Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πένας εκφράσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πένας εκφράσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Άλλη μια μέρα στο μαγκανοπήγαδο...

Άλλη μια μέρα στο μαγκανοπήγαδο...



Σηκώθηκε αλαφιασμένη από το κρεβάτι με το πρώτο χτύπημα του ρολογιού, όπως κάθε πρωί! Δεν ήθελε να ξυπνήσει ούτε τα παιδιά, ούτε τον άντρα της από τόσο νωρίς. Ένα γρήγορο ντους έθεσε τον οργανισμό της σε λειτουργία, για να ετοιμαστεί με ταχύτητα, που θα ζήλευε και πεζοναύτης και μετά από δυο γρήγορες γουλιές καφέ, να ετοιμάσει το πρωινό της οικογένειας, για να σκορπίσουν, ο καθένας στη δική του δουλειά ή ασχολία.

Η ίδια διαδικασία κάθε μέρα… οι μήνες άλλαζαν, άλλαζαν οι εποχές κι εκείνη, ζούσε περιμένοντας το Σαββατοκύριακο, τις διακοπές του καλοκαιριού, άντε και των Χριστουγέννων και του Πάσχα, για να ζήσει λίγο χωρίς το ρολόι.

Όχι πως τα κατάφερνε πάντα, αλλά υπήρχε αυτή η ψευδαίσθηση ότι δεν την κυνηγά ο χρόνος. Ένας χρόνος αμείλικτος που αλλάζει τα μαλλιά, το σώμα, τις αντοχές αλλά, μένει ασυγκίνητος όταν πρόκειται να χαρείς κάτι για λίγο παραπάνω. Πεισμώνει και δεν σου επιτρέπει καμιά αλλαγή, παρά μόνο, όταν δεν θα το θες! Όπως τότε που βρέθηκε ξαφνικά άνεργη και έμεινε στο σπίτι σαν το θηρίο στο κλουβί, με τις υποχρεώσεις να τρέχουν κι εκείνη να κοιτά το πορτοφόλι, που αγκομαχούσε στα έξοδα. Ένας μισθός δεν έφτανε ποτέ κι αυτή η αναγκαστική «παύση» ήταν χειρότερη κι από εφιάλτη.

Όμως ευτυχώς πέρασε το κακό, το πτυχίο φάνηκε για μια ακόμα φορά χρήσιμο και η καθημερινή ρουτίνα και ο αγώνας δρόμου για να τα προλάβει όλα, ήταν πια ένα με το δέρμα της. Το προτιμούσε, μα δεν της άρεσε. Δεν είχε χρόνο για κείνη κι αυτό, όσο περνούσε ο καιρός, την στεναχωρούσε και περισσότερο. Ούτε στο κομμωτήριο δεν προλάβαινε να πάει, εκτός κι αν ήταν ειδική περίσταση.

Αυτός ο σύζυγος δεν βοηθά καθόλου, θα σκεφτόταν κανείς! Πώς να βοηθήσει όμως όταν δουλεύει 12ωρα ή και 14ωρα καμιά φορά; Με τι κουράγια να βάλει χεράκι στο οτιδήποτε! Συγκάτοικοι είχαν καταλήξει με τον καιρό, άθελά τους. Ραντεβού έδιναν στον καναπέ τα βράδια για ταινία και τους έπαιρνε ο ύπνος, πριν συμπληρωθεί το πρώτο τέταρτο. Τουλάχιστον όμως, ήταν αγκαλιά! Αγκαλιά στον ύπνο της κόπωσης, αγκαλιά στον καναπέ με την τηλεόραση ανοιχτή και το φως να καίει…
Παλιότερα, σκέφτονταν πως θα μεγαλώσουν τα παιδιά και θα αλαφρώσουν λίγο. Με τον καιρό διαπίστωσαν πως όσο μεγαλώνουν τα παιδιά, μεγαλώνουν και οι ανάγκες και μικραίνει ο χρόνος. Τους ξεμακραίνει από το όνειρο της ξένοιαστης οικογένειας, σαν αυτές που βλέπει κανείς στις διαφημίσεις και αναρωτιέται πού έκανε το λάθος!

Μια άλλη «Μαίρη Παναγιωταρά» η ζωή μου, σκεφτόταν την ώρα που μάζευε τα παιχνίδια από το πάτωμα… κι ύστερα σου λένε "γυναικεία χειραφέτηση και ανεξαρτησία". Να παντρευτείς και να γεμίσεις υποχρεώσεις που σε κάνουν λάστιχο, μοιάζει ζωντανός εφιάλτης, να μείνεις ελεύθερη, είσαι ο καημός της μαμάς με τη μουρμούρα της να μη σ’ αφήνει να ησυχάσεις. Να κάνεις καριέρα χωρίς παιδιά, μοιάζει φαγητό χωρίς αλάτι. Να κάνεις παιδιά και να τα μεγαλώνεις κλεισμένη στο σπίτι, σε κάνει δυστυχή και εξαρτώμενη. Χωρίς αποδοχές, χωρίς σύνταξη στα γεράματα… μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα η γυναικεία πορεία, μοιάζει γρίφος άλυτος στην καλύτερη περίπτωση. Βρε μήπως βάλαμε τα χέρια μας και βγάλαμε τα μάτια μας, αναρωτιόταν τώρα σε μια κρίση αυτογνωσίας και επαναπροσδιορισμού.

Ο ήχος του μηνύματος στο τηλέφωνό της, έβαλε τέλος στις σκέψεις που έτρεχαν ανεξέλεγκτα. «Μεθαύριο 8 Μαρτίου, θα πιούμε ποτό όλες οι γυναίκες του γραφείου. Μη διανοηθείς να μην έρθεις!» έλεγε το μήνυμα…
«Στη μέση της βδομάδας; Πάτε καλά βρε κορίτσια;» έστειλε την απάντηση.
«Είναι η μέρα της γυναίκας, ας μην την αφήσουμε να πάει χαμένη» διάβασε τον αντίλογο και θυμήθηκε…

Θυμήθηκε όλα εκείνα που την κάνουν να χαμογελά, όσο κουρασμένη κι αν είναι. Το βλέμμα του συντρόφου της, το γέλιο των παιδιών της, οι ζωγραφιές στο ψυγείο, οι Κυριακές που παίζουν όλοι μαζί στο σαλόνι, το κόκκινο κρασί που ζεσταίνεται κάθε φορά που την παίρνει ο ύπνος στην αγκαλιά του, πριν ακόμα το γευτεί!

Θυμήθηκε όλα αυτά που σηματοδοτούν τη ζωή της, που της δίνουν νόημα, υπόσταση και δύναμη! Όλα αυτά που την κάνουν να νιώθει γυναίκα! Κουρασμένη μεν, αλλά γυναίκα!!...




[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Βγάλε τη μάσκα...

Βγάλε τη μάσκα...



Η πρόσκληση απ’ την αρχή της φάνηκε αστεία. Μασκέ πάρτι, οργανωμένο από τους συναδέλφους στο γραφείο. Δεν ήταν το καλύτερό της, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είχε χιούμορ ή πως δεν τολμούσε να τσαλακωθεί, αλλά δεν της πήγαινε κιόλας κι έτσι, την άφησε πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, μέσα σε ένα βιβλίο, από τα πολλά που έκαναν παρέα στα χαριτωμένα διακοσμητικά.

Εκείνο το κυριακάτικο πρωί, όπως έπινε τον καφέ της, πήρε στο χέρι της το βιβλίο και τη θυμήθηκε πάλι…
Μα δεν είμαστε λίγο μεγάλοι γι’ αυτά; σκέφτηκε
Όσο είμαστε παιδιά, έχει το γούστο του. Έχει διαφορετική σημασία. «Ντυνόμαστε» τους ενήλικες, τους αγαπημένους μας ήρωες, αυτό που τέλος πάντων αγαπάμε ή θαυμάζουμε. Αυτό που θέλουμε να γίνουμε, κάποτε…
Τώρα, τι νόημα μπορεί να έχει το αστείο κοστούμι ή η ενδυμασία μιας άλλης εποχής; Θα με κάνει να διασκεδάσω περισσότερο και πώς; Ή μήπως κρύβοντας το πρόσωπό μου για λίγο κάτω από μία μάσκα, θα με απελευθερώσει; Και από τι; Από αυτά που κουβαλάω μέσα μου; Δεν ζούμε πια στις εποχές, που οι άνθρωποι καταπίεζαν τα «θέλω» τους κάτω από κοινωνικά στερεότυπα. Μπορούμε να είμαστε ο εαυτό μας χωρίς αναστολές. Άλλωστε, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν με ένα κοστούμι, ούτε κρύβονται κάτω από μια μάσκα, κατέληξε και έκλεισε ξανά το βιβλίο, μαζί με τους όποιους προβληματισμούς για το πάρτι. Ήταν αποφασισμένη να το αγνοήσει και αφέθηκε στο άρωμα του καφέ και στην ομορφιά του τοπίου, που ξυπνούσε μαζί της και απλωνόταν ειδυλλιακό μπροστά στα μάτια της.

Το τηλέφωνο ήχησε μέσα στη σιωπή κάνοντάς τη να αναπηδήσει!
- Μη μου πεις ότι κοιμάσαι ακόμα!... ακούστηκε η καλύτερή της φίλη
 Έχω ξυπνήσει εδώ και ώρα, πίνω καφέ και ρεμβάζω, απάντησε καθησυχαστικά
- Λοιπόν, για πες μου! Αποφάσισες τι θα φορέσεις στο αποψινό πάρτι;
- Άσε με βρε Μάνια, με τα παιδιάστικα! Δε θα έρθω...
- Ούτε να το σκέφτεσαι! Θα έρθεις, ακόμα κι αν χρειαστεί να σε σύρω δεμένη χειροπόδαρα, δήλωσε η Μάνια ανυποχώρητη
- Έλα τώρα, αφού το ξέρεις, αυτά δεν μου πάνε!
- Κουταμάρες! Θα περάσουμε όμορφα, όλοι γνωστοί θα είναι, θα ξεδώσουμε!
 Όχι άστο, βαριέμαι!...

Τρία λεπτά αργότερα, η Μάνια που δεν δεχόταν το «όχι» ως απάντηση, χτυπούσε το κουδούνι…
- Απ’ έξω ήσουν; ρώτησε με απορία
- Μα φυσικά! Ήξερα τις απαντήσεις σου, πριν καν τις ξεστομίσεις, αλλά αυτή τη φορά, θα κάνεις το δικό μου χατίρι. Αρκετά, έκανα εγώ το δικό σου. Σειρά σου τώρα!

Δεν μπορούσε να της αρνηθεί όταν επέμενε μ’ αυτό τον τρόπο. Στο κάτω – κάτω, ένα δίκιο το είχε. Ποτέ στο παρελθόν, από τότε που γνωρίστηκαν στο γραφείο και έγιναν φίλες, δεν την ακολούθησε σε ανάλογες προσκλήσεις και έτσι όπως ήταν αποφασισμένη τώρα και με το αποκριάτικο κοστούμι στο χέρι, κανείς δεν θα μπορούσε να της αρνηθεί!...

Η Μάνια εισέβαλε χαμογελαστή με θριαμβευτικό ύφος και δίνοντάς της τη στολή, την αγκάλιασε με ενθουσιασμό!
- Λοιπόν, εδώ στα έχω όλα! Ρούχα, μάσκα, τα πάντα! Μην καθυστερήσεις, στις 9 θα είμαι έτοιμη, πέρνα να με πάρεις!
- Τι κουβάλησες εδώ, πώς θα οδηγήσω φορώντας όλα αυτά; Ψέλλισε τρομοκρατημένη…
 Μην ανησυχείς, όταν δεις τι θα φορέσεις, θα καταλάβεις πως δεν είναι δύσκολο! Φεύγω τώρα, τα λέμε το βράδυ…

Έμεινε εμβρόντητη μπροστά στην ανοιχτή πόρτα, με τα ρούχα στο χέρι και την απορία στο πρόσωπο και σα να ήθελε να συρρικνώσει το χρόνο και να μεταπηδήσει ευθύς στην επόμενη μέρα, έκλεισε την πόρτα πίσω της με αναστεναγμό!...

Οι ώρες κύλησαν απίστευτα γρήγορα, τόσο που νόμισε για μια στιγμή πως απότομα το πρωί διαδέχτηκε το βράδυ, χωρίς μεσημέρι, χωρίς απόγευμα!...

Άνοιξε το πακέτο αποφασισμένη να υποστεί το πάρτι με αξιοπρέπεια. Η στολή του «Ντόμινο» που της έφερε η Μάνια, ήταν πραγματικά ό,τι έπρεπε για κείνη. Φόρεσε άνετα ρούχα μέσα από το μανδύα του και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, για να φορέσει τη μάσκα.

Τι παράξενο! Η εικόνα της, όχι μόνο της άρεσε, αλλά χαμογελούσε χωρίς καν, να το περιμένει! Η μαύρη κουκούλα κάλυπτε τα σκούρα μαλλιά της και έπεφτε τόσο όμορφα πάνω στους ώμους της, ενώ η μάσκα με τις χρυσές λεπτομέρειες πρόσθετε γοητεία και μυστήριο στην τελική εικόνα!

Κοίταξε το ρολόι και έπιασε τον εαυτό της να ανυπομονεί! Να ανυπομονεί, γι’ αυτό που ήθελε διακαώς να αποφύγει!
Κοίταξε άλλη μια φορά το είδωλλό της στον καθρέφτη. Άρχισε να παραδέχεται πως τώρα της άρεσε η ιδέα και αναρωτιόταν τι την έκανε τόσα χρόνια να το αρνείται!


«Έβαλα μια μάσκα, βγάζοντας μια άλλη» σκέφτηκε και έκλεισε την πόρτα πίσω της…


[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Το σπιτάκι του βιβλίου...

Το σπιτάκι του βιβλίου...



Ήταν δεν ήταν επτά χρονών, ντυμένος με παντελόνι δανεικό πολύ μεγαλύτερο από το μέγεθός του και ένα μπουφάν, που αντίθετα του ήταν μικρό και φθαρμένο σε πολλά σημεία. Δεν κούμπωνε κι αυτό, τον έκανε κάθε τόσο να το τραβά με τα δυο του χέρια προσπαθώντας να ζεσταθεί…

Παιδί των φαναριών θα τον έλεγες και όχι άδικα. Ορφανός από μάνα με ένα πατέρα, που δούλευε μια φορά στο τόσο και ένα σπίτι σωστό ρημάδι, έμοιαζε με ήρωα του Καρόλου Ντίκενς, έτσι όπως στεκόταν στα φανάρια κοιτάζοντας τα αυτοκίνητα και απλώνοντας κάθε τόσο το χέρι για λίγα ψιλά.

Δεν ήταν μόνος! Κι άλλα παιδιά σ’ αυτό το «στέκι» έβγαζαν «μεροκάματο» είτε καθαρίζοντας τζάμια αυτοκινήτων, είτε ζητιανεύοντας. Ήταν όμως ο μικρότερος κι αυτό ήταν μεγάλο μειονέκτημα για κείνον, στον άγριο κόσμο που ζούσε. Την ηλικία του την είχε προ πολλού ξεχάσει, αφού έπρεπε να υπερασπίζεται τον εαυτό του απέναντι στους μεγαλύτερους της παρέας κι έτσι είχαν αρχίσει να τον αποδέχονται και να τον υπολογίζουν.

Σχολείο δεν πήγαινε. Για κείνον σχολείο ήταν ο δρόμος, η επιβίωση για μια ακόμα μέρα. Και μάλλον γινόταν καλός μαθητής αν σκεφτεί κανείς πως κατάφερνε να τρώει καθημερινά κάτι. Μια φορά τη μέρα, όχι υπερβολές, αλλά έτρωγε.

Κάθε που βράδιαζε και έπαιρνε το δρόμο για το σπίτι σκεφτόταν αν ο πατέρας του θα ήταν εκεί και προτιμούσε να μην είναι, για να χωθεί γρήγορα στα βρώμικα σκεπάσματα του κρεβατιού του και να κάνει πως κοιμάται. Αν ήταν ο πατέρας σπίτι, τότε τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα. Τον έβλεπε να μονολογεί, να κλαίει, να πίνει και προσπαθούσε να κρυφτεί σε μια γωνιά για να τον ενοχλεί όσο γίνεται λιγότερο…
Όχι δεν τον χτυπούσε! Δεν τον είχε χτυπήσει ποτέ, όμως η απελπισία που έβλεπε στα μάτια του μετέτρεπε το μικρό σε μεγάλο και το μεγάλο σε μικρό κι αυτό, δεν το άντεχε κανένας από τους δύο!

Όταν πάλι ο πατέρας έλειπε, ξαπλωμένος στο κρεβάτι ξεφύλλιζε το ένα και μοναδικό του βιβλίο. Του το είχε χαρίσει ένα κορίτσι μια ηλιόλουστη μέρα, που καθόταν με το χέρι απλωμένο όπως συνήθιζε στο φανάρι. Όσο η μαμά έψαχνε ψιλά, η μικρή του έδωσε το βιβλίο για να του κάνει παρέα, όπως του είπε.

Το άνοιγε με προσοχή και γυρνούσε τις σελίδες του βιαστικά μέχρι να φτάσει σ’ εκείνη που είχε τη φωτογραφία με το σπιτάκι στο δάσος. Πόσο αγαπούσε αυτή τη φωτογραφία! Πόσο θα ήθελε να υπήρχε στην πραγματικότητα αυτό το σπίτι που τόσο είχε θαυμάσει…

- Κύριε Παπαπέτρου, ο μεσίτης στη γραμμή τρία, ακούστηκε η φωνή της γραμματέα.
- Πες του πως θα του τηλεφωνήσω εγώ Λίζα, ευχαριστώ…

Σηκώθηκε απότομα, προσπαθώντας να συνέλθει… ακόμα δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως μια φωτογραφία τον είχε γυρίσει τόσα χρόνια πίσω. Του είχε ξυπνήσει τόσες μνήμες οδυνηρές…
Το σπίτι που ονειρευόταν από παιδί, το σπίτι του βιβλίου, που ακόμα φύλαγε στο γραφείο του και δεν το αποχωρίστηκε ποτέ, υπήρχε!! Το είχε μπροστά του ανάμεσα σε τόσα άλλα, που ο μεσίτης του πρότεινε. Τόσα χρόνια με όσα μεσολάβησαν και η παιδική λαχτάρα είχε παραμείνει αναλλοίωτη να τον κρατά δεμένο με το παρελθόν σε ένα σκοπό, που για κανένα δεν είχε νόημα, παρά μονάχα για κείνον!

Δεν ξέχασε! Δεν μπορούσε να ξεχάσει κι ας βρέθηκαν άνθρωποι να τον αγαπήσουν, να τον μεγαλώσουν, να τον σπουδάσουν. Τίποτα δεν κατάφερε να σβήσει τη λαχτάρα να ζήσει στο σπιτάκι της εξοχής, που ονειρευόταν στο ερειπωμένο δωμάτιο με το μισόκλειστο παντζούρι που άφηνε το φως της λάμπας του δρόμου να περνά και να φωτίζει τα ταξίδια που έκανε με το νου…

Σχημάτισε τον αριθμό του μεσίτη βιαστικά. Μάταια εκείνος προσπαθούσε να τον πείσει πως στα σπίτια, που του έστειλε, υπήρχαν πολύ καλύτερες επιλογές από αυτή που είχε κάνει. Έτσι, το όνειρο έγινε πραγματικότητα!

Πήγε μόνος του, το περιποιήθηκε, το επίπλωσε απλά, το εξόπλισε με όλα τα απαραίτητα και λίγες εβδομάδες αργότερα οδηγούσε στο μικρό επαρχιακό δρόμο την οικογένειά του, στο σπιτάκι του δάσους όπως το αποκαλούσε.
Ήταν φθινόπωρο πια και ο δρόμος υγρός από τις συχνές βροχές. Οδηγούσε αργά για να μπορούν όλοι να θαυμάζουν τη φύση γύρω τους, που καταπράσινη τους υποδεχόταν. Σταμάτησαν έξω από τη μικρή αυλή και διέσχισαν το πλακόστρωτο μονοπάτι, που έφτανε μέχρι την είσοδο. Τα παιδιά του χαρούμενα τιτίβιζαν όλο ενθουσιασμό για το νέο τους απόκτημα και η γυναίκα του δεν σταματούσε να μιλά για το γούστο και την καλαισθησία της ανακαίνισης.


Έβαλε μέσα τις βαλίτσες τους, άναψε το τζάκι και βγήκε στην αυλή… δεν μπορούσε άλλο να συγκρατήσει τα δάκρυά του και δεν ήθελε να τα μοιραστεί με κανένα! Μόνο με τη βροχή, που άρχισε ξανά να πέφτει σιγανή, καθάρια και να μουσκεύει το χώμα. Κι έμεινε μαζί της για αρκετή ώρα, ώσπου να κλείσουν όλες οι πόρτες απ’ τα παλιά κι όλες οι χαραμάδες…
...

Αυτή η ιστορία γεννήθηκε από τη φωτογραφία που βλέπετε και ανήκει στην Ελένη από το Καρυδότσουφλο. Εκείνη, μας ζήτησε να γράψουμε μια ιστορία κοιτώντας τη και δεν μπορούσα φυσικά να αρνηθώ.  
Δείτε τις υπόλοιπες ιστορίες, που έχουν ήδη δημοσιευτεί πατώντας, εδώ.


[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Ενδοσκόπηση...

Ενδοσκόπηση...



Γυρίζω στα γνώριμα μονοπάτια
αυτά, που σε πληγώνουν κι όμως τα περπατάς
αυτά, που σε λυτρώνουν κι όμως τα προσπερνάς

Οι φεγγαροαχτίδες μαζί μου παίζουν και με ρωτούν
«πού είναι αυτοί που λένε πως σ’ αγαπούν;»
Σκέψου να ήταν τώρα  εδώ,
όσοι μου είπαν «σ’ αγαπώ»!
Πόσο γεμάτη θα ήταν η ψυχή
πόση χαρά θα είχε μοιραστεί…

Το βλέμμα ρίχνεις πάνω μου με απορία
πώς γίνεται να είναι μισή η ευτυχία;
Κλείσε με μέσα στην αγκαλιά σου
να δω την αυγή μέσα απ΄ τα μάτια τα δικά σου

Κράτα με πάνω σου να αισθανθώ
πως ο κόσμος όλος τελειώνει εδώ.
Στην άκρη των χεριών και των ματιών σου
στο άπειρο της ψυχής και των φιλιών σου!

Παράξενοι αλήθεια οι άνθρωποι γίνονται!
Αποζητούν ό,τι δεν μπορούν να έχουν
    ενώ, ξεχνούν ό,τι απλόχερα τους δίνεται…



[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Ένα απλό τηλεφώνημα…

Ένα απλό τηλεφώνημα…



Τα ξύλα έτριζαν στο τζάκι δίνοντας μια αίσθηση θαλπωρής στο χώρο. Οι φλόγες που ξεπηδούσαν ανάμεσά τους, του έκαναν παρέα και ζέσταιναν περισσότερο την ψυχή του παρά το τεράστιο δωμάτιο με τα παλιά ακριβά έπιπλα, που είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν όπως και η αλλοτινή του θέση...

Έκλεισε το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια του... τέλειωσε κι αυτό, σκέφτηκε...όπως τελειώνουν όλα! 
Σηκώθηκε βαριεστημένα κι έκανε ένα γύρω στο δωμάτιο. Απ' έξω ακουγόταν η ήρεμη βροχή που στάλαζε αργά και ρυθμικά στην πλακόστρωτη αυλή του παλιού αρχοντικού. Θα μπορούσε να μετρήσει τις σταλαγματιές μία μία, έτσι όπως έπεφταν!

Ήταν μόνος. Από επιλογή, από τις συγκυρίες ούτε κι ο ίδιος ήξερε. Το μόνο που ήξερε καλά πια, ήταν πως ήταν μόνος σ’ ένα τεράστιο σπίτι που κάθε γωνιά του, είχε να διηγηθεί και μια ιστορία. Πατρική κατοικία μιας πολυμελούς μεγαλοαστικής οικογένειας, που σκόρπισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, έτσι όπως σκορπούν τα κομφετί στο πρώτο φύσημα.

Κι έρχονταν γιορτές! Πόσο οδυνηρά άδειο μοιάζει ένα σπίτι στις γιορτές! Άλλοτε αποζητούσε τη μοναξιά για να χωθεί στα χαρτιά του και να γράψει χωρίς περισπασμούς. Κάθε ήχος, κάθε χτύπημα στην πόρτα του ήταν αφόρητα ενοχλητικό. Πολλές φορές ήθελε να ουρλιάξει «αφήστε με ήσυχο, γράφω»… τώρα όμως που τον είχαν αφήσει «ήσυχο» όλοι, ήταν αβάσταχτο. Και δεν είχε πια τίποτα να γράψει. Δεν υπήρχε τίποτα, που να μην έχει ειπωθεί…

Ένιωθε άδειος! Όχι από έμπνευση όπως λένε όσοι εκφράζονται μέσα από τις λέξεις, αλλά από συναισθήματα. Γιατί, τι είναι οι λέξεις όταν δεν φορτίζονται συναισθηματικά; Σχήματα πάνω σε λευκό χαρτί που αγωνίζονται να ενώσουν νοήματα και υπάρξεις…
Το μόνο συναίσθημα, που κατά καιρούς του έκανε συντροφιά ήταν αυτό που γεννά η απορία. Πώς έγιναν όλα έτσι! Πώς άδειασε η ζωή του!

Ήξερε πως αν έψαχνε πιο βαθειά η αιτία ήταν ολοφάνερη μπροστά του, όμως πονούσε να τη δει! Πονούσε όχι γιατί είχε ευθύνη, αλλά γιατί ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω, ούτε αναπληρώνεται. Αυτό τον έκανε να αποφεύγει το παρελθόν και το έκλεινε με πείσμα πίσω από τη σκέψη πως ό,τι έγινε, έγινε και δεν αλλάζει!

Πλησίασε στο παράθυρο... Η βροχή συνέχιζε τον αργό χορό της. Έριξε μια ματιά στη βρεγμένη αυλή. Πόσο ζωντάνευαν τα χρώματά της κι ας είχε συννεφιά! Έτσι όπως ζωντανεύουν τα μάτια μέσα από τα δάκρυα κι ας έχει σκοτάδι η ψυχή.

Το χτύπημα του τηλεφώνου τον έβγαλε από τις σκέψεις. Απάντησε με μια δόση απορίας, λες και είχε ξεχάσει ακόμα και την ύπαρξή του. Η φωνή του εκδότη του τον έκανε να θυμηθεί πως είχε ακόμα κάποιες υποχρεώσεις που ήθελε να αποφύγει. 
- Κωστή σε πήρα για το ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς, του είπε ξαφνιάζοντάς τον. Θα είμαστε όλοι μαζεμένοι σπίτι μου, θα σε περιμένω. Μην το ξεχάσεις όπως πέρσι!...
Η απάντησή του αυθόρμητη όσο και ψεύτικη, ήρθε σαν κεραυνός. 
- Δεν θα μπορέσω Γιώργο φέτος. Θα έχω κόσμο στο σπίτι. 
- Εσύ; Την τελευταία φορά, που είχες κόσμο στο σπίτι ήταν όταν γεννήθηκαν τα παιδιά σου, πλάκα μου κάνεις;
- Ε, καιρός είναι να ξαναέρθουν, δε νομίζεις; είπε αποστομωτικά και τελείωσε την κουβέντα εκεί…

Λίγο αργότερα φτιάχνοντας τη λίστα για τα ψώνια μονολογούσε με ένα φτερούγισμα χαράς στην καρδιά: «Πόσο απλό ήταν! Ένα τηλεφώνημα και όλα τα παλιά έμειναν πίσω. Ένα τηλεφώνημα και όλοι θα είναι εδώ στο ρεβεγιόν!»

Μπορεί ο χαμένος χρόνος να μην αναπληρώνεται, αλλά ποτέ δεν είναι αργά να περπατήσουμε γέφυρες ξεχασμένες. Αρκεί να το θέλουμε…



[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Αγώνας...

Αγώνας...



Kλωνιά κρύψανε τον ουρανό, τ' αστέρια.
Στα χαμοπούλια του βοριά λέω το όνειρό μου.
κι εκεί τ' αφήνω να γερνά μαζί με τις ανάσες
όσων καταδικάστηκαν ήλιο να μη γνωρίσουν...  

Σα νάν' παιδιά άλλου Θεού, παλεύουν μες τη λάσπη
και μόλις παν να σηκωθούν και βλέμμα να ορθώσουν
μια καταιγίδα τους πετά ξανά μες την αφάνεια…

Πώς να κοιτάξω ουρανό, πώς να αρθρώσω λέξη!
Μια αχτίδα ήλιου αναζητώ να ΄ρθει να τους ζεστάνει
κι ένα χαμόγελο γλυκό κάποιες πληγές να γιάνει

Αφού ξωμείναν οι άνθρωποι μες τα δικά τους "θέλω"
κι άλλο δεν βλέπουν δίπλα τους, παρά τον εαυτό τους
φωνή να γίνω στη φωνή, όλων που υποφέρουν!…

...

Οι πρώτοι τέσσερις στίχοι συμμετείχαν στις "25 Λέξεις #10" του blog "το Κείμενο" της καλής φίλης Μαρίας Νικολάου, όπου μας έδωσε ως πηγή έμπνευσης τη εκπληκτική της φωτογραφία και μας ζήτησε να εκφράσουμε με 25 λέξεις τα συναισθήματα που μας γεννά...

Ευχαριστώ θερμά όσους φίλους το ξεχώρισαν και το ψήφισαν 
και σένα Μαρία μου για την έμπνευση που κάθε φορά μας χαρίζεις!


[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Χειμωνιάζει...

Χειμωνιάζει...



Χειμωνιάζει, στις ψυχές όσων δεν άφησαν μια χαραμάδα ήλιου,
χειμωνιάζει, στις ζωές όσων δεν άφησαν μια χαραμάδα αγάπης.
Κρύο και βοριάς κάνουν τις σκέψεις κλωνιά ξερά
που μπήγονται σε καρδιές τρυφερές.

Χειμωνιάζει στου κόσμου τις πόλεις που συνεχίζουν απρόσωπες,
χειμωνιάζει στα παγωμένα πεζοδρόμια των ατέλειωτων δρόμων.
Παγωνιά σαρώνει τα πεσμένα φύλλα
ερημιά συντροφεύει τα μοναχικά βήματα.

Χειμωνιάζει στη φύση που ανυπεράσπιστη παραδίδεται
στο πέρασμα καιρών και ανθρώπων.
Χειμωνιάζει στις σκεπές των χαμόσπιτων 
που στεγάζουν ανάσες πιο ζεστές κι απ' τη φωτιά.

Κι εσύ, χαμογελάς κοιτώντας τον ανοιχτό ορίζοντα...
Είναι τα νιάτα ή η ελπίδα που χρωματίζουν το χαμόγελό σου;



[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Πώς να σου τάξω ουρανό

Πώς να σου τάξω ουρανό


to e-periodiko mas

Πώς να σου τάξω ουρανό, αφού ουρανό δεν έχω
Πώς να σου τάξω τη ζωή, όταν στην παίρνουν με βία
Πώς να σου τάξω θάλασσα, αφού μέσα της παλεύεις
με τ' αφρισμένα κύματα, τις θύελλες, τα βάθη!

Ήλιο να τάξω θα 'θελα στο άψυχο κορμί σου
μα κείτεσαι ακίνητος με βλέμμα παγωμένο.
Μακάριος κι ελεύθερος, μακριά απ' την ασχήμια.

Τον κέρδισες τον ουρανό, τη θάλασσα, τα βάθη
κέρδισες και τη θύμηση του δίκαιου αγώνα
που ακόμα δεν δικαιώθηκε, παρά το αίμα που εχύθη.
Κι όσα λουλούδια κι αν κοπούν και πάνω σου κι αν πέσουν
εσύ δεν θα δικαιωθείς, αν κάτι δεν αλλάξει.

Και το γλυκό χαμόγελο, θα μείνει παγωμένο
να περιμένει τη στιγμή που ονειρευτήκατ' όλοι.
Τη μέρα, που το σύνθημα θα πάψει να ΄ναι ανάγκη!...


"Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία"

Αφιερωμένο σε όλους αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους για τις καλύτερες μέρες, που ακόμα περιμένουμε...

"Πολυτεχνείο 17 Νοέμβρη 1973"



[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Το ταγκό του έρωτα

Το ταγκό του έρωτα



Βουβή περπατώ στο γκρίζο ορίζοντα
οι σκέψεις, χρώματα ανακατεμένα σε λευκό καμβά.
Το άρωμά σου τυλίγει το είναι μου
και η απουσία σου πονά...

 Κόκκινα βήματα χρωματίζουν το διάβα μου
αναζητώντας τα δικά σου
κι εκεί ανάμεσα στα πυκνά δέντρα του ατέλειωτου κόσμου
πυξίδα τα μάτια σου με φέρνουν κοντά σου.

Μου απλώνεις το χέρι και μ' αγκαλιάζεις
κι εγώ σ' ακολουθώ.
Εισβάλλεις στο μυαλό μου και το αδειάζεις
μαζί σου μόνο ζω.

Βήμα το βήμα μαζί χορεύουμε
παραδομένοι  στη μουσική
ο κόσμος όλος έγινε διάφανος
για μένα υπάρχεις μόνο εσύ.

Χόρεψέ με ως την άκρη της ζωής
ταξίδεψέ με ως τα πέρατα της γης
Ανάσα γίνε απ' την ανάσα μου
και ήλιος γίνε μέσα απ' τα μάτια μου.

Κι όταν τελειώσει η μουσική
κι αέρας γίνει κάθε πνοή
μαζί θα ανοίξουμε γι' αλλού πανιά
με τρεχαντήρι στ' ουρανού την αγκαλιά.

...

Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο "πολύχρωμο" 13ο Συμπόσιο Ποίησης της αγαπημένης μου φίλης Αριστέας 
και του blog της "Η ζωή είναι ωραία".

Η υποχρεωτική λέξη, ήταν χρώματα, χρωματίζω
 και με την ευκαιρία, θέλω να ευχαριστή θερμά όσους φίλους και φίλες ξεχώρισαν και βαθμολόγησαν το ποίημα αυτό.


[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Το δίλημμα

Το δίλημμα



Κι απόψε οι λέξεις έτρεχαν μεσ’ το μυαλό του ζητώντας επιτακτικά να βγουν στο χαρτί… να γίνουν κείμενο, εικόνα, φωνή! Μόλις όμως άγγιζε το χέρι του το πληκτρολόγιο, όλα άλλαζαν. Δεν μπορούσε να βάλει σε τάξη ούτε τις σκέψεις, ούτε τα συναισθήματα και οι λέξεις έμεναν εκεί, ακίνητες μέσα στο μυαλό του, χωρίς ειρμό.

Δεν ήταν σε θέση να καταλάβει αν ήταν η μεγάλη του λαχτάρα να μιλήσει για όσα συνέβαιναν γύρω του ή απλά η ατολμία του να πάει (για μια ακόμα φορά) ενάντια στην άποψη του αρχισυντάκτη, που του έφερνε τόση δυσκολία. 

Τον τελευταίο καιρό, ένιωθε σαν ακροβάτης σε τεντωμένο σκοινί. Από τη μία η θλιβερή καθημερινότητα και από την άλλη, ο αρχισυντάκτης που ζητούσε συγκεκριμένα, χιλιοειπωμένα ανούσια θέματα. Η παραμονή του στην εφημερίδα κρεμόταν κυριολεκτικά από μια κλωστή αφού οι διαφωνίες του ήταν όλο και πιο συχνές. Και είχε ανάγκη τη δουλειά, με τόση ανεργία…

Δεν μπορούσε όμως και να κλείνει τα μάτια σε όσα ο φόβος και η προκατάληψη έφερναν στους ανθρώπους. Παιδιά, που ξέβραζε η θάλασσα μέσα στο σύθαμπο της μέρας στις ακτές των νησιών, που σώζονταν με τόσο κόπο, τώρα να είναι ανεπιθύμητα στα σχολεία! Επειδή είναι προσφυγόπουλα! Πόση υποκρισία ανθρωπισμού να χωρέσει η ψυχή του; Πόσο ακόμα το «μακριά από μένα κι όπου θέλει ας είναι» μπορούσε να χαρακτηρίζει τόσους ανθρώπους που προέρχονται από ένα έθνος, που σκόρπισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα προσπαθώντας να ζήσει μια καλύτερη ζωή; Το ίδιο είχε συμβεί και παλιότερα με τα τσιγκανάκια! Κι αυτά ανεπιθύμητα… Δεν γινόταν να κάνει πως δεν το βλέπει, αλλά ούτε και δουλειά άλλη ήταν δυνατό να βρει…

Έτσι πάλευε με τα συναισθήματα και τα «πρέπει», πλανήτης σε ελλειπτική τροχιά, που γυρίζει από εκεί που ξεκινά. 
Ξαναγέμισε το ποτήρι του. Το αλκοόλ έπεσε πάνω στον πάγο ανοίγοντας ρωγμές… σαν τις ρωγμές που δημιουργούν οι ανάγκες στις συνειδήσεις, κάνοντας τα όρια τους τόσο ελαστικά! Κι εκείνος είχε μεγαλώσει. Δεν είχε περιθώρια για λάθη, ούτε και την πολυτέλεια να αρχίσει από την αρχή...

Το πρωί τον βρήκε πάνω στο πληκτρολόγιο με την οθόνη άδεια κι εκείνον να κοιτά στο κενό. Λίγο κρύο νερό κι ένας δυνατός καφές, τον έβαλαν ξανά σε λειτουργία. Άνοιξε το παράθυρο και χαμογέλασε τρυφερά στα παιδιά που περνούσαν πηγαίνοντας στο σχολείο…

Λίγο αργότερα τα δάχτυλα έτρεχαν πάνω στα πλήκτρα κι ένα χαμόγελο σχηματιζόταν στο πρόσωπό του. Έγραψε  το άρθρο του έτσι όπως ο ίδιος ήθελε, καθώς και την παραίτησή του!
«Όποιο από τα δύο γίνει δεκτό», σκέφτηκε και έκλεισε τον υπολογιστή…
...

Αυτή ήταν η μία από τις δύο συμμετοχές μου στο "Παιχνίδι με τις λέξεις #9", που συνεχίζει ακούραστα η φίλη μου η Μαρίααπό το "mytripsonblog", παίρνοντας τη σκυτάλη από την Φλώρα του "TEXNIS STORIES".

Οι υποχρεωτικές λέξεις είναι σημειωμένες με κόκκινο.
Ευχαριστώ θερμά τους φίλους και τις φίλες που ξεχώρισαν και βαθμολόγησαν τη συμμετοχή μου.



[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Άνθρωποι

Άνθρωποι



Λέξεις, πράξεις, λογισμοί, συνήθειες
παλεύουν να βρουν δρόμο
μακριά απ’ την προκατάληψη

Στο σύθαμπο της μέρας
ψυχές ξεκινούν καινούργια τροχιά
κόβοντας τα σκοινιά της αδιαφορίας.

Ορίζουν νέες εικόνες αγάπης 
χωρίς όρια, χωρίς συρματοπλέγματα…
...

Αυτή ήταν η μία από τις δύο συμμετοχές μου στο "Παιχνίδι με τις λέξεις #9", που συνεχίζει ακούραστα η φίλη μου η Μαρία από το "mytripsonblog", παίρνοντας τη σκυτάλη από την Φλώρα του "TEXNIS STORIES".

Οι υποχρεωτικές λέξεις είναι σημειωμένες με κόκκινο.
Ευχαριστώ θερμά τους φίλους και τις φίλες που ξεχώρισαν και βαθμολόγησαν τη συμμετοχή μου.


[ Διαβάστε περισσότερα ]
to e-periodiko mas
0 Σχόλια
Ρωγμές...

Ρωγμές...



Ρωγμές ανοίγουνε τα μάτια 
 αφήνοντας πληγές, που καίνε. 
Μαχαίρια που πονούν οι πράξεις 
όλα τα ανείπωτα, τα λένε.

Πώς η καρδιά σου αντέχει,
πώς το μυαλό σου λησμονά;
Τροχιά θανάτου, έγιναν όλα
αίμα σταλάζει στη σιγαλιά.

Κραυγή το δίκιο χάνεται
μέσα σε πόλεις μοναχικές.
Παντού δρόμοι - μονόδρομοι
ορίζουν υπόγειες διαδρομές.

Χέρια παιδιών απλώνονται
ζητούν το χάδι κι εκλιπαρούν,
ζητούν σημάδι να μεγαλώσουν
θέση στον ήλιο για να βρουν.

Γρανάζια έγιναν τα πάντα τώρα
σε μηχανές που αγκομαχούν.
Πλούτο παράγουν ώρα την ώρα
και για το κόστος αδιαφορούν.

Κι εσύ, κοιμάσαι ύπνο δικαίου
κι εσύ νομίζεις πως θα σωθείς...
Αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει
αν εσύ δεν κινηθείς!



[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Απολογισμός

Απολογισμός



Άφησες τη ζωή να προσπεράσει
μικρά τα βήματα, φοβόσουν το γκρεμό...
Άφησες τη χαρά να σε γελάσει
πικρό μειδίαμα σε πρόσωπο γλυκό.

Τον έρωτα τον είδες συμφορά,
αφού σε πόνεσε στην πρώτη σου τη νιότη.
Άφησες να χαθεί στη λησμονιά
ακίνητος, αγέλαστος σα το στρατιώτη.

Πού πας μονάχος το μονοστράτι της ζωής,
με ποιον μοιράζεσαι την κάθε πίκρα;
Ταξίδι ως την άκρη της κλωστής
μοιάζει η κάθε σου η νύχτα.

Πολύβουο ποτάμι συναντάς
πρόσωπα λάγνα και ματιές που καίνε...
μα εσύ αφέθηκες να προσπερνάς
λέξεις πολλές, που τίποτα δε λένε.

Μία είναι αυτή που μολογά
τα μύχια της ψυχής, τα ξεχασμένα
Αγάπη τη φωνάζουν κι ας γελάς...
Μαζί της, αλλάζουν όλα τα γραμμένα!



[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Είστε η μόνη οικογένεια που έχω...

Είστε η μόνη οικογένεια που έχω...



Το τηλέφωνο χτύπησε ξανά μέσα στη νύχτα. Αυτό, γινόταν τον τελευταίο καιρό όλο και πιο συχνά. Δύο δεκαπεντάχρονα κορίτσια συζητούν. Όχι με λόγια ξενοιασιάς, όχι κουβέντες για αγόρια, ρούχα, διακοπές ή βόλτες...

"Πάλι το ίδιο σκηνικό" έλεγε η μια στην άλλη. "Ήρθε ο πατέρας μου από το δω, λες και χρειαζόταν να συνεχίσουν τον καυγά, που άρχισαν από το τηλέφωνο εδώ και ώρες". Η απόγνωση ήταν τόσο φανερή στον τόνο της φωνής της, που η φίλη της ένιωσε ένα κόμπο στο στομάχι και τα λόγια να χάνονται, πριν προλάβουν να γίνουν λέξεις και να βγουν από τα χείλη της.

Τι να της έλεγε; Πώς να την παρηγορούσε, πώς να τη βοηθούσε; Δεν ήξερε, ούτε και μπορούσε να σκεφτεί. Το μόνο που έκανε ήταν να την ακούει με προσοχή και συμπόνοια. Και το κορίτσι χείμαρρος, ξεδίπλωνε όλο τον πόνο που βίωνε, όλη την αποστροφή που αισθανόταν για όσα συνέβαιναν στο σπίτι της και στη ζωή της.

Δυο γονείς χωρισμένοι, ανίκανοι να συζητήσουν, ούτε καλά καλά να συνυπάρξουν για πέντε λεπτά χωρίς να αρπαχτούν και δυο παιδιά, που καλούνται άλλοτε από τις περιστάσεις κι άλλοτε από τους ίδιους (τους γονείς) να πάρουν θέση. Να γίνουν κριτές και δικαστές και να αποδώσουν δικαιοσύνη σε μια οικογένεια, που γίνεται μέρα τη μέρα όλο και πιο τοξική γι' αυτά.

Οι φωνές της μάνας κάλυπταν όλους τους ήχους κάνοντας αδύνατη ακόμα κι αυτή την τηλεφωνική επαφή με ένα πρόσωπο,που μπορεί να ακούσει, που θέλει να ακούσει!
Βγήκε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι, προσπαθώντας να βρει ένα μέρος που να μην φτάνουν οι φωνές και οι κατηγορίες της. Ο πατέρας είχε μόλις αποχωρήσει, αφήνοντας πίσω του μια μαινόμενη μάνα, η οποία μη έχοντας πού να ξεσπάσει, μιλούσε με τα χειρότερα λόγια για κείνον στο μικρότερο παιδί της, ένα αγοράκι μόλις δέκα χρονών.Εκείνο δεν έβγαζε λέξη. Άκουγε, άκουγε, άκουγε και στο τέλος ξέσπασε σε γοερά κλάματα.

"Θέλω να φύγω", σκέφτηκε σχεδόν φωναχτά η μικρή. Μόλις το ξεστόμισε τρόμαξε, όχι γι' αυτό που είπε, αλλά μη την ακούσει η μητέρα της. Δεν άντεχε άλλες φωνές, άλλες κενές νουθεσίες, που φαίνονταν τόσο ψεύτικες, τόσο υποκριτικές.
Ήθελε να φύγει, αλλά σκεφτόταν τον αδελφό της. Δεν μπορούσε να τον πάρει μαζί της, αλλά ούτε και να τον αφήσει πίσω. Κι εκείνη, πού θα πήγαινε; Τόσο κοντινούς συγγενείς δεν είχε. Οι γονείς της ήταν μοναχοπαίδια και παππούδες και γιαγιάδες δεν υπήρχαν στη ζωή. Κι έπειτα ήταν ανήλικη! Κανείς δεν θα καταλάβαινε πως στα δεκαπέντε της, ήταν πιο "ενήλικη" από τους γονείς της. Κανείς δεν θα καταλάβαινε πώς είναι να ζεις σ' ένα σπίτι, που αντί να σε αγκαλιάζει η αγάπη και να σε προστατεύει από τα δύσκολα, σου προκαλεί πόνο...

Αισθανόταν εγκλωβισμένη από τη ηλικία της. "Μετράω τα χρόνια και προσπαθώ να κάνω υπομονή" είχε πει στη φίλη της. "Μόλις γίνω δεκαοχτώ, θα φύγω... ο αδελφός μου όμως;". Ένιωθε υπεύθυνη για κείνον περισσότερο από ό,τι οι γονείς της. Έτσι τουλάχιστον φαινόταν στα δικά της μάτια.

Γλίστρησε αθόρυβα έξω από το διαμέρισμα και κατευθύνθηκε προς την ταράτσα. Πυκνή η νύχτα και μόνη της παρέα το κινητό, η αγαπημένη της μουσική και η φίλη της, που ξενυχτούσε μαζί της...

Κοίταξε τα αστέρια στον ουρανό. Μικρές φωτεινές κουκκίδες ήσυχες, γαλήνιες στέκονταν εκεί ανίκητα λες και την έβλεπαν... Η συζήτηση με τη φίλη της είχε πια σταματήσει, αφού ο ύπνος έκανε τη δική του παρέμβαση σε μια κουβέντα που δεν οδηγούσε πουθενά...

Κάθισε σε μια ξεχασμένη σεζλόνγκ, έβαλε το αγαπημένο της τραγούδι και φορώντας την κουκούλα του μπουφάν της, μάζεψε τα πόδια της στο στήθος και έριξε το βλέμμα στο κενό. Λίγο αργότερα τα βλέφαρα βάρυναν και ο Μορφέας ήρθε να ξεκουράσει τα μάτια και την ψυχή.

Τα πρώτα φωτεινά βήματα της αυγής δεν στάθηκαν ικανά να την ξυπνήσουν, όμως το χέρι του πατέρα της στον ώμο της την τίναξε ψηλά.
"Εδώ είσαι καρδιά μου!" της είπε τρυφερά ανοίγοντας την αγκαλιά του. Η μαμά σου κι εγώ φάγαμε τον κόσμο να σε βρούμε. Μέχρι και τη φίλη σου ξυπνήσαμε. Αυτή μας οδήγησε εδώ!

"Μπαμπά, ήθελα να φύγω... " ψέλλισε. "Δεν είχα όμως πού να πάω. Κι έπειτα εσείς είστε η οικογένειά μου. Με πονάτε, αλλά είστε η μόνη οικογένεια που έχω...".

Πίσω τους αναστατωμένη και ανακουφισμένη μαζί η μητέρα της, έτρεξε να την αγκαλιάσει κι εκείνη. Έμειναν εκεί, αγκαλιασμένοι για ώρα, κλαίγοντας, γελώντας, σιωπώντας. Δεν ξέρω καλά καλά να σας πω, πότε κατέβηκαν από την ταράτσα. Ίσως, να είναι ακόμα εκεί...
........

Με την ιστορία αυτή, συμμετέχω στο ολοκαίνουργιο δρώμενο της φίλης μου της Αριστέας, 
Family's stories
Μπορείτε κι εσείς να λάβετε μέρος. Διαβάστε λεπτομέρειες εδώ.



[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Εξομολόγηση...

Εξομολόγηση...



Πόσα κομμάτια μπορεί να γίνει η σιωπή;
Πόσες ελπίδες μπορεί να διαλύσει ο πόνος;
Πόσα αστέρια μπορεί να κρύψει η αυγή;
Πόσα γιατί γεννάει ο φθόνος;

Σήμερα αφέθηκα να περπατώ στα δάση της ψυχής.
Δύσκολος δρόμος, κοφτερές οι πέτρες και σκοντάφτω.
Σήμερα αφέθηκα να τριγυρνώ ολημερίς
στους σκοτεινούς λαβύρινθους για να υπάρχω...

Ταξίδια κάνω στου μυαλού τις διαδρομές
εκεί που ο χρόνος σταματάει
πόρτες που μένουν ανοιχτές
και μόνο το βήμα σου τις προσπερνάει

Τον κύκλο πώς θα αφήσω ανοιχτό
να μπεις στο κέντρο του και να χορέψεις
θρόνο σου φτιάχνω λαμπερό
και κάστρο απόρθητο για ν' αφεντέψεις.

Κι όταν μας βρούνε άσχημοι καιροί
ορθός εσύ πολεμιστή μου
στα χείλη μου προσκύνα τη ζωή
κι απάγκιο βρες μες την ψυχή μου.


.....

Το ποίημα αυτό, ήταν η συμμετοχή μου στο 12ο Συμπόσιο Ποίησης
της καλή μου φίλης της Αριστέας και του blog της "η ζωή είναι ωραία".

Ευχαριστώ θερμά όλους τους φίλους και τις φίλες που το ξεχώρισαν και το βαθμολόγησαν.


[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Αποχαιρετισμός...

Αποχαιρετισμός...



Βουβός ο πόνος, σφάζουν οι λέξεις
αίμα σταλάζουν οι ματιές.
Δάκρυ πικρό το πρόσωπο χαράζει
λαβωματιά οι στιγμές.

Μάτια θολά, άδειο το βλέμμα
λιοπύρι χύνει ο ουρανός.
Φωτιά που καίει βαθιά η απώλεια
σκίζει το στήθος ο στεναγμός.

Μαύρες φιγούρες σιωπηλά θρηνούνε
θλίψη σκιάζει το δειλινό.
Λόγια σκόρπια παρηγορούνε
της μοναξιάς το κενό.

Δε θέλει "αντίο" τούτη η ώρα
δεν έχει τόπο η λησμονιά,
μεσ' την καρδιά μας θα σε φυλάμε
να μας χαμογελάς από ψηλά!

.......

Στη μνήμη ενός αγαπημένου φίλου, που έφυγε πρόωρα από κοντά μας...


[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Παραμύθι...

Παραμύθι...



Ήταν κάποτε μια πολιτεία όμορφη σα ζωγραφιά. Ήλιος την έλουζε απ’ άκρη σ’ άκρη και η θάλασσα τη φιλούσε τρυφερά. Τα βουνά γύρω της, ύψωναν ένα τοίχο προστασίας θαρρείς, για να μην είναι ορατή από μακριά κι ένα όμορφο δάσος τη στόλιζε και της έδινε δροσιά.

Ο αέρας περνούσε ανάμεσα απ’ τα κλαδιά των δέντρων σα να τα χάιδευε και κατέληγε στην αμμουδιά με τα άσπρα βότσαλα. Τόσο άσπρα, που λαμπύριζαν κάτω από το ζεστό φως των ηλιαχτίδων σαν μικρά πολύτιμα πετράδια και το δειλινό, έδειχναν ακόμα πιο όμορφα όπως έπεφτε το χλωμό φως του φεγγαριού, λες και ήταν κιμωλίες ακουμπισμένες προσεκτικά δίπλα στο μαυροπίνακα.

Σ’ αυτή την πολιτεία παλάτια δεν υπήρχαν. Μόνο μικρά σπίτια με λογιών – λογιών λουλούδια στα παράθυρα. Όλα τα χρώματα μπορούσες να τα δεις σ’ αυτή την πόλη. Όλα! Όπως κι όλα τα χαμόγελα του κόσμου. Στις αυλές και τους δρόμους της έπαιζαν παιδιά. Πολλά παιδιά, χαρούμενα, ξένοιαστα, ευτυχισμένα. Και ζώα, αμέτρητα ζώα ζούσαν στο δάσος της.

Μια μέρα όμως ο ήλιος δε βγήκε να τη ζεστάνει. Πυκνά σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό της κι ένας αδιόρατος φόβος περιπλανιόταν σε κάθε γωνιά της. Δεν ήταν σύννεφα βροχής, ήταν αλλιώτικα αυτά. Μαύρα, άγρια, απειλητικά σα να ήθελαν να τη σκεπάσουν, να την εξαφανίσουν.

Το αεράκι το αλλοτινό, έγινε τώρα αέρας δυνατός που λυσσομανούσε σηκώνοντας πελώρια κύματα στη θάλασσα. Τα βότσαλα της αμμουδιάς χλώμιασαν. Πήραν ένα θλιμμένο χρώμα, όμοιο μ’ αυτό που απέκτησαν κι όλα της τα λουλούδια λίγο πριν μαραθούν. Τα κλαδιά των δέντρων άδειασαν από φύλλα και τα ζώα έτρεχαν τρομαγμένα να κρυφτούν όπου μπορούσαν.

Πίσω από τα παράθυρα των σπιτιών απορημένα βλέμματα παιδιών κοιτούσαν έξω. Τα χαμόγελα σβήστηκαν και στους δρόμους απέμειναν μόνο τα ξερά φύλλα να θροΐζουν λυπημένα. Παγωνιά απλώθηκε παντού κι όλα τα χρώματα με μιας έγιναν γκρίζο. Ένα απέραντο γκρίζο, που έφτανε ως τη θάλασσα και την έβαφε κι αυτή με το ίδιο χρώμα.

Θα νόμιζε κανείς πως ήταν μια καταιγίδα που έτσι όπως ξαφνικά ήρθε, έτσι ξαφνικά θα περνούσε. Όμως, δεν ήταν έτσι. Ο καιρός διάβαινε και τίποτα δεν άλλαζε.
Ώσπου, ένας παράξενος ταξιδιώτης με μακριά γενειάδα και άσπρα μαλλιά, που κρατούσε στα ροζιασμένα χέρια του ένα πελώριο μπαστούνι βρέθηκε εκεί. Αναζήτησε ανθρώπους, μα κανείς δεν κυκλοφορούσε και οι πόρτες, ήταν όλες ερμητικά κλειστές.

Κάθισε να ξαποστάσει στην έρημη πλατεία, όταν δειλά τον πλησίασε μια αλεπουδίτσα.
- Ξένε, τι ζητάς εδώ; ρώτησε
- Ανθρώπους, απάντησε εκείνος.
- Είναι όλοι κλεισμένοι στα σπίτια τους μετά το κακό που μας βρήκε, απάντησε η αλεπού
- Ξέρω…
- Ξέρεις; Πώς ξέρεις;
- Κάθε φορά, που χάνεται η συμπόνια από την καρδιά των ανθρώπων, το μαθαίνω! της είπε με νόημα
- Θες να πεις, πως οι άνθρωποι ευθύνονται για ό,τι συνέβη;
- Ακριβώς! Όσο αδιαφορούσαν για τον πόνο άλλων ανθρώπων, προστατεύοντας τη δική τους ευτυχία, έβαζαν γκρίζο στην ψυχή τους κι αυτό τελικά απλώθηκε παντού. Η αγάπη δίνει χρώμα σε όλα, μικρή μου κι αυτή προστατεύει κάθε πολύτιμο!...
................
Με το κείμενο αυτό, συμμετείχα στο "Παιχνίδι με τις λέξεις", που ξεκίνησε η Φλώρα στο  TEXNIS STORIES και συνεχίζει η Μαρία στο mytripssonblog.
Ευχαριστώ θερμά τους φίλους και τις φίλες που το ξεχώρισαν και το βαθμολόγησαν.


[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Σήμερα κάνει μοναξιά...

Σήμερα κάνει μοναξιά...



Γκρίζα σύννεφα υφαίνουν μολυβένιο ουρανό
τον ήλιο κρύβουν, κρύβουν τ' αστέρια
κρύβουν το δρόμο που περπατώ...
το βλέμμα υψώνω  στ' ουρανού τα σταυροδρόμια
αναζητώντας μια αχτίδα μη χαθώ.

Πού είσαι αστέρι μου, να περιμένω;
Σε ποια γωνιά να καρτερώ;
πού είσαι ήλιε μου να σε προσμένω
πριν με τον πόνο μετρηθώ;

Τι κι αν ο δρόμος είναι ίσιος
τι κι αν δεν βρέχει που περπατώ,
κανένα ταξίδι δεν έχει αξία
όταν δεν έχεις συνοδηγό...

---

Οι πρώτες 25 Λέξεις συμμετείχαν στο ομώνυμο δρώμενο της Μαρίας Νικολάου στο blog της "το Κείμενο",
που με τις υπέροχες φωτογραφίες της μας δίνει κίνητρο για δημιουργία,
αποτελώντας πηγή έμπνευσης.

Ευχαριστώ θερμά τους φίλους και τις φίλες που έδωσαν βαθμούς στη συμμετοχή μου.

ποιητικές απόπειρες

[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια
Λογισμοί...

Λογισμοί...



Σε λογισμών αραξοβόλι
έδωσα τόπο στην οργή
 έκανα χώρο να κάτσει η πίκρα
με δάκρυ έπλυνα κάθε πληγή

Μα η ψυχή δεν αλαφρώνει
μάτι δεν κλείνει ο στεναγμός
ταξίμι παίζει η στεναχώρια
στήνεται γύρω μου χορός τρελός

Θάλασσα όλα, φουρτουνιασμένη
βάρκα η λογική που ναυαγεί
σπασμένη πυξίδα η ελπίδα
πώς να με βγάλει σε νέα γη;

Δώσε μου χρόνο να ημερέψω
δώσε μου αγάπη να πορευτώ
δώσε μου χάδι να ζωντανέψω
δώσε μου χέρι να κρατηθώ.

Μ' αυτά θα υφάνω το πανί μου
μ' αυτά θα αρματώσω νέο σκαρί
λήθη θα ρίξω μέσα στ' αμπάρια
και στο τιμόνι τη προσμονή.




[ Διαβάστε περισσότερα ]
Marina
0 Σχόλια

find "to e-periodiko mas" on instagram