Στη ζωή κάθε ανθρώπου υπάρχουν πρόσωπα που λειτουργούν σα φωτεινοί φάροι θαρρείς. Που σου δίνουν απλόχερα το φως τους χωρίς καν να το ζητήσεις και σε διδάσκουν χωρίς καν να το καταλάβεις. Για ένα τέτοιο άνθρωπο θέλω να σας μιλήσω.
Ήρθε στην Ελλάδα πρόσφυγας το '22 από το Δικελί της Μ. Ασίας μωρό στις φασκιές, στην αγκαλιά μιας χήρας μάνας. Παιδί πλούσιας οικογένειας στον τόπο που γεννήθηκε, μεγάλωσε φτωχικά, όπως τα περισσότερα προσφυγόπουλα, με πολλή αγάπη και φροντίδα και έμαθε από πολύ μικρός να κερδίζει το ψωμί του δουλεύοντας το ξύλο. Έφτιαχνε μ’ αυτό έπιπλα σκαλιστά, που στόλιζαν τα πλούσια σπίτια του νησιού που ζούσε.
Αγαπούσε τα γράμματα κι ας μη κατάφερε να πάει στο Γυμνάσιο. Έπρεπε βλέπετε να δουλέψει… όμως τα βιβλία δεν του έλειψαν ποτέ. Αγόραζε, διάβαζε, στοίβαζε βιβλία παίρνοντας γνώσεις και καλλιέργεια, που θα ζήλευαν πολλοί μορφωμένοι και πάντα ονειρευόταν ένα καλύτερο κόσμο, πιο δίκαιο, πιο ανθρώπινο, πιο σοφό.
Έτσι κύλησαν τα χρόνια μέχρι τον πόλεμο του ’40 που τον βρήκε να υπηρετεί τη θητεία του, όντας παντρεμένος και πατέρας ενός μωρού. Από το Ναυτικό βρέθηκε στο Πυροβολικό και στο μέτωπο της Αλβανίας ανάμεσα σε χιλιάδες ηρωικούς Έλληνες στρατιώτες που άφησαν τα νιάτα τους στα παγωμένα βουνά. Ένας από τους τυχερούς, που γύρισαν μετά από απίστευτες περιπέτειες και κακουχίες πίσω στο τόπο τους.
Και πάνω που προσπαθούσε να συνεχίσει τη ζωή του από κει που την άφησε, ήρθαν οι Γερμανοί. Κατοχή, πείνα, Αντίσταση. Από τους πρώτους που μπήκαν στον Αγώνα, πάλευε ακόμα και για κείνους που τον κατέδωσαν. Ένας Θεός ξέρει πώς γλίτωσε το απόσπασμα ή μάλλον η αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, έπαιξε το δικό της ρόλο.
Με την απελευθέρωση έφυγε από το χωριό για τη Χώρα. Ήταν η εποχή που όλοι προσπαθούσαν να γιατρέψουν τις πληγές τους και να ορθοποδήσουν. Να κοιτάξουν μπροστά και να ζήσουν σε μια πατρίδα ελεύθερη. Σιγά – σιγά και με πολύ κόπο ξανάπιασε την τέχνη του, δημιουργώντας με το μεράκι του μοναδικά κομψοτεχνήματα. Και κυλούσε ο καιρός, τα παιδιά του μεγάλωναν κι εκείνος συνέχιζε να δουλεύει, να διαβάζει και να παλεύει για ένα καλύτερο κόσμο. Δεν ήταν της εκκλησίας, αλλά η μαμά μου πάντα θυμάται τα δεματάκια που ετοίμαζε κάθε τόσο, με το παλιό του παλτό (όταν έφτιαχνε καινούργιο) με τρόφιμα, που ποτέ κανείς από την οικογένεια δεν ήξερε πού τα πάει. Όταν κάποια στιγμή τον ρώτησε «Για πού είναι αυτά που ετοιμάζεις, μπαμπά;» εκείνος δείχνοντας της με το δάχτυλό του να κάνει ησυχία της είπε: «Ο Χριστός είπε το ένα χέρι να δίνει και το άλλο να μη γνωρίζει. Μη ρωτάς!»…
Στην επταετία της Χούντας, βρέθηκε «φιλοξενούμενος» στη Γιάρο, για να μη μολύνει μαζί με τόσους ακόμα αγωνιστές, το δόγμα του «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», υποφέροντας αγόγγυστα την «περιποίηση» των κρατούντων. Ώσπου ήρθε η Μεταπολίτευση για να γυρίσει στο σπίτι του, έχοντας αποκτήσει έλκος στο στομάχι και ακόμα μεγαλύτερη θέληση για προσφορά.
Συνδικαλιστής, πρόεδρος του Σωματείου των Οικοδόμων (δούλεψε στην οικοδομή για τα ένσημα και τη σύνταξη), Δημοτικός Σύμβουλος με τις περισσότερες ψήφους, στην πόλη που ζούσε πάλεψε με εντιμότητα και μεγαλείο ψυχής. Βοήθησε ακόμα κι αυτούς που τον κατέδωσαν στους Γερμανούς, να βγάλουν σύνταξη και μάλιστα χωρίς να του το ζητήσουν. Κι όταν κάποια στιγμή ένας από αυτούς το έμαθε και πήγε να τον ευχαριστήσει, του είπε: «Ο καθένας στη θέση μου, το ίδιο θα έκανε, μη με ευχαριστείς».
Σαν πρόεδρος στο Σωματείο του, ήρθε κάποτε στην Αθήνα για να λάβει μέρος στην εκλογική διαδικασία της Συνομοσπονδίας. Το βράδυ πριν τη μέρα των εκλογών, τον επισκέφθηκαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου δύο καλοντυμένοι κύριοι, που του ζήτησαν να μην πάει να ψηφίσει. Σε αντάλλαγμα του έδιναν δύο μεγάλα διαμερίσματα (ένα για κάθε παιδί του) στην Αθήνα, όπου εκείνος θα τους ζητούσε. Δε σκέφτηκε ούτε στιγμή για να τους δώσει την απάντησή του: «Είμαι πολύ μικρός για να κάνω μια τόσο μεγάλη ατιμία!».
Ποτέ του δεν παραπονέθηκε κι ας το βρήκαν στη ζωή του πολλά δεινά. Πάντα χαμογελαστός, με χιούμορ και υπέροχες ιστορίες να διηγηθεί, δοτικός σε συναισθήματα και υλικά αγαθά, ήταν εκείνος που μας περίμενε στο λιμάνι ή στο αεροδρόμιο στις αρχές κάθε καλοκαιριού για να περάσουμε τις διακοπές μαζί. Περπατούσαμε με τον αδερφό μου κρατώντας τον από το χέρι και πολλές φορές χάιδευα τους ρόζους της παλάμης του. Η καλοσυνάτη φιγούρα του ήταν εκεί, ανέγγιχτη από το χρόνο στα μάτια μας.
Έφυγε ήρεμα ένα πρωινό στα 79 του χρόνια, λίγο μετά τη γέννηση της κόρης μου κι αυτό που μου λείπει ακόμα, είναι το χάδι του στα μαλλιά μου. Άφησε πίσω του τρυφερές αναντικατάστατες αναμνήσεις ενός παππού υπέροχου, μοναδικού, τα βιβλία του, που ξεκίνησα να τα διαβάζω από παιδί κι ακόμα δεν τα έχω διαβάσει όλα, τη λαχτάρα του για γνώση, που μας τη μετέδωσε και το χαμόγελό του να λάμπει κάθε φορά που τον φέρνω στο μυαλό μου!
Αυτός είναι ο δικός μου ήρωας, ο δικός μου φάρος!
To όνομά του το κρατώ για μένα, γιατί δεν ήταν από κείνους που ζήτησαν ποτέ προβολή. Το παράδειγμά του όμως, μπορεί να φωτίσει κι άλλους...
Αφορμή για το κείμενο αυτό, στάθηκε η ανάρτηση της αγαπημένης μου φίλης της Αλεξάνδρας ["Τέλεψε το έργο μας!" - πνοή στ' όνειρο] στο thewomansmagazine.blogspot.gr, που μας καλούσε να γράψουμε για όλους αυτούς τους ανθρώπους, του χτες και του σήμερα, γνωστούς και αγνώστους κάνοντας ένας blogoαφιέρωμα με αφορμή το "έτος Ν. Καζαντζάκη", έτσι ώστε να θυμηθούμε, να μάθουμε, να πάρουμε κουράγιο και παράδειγμα.