλέσεις να σε βοηθήσει!
- Και πώς θα τη γνωρίσω;
- Ζει στο μοναδικό σπίτι με κήπο, που υπάρχει στην πόλη, απάντησε το περιστέρι...
- Και θα με καταλάβει, αν της μιλήσω σκυλίσια; ρωτά ξανά
- Αφού είναι μάγισσα, σου λέω! Όλα τα ζώα τα καταλαβαίνει όπως κι αν της μιλούν, απαντά με σιγουριά το περιστέρι και πετά μακριά του, αφήνοντάς τον στο πεζοδρόμιο να αποφασίσει.

Δεν έχασε καιρό. Ξεκίνησε αμέσως για το μοναδικό σπίτι με κήπο της πόλης. Είχε ακούσει τους ανθρώπους να μιλούν γι' αυτό. Άλλοι μιλούσαν με θαυμασμό για τα κόκκινα τριαντάφυλλα του κήπου και για ψηλά του δέντρα κι άλλοι μιλούσαν με απορία... τι στο καλό ήθελαν τόσα δέντρα και φυτά, που χρειάζονταν περιποίηση και πότισμα και σκάλισμα και κόστιζαν τόση κούραση και ταλαιπωρία!

Περπατούσε ώρες ανάμεσα σε αυτοκίνητα, φανάρια, κορναρίσματα, ανθρώπινες φωνές, μποτιλιάρισμα και μπόλικο καυσαέριο. Τίποτα όμως δεν τον έκανε να σταματήσει. Ήθελε να φτάσει όσο γινόταν γρηγορότερα στη μάγισσα που θα τον έκανε άνθρωπο....
Στη διαδρομή, προσπαθούσε να φανταστεί πώς θα ήταν και πώς θα τον υποδεχόταν. Φοβόταν και λίγο μήπως τον κοροϊδέψει, μήπως γελάσει μαζί του, ή τον διώξει και ετοίμαζε τα λόγια που θα της έλεγε για να την πείσει. Τίποτα όμως δεν του φαινόταν καλό και κάθε τόσο τα άλλαζε και ξανά από την αρχή.

Με τούτα και με κείνα, βγήκε έξω από την πόλη χωρίς να το καταλάβει. Τώρα οι δρόμοι γίνονταν πιο μικροί χωρίς πεζοδρόμια, αλλά με περισσότερα δέντρα και ελάχιστα σπίτια. Όσο απομακρυνόταν τόσο ανησυχούσε που δεν έβλεπε το σπίτι...
Ώσπου, μια όμορφη μυρωδιά λουλουδιών ήρθε να γαργαλίσει τα ρουθούνια του. Κατάλαβε πως ήταν κοντά στον όμορφο κήπο της μάγισσας κι άρχισε σχεδόν να τρέχει. Λίγο αργότερα βρισκόταν έξω από τη χαμηλή μάντρα και θαύμαζε τα πολύχρωμα, ευωδιαστά λουλούδια. Ένα μικρό κορίτσι έκανε κούνια στην άκρη της αυλής και τραγουδούσε.

Πλησίασε την ξύλινη πορτούλα που άνοιξε με το πρώτο άγγιγμα και δειλά - δειλά, κατευθύνθηκε προς το κορίτσι. Η απορία του μεγάλωσε όταν διαπίστωσε πως η μικρούλα, μπορούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν! Δεν χρειαζόταν να μιλήσει, να γαυγίσει, να κάνει το παραμικρό!!! Εκείνη καταλάβαινε τι ήθελε να πει μόνο με ένα χάδι!!!
Αυτή θα είναι η μάγισσα, σκέφτηκε!
- Μάγισσα; απάντησε γελώντας το κορίτσι. Δεν είμαι μάγισσα, ούτε και υπάρχουν μάγισσες καλέ μου, του είπε χαϊδεύοντάς τον.

Ψέμματα μου είπε το περιστέρι, σκέφτηκε ο σκύλος. Τι κρίμα, δεν πρόκειται ποτέ να γίνω άνθρωπος!
- Να γίνεις άνθρωπος; Αυτό, θες; Γι' αυτό ήρθες μέχρι εδώ; ρώτησε ξανά.
Αυτό θέλω, απάντησε με τη σκέψη του ο σκύλος. Ή τουλάχιστον να μπορώ να μιλάω όπως οι άνθρωποι. Αλλιώς δεν με καταλαβαίνουν. Με φοβούνται όταν γαυγίζω για να τους τραβήξω την προσοχή, με διώχνουν όταν απλώνω το μπροστινό μου πόδι για να τους χαϊδέψω, με κρατούν μακριά από τα παιδιά, γιατί είμαι μεγαλόσωμος και δεν θέλουν να τα δαγκώσω, χώρια που με ξεχνάνε νηστικό και μόνο, στη βροχή και στο κρύο. Θέλω τόσο να τους πω πως θα προτιμούσα να είμαι νηστικός αλλά μαζί τους, παρά χορτάτος και μόνος μου...

Το κορίτσι, τον άκουγε προσεκτικά κι όταν τελείωσε τη σκέψη του, τον αγκάλιασε σφιχτά και με δάκρυα στα μάτια του είπε: Δεν είμαι μάγισσα, δεν μπορώ να σε κάνω άνθρωπο, ούτε μπορώ να σε κάνω να μιλήσεις ανθρώπινα. Ένα μόνο μπορώ να κάνω. Να σ' αγαπώ!

Όπως καταλαβαίνετε αυτοί οι δυο έμειναν μαζί, αχώριστοι και έζησαν καλά και πολύ καλύτερα από εκείνους που αποκλείουν από τη ζωή τους, τα υπέροχα αυτά ζώα!

Γιατί, η αγάπη φέρνει την επικοινωνία, όχι η γλώσσα, ούτε η ομοιογένεια...


Το παραμύθι αυτό, έγινε για το δρώμενο της αγαπημένης φίλης της Αριστέας και στο blog της "η ζωή είναι ωραία", θα βρείτε όλες τις εξαιρετικές συμμετοχές, που έχουν ήδη δημοσιευθεί!

Αριστέα μου, σ' ευχαριστώ που με ξανάκανες για λίγο παιδί...


Σημείωση: Κάποιο τεχνικό πρόβλημα, που δεν είναι δυνατό να λυθεί από μας, εμφανίζει κάποια σχόλιά σας και κάποια άλλα, τα εξαφανίζει δυστυχώς! Όσοι φίλοι αφήσατε σχόλιο, αλλά δεν σας απάντησα, οφείλεται σ' αυτό και όχι σε αδιαφορία ή οτιδήποτε άλλο!
Σας ευχαριστώ θερμά όλους, για την αγάπη σας και τα καλά σας λόγια!

[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Ζωή παράλληλη…

Ζωή παράλληλη…



Τόσα χρόνια χωριστά, είχε συνηθίσει την απουσία του. Μπορεί η απόσταση που μπήκε ανάμεσά τους να μην κατάφερε να εξαφανίσει την αγάπη τους, όμως η ζωή της δεν ήταν αυτή που ονειρεύτηκε.


Ένα σπιτικό ζητούσε, ένα σύντροφο, δυο κουτσούβελα να τρέχουν και να τιτιβίζουν ανάμεσά τους και ένα γεράνι στη γλάστρα να το ποτίζει κάθε πρωί. Όμως τα πράγματα δεν ήρθαν έτσι…
Δεν φανταζόταν όταν τον γνώρισε ψηλό, ηλιοκαμένο, μ’ ένα χαμόγελο που φώτιζε τα πράσινα μάτια του, ότι σ’ αυτό τον έρωτα, που γεννιόταν με το πρώτο βλέμμα, δεν θα ήταν δύο, αλλά τρεις! Δεν φανταζόταν πως θα τον μοιραζόταν με μια άλλη μεγάλη αγάπη, τη θάλασσα…
Όταν το συνειδητοποίησε ήταν πια αργά για κείνη! Η καρδιά είχε πάρει τις αποφάσεις και προτιμούσε το λίγο, απ’ το καθόλου!

Πολλές φορές καθισμένη στην αγαπημένη του πολυθρόνα, μετρούσε το χρόνο, που ήταν μαζί του, να δει αν ήταν περισσότερος από το χρόνο, που ήταν χώρια του. Ένιωθε τόσο όμορφα εκεί… σαν αγκαλιά της φαινόταν, που κουβαλά το άρωμά του, ατόφιο, ανεξίτηλο, έφτιαχνε εικόνες, έφερνε αναμνήσεις τρυφερών ιδιαίτερων στιγμών. Δικών τους στιγμών…

Άλλες φορές, μιλούσε στη φωτογραφία του. Της έλεγε αυτά που έκρυβε στην ψυχή της και δεν ήθελε να πει σε εκείνον. Τον μάλωνε, τον αποζητούσε, του κάκιωνε…
Ήταν σα να ζούσε δυο ζωές παράλληλα. Αυτή που ήταν μόνη της κι αυτή που ήταν μαζί του. Γινόταν δυο άνθρωποι, που πάλευαν ο ένας απέναντι στον άλλο. Η λογική με το συναίσθημα σε ένα αέναο πόλεμο, κέρδιζαν κάθε τόσο και μια μικρή μάχη, πότε ο ένας και πότε ο άλλος.
Ώσπου, ερχόταν η ώρα ο καπετάνιος της να γυρίσει. Τότε η χαρά της δεν χωρούσε πουθενά! Όλα της φαίνονταν όμορφα. Ακόμα και το παραπονιάρικο τραγούδι που αγαπούσε και κάθε φορά έκλαιγε ακούγοντάς το, τότε γινόταν ύμνος χαρούμενος!

Τον περίμενε πάντα στο σπίτι, στην πολυθρόνα του, εκεί όπου την άφηνε να προσπαθεί, με περίσσια γενναιότητα, να πνίξει τα αναφιλητά της, κάθε φορά που έφευγε…
Λίγο πριν περάσει το κατώφλι, ένιωθε την αύρα του και την καρδιά της να φτερουγίζει. Έπεφτε στην αγκαλιά του με λαχτάρα, αφήνοντας όλα τα δάκρυα της μοναξιάς να ξεχυθούν ελεύθερα, δίχως κόπο, δίχως συστολή.

Έσμιγαν ξανά και ξανά, σα να ζητούσαν να καλύψουν το χαμένο χρόνο. Το ξημέρωμα τους έβρισκε πάντα αγκαλιά, να μοιράζονται τα κομμάτια της ζωής τους τα χωριστά, να ενώνουν απ’ την αρχή τα νήματα στη σχεδία του σήμερα, που θα τους ταξίδευε, για όσο θα έμεναν μαζί, στον ωκεανό της καθημερινής συμβίωσης…

Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο "Παίζοντας με τις λέξεις #6" της αγαπημένης φίλης μου της Μαρίας από το My trips on blog, ένα παιχνίδι που ξεκίνησε από τη Φλώρα του TEXNIS STORIES. Οι υποχρεωτικές λέξεις είναι χρωματισμένες με κόκκινο και νικητές αναδείχθηκαν η Μαρία μας από το Απάγκιο και ο Γιάννης μας από το Ηδύποτο.


[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Αλήθεια...

Αλήθεια...



Φυσάει τ' αγέρι και ψιθυρίζει
σκιές οθρώνει στη μοναξιά
ταξίδι κάνει στις αναμνήσεις
να βρει τα χνάρια, τ' αλλοτινά.

Να βρει το βλέμμα, να βρει το χάδι
να βρει το τρέμουλο στο φιλί
να βρει το ρίγος, στο πρώτο χάδι
να βρει το χρόνο και τη στιγμή.

Μα κείνος φεύγει, δε με ρωτάει
τρέχει και παίζει σαν το παιδί
χάνεται στ' άπειρο και μου γελάει
και μου αφήνει βαθιά πληγή.

Σημάδια αφήνει σε κάθε βήμα
γκρίζα τα κάνει τα μαλλιά,
μα την ψυχή δεν την αγγίζει
αυτή είναι η μόνη, που τον νικά.




Η δεύτερη συμμετοχή μου στο 10ο Συμπόσιο Ποίησης της αγαπημένης μου φίλης της Αριστέας, μέσα από το blog της "η ζωή είναι ωραία".

Με την ευκαιρία, να ευχαριστήσω για άλλη μια φορά, τους φίλους, που ξεχώρισαν τις δημιουργίες μου και τις ψήφισαν.




[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Χρόνος κλέφτης.

Χρόνος κλέφτης.



Χρόνος η στιγμή, χρόνος το άπειρο,
χρόνος το λεπτό, χρόνος η μέρα...
Χρόνος ατέλειωτος όταν πονάω
χρόνος ελάχιστος, όταν γελώ.

Ένα ρολόι τον μετράει, 
ένα πρόσωπο τον κουβαλάει
και τα σημάδια του, κοιτώ.

Χρόνος η γέννηση, χρόνος ο θάνατος
χρόνος η χαρά, χρόνος η λύπη...
στιγμή η ευτυχία, στιγμή ο έρωτας
και το χαμόγελο, στιγμή...

Τραίνο ο χρόνος, μας μεταφέρει
πάνω στις ράγες του κυλώ
μαζί του τρέχω, με παρασέρνει
μα να τον πιάσω, δεν μπορώ.

Να τον κρατήσω, να τον σταματήσω
να τον αδράξω, συχνά ζητώ...
μα κείνος φεύγει, με παρασέρνει
με την ορμή του, ζω.

Κι όταν νομίζω πως μου ξεφεύγει
κοιτώ τα μάτια σου τα δυο
μέσα σ' αυτά μόνο, σταματάει
μέσα σ' αυτά, τον κατακτώ...

Αυτή είναι η πρώτη συμμετοχή μου, στο 10ο Συμπόσιο Ποίησης της αγαπημένης φίλης μου της Αριστέας, που μόλις ολοκληρώθηκε, μέσα από το blog της "η ζωή είναι ωραία".

Θέλω να ευχαριστήσω θερμά όλους τους φίλους, που ξεχώρισαν και βαθμολόγησαν αυτές τις ποιητικές μου απόπειρες και να σας πω, πως το νικητήριο ποίημα της Ελένης μας, είναι εδώ


.
[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Πυκνή, ατέλειωτη βροχή...

Πυκνή, ατέλειωτη βροχή...



Βρέχει ξανά, βρέχει ασταμάτητα...
πυκνή ατέλειωτη βροχή πέφτει με ορμή στη γη,
στα πλακόστρωτα,  στους δρόμους,
σα να θέλει να ξεπλύνει κάθε ασχήμια, κάθε βρωμιά...

Ανοίγει ρωγμές παντού, ρωγμές μέσα μου,
βροχή σα δάκρυα λυγμών ανθρώπων που πονούν
αυλάκια φτιάχνει στην ψυχή, που λύτρωση ζητά.

Πυκνή ατέλειωτη βροχή,
πέφτει με ορμή στα βρώμικα πεζοδρόμια
μουλιάζει το χαρτόκουτο, μουλιάζει την κουβέρτα,
μουλιάζει την ψυχή κι εγώ,
απελπισμένα περιμένω το ουράνιο τόξο...

Ξέρω πως θα βγει, μαζί με την ελπίδα
αυτή, που κρατώ με νύχια και δόντια ζωντανή.
Αυτή, που ψυχορραγεί σε κάθε πόνο, σε κάθε βογκητό...
αυτή, που αναθαρρεί με κάθε χαμόγελο
αυτή, που ξαναζεί σε κάθε χέρι ανθρώπινο, που απλώνει η αγάπη!

Πέφτει πυκνή, ατέλειωτη βροχή...



[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Έτσι ξεκίνησαν όλα…

Έτσι ξεκίνησαν όλα…



Παραμονή Χριστουγέννων στο κομψό διαμέρισμα του τρίτου ορόφου. Όλα γύρω στολισμένα, γιορτινά, χαμογελαστά. Τα μικρά φωτάκια στο κάγκελο της βεράντας ρίχνουν ένα γλυκό φως στα αμέτρητα φυτά που τη γεμίζουν. Μέσα,  κυριαρχεί το δέντρο μεγάλο, αστραφτερό με λογής  - λογής μπάλες , όλες στο ίδιο χρώμα, κόκκινο, πασπαλισμένες με χρυσόσκονη. Ένα κούτσουρο στο τζάκι δίνει γλυκιά θαλπωρή στο χώρο. Το τραπέζι στρωμένο με τα καλά του, τα κηροπήγια ακόμα αναμμένα…

- Κοιμήθηκε; Ρώτησε ο νεαρός άντρας τη γυναίκα του, καθώς έσβηνε τα κεριά.
- Αμέσως σχεδόν… απάντησε εκείνη. Το μόνο που ήθελε ήταν ν’ ακούσει για μια ακόμα φορά, την ιστορία της γέννησης του Χριστού. Δεν πρόλαβε όμως… σε λίγα λεπτά, τον πήρε ο ύπνος.

Κάθισαν ο ένας πλάι στον άλλο, να τελειώσουν το κρασί τους, παρατηρώντας το χορό που έκαναν οι φλόγες στο τζάκι. Κάθε χρόνο με τον ίδιο τρόπο περνούσαν την Παραμονή των Χριστουγέννων, από τότε που ήρθε στη ζωή τους αυτό το αγγελούδι, που ήδη μετρούσε εφτά χρόνια ζωής. Οι τρεις τους, γελαστοί, ευτυχισμένοι, χαρούμενοι, δημιουργούσαν αναμνήσεις στον αγαπημένο τους γιο.

- Θυμήσου, πριν από πέντε χρόνια πώς ήμασταν… είπε εκείνη και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.
- Μόνοι! Απάντησε εκείνος και της έσφιξε το χέρι.

Και ήταν αλήθεια! Τα Χριστούγεννα και κυρίως την Παραμονή, ήταν πάντα με πολύ κόσμο, φίλους, συγγενείς, σε πάρτι, σε ρεβεγιόν, αλλά μόνοι! Όταν αντάλλασσαν ευχές με τους γύρω τους, ένα μικρό κενό φαίνονταν πάντα στο βλέμμα… ένα παιδί έλειπε από τη ζωή τους, ένα παιδί που δεν ερχόταν. Αμέτρητες  οι απογοητεύσεις, ακόμα και στην προσπάθειά τους για υιοθεσία.

Ως τη στιγμή που σε ένα χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν πέντε χρόνια πριν, εκεί ανάμεσα στις ευχές και τα χαμόγελα, μια φίλη τους μίλησε για την υιοθεσία παιδιών με νοητική υστέρηση. Τους εξήγησε πως αυτού του είδους οι υιοθεσίες είναι πιο εύκολες, πιο γρήγορες, μια που τα παιδιά αυτά βρίσκονται στα αζήτητα. Αμέσως, το κενό από το βλέμμα τους χάθηκε και τη θέση του, πήρε μια λάμψη ελπίδας!

- Λες, να τα καταφέρουμε; Λες να μπορέσουμε να υιοθετήσουμε ένα τέτοιο παιδάκι; Είπε η κοπέλα στη φίλη, με λαχτάρα…
- Αν δεν σε πειράζει!
- Να με πειράζει; Αστειεύεσαι;… γιατί να με πειράζει; Αν ήταν γεννημένο από μένα, θα είχε καμιά διαφορά;…
- Κανείς δεν θέλει παιδιά με προβλήματα! Απάντησε η φίλη… όλοι προσπαθούν για το αντίθετο. Οι μέλλουσες μαμάδες υποβάλλονται σε ένα σωρό εξετάσεις προκειμένου να αποφύγουν, αυτό που εσύ βλέπεις τόσο φυσικό!
- Δεν με νοιάζει! Ίσα – ίσα, θα δώσουμε αγάπη και οικογένεια σε ένα παιδί με προβλήματα, που αλλιώς θα μεγαλώσει στο ίδρυμα.

Με τη βοήθεια της φίλης τους ήρθαν σε επικοινωνία με τη στέγη, που φιλοξενούσε τα παιδιά αυτά και υιοθέτησαν τον Άγγελο, που τότε ήταν μόλις 18 μηνών…
Ήταν το πρώτο που αντίκρισαν, μετά την τυπική διαδικασία και δεν χώραγε κανενός είδους σκέψη. Αυτό ήταν το μωρό τους!

Τον βάφτισαν Άγγελο, γιατί έτσι σαν άγγελος έμοιαζε και ήρθε στη ζωή τους για να τους δώσει χαρά. Η αγάπη τους και η φροντίδα τους έκανε το μικρό παιδί να αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό, που η όποια νοητική υστέρηση να είναι σχεδόν αόρατη, από τα μάτια των αδαών.
Η αγάπη τους τον «γιάτρεψε» κάνοντας όλους τους ειδικούς να απορούν, αλλά και να χαίρονται με την πρόοδο και την εξέλιξή του.

Η αγάπη, είχε νικήσει τις προκαταλήψεις και έδωσε τη δυνατότητα σε ένα παιδί να μεγαλώσει φυσιολογικά χτίζοντας αναμνήσεις και ένα ευτυχισμένο εσωτερικό κόσμο…

Έτσι ξεκίνησαν όλα, μια βραδιά Χριστουγέννων, σε ένα ρεβεγιόν!



Αυτή είναι η συμμετοχή μου στο δρώμενο "Μικρή Χριστουγεννιάτικη Ιστορία" της αγαπημένης μου φίλης, της Αριστέας και του blog της "Η ζωή είναι ωραία". Με μια επίσκεψη, θα ενημερωθείτε για όλες τις ιστορίες, που μέχρι τώρα έχουν αναρτηθεί. Μην τις χάσετε, όλες έχουν κάτι όμορφο να διηγηθούν.


Marina
[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Χριστουγεννιάτικες σκέψεις στο Αλφάβητο...

Χριστουγεννιάτικες σκέψεις στο Αλφάβητο...


Άλλος ένας Δεκέμβρης ήρθε…
βάζω τα γιορτινά μου, να τον δεχτώ
γιατί όλα καλυτερεύουν,
μ’ ένα χαμόγελο ζεστό.
Δεν ξέρω πώς θα ‘ναι αυτά τα Χριστούγεννα, στον κόσμο.
Έξω, οι πόλεμοι καλά κρατούν…
ζητούν ελπίδα οι ξεριζωμένοι,
 παρηγοριά οι πληγωμένοι
ήλιο να δούνε, να μη χαθούν.

Θέλω να σβήσω την αδικία,
να κάνω δώρο την ευτυχία!
Ίσως και να΄ναι για κάποιους αστείο,
καλό για άλλους, ρομαντικό.
Λιώνω τους πάγους της αδιαφορίας
με την αγάπη για οδηγό.

Να πάμε ένα βήμα ακόμα, πέρα,
ξημέρωμα να βρούμε φωτεινό.
Όλοι να δούμε με άλλα μάτια,
παιδιά να γίνουμε για μια στιγμή.
Ρόδα να γίνουν όλοι οι πόνοι
σιγή να γίνουν οι στεναγμοί.

Τέλος να πάρει κάθε ασχήμια
ύφος ν’ αλλάξει αυτή η γη.
Φωνή να γίνει τρανή, η αγάπη
χαρά να δώσει σ’ όποιον πονά,
ψυχή να δώσει σε κάθε ελπίδα
ωδή να γίνει στην Ανθρωπιά!



Είναι το δικό μου Αλφάβητο Xmas edition, αφιερωμένο στην αγαπημένη μου συνονόματη Blogger της διπλανής πόρτας και την Nastenka, που την παρότρυνε να το μοιραστεί και να μας καλέσει να συμμετέχουμε.



Marina
[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Ο καπετάνιος...

Ο καπετάνιος...



Ήρθες μαζί με τη βροχή
 να φέρεις ήλιο στην ψυχή μου
χαμόγελο στη σκέψη μου
 και λόγο στη ζωή μου.

Καράβι ήμουν ακίνητο,
πατρίδα ξεχασμένη.
Μαζί σου βρήκα προορισμό
και ρότα χαραγμένη…

Κι είσαι πια κυβερνήτης μου,
μαζί σου ταξιδεύω, ανοίγω άφοβα πανιά
το μέλλον αγναντεύω.

Και δε με νοιάζει ο προορισμός,
με νοιάζει το ταξίδι!
Να είσαι εκεί στη γέφυρα, ακοίμητος, γενναίος
να μ’ οδηγείς στα πέλαγα, στα μακρινά λιμάνια,
κόντρα στ’ άγρια κύματα και τα στοιχειά της φύσης.

Και σαν θα δούμε τη στεριά,
να είσαι εκεί, μαζί μου!
Μαζί να βρούμε νέα γη,
απάγκιο και πατρίδα,
 που λευτερώνει την ψυχή κι αναγεννά ελπίδα.



Για να ξεκινήσει όμορφα η εβδομάδα, με την τελευταία ημέρα του μήνα. Αφιερωμένο στους κυβερνήτες της ζωής μας...


Marina
[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
 Φθινόπωρο χωρίς εσένα...

Φθινόπωρο χωρίς εσένα...


Πάντα αγαπούσε το φθινόπωρο. Της έδινε την αίσθηση ότι ταιριάζει με τη μελαγχολία, που είχε το βλέμμα της.
Αυτός ο υγρός καιρός που ενώ δεν κάνει κρύο, ξέρεις καλά ότι δεν είναι καλοκαίρι, ακόμα κι αν έχεις χάσει την αίσθηση του χρόνου, δίνει το προμήνυμα του χειμώνα λες και σε παίρνει από το χέρι σιγά - σιγά για να σε πάει στο ψυχρό του κατώφλι...

Κοίταξε έξω από το μισάνοιχτο παράθυρο. Φαινόταν μεγάλο κομμάτι του κήπου και  πολλά δέντρα του δρόμου, που είχαν ήδη φορέσει την καινούργια φορεσιά τους. Τα χρώματα, μαγικά. Λες και πέταξε κάποιος μια φούχτα χάλκινο χρώμα δεξιά κι αριστερά στα φυλλώματα... αλλού πήγε περισσότερο, αλλού λιγότερο, αλλού είχε παραμείνει πράσινο σαν να μην έφτασε για κει...
Αχ και να ήταν εδώ! σκέφτηκε... πόσο την αγαπούσε κι εκείνη, αυτή την εποχή του χρόνου!..
Της έλειπε η κόρη της και κάθε φθινόπωρο της έλειπε λίγο περισσότερο. Οι σπουδές της στάθηκαν ικανές να τις χωρίσουν και δεν ήταν λίγες οι φορές, που ευχόταν να μην είναι για πάντα!
Για πάντα!... Πόσο βαρύγδουπη έκφραση της φαινόταν αυτό το "για πάντα" πολλές φορές. Κι άλλες πάλι το έτρεμε!...

Δεν ήταν από τις συνηθισμένες μαμάδες, που θέλουν τα παιδιά τους πάντα κοντά τους, που τρέχουν να τους φορέσουν ζακέτα κάθε φορά που φυσά λίγο παραπάνω αεράκι ή που κάθε τόσο θα ρωτήσουν το κλασσικό, "έφαγες;". Από την πρώτη στιγμή που την κράτησε στα χέρια της, αποφάσισε πως αυτό το παιδί πρέπει να μεγαλώσει χτίζοντας τη δική του προσωπικότητα και να ζήσει τη δική του ζωή, όχι τα "θέλω" και τα όνειρα της μαμάς και του μπαμπά. Την έμαθε να πιστεύει στον εαυτό της, να κάνει όνειρα και να τα κυνηγά!
Δεκαοχτώ χρόνια έστηνε τις φτερούγες στη ράχη του παιδιού της, φτερό - φτερό, για να έρθει η ώρα να τις χρησιμοποιήσει και να πετάξει, πραγματοποιώντας κάθε σχέδιο που θα έβαζε στο νού του, το κορίτσι της.

Όταν πια ήρθε η ενηλικίωση της είπε: "Έχεις δυο ατσάλινα φτερά και δυο γονείς που πιστεύουν σε σένα και τις επιλογές σου. Πέτα και μη φοβάσαι!". Και η μικρή το έκανε, κάνοντας τους περήφανους, για τη θέληση και την αποφασιστικότητά της.
Η φωλιά όμως, το σπιτικό της, είχε αδειάσει κι αυτό, κάθε φθινόπωρο, το ένιωθε πιο έντονα. Της έλειπαν οι βόλτες τους, τα κλαδιά, που μάζευαν, με φύλλα σ' όλα αυτά τα υπέροχα χρώματα του φθινοπώρου, τα Κυριακάτικα μεσημέρια που έτρωγαν όλοι μαζί, η ζεστή σοκολάτα που έπιναν συζητώντας και φιλοσοφώντας τα απογεύματα. Μάλωνε τον εαυτό της για τις σκέψεις αυτές συχνά, μα κάποιες φορές άφηνε κι ένα δάκρυ να κυλήσει στο μάγουλό της...

Πήρε στα χέρια της το τηλέφωνο κι έκανε να σχηματίσει τον αριθμό, μα το άφησε πάλι στην άκρη... "δεν έχει χρόνο για κουβέντες", σκέφτηκε. "Μάθημα δίνει, διαβάζει! Οι δικοί μου συναισθηματισμοί της λείπουν τώρα, για να αποσυντονιστεί!"...

Παράτησε το τηλέφωνο δίπλα στην κούπα με τον καφέ και ανέβηκε στο δωμάτιο της μικρής. Κάθισε στο κρεββάτι της, άγγιξε τις φωτογραφίες της, πήρε αγκαλιά τον αγαπημένο της αρκούδο... "Να είναι καλά, το παιδάκι μου" σκέφτηκε "κι ας είναι μακριά".

Ξαφνικά, το γάβγισμα του σκύλου την έβγαλε από τις σκέψεις. Ήταν αλλιώτικο, επιτακτικό, χαρούμενο θα έλεγες. Πριν προλάβει να κατέβει τη σκάλα, ο σκύλος κουνώντας την ουρά είχε ορμήσει μέσα στο δωμάτιο και την παρακινούσε να κατέβει κάτω.

"Εντάξει έρχομαι, έρχομαι, μη χαλάς τον κόσμο!" είπε χαμογελώντας και βγήκε. Την ώρα που άνοιξε την πόρτα για να βγει στην αυλή, να δει τι συνταρακτικό συμβαίνει και ο μαλλιαρός φιλαράκος της έκανε σαν τρελός, αντίκρισε την κόρη της με ένα πλατύ χαμόγελο να της λέει: "Έκπληξη μαμά, τάξε μου! Πήρα πτυχίο!!!"
"Μα, πώς;... Θέλω να πω, ήξερα ότι έχεις ένα μάθημα ακόμα και ότι θα το έδινες τώρα. Πώς έγινε;"...
"Απλό μαμά, ήταν όλα ένα μικρό καταχθόνιο σχέδιο, για να σας κάνω έκπληξη! Δε χαίρεσαι:"...
Αν χαιρόταν!... Περιττό και να ειπωθεί ακόμα. Το πλατύ χαμόγελο μιλούσε πολύ εύγλωττα και η σφιχτή αγκαλιά, άλλο τόσο!
"Λοιπόν, τι λες μαμά, θα κάνουμε τη φθινοπωρινή μας βόλτα ή άργησα πολύ;"...
Αντί για άλλη απάντηση πήρε τα κλειδιά και την αλυσίδα του σκύλου και έκλεισε την πόρτα πίσω τους. Πιασμένες χέρι χέρι, όπως όταν ήταν μικρούλα, βγήκαν στο δρόμο συζητώντας δυνατά και χαρούμενα.



[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Διώξε μου τον πόνο...

Διώξε μου τον πόνο...



Άνοιξε για λίγο τα μάτια του κι ευθύς τα έκλεισε ξανά.
- Πες μου ένα παραμύθι, είπε με κόπο...
- Παραμύθι, αγόρι μου, μεγάλωσες πια!
- Ναι, έτσι για να ξεχαστώ, σαν αντιπερισπασμός στον πόνο...

Ο ήχος της φωνής του κι αυτό που ζητούσε, έκαναν τη μάνα να αναριγήσει. Μέρες τώρα ήταν εκεί στο προσκεφάλι του, του χάιδευε το μέτωπο και το χέρι του με τους φυτεμένους ορούς και τα λευκοπλάστ και παρακαλούσε το Θεό να της τον κάνει καλά!

Το παλικάρι της, το μοναχοπαίδι της, το μωρό της κείτονταν στο κρεβάτι του νοσοκομείου ακίνητο και χλωμό κι εκείνη το κοίταζε χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα και μάτωνε η ψυχή της.

Δεν έπρεπε να είσαι εδώ, σκεφτόταν τις ατέλειωτες ώρες του μαρτυρίου της... είσαι δεκαοχτώ χρονών, έπρεπε να είσαι έξω να κυνηγάς τα όνειρά σου, να χαίρεσαι, να λυπάσαι, να ζεις... τι δουλειά έχεις εδώ ανάμεσα σε γέρους να παλεύεις να κρατηθείς κι εγώ να σε κοιτώ, να σε παρακολουθώ που χάνεσαι μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα!

Δεν ήλπιζε πολλά η μάνα, μετά το τελευταίο ανακοινωθέν των γιατρών. Μόνο ένα θαύμα μπορούσε να σώσει το παιδί της, αφού δεν βρέθηκε συμβατός δότης, της είχαν πει κι εκείνη παρόλο που κατέρρευσε μέσα της γινόμενη χίλια κομμάτια, το δέχτηκε με περίσσια αξιοπρέπεια, απαντώντας: "Ό,τι θέλει ο Κύριος".

- Δε σ' ακούω... ψιθύρισε ξανά το παιδί κι εκείνη έκλεισε με μιας την πόρτα του πόνου κι άνοιξε την πόρτα των αναμνήσεων...
- Θα σου πω το αγαπημένο σου, όταν ήσουν μικρός, θυμάσαι; Μ' αυτό σ' έπαιρνε ο ύπνος...

Μια φορά κι ένα καιρό, σ' ένα μακρινό πανέμορφο δάσος, ζούσε ένας ξυλοκόπος με τη γυναίκα του και τις δυο κόρες του, άρχισε... κι έλεγε, έλεγε, διηγόταν το παραμύθι κι εκείνος μίκραινε, μίκραινε ώσπου χώραγε στην αγκαλιά της και το κανάκευε, τον χάιδευε στοργικά και τον προστάτευε από κάθε τι κακό, οδυνηρό και άσχημο.

Γύριζε πίσω το μυαλό στα χρόνια της ξενοιασιάς, στα χρόνια των χαρούμενων γενεθλίων, στους επαίνους του στο σχολείο, στα ατέλειωτα καλοκαιρινά παιχνίδια στη διπλανή αλάνα, στα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα...

Η φωνή της ήρεμη, χρωμάτιζε την κάθε λέξη και την έκανε εικόνα, που σα βάρκα ταξίδευε το νεαρό, σε μέρη φανταστικά κι ονειρεμένα και κείνος ήρεμος άκουγε και πού και πού, χαμογελούσε.

Κάθε που πλησίαζε στο τέλος του παραμυθιού, πρόσθετε κάτι που το έκανε ν' αρχίσει από την αρχή, έτσι όπως συμβαίνει πολλές φορές στη ζωή μας και περνάμε από την απόγνωση, στην ελπίδα...

- - - - - - - - 

Με αυτή την ιστορία, συμμετείχα στο "Παίζοντας με τις λέξεις #4", μια ιδέα της Φλώρας
η οποία φιλοξενούσε το παιχνίδι στο χώρο της Texnis Stories και τώρα φιλοξενείται από τη Μαρία, στο "My trips on blog". Εκεί θα βρείτε και τις υπόλοιπες συμμετοχές και τη νικήτρια ιστορία "Λουστρίνια νούμερο 37" της Μαρίας Κανελλάκη από το "Απάγκιο".



[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
"Ιστορίες της Νύχτας" - Μια αληθινή ιστορία...

"Ιστορίες της Νύχτας" - Μια αληθινή ιστορία...


2η συμμετοχή


Βρισκόμαστε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 50...
Απόγευμα Σαββάτου, ξεκινά ένα επιβατηγό καράβι από τον Πειραιά για τη Μυτιλήνη με μπουνάτσα.Το ταξίδι μεγάλο, ξεπερνούσε τις δεκατέσσερις ώρες. Η νύχτα θα το έβρισκε στο πέλαγος και το λιμάνι δεν θα φαινόταν πριν από τις οχτώ το πρωί...

Αργά το βράδυ, καταμεσής του πελάγους, βρέθηκε σε θαλασσοταραχή μεγάλη. Κανείς από τους επιβάτες δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ενώ ξεκίνησαν με τόσο καλό καιρό και πέρασαν το Κάβο Ντόρο χωρίς πολλά κουνήματα, τώρα το καράβι έμοιαζε παραδομένο στο έλεος της φουρτούνας.

Όλο το πλήρωμα επί ποδός και ο καπετάνιος στη γέφυρα, κρατούσε μόνος του το τιμόνι! Κάτω από άλλες συνθήκες, με τη νύστα να βαραίνει τα βλέφαρα, οι επιβάτες θα είχαν γύρει το κεφάλι παραδομένοι στο κάλεσμα του Μορφέα. Τώρα όμως αναστατωμένοι, αφήνοντας τη νύστα κατά μέρος, κοιτούσαν τις καρέκλες στο σαλόνι του πλοίου, να πηγαίνουν πότε από τη μια και πότε από την άλλη, ακολουθώντας τον άγριο ρυθμό των μανιασμένων κυμάτων, που έκαναν το πολυταξιδεμένο σκαρί να μοιάζει καρυδότσουφλο...

Η νύχτα πυκνή και η θύελλα στο αποκορύφωμά της! Βροχή και δυνατός αέρας έκαναν αμφίβολη την έκβαση του ταξιδιού αυτού. Ο καπετάνιος κρατούσε με τα δυο του χέρια το τιμόνι με την αγωνία να αυλακώνει το πρόσωπό του. Δεν έκανε ζέστη, το αντίθετο μάλιστα, όμως στο μέτωπό του κόμποι ιδρώτα κυλούσαν και άλλαζαν δρόμο στα φρύδια του, για να καταλήξουν χαμηλά στους κροτάφους...

Έχω τόσες ψυχές να πάω στον τόπο τους, σκεφτόταν. Θεέ μου, βοήθα με να τους γλιτώσω!

Πριν προλάβει να τελειώσει τη σκέψη του, νιώθει δυο χέρια να κρατούν μαζί του το τιμόνι κι ένα πρόσωπο άγνωστο μα οικείο να του χαμογελά, μέσα στη στολή του καπετάνιου του Εμπορικού Ναυτικού, που φορούσε κι ο ίδιος!

Μη φοβάσαι, του είπε, θα τα καταφέρουμε!...
Λίγη ώρα αργότερα, σαν από θαύμα, η θύελλα καταλάγιασε και το καράβι άρχισε να πλέει με σιγουριά στους υδάτινους δρόμους του Αιγαίου, που οδηγούσαν στο νησί.

Ο καπετάνιος γύρισε με ανακούφιση προς τον αξιωματικό, που κρατούσε μαζί του το τιμόνι, αλλά δεν τον είδε εκεί...
Πού πήγε, μονολογούσε... θα τον βρω, να τον ευχαριστήσω για τη βοήθεια και τη συμπαράστασή του, θεωρώντας πως ήταν κάποιος από τους επιβάτες, που έβαλε στην κυριολεξία το χέρι του, για να σωθεί το καράβι!
Τότε, ακούει μια φωνή λίγο απόμακρη, σαν από το διπλανό δωμάτιο, να του λέει: "Δεν θέλω να μ' ευχαριστήσεις, μόνο όταν περνάς από το σπίτι μου στο Καγιάνι, σφύρα μου τρεις φορές"...

Στο Καγιάνι... σπίτια δεν υπήρχαν στο Καγιάνι, το ήξερε καλά! Χρόνια έκανε αυτό το δρομολόγιο και ήξερε τα παράλια του νησιού απ' έξω κι ανακατωτά. Στο Καγιάνι, το μόνο που μπορούσε να δει κανείς, ήταν ένα μικρό εκκλησάκι του Ταξιάρχη (όπως το λένε οι ντόπιοι) να ξεπροβάλει από την πυκνή φυλλωσιά των δέντρων, που άγγιζαν στην πανέμορφη ακρογιαλιά....

Η μέρα άρχισε σιγά - σιγά να κάνει την εμφάνισή της. Ένας λαμπερός ήλιος ξεπρόβαλε από το βάθος του γαλάζιου ορίζοντα και έριχνε χρυσαφένιες ματιές στα καταγάλανα νερά. Το βαπόρι σίγουρο και ατάραχο πλησίαζε το νησί. Εκείνος εκεί, στητός στη γέφυρα με τα κιάλια στο χέρι, έψαχνε να δει όσο πιο γρήγορα γινόταν τα πρώτα ίχνη γης.

Λίγο - λίγο και η στεριά με την καταπράσινη ομορφιά της έμοιαζε να πλησιάζει όλο και πιο κοντά. Άρχισε να κοιτά ξανά με τα κιάλια και να ψάχνει πόντο - πόντο για σπίτια...
Δάσος, ελιές και πεύκα μέχρι την αμμουδιά. Να, το Καγιάνι, δέντρα, φυλλωσιές, να και το εκκλησάκι, σπίτια όμως, δεν φαίνονταν!...

Έδωσε εντολή να σφυρίξει το πλοίο τρεις φορές! Ο ήχος έσκισε την ησυχία του πρωινού, κάνοντας όλους να απορούν, αφού το λιμάνι δεν είχε καν φανεί!

- Καπετάνιε, θέλουμε τουλάχιστον μισή ώρα για να πιάσουμε λιμάνι! του είπε ο δεύτερος με απορία...
- Από σήμερα εδώ θα σφυράμε, του απάντησε, με τρόπο που δεν σήκωνε ούτε άλλη ερώτηση, αλλά ούτε και την παραμικρή αμφισβήτηση...

Πατώντας το πόδι του στη στεριά, πρωί Κυριακής πια, το πρώτο που θέλησε να κάνει ήταν να πάει στο εκκλησάκι του Ταξιάρχη στο Καγιάνι. Ένα ταξί τον οδήγησε γρήγορα τόσο, που η λειτουργία δεν είχε ακόμα τελειώσει.

Μπήκε μέσα, έκανε το σταυρό του, άναψε ένα κεράκι και προσκύνησε την εικόνα του, που δέσποζε στο μικρό ναό και περίμενε. Με το τέλος της λειτουργίας, ένιωσε την ανάγκη να μοιραστεί με τους ανθρώπους που βρίσκονταν εκεί, την εμπειρία του. Στόμα με στόμα διαδόθηκαν από άκρη σ' άκρη σ' όλο το νησί, αλλά και σ' όλους τους ναυτικούς που έκαναν αυτό το ταξίδι, από τότε και μέχρι τις μέρες μας, τα λόγια του.

Όλα τα καράβια, από εκείνη την Κυριακή σφυράνε πάντα τρεις φορές, όχι μπαίνοντας στο λιμάνι, αλλά μισή ώρα νωρίτερα, όταν αντικρίζουν τον Ταξιάρχη και το "σπίτι" του!
Όσοι έχετε ταξιδέψει δια θαλάσσης για τη Μυτιλήνη, σίγουρα θα το έχετε παρατηρήσει...

Αυτή η ιστορία, είναι η δεύτερη συμμετοχή μου στις "Ιστορίες της Νύχτας" #2 της αγαπημένης φίλης Αριστέας, με αφορμή τη γιορτή των Ταξιαρχών. Για να διαβάσετε όλες τις συμμετοχές, μην παραλείψετε να περάσετε από το blog της, "η ζωή είναι ωραία". Θα τις βρείτε συγκεντρωμένες όλες εκεί.




[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
"Ιστορίες της Νύχτας" - Φυγή...

"Ιστορίες της Νύχτας" - Φυγή...



Ήταν μια κρύα νύχτα του Δεκέμβρη όταν βρόντηξε την πόρτα πίσω του κι έφυγε...
Το κρύο τσουχτερό και το χιονόνερο τρυπούσε ό,τι άγγιζε. Ο αέρας λυσσομανούσε και ξεκολλούσε βίαια τα λιγοστά φύλλα από τα δέντρα της αυλής. Έβαλε το σακίδιο στον ώμο και προχώρησε με την ορμή του θυμού, που τον είχε κυριεύσει.

Ένας ακόμα καυγάς με τον πατέρα του, τον έκανε να φύγει αυτή τη φορά, οριστικά. Κοίταξε γύρω του. Τα λιγοστά φώτα στην πλατεία της μικρής πόλης τρεμόπαιζαν λες κι ο αέρας προσπαθούσε να τα σβήσει. Ερημιά! Απόλυτη ερημιά! Στο δρόμο, στην ψυχή του, στο βλέμμα του...

Περπατούσε με γοργά βήματα, προσπαθώντας να αποφύγει όσα τον κυνηγούσαν. Θύελλα γύρω του, θύελλα και μέσα του. Τα συναισθήματα φουσκωμένο ποτάμι, έτοιμο να ξεχειλίσει, έφερναν δάκρυα στα μάτια του κι ας επέμενε να τα αγνοεί. Δεν ήθελε να κλάψει, δεν είχε μάθει να κλαίει! "Οι άντρες δεν κλαίνε" έλεγε συχνά ο πατέρας του. "Πονάνε, μα δεν κλαίνε!"...

Ο πατέρας του, το πρότυπό του κι ο μεγάλος του αντίπαλος! Έτσι τον ένιωθε...
Προσπαθούσε να είναι αντάξιος των προσδοκιών του και κάθε φορά, βρισκόταν υπόλογος. Το "μέτρημα" τον έβγαζε πάντα λιγότερο απ' όσο έπρεπε κι αυτό τον πίκραινε βαθιά και τον πείσμωνε. Και προσπαθούσε να γίνει καλύτερος, να πετύχει περισσότερα, να βγει νικητής, στην αναμέτρηση με τα "θέλω" του πατέρα του, τόσο που ποτέ του δεν αναρωτήθηκε ποια ήταν τα δικά του "θέλω". Τι ζητούσε εκείνος; Με τι θα ήταν ευτυχισμένος;

Ένας ήταν ο στόχος του και μόνο. Να ακούσει από τον πατέρα του τη φράση "είμαι υπερήφανος για σένα". Αυτό όμως ως τώρα παρέμενε όνειρο ανεκπλήρωτο...
Τόσα χρόνια ο πρώτος μαθητής στην τάξη, από τους πρώτους στο Πολυτεχνείο, με άριστα το πτυχίο του, αλλά ο πατέρας ποτέ δεν του είπε τη "μαγική" φράση. Αντίθετα όταν η κρίση τον έκανε ένα ακόμα άνεργο στη μεγάλη λίστα, εκείνος τον θεώρησε ένα αποτυχημένο, που ξόδεψε τσάμπα χρήματα για να τον σπουδάσει. Οι κόποι του, οι δικοί του κόποι, το διάβασμα, τα ξενύχτια του πάνω από τα βιβλία, ο αγώνας να επιβιώσει σε μια άλλη πόλη με τόσους πειρασμούς με τα πενιχρά μέσα, που του διέθετε ο πατέρας, η δουλειά παράλληλα με τη σχολή για να μπορεί να ζει πιο ανθρώπινα, όλα αυτά δεν τα υπολόγισε ποτέ. Στα μάτια του ήταν όλα πρόσθεση, αφαίρεση, κέρδος, ζημία. Όλα υπολογισμένα μπακαλίστικα, ψυχρά!

- Μπακάλης είναι, τι περιμένεις, του έλεγε η μάνα του, όταν προσπαθούσε να ηρεμήσει την ψυχή του, μετά από τις συχνές τους λεκτικές αναμετρήσεις. Δεν είναι κακός, το ξέρεις! Θέλει το καλύτερο για σένα, γι' αυτό σε πιέζει έτσι. Μην τον παρεξηγείς...
"Μη τον παρεξηγείς", του είχε πει κι εκείνο το βράδυ... όμως το ποτήρι είχε πια ξεχειλίσει και τίποτα δεν μπορούσε να τον κρατήσει. Ούτε τα δάκρυα της μάνας, ούτε ο πόνος, που ήξερε πως της έφερε η ξαφνική του απόφαση.

Δεν ήξερε πού να πάει, ούτε και είχε αποφασίσει τι θα κάνει. Στο σταθμό του τρένου μπήκε περισσότερο για να προστατευθεί από το κρύο. Κοίταξε τα χρήματά του... του έφταναν για ένα εισιτήριο για τη Θεσσαλονίκη και για κάμποσες νύχτες σ' ένα φτηνό ξενοδοχείο. Αυτά του ήταν αρκετά για αρχή...

- Κύριε Μάμαλη, έχετε ένα τηλεφώνημα από μακριά... ακούστηκε ξαφνικά η φωνή της γραμματέας του και τον επανέφερε στο παρόν.
- Ακόμα εδώ είσαι Τζόυς; της είπε απορημένος. Είναι περασμένες οχτώ, θα έπρεπε να έχεις φύγει εδώ και ώρες...
- Το τηλεφώνημα είναι από την Ελλάδα κύριε! συνέχισε η κοπέλα, αγνοώντας την ευγενική του παρατήρηση... φαίνεται επείγον!
Σήκωσε το ακουστικό με αγωνία.
- Παιδί μου, πρέπει να έρθεις σπίτι, γρήγορα! ακούστηκε η φωνή της μητέρας του, που ποτέ δεν έχασε επαφή μαζί της. Ο πατέρας σου δεν είναι καλά... εύχομαι να τον προλάβεις!

Πέντε χρόνια είχε να μιλήσει με τον πατέρα του. Πέντε χρόνια είχε να μιλήσει, για τον πατέρα του και τώρα μια ίδια κρύα νύχτα του Δεκέμβρη, βρισκόταν σαν από θέλημα της μοίρας ή των συναισθημάτων του, να τον σκέφτεται λίγο πριν το θλιβερό τηλεφώνημα...

Δυο ώρες αργότερα, πετούσε από το Λονδίνο για την Ελλάδα. Ξημερώματα σχεδόν έφτασε στο πατρικό του σπίτι. Βγήκε βιαστικά από το ταξί μα κοντοστάθηκε στην αυλόπορτα. Πριν κάνει την τελευταία δρασκελιά για να βρεθεί μέσα, θυμήθηκε ξανά τον τρόπο που έφυγε... ο αέρας τώρα το ίδιο παγωμένος αλλά λιγότερο δυνατός και χιονόνερο δεν υπήρχε...
Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά! Δεν ήξερε πώς θα αντικρίσει τον πατέρα του και κυρίως πώς θα τον αντίκριζε εκείνος.. ένας καυγάς, μια φυγή και πέντε χρόνια σιωπής, είχαν μπει ανάμεσά τους! Δεν ήταν λίγα...
Χτύπησε την πόρτα και περίμενε για μερικά δευτερόλεπτα. Η μάνα εμφανίστηκε μπροστά του, θλιμμένη, ωχρή, διαλυμένη.  Από το βλέμμα της, κατάλαβε πως όλα είχαν τελειώσει κι εκείνος, είχε χάσει κάθε ελπίδα να ακούσει αυτό για το οποίο πάσχιζε πάντα, αυτό, που ήταν η αιτία να φύγει, αλλά και να πετύχει!
Το χιονόνερο έκανε ξανά την εμφάνισή του... ψυχρό, διαπεραστικό. Έπεφτε στο πρόσωπό του και το μούσκευε, έτσι όπως ανακατευόταν με τα δάκρυά του. "Όχι πατέρα κι άντρες κλαίνε" σιγοψιθύρισε και αναλύθηκε σε λυγμούς έντονους, λυτρωτικούς...


Το κείμενο αυτό συμμετέχει στις "Ιστορίες της Νύχτας" #2 της αγαπημένης Αριστέας. Στο blog της "η ζωή είναι ωραία" μπορείτε να διαβάσετε όλες τις συμμετοχές.


[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Μια πατρίδα λαβωμένη...

Μια πατρίδα λαβωμένη...



Τι να πω για μια πατρίδα,
που την κάνανε παρτίδα;
Να γελάσω ή να κλάψω,
να σιωπήσω ή να φωνάξω;


Θα μ’ ακούσει αυτός που πρέπει
θα ξυπνήσει ή θα βλέπει,
όνειρα ευημερίας και στιγμές ελευθερίας;

Ήταν λέει λαβωμένη και βαριά τραυματισμένη,
μα λάθος βγήκε η θεραπεία,
και βαριά η τιμωρία, γι' αυτόν που την γιατροπορεύει
και το αίμα του ξοδεύει,
το μοναδικό παιδί της, που κατάντησε λεχρίτης.

Είναι ο έρμος ο λαός της και το μόνο «αγαθό» της,
που αλύπητα χτυπιέται και ματώνει και χαλιέται,
αλλά δεν την παρατάει, όσο κι αν το λησμονάει,
πως αυτοί που τη λαβώσαν, την πουλήσαν, τη λασπώσαν,
τώρα θέλουν να τη σώσουν, θέλουνε να τη γλιτώσουν,
από τα πολλά δεινά της, που κατατρών τα σωθικά της…

Πάνε κι έρχονται οι «σωτήρες»,
κι οι «γιατροί» κι οι λαθροθήρες,
που ζητούν τη γιατρειά της,
μα, μοιράζουν τα προικιά της!


Το ποίημα αυτό συμμετείχε στο 9ο Συμπόσιο Ποίησης της καλής μου φίλης της Αριστέας. Στο blog της μπορείτε να διαβάσετε όλες τις συμμετοχές και φυσικά το ποίημα της Ελένης, από το "ποιώ - Ελένη", που κέρδισε.

Αφιερωμένο στην εθνική μας επέτειο 
και σ' όλους τους καθημερινούς μικρούς και μεγάλους ήρωες
 αυτής της όμορφης και παράξενης πατρίδας...






[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Την Αγάπη γύρεψα...

Την Αγάπη γύρεψα...



Πες μου ποιο είναι τ' όνομά σου...
Αγάπη, με λένε, δε με θυμάσαι;

Και πού κατοικείς;
Στα μάτια, στην καρδιά, 
στο νου, στα χείλη, στη ψυχή.
Στον ανοιξιάτικο αγέρα
στη θάλασσα τη γαλανή,
στους κάμπους, στα περβόλια, 
στην άναστρη νύχτα, τη σκοτεινή.

Ξέχασα Αγάπη πια τη μορφή σου.
Πολύς ο πόνος, λίγη η χαρά.
Ξέχασα Αγάπη την προσμονή σου
την πήρε η λήθη κάποια βραδιά.

Και σε γυρεύω μέσα στ' αστέρια
και σε ζητώ στη χαραυγή.
Καινούργια μέρα λέω, θε να 'ρθει
καινούργια γη, θε να φανεί.
Μα δε σε βρίσκω κι ας σε φωνάζω
κι είναι η ψυχή μου, πια ορφανή!

Λάθος με ψάχνεις μέσα στ' αστέρια,
λάθος γυρεύεις σε νέα γη!
Σκύψε μπροστά σου, εκεί στην κούνια
κοίτα το βλέμμα ενός μωρού
εκεί είναι ο θρόνος ο δικός μου
εκεί είναι ο ήλιος κι η χαραυγή!
Εκεί είν' τ' αστέρια και το φεγγάρι,
εκεί είναι η ελπίδα κι η προσμονή.

Εκεί ειν' τ' αύριο μα και το χθες σου
εκεί 'ναι κι η δική σου η μορφή!...



[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Δυο γυναίκες...

Δυο γυναίκες...



Η ιστορία αυτή ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν...
Είναι μια ιστορία καθημερινή, ανθρώπινη, ίσως και συνηθισμένη. Με χαρές, λύπες, δάκρυα, πόνο αλλά και πολλή πολλή αγάπη... Όλα κατάφερε να τα απαλύνει ο χρόνος. Όλα, εκτός από την αγάπη...

Δυο αδελφές, που μεγάλωσαν σε μια γραφική γειτονιά της Ελλάδας, πλάι - πλάι. Έκαναν όνειρα, σχέδια...
Ήθελαν να κάνουν οικογένεια και να ζήσουν τις απλές καθημερινές χαρές μαζί, στηριζόμενες η μία στην άλλη.

Η ζωή όμως, είχε άλλα σχέδια για κείνες. Τις χώρισε πολλές φορές και τις ξανάσμιξε άλλες τόσες, με ένα πολύ περίεργο τρόπο. Πρώτη φορά, χώρισαν εκεί κοντά στην ενηλικίωση. Η μία ότι είχε συμπληρώσει τα είκοσι και η άλλη σχεδόν δεκαοκτώ.

Είναι η εποχή που ο έρωτας, καταλαμβάνει το νου και την καρδιά και δεν ζητά μονάχα μερτικό, αλλά την απόλυτη εξουσία. Αυτός στάθηκε αιτία για τον πρώτο χωρισμό τους. Αυτός που για χάρη του, κάνει κανείς τα πιο απίστευτα πράγματα. Αυτός, που σε κάνει να φτάσεις ως τα πέρατα της γης, γι' αυτόν που αγαπάς. Έτσι έγινε και με τη μια, τη Νεφέλη...

Όταν ο νεαρός, που αγάπησε της ανακοίνωσε πως θα φύγει στην Αμερική, εκείνη δε δίστασε λεπτό να τον ακολουθήσει. Μάταια η αδελφή της η Λήδα, της ζητούσε να το ξανασκεφτεί, μάταια η μάνα τους έκλαιγε κρυφά και φανερά, ολημερίς, μάταια ο πατέρας παρακαλούσε. Εκείνη, είχε πάρει την απόφασή της και κανείς δεν μπορούσε να την αλλάξει.

Έφυγε μαζί του, αφήνοντας τους τρεις τους με ένα τεράστιο κενό, που το συμπλήρωναν κατά καιρούς, τα γράμματα, τα τηλεφωνήματα και οι αραιές επισκέψεις...

Έτσι κάπως κυλούσαν τα χρόνια, από τη χαρά του ανταμώματος στη θλίψη του αποχαιρετισμού. Τους έφερε το γιο της, ένα όμορφο αγόρι που της έμοιαζε καταπληκτικά, για να γνωρίζει την οικογένειά του. Τον παππού, τη γιαγιά, τη θεία, τα ξαδέλφια... και τον έφερνε σε αραιά, αλλά τακτικά διαστήματα, για πολλά χρόνια.

Ώσπου, ήρθε η χρονιά που δεν επισκέφθηκε την Ελλάδα. Όλη η οικογένεια, παραξενεύτηκε. "Μα, γιατί δεν θα έρθει φέτος", αναρωτήθηκε η Λήδα, αλλά δεν μπορούσε και να φανταστεί το λόγο. "Ίσως να έχουν κάποιο οικονομικό πρόβλημα", σκέφτηκε. "Δεν είναι και μικρό ταξίδι, ούτε και κείνη πλούσια", καθησύχαζε τον εαυτό της και τους άλλους...

Όμως η σκέψη δεν καταλάγιαζε. Το μυαλό γυρνούσε συνεχώς στο "γιατί" και όσο η απάντηση δεν ερχόταν, τόσο η ανησυχία μεγάλωνε. Στο τηλέφωνο δεν απαντούσε κανείς και γρήγορα η ανησυχία μετατράπηκε σε αγωνία, για να τελειώσει με την ειδοποίηση της καλύτερής της φίλης εκεί στην ξενιτιά, όπως συνήθιζε να λέει η μάνα...

"Η Νεφέλη είναι άρρωστη βαριά, γι' αυτό και δεν θα έρθει. Δεν της το επιτρέπουν ακόμα οι γιατροί!"... Κεραυνός να έπεφτε, δεν θα μπορούσε να κάνει μεγαλύτερο κακό, από αυτό της είδησης που έλαβαν. Η προοπτική του μόνιμου αποχωρισμού, έκανε τις καρδιές όλων να ραγίζουν...

Παρόλα αυτά, η Νεφέλη ήρθε ξανά στην Ελλάδα. Ήταν η μοναδική φορά μάλιστα, που έμεινε τόσο πολύ, από τότε που ξενιτεύτηκε. Μαζί της είχε και το γιό της, παλικάρι δεκαοκτώ χρονών πια, που της στεκόταν βράχος και δεν την άφηνε λεπτό. Ήρθε, για να φύγει τρία χρόνια αργότερα, από τη ζωή αυτή τη φορά. Για πάντα...

Ο πόνος ανείπωτος για αυτούς που άφησε πίσω...
Για τη μάνα, τον πατέρα, τη αδελφή, το γιό της. Όμως ο χρόνος καταφέρνει πάντα, με ένα τρόπο θαρρείς μαγικό, να κάνει τις πληγές που αφήνει ένας θάνατος νέου ανθρώπου, να φαίνονται "επουλωμένες", να πονούν κάπως λιγότερο. Κάποιοι λένε, πως η ζωή είναι από μόνη της τόσο δυνατή, που σε τραβάει μπροστά. Δεν ξέρω τι απ' όλα είναι, όμως αυτοί οι άνθρωποι, κατάφεραν να επιζήσουν και να ζήσουν με την ανάμνησή της.

Ο γιος της, παντρεύτηκε λίγα χρόνια αργότερα και έφερε στον κόσμο τρία πανέμορφα κορίτσια. Ζούσαν στην Αμερική και είχαν επαφή με την ελληνική οικογένειά τους. Τηλεφωνική τις πιο πολλές φορές. Έτσι περνούσε ο καιρός και θα έλεγε κανείς πως τα πράγματα, είχαν πάρει το δρόμο τους, όπως και οι άνθρωποι. Όσο κι αν το ήθελαν, δεν είχαν καταφέρει να ειδωθούν ξανά, μέχρι εκείνο το καλοκαίρι που η μεσαία του κόρη, αυτή που κατά κοινή ομολογία έμοιαζε περισσότερο από τις αδελφές της στη χαμένη της γιαγιά, αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ελλάδα.

"Να πας, στη θεία", της είπε ο πατέρας της, όταν του το ανακοίνωσε. "Ο παππούς και η γιαγιά μου, δεν ζουν πια, όμως θα γνωρίσεις τη θεία! Την αδελφή της μαμάς μου. Θα χαρεί να σε δει!".

Έτσι κι έγινε...
Όταν άνοιξε η πόρτα και αντίκρισε η Λήδα την Άμπερ, ένιωσε πως γύρισε ο χρόνος πίσω. Τα πόδια της δεν την βαστούσαν, όμως άντλησε κουράγιο από τη χαρά, που ένιωσε...
Το πρόσωπο της νεαρής κοπέλας ήταν ίδιο κι απαράλλαχτο με της χαμένης της αδελφής. Προς στιγμή, νόμιζε πως έβλεπε τη Νεφέλη!... Τα μάτια της βούρκωσαν κι αν δεν προσπαθούσε να μη φέρει σε αμηχανία το νεαρό κορίτσι, θα έβαζε με μιας τα κλάματα!

Συγκρατήθηκε όμως και άνοιξε την αγκαλιά της για να κρατήσει την κοπέλα, που αν και δεν μιλούσε καν τη ίδια γλώσσα με τη θεία-Λήδα, ένιωθε τη συγκίνηση και την αγάπη με την οποία την υποδέχτηκε...

Ήταν συγκινητικό να βλέπει κανείς τις δυο γυναίκες να μιλούν, η μια στα ελληνικά και η άλλη στα αγγλικά και όμως να συνεννοούνται! Κοιτάζονταν στα μάτια και έλεγαν περισσότερα ακόμα με γλώσσα της ψυχής! Δεν τους χρειαζόταν διερμηνέας... μια χαρά τα έβγαζαν πέρα μόνες τους!

Η Λήδα  μίλησε στην Άμπερ για τη γιαγιά της, έτσι όπως μόνο η ίδια γνώριζε και μπορούσε, της έδειξε φωτογραφίες της Νεφέλης και της χάρισε ένα βραχιόλι για να τη θυμάται.

Όταν ήρθε η ώρα να φύγει η κοπέλα, η Λήδα, εξομολογήθηκε στα παιδιά της, κλείνοντας την πόρτα πίσω της: "Ήταν σα να είδα εκείνη! Σα να μην πέρασε ούτε μέρα, από τότε που χωρίσαμε για πρώτη φορά!"...



[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια

find "to e-periodiko mas" on instagram