Ήταν από κείνα τα φθινοπωρινά πρωινά, τα συννεφιασμένα, τα
μουντά, που όλο λες πως θα βρέξει και θα ξεσπάσει κι όμως, τα σύννεφα
βρίσκονται εκεί, στεγνά κι απειλητικά να σου κρύβουν τον ήλιο.
Σηκώθηκε απρόθυμα από το κρεβάτι κι αμέσως αναζήτησε τις αχτίδες
της μέρας ανοίγοντας το παράθυρο. Το δωμάτιο λούστηκε από ένα θλιμμένο φως,
αδύναμο, λες και ήταν απόγευμα κι όχι πρωί. Το ρολόι στο κομοδίνο έδειχνε κιόλας
εφτά… δεν είχε καιρό για χάσιμο. Έπρεπε να βρίσκεται στο σχολείο νωρίς, πριν
έρθουν τα παιδιά! Να τα καλωσορίσει, να τα καλημερίσει, να τα κάνει να νιώσουν
άνετα στο καινούργιο περιβάλλον…
Αρχές του Οκτώβρη και η προσαρμογή όλων ήταν ακόμα σε
εξέλιξη. Καινούργιος δάσκαλος εκείνος, στο μικρό μονοθέσιο σχολείο του νησιού της
άγονης γραμμής, καινούργια τα πρωτάκια του, όλοι είχαν ανάγκη από χρόνο για να
βρουν τους ρυθμούς τους.
Η μικρή του πείρα δεν τον βοηθούσε και πολύ κι έτσι, λειτουργούσε με το ένστικτο και τη διάθεσή του να προσφέρει ζεστασιά και αγάπη
στα παιδιά πρωτίστως και έπειτα γνώσεις. Κάθε πρωί αντίκριζε τα αγουροξυπνημένα
προσωπάκια τους με ένα τεράστιο χαμόγελο και ζωγράφιζε ήλιους και λουλούδια
στον πίνακα, για να τα προϋπαντήσει. Τα περισσότερα ανταποκρίνονταν με μια γενναιόδωρη
τραγουδιστή καλημέρα! Τα περισσότερα;… λάθος! Όλα! Όλα, εκτός από ένα! Ένα παιδάκι
δεν χαμογελούσε ποτέ! Δυο βδομάδες τώρα, πήγαινε κι ερχόταν ήσυχο, αμίλητο,
αγέλαστο… όταν του μιλούσε, απαντούσε διστακτικά κι απομακρυνόταν γρήγορα για να
καθίσει στο θρανίο ή να σταθεί στην άκρη της αυλής του σχολείου στο διάλειμμα,
σκαλίζοντας με ένα θαλασσόξυλο το χώμα του μικρού παρτεριού της…
Τον είχε προβληματίσει αυτό το παιδί. Παρατηρούσε τη
συμπεριφορά του όλες αυτές τις μέρες, ελπίζοντας πως κάτι θα καταλάβει, αφού η
συζήτηση με τους γονείς του δεν ήταν καθόλου διαφωτιστική. Εκείνοι ήταν
ευχαριστημένοι που το παιδί τους ήταν ήσυχο και δεν δημιουργούσε προβλήματα
φέτος, αφού δυο χρονιές τώρα, όλο και σε κάποια σκανταλιά ήταν μπλεγμένος… «Μη σκας δάσκαλε, καλύτερα ήσυχος, παρά
ζιζάνιο» του είπαν, αφήνοντάς τον αποσβολωμένο να τους κοιτά. «Τα γράμματα τα
παίρνει; Αυτό πες μας μόνο, για να ξέρουμε τι θα τον κάνουμε!»… Και ναι, τα
έπαιρνε τα γράμματα! Μαθητής της Γ’ τάξης και είχε δίψα και γνώσεις, που θα τις
ζήλευαν πολλοί μαθητές μεγαλύτερων τάξεων!
Για τους γονείς μπορεί να ήταν αρκετό, για το δάσκαλο όμως όχι!
Τι νόημα έχει, να γεμίζει γνώσεις το μυαλό ενός παιδιού, όταν η ψυχή του είναι
άδεια; Γιατί άδεια έμοιαζε! Τα μάτια του πολλές φορές κοιτούσαν το κενό κι ας έδινε
την εντύπωση πως αγναντεύει τη θάλασσα…
Μ’ αυτές τις σκέψεις πήγαινε κι ερχόταν στο σχολείο ο νεαρός
δάσκαλος, με τις ίδιες ξεκίνησε κι εκείνο το πρωί τη γνώριμη διαδρομή. Το πρωινό
αεράκι του χάιδεψε το πρόσωπο και γέμισε τα πνευμόνια του οξυγόνο. Στάθηκε για
λίγο να το απολαύσει… δεν είχε τόσα χρόνια, αυτό το προνόμιο και τώρα ένιωθε
πραγματικά τυχερός που το ζούσε.
Έκλεισε τα μάτια για δευτερόλεπτα, πήρε βαθιά ανάσα και
ξαφνικά άκουσε κάτι σαν κλάμα… Ένα κουτάβι έκλαιγε κουλουριασμένο και τρεμάμενο
στην άκρη του στενού δρόμου. Έσκυψε και το κοίταξε καλύτερα. Παρατήρησε πως
ήταν τόσο μικρό, που με το ζόρι ανοιγόκλεινε τα μάτια του. Δεν μπορούσε να το
αφήσει εκεί, αλλά ούτε είχε χρόνο να το πάει στο σπίτι του… Χωρίς πολλή σκέψη,
αποφάσισε να το πάρει μαζί του στο σχολείο.
Μόλις πλησίασε στην αυλόπορτα είδε ότι τα πρώτα παιδιά είχαν ήδη
κάνει την εμφάνισή τους. Ανάμεσά τους και ο Σταύρος, το αγέλαστο παιδί, όπως
τον είχε καταγράψει στη σκέψη του.
- Κύριε, κύριε, τι είναι αυτό που κρατάτε στην αγκαλιά σας;…
τιτίβισαν και τον κύκλωσαν χαρούμενα
- Ένα κουτάβι που βρήκα στο δρόμο καθώς ερχόμουν!... απάντησε
εκείνος ενώ το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς…
- Ξέρετε τι σκέφτομαι; Να το κρατήσουμε εδώ στο σχολείο και να
το μεγαλώσουμε όλοι μαζί! Τι λέτε;
Ένα μακρόσυρτο «ναι» ακούστηκε από τα παιδιά, που χοροπηδούσαν
ενθουσιασμένα προσπαθώντας να πάρουν σειρά για να το χαϊδέψουν.
Ο Σταύρος καθόταν παράμερα, αλλά όχι αδιάφορος για το καινούργιο
μέλος της σχολικής παρέας… Δειλά, δειλά πλησίασε για να το χαϊδέψει κι εκείνος…
και τότε ο δάσκαλος του πρότεινε, να είναι ο πρώτος που θα το πάρει αγκαλιά. Ένα
τεράστιο, ζεστό χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο του μικρού, κάνοντας το δάσκαλο να
προχωρήσει στην ερώτηση, που από ώρα ετοίμαζε στο μυαλό του…
- Θέλεις να του βρεις εσύ, όνομα, Σταύρο; Και να το ταΐζεις εσύ, κάθε μεσημέρι, πριν σχολάσουμε;
- Ναι, κύριε!! Απάντησε πρόθυμα το παιδί, χωρίς να αφήνει το
χαμόγελο να σβήσει από τα χείλη του!
Λίγες ώρες αργότερα, ο Σταύρος μέσα στον ενθουσιασμό του, εξήγησε στο δάσκαλο πως το καλοκαίρι, είχε χάσει τον πιστό
του φίλο, το σκύλο του, από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου. Έκαναν μαζί, τη διαδρομή
ως το σχολείο κάθε πρωί και γυρνούσαν μαζί πάλι, κάθε μεσημέρι στο σπίτι και
ήταν για το παιδί τεράστια η απώλεια του ζώου από την ζωή του. Μάταια όλοι του
έλεγαν να μη στεναχωριέται, γιατί έτσι συμβαίνει με τα σκυλιά. Εκείνος πονούσε
και δεν είχε με ποιον να το μοιραστεί, αφού κανείς δεν τον καταλάβαινε…
Έτσι ξεκίνησαν δυο μεγάλες φιλίες ανάμεσα σε ένα μαθητή και
ένα δάσκαλο, ανάμεσα σε ένα παιδί και ένα σκύλο. Και οι δυο κράτησαν για πάντα,
κάνοντας αυτό το γκρίζο φθινοπωρινό πρωινό, το πιο φωτεινό που μπορούσαν να
θυμηθούν!
Αυτή η ιστορία συμμετέχει στις "Ιστορίες του Φθινοπώρου" της καλής μου φίλης Μαρίας Νικολάου από το Κείμενο
Μαρία, σ' ευχαριστώ πολύ για την προτροπή!