Πασχαλινό διήγημα του Διονύση Ε. Κονταρίνη
Το ανοιξιάτικο δειλινό είχε πάρει να απλώνεται αργά πάνω από τη Χώρα της Κέρκυρας, εκείνο το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει πίσω από τα βουνά της αντικρινής μεριάς. Η άνοιξη άφηνε τα αρώματα των λουλουδιών της να αγκαλιάζουν όλη την μικρή πόλη. Ο κόσμος είχε ξεχυθεί στους δρόμους για να γιορτάσει τη μεγάλη μέρα με τους Επιτάφιους και τις μουσικές, που θα άρχιζαν σιγά-σιγά να γεμίζουν όλη την Κέρκυρα. Οι εκκλησιές ασφυκτικά γεμάτες με τους πιστούς να συμμετέχουν στο μεγάλο δράμα. Τα μαγαζιά ένα – ένα άρχισαν να κλείνουν. Η μεγάλη γιορτή έφτανε στο κορύφωμά της
Ήταν κείνη την ώρα που ο Αλέξης ανηφόριζε μόνος του από τη Σπηλιά προς την Πιάτσα. Με αργά κουρασμένα βήματα περπατούσε κοιτάζοντας τους ανθρώπους γύρω του. Χάζευε στα μαγαζιά κοιτάζοντας τα πράγματα που πουλούσαν. Στα χέρια του κρατούσε ένα μικρό πακέτο. Ήταν ό,τι μπόρεσε να πάρει από το μικρό μπακάλικο κάτω στη Σπηλιά. Μια μικρή φρατζόλα ψωμί, λίγες ελιές και ένα κομμάτι χαλβά. Κρατούσε το δεματάκι στα χέρια του σαν να ήτανε κάτι τόσο πολύτιμο γι΄αυτόν.
Πέρασε όλο το δρόμο, βγήκε στη Κάτω Πλατεία, τη Σπιανάδα και προχώρησε απέναντι στο Μποσκέτο. Κάθισε στην άκρη της πόρτας του μεγάλου κήπου και άπλωσε το δεματάκι του πάνω στα πόδια του. Άνοιξε το πακέτο του και κοίταξε τα λιγοστά, που ήταν όλα όσα είχε, για να χορτάσει την πείνα του. Ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλια του.
-Λίγο αλλά κάτι είναι κι΄αυτό, ψιθύρισε στον εαυτό του. Κείνη τη στιγμή οι καμπάνες σ΄όλη την πόλη άρχισαν να χτυπούν πένθιμα. Ήταν σαν να έμοιαζαν να ήθελαν να θυμίσουν στους ανθρώπους ότι το κορύφωμα της μεγάλης γιορτής άρχιζε.
Σε λίγο θα ξεκινούσε η περιφορά του Μεγάλου νεκρού στους δρόμους της πόλης. Ο Αλέξης έκαμε ένα γρήγορο σταυρό και έκοψε ένα μικρό κομμάτι από το ψωμί του και το έβαλε στο στόμα του. Και ήταν εκείνη τη στιγμή που, μέσα στο μισοσκόταδο του δειλινού είδε μια μικρή σκιά με αργά βήματα, σαν φοβισμένη να έρχεται και να στέκεται μπροστά του. Μέσα στο αχνό φως του δειλινού ξεχώρισε το όμορφο προσωπάκι από κάποιο μικρό κοριτσάκι. Ένα πολύ όμορφο προσωπάκι με ξανθά μαλλιά και πολύ φτωχικά ντυμένο. Είχε μείνει άφωνος να κοιτάζει το μικρό αγγελικό πρόσωπο που στεκόταν μπροστά του και κοίταζε με κάποια λαιμαργία το ψωμί, τις ελιές και τον χαλβά.
-Τι τρως; Ακούστηκε σιγανή και φοβισμένη η φωνή του μικρού κοριτσιού. Κείνη τη στιγμή ακούστηκαν οι πρώτες ψαλμωδίες από τη μικρή εκκλησούλα της Παναγιάς της Μαντρακίνας, που βρισκόταν λίγο πιο πέρα.. Η λειτουργία για τον Επιτάφιο είχε αρχίσει.
Ο Αλέξης βιάστηκε να καταπιεί αυτό που είχε το στόμα του.
-Λίγο ψωμί έχω, λίγες ελιές και λίγο χαλβά ψιθύρισε με μια φωνή που μόλις ακουγόταν. Δεν είχα λεφτά να πάρω πιο πολλά.
Το μικρό κοριτσάκι κοιτούσε με κάποια λαιμαργία το ψωμί.
-Αν σου ζητήσω θα μου δώσεις λίγο; ρώτησε φοβισμένα τον Αλέξη, κοιτάζοντάς τον με ένα βλέμμα που μέσα του ήταν ζωγραφισμένη μια επιθυμία για λίγο ψωμί. Κι΄αυτός για κάποιο λίγο χρόνο έμεινε άφωνος. Έμοιαζε να μην πιστεύει αυτό που άκουσε να του λέει η μικρή. Έμοιαζε να μην πιστεύει γι' αυτό που έβλεπε μπροστά του.
-Όλη μέρα δεν έχω φάει τίποτα, ψιθύρισε το μικρό με φοβισμένη φωνή. Δεν είχαμε τίποτα. Δεν φάγαμε. Ούτε η μαμά μου έφαγε, δεν είχαμε λεφτά να ψωνίσουμε κάτι, του είπε και τα ματάκια του ήσαν συνέχεια καρφωμένα στο πακέτο του Αλέξη. Κι΄αυτός είχε απομείνει άφωνος να κοιτάζει το μικρό κοριτσάκι κι΄έμοιαζε ανίκανος να προφέρει έστω και μια λέξη. Μόνο κοιτούσε το παιδάκι
και χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω του άπλωσε το πακέτο προς το μέρος του.
-Πάρτο. Πάρτο και φάε!
Το μικρό κοριτσάκι έμεινε για λίγο διστακτικό. Τα ματάκια του είχαν αρχίσει να περπατάνε από τον Αλέξη στο πακέτο και από το πακέτο στον Αλέξη. Δεν μπορούσε να το πιστέψει πως εκείνος ο θησαυρός θα μπορούσε να γίνει όλος δικός του.Χωρίς να απλώσει τα χέρια του κοιτούσε τον Αλέξη και με τρεμάμενη τη φωνή ψιθύρισε.
-Όχι όλο. Όχι. Λίγο θέλω και να φας κι΄εσύ. Κοίταξε τον Αλέξη και προσπάθησε να χαμογελάσει.
-Θέλεις να καθίσω εδώ και να φάμε μαζί παρέα; τον ρώτησε.
Ένας κόμπος έμοιαζε να σφίγγει τον λαιμό του Αλέξη σαν άκουσε τη μικρή να θέλει να φάνε παρέα. Ούτε που μπορούσε να το φανταστεί πως κάποιος θα τον καλούσε να φάνε μαζί.
-Ναι, ναι, της είπε βιαστικά. Έλα. Θα φάμε παρέα. Και της έκαμε λίγο χώρο στο πεζούλι της πόρτας για να καθίσει πλάι του. Ο Αλέξης ένοιωσε να τα έχει χάσει σαν η μικρή κάθισε πλάι του. Ένοιωθε πως τα χείλη του δεν μπορούσαν να ανοίξουν για να προφέρουν μια λέξη. Μόνο κοιτούσε τη μικρή και ένοιωθε όλος να τρέμει.
Ακούμπησε το πακέτο στην αγκαλιά της μικρής καθώς είχε καθίσει πλάι του. Κι΄η μικρή το άνοιξε, έκοψε ένα κομματάκι χαλβά και λίγο από το ψωμί και άρχισε να τρώει.
-Πως σε λένε; τη ρώτησε ο Αλέξης. Με το στόμα της γεμάτο η μικρή κατάφερε να του πει το όνομά της.
-Με λένε Σούλα. Δεν έχω άλλο όνομα. Έμεινε για λίγο σκεφτικός μοιάζοντας να ψάχνει από που να ήρθε τούτο το παιδάκι.
-Μόνη σου είσαι εδώ; τη ρώτησε;
-Όχι. Η μαμά μου είναι στην εκκλησία, στη Μαντρακίνα. Περιμένει να σχολάσει. Και μετά θα πάει στην άκρη και θα περνάει ο κόσμος να της δίνει λεφτά. Κατάλαβε. Και έμεινε αμίλητος. Άλλος ένας άνθρωπος σαν κι΄αυτόν. Να περιμένει να ζήσει από την ελεημοσύνη των άλλων. Να περιμένει την ελεημοσύνη των άλλων για να φάνε κάτι το Πάσχα. Η μικρή σταμάτησε να τρώει και τον κοίταζε.
-Γιατί δεν τρως. Είπαμε θα φάμε μαζί. Ο Αλέξης χαμογέλασε. Σήκωσε το χέρι του και χάιδεψε το ξανθό κεφαλάκι της μικρής. Και μέσα του ένοιωσε για πρώτη φορά κάτι τόσο όμορφο που δεν το είχε νοιώσει ποτέ στην ζωή του.
-Φάε εσύ, είπε στη μικρή. Εγώ έχω φάει. Όλο δικό σου, της είπε μ΄ένα χαμόγελο που ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του μπορούσε να το δώσει.
-Σούλααααααααα!!! ακούστηκε κείνη τη στιγμή μια φωνή από τη μεριά της μικρής εκκλησιάς. -Η μαμά μου, είπε η μικρή. Εδώ είμαι, φώναξε προς τη μεριά που ακούστηκε η φωνή.
Σε λίγο μπροστά τους έφτασε μια γυναίκα, που ο Αλέξης μέσα στο μισοσκόταδο προσπάθησε να την δει. Δεν φαινόταν πολύ μεγάλη. Μπορεί να πει κανείς πως μια νέα κοπέλα ήταν. Ένα κουρασμένο πρόσωπο ακουμπισμένο πάνω σε δυο σκυφτούς ώμους. Ντυμένη κι΄αυτή με ρούχα φτωχικά. Κοίταξε τον Αλέξη για λίγο και μετά στράφηκε στην μικρή.
-Τι κάνεις εδώ; τη ρώτησε λίγο αυστηρά. Με φοβισμένα λόγια η μικρή προσπάθησε να απολογηθεί.
-Ο κύριος μου έδωσε λίγο ψωμί και κάθισα να το φάω. Ο Αλέξης κατάλαβε ότι θα έπρεπε να μιλήσει.
-Εγώ της είπα να καθίσει να φάμε παρέα. Πιστεύω πως είναι όμορφα οι άνθρωποι να τρώνε με παρέα. Να σου πω ότι κι΄εμένα μου λείπουν από τη ζωή μου οι παρέες.
-Μόνο σου είσαι; τον ρώτησε
-Όσο θυμάμαι τη ζωή μου δεν είχα κανέναν. Να σου πω ότι δεν ξέρω πως βρέθηκα στον κόσμο. Δεν το έμαθα ποτέ. Εσύ έχεις κανένα; Η κοπέλα άνοιξε τα χείλια της σ΄ένα χαμόγελο γεμάτο πίκρα.
-Εγώ είχα. Απ΄όλους είχα. Κι΄ένα βασιλόπουλο του παραμυθιού είχα που μου έκαμε τουτο το μικρό και μετά χάθηκε παίρνοντας μαζί του όλους. Κανείς δεν γύρισε να με κοιτάξει από τότες.
Σταμάτησε για λίγο και προσπάθησε μέσα στο μισοσκόταδο να δει πιο καλά τον Αλέξη
-Αλήθεια, ποιος είσαι; τον ρώτησε. Ο Αλέξης έμεινε για λίγο αμίλητος. Ένα αχνό θλιμμένο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλια του
-Είμαι ο Αλέξης. Έτσι με φωνάζουν, της είπε.
-Εμένα με λένε Γιάννα. Να σε ρωτήσω, πως και βρέθηκες στη γειτονιά μου; Δεν σ΄έχω ξαναδεί στα μέρη μας.
Ο Αλέξης χαμογέλασε λίγο.
-Να σου την αλήθεια ζητούσα λίγη ησυχία για να απολαύσω το βραδινό μου και έφτασα μέχρις εδώ. -Εσύ ήρθες στην εκκλησιά; Η κοπέλα χαμογέλασε μ΄ένα χαμόγελο που έδειχνε μάλλον να είναι θλιμένο.
-Ναι. Ήρθα στην Παναγιά την Μαντρακίνα. Και την παρακάλεσα να πει στους πιστούς να μου δώσουν καλή ελεημοσύνη για να φάει κάτι το Πάσχα και τούτο το μικρό. Μένω δω κάτω στην Κόντρα Φόσσα.
-Μα δω κάτω δεν υπάρχουν σπίτια, της είπε ο Αλέξης.
-Υπάρχουν όμως παλιά καΐκια και σπασμένες βάρκες. Αν δεν έχεις κάτι άλλο καλά είναι και αυτά.
Και γυρίζοντας προς το μέρος της μικρής την φώναξε.
-Έλα Σούλα μου. Πάμε. Η μικρή σηκώθηκε και έδωσε το υπόλοιπο του φαγητού στον Αλέξη.
-Αυτό δικό σου, του είπε και το ύφος της έμοιαζε μάλλον σοβαρό Κι΄αυτός πήρε το υπόλοιπο φαγητό χαμογελώντας.
Η Γιάννα γύρισε προς τον Αλέξη.
-Μένεις εδώ κοντά;
Κι΄αυτός την κοίταξε για λίγο αμίλητος.
-Ναι. Μένω όπου βρω, της είπε κάπως θλιμμένα.
Η κοπέλα έμεινε για λίγο αμίλητη να τον κοιτάζει. Μετά πήρε την μικρή Σούλα από το χέρι και χάθηκαν προς τη μεριά της εκκλησιάς. Ο Αλέξης κάθισε και πάλι στο πεζούλι της πόρτας του κήπου και με αργές κινήσεις άρχισε να τρώει το υπόλοιπο ψωμί.
Κείνη την ώρα εκεί, προς την απέναντι μεριά, στο δρόμο των Λιστών ακούστηκε η μουσική. Η πομπή του Επιταφίου από την εκκλησιά του Αγίου Σπυρίδωνα είχε ξεκινήσει για το γύρω της. Βγήκε στο δρόμο της πλατείας, έστριψε στην Λιστών και άρχισε να ανηφορίζει προς τη Σπιανάδα. Οι καμπάνες από τις εκκλησιές όλης της Χώρας ακούγονταν να χτυπούν πένθιμα. Οι θλιμμένες στιγμές της μεγάλης γιορτής βρισκόταν στο κορύφωμά τους. Ο Ιησούς Χριστός προχωρούσε προς τον τάφο του. Εκεί που τον έστελναν οι άνθρωποι.
Η Κυριακή του Πάσχα είχε ξημερώσει. Ένας όμορφος ανοιξιάτικο ήλιος είχε απλώσει τις αχτίνες του πάνω από την Χώρα της Κέρκυρας. Τα αρώματα των λουλουδιών περπατούσαν μαζί στην πορεία του. Σωρός απόλαυσης τα ανοιξιάτικα χρώματα είχαν πάρει να απλώνονται πάνω από όλη την ομορφιά της Κέρκυρας. Μια Ανάσταση του Χριστού είχε αγκαλιάσει τους ανθρώπους που απολάμβαναν την άγια μέρα. Ο κόσμος είχε ξεχυθεί στους δρόμους πηγαίνοντας για τα μέρη που θα περνούσαν την άγια γιορτή. Οι καμπάνες άπλωναν τον χαρμόσυνο ήχο τους κι΄άφηναν το μυρωμένο αγέρι να σκορπάει γύρω τη μελωδία τους. Όλα μαρτυρούσαν τη μεγάλη γιορτή.
Κάτω στην Κόντρα Φόσσα τα υπολείμματα από κάποιο καΐκι ήσαν ακουμπισμένα πάνω στο χορτάρι της γης. Το πλώριο μέρος φαινόταν να κρατά ακόμη. Τα πίσω ήσαν ο σκελετός και κάτι σανίδια. Πάνω κει στην πλώρη φάνηκε να βγαίνει μέσα από την πλατιά καμπίνα η μικρή Σούλα. Προχώρησε αργά προς την πλώρη του σκάφους και στάθηκε στην άκρη του. Κοίταξε κάτω εκεί που ακουμπούσε το καΐκι στη γη και τα μάτια της άνοιξαν πελώρια ενώ μέσα τους ζωγραφίστηκε η απορία. Κοίταζε και έμοιαζε σαν να μην πιστεύει αυτά που έβλεπε.
-Μαμά, μαμά φώναξε με δυνατή τη φωνή της.
-Τι είναι αρή; Τι φωνάζεις. ακούστηκε η φωνή της Γιάννας μέσα από την καμπίνα.
-Μαμά τρέχα, ακούστηκε πάλι η φωνή της μικρής, και πάνω στη πλώρη ξεπρόβαλε η Γιάννα. Πήγε κοντά στη μικρή της.
-Μαμά κοίτα. Κι΄η Γιάννα έσκυψε προς τα έξω. Λίγο πιο πέρα από εκεί που ήταν ακουμπισμένο το σαπιοκάϊκο που είχαν για σπίτι τους, καθισμένος πάνω στο χορτάρι της γης στεκόταν ο Αλέξης. Μπροστά του ήσαν απλωμένες δυο εφημερίδες και πάνω τους ακουμπισμένα δυο πιάτα με αρνί ψητό και πατάτες, λίγη σαλάτα, κουλουράκια, τρία κόκκινα αυγά και μια μπουκάλα με κρασί.
Η Γιάννα είχε απομείνει για λίγο να τα κοιτάζει σαν χαμένη. Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε πάνω στα χείλια της. Πήδηξε από το καΐκι και προχώρησε προς τον Αλέξη. Στάθηκε μπροστά του και κοιτούσε πότε αυτόν και πότε τα πράγματα που ήσαν ακουμπισμένα στο πρόχειρο τραπέζι. Πλάι της ήταν ακουμπισμένη και η μικρή Σούλα με το βλέμμα της καρφωμένο στα φαγητά που ήσαν πάνω στο χαρτί των εφημερίδων.
-Χριστός Ανέστη, ακούστηκε σιγανή η φωνή του Αλέξη. Πάσχα σήμερα και ήθελα μια παρέα να περάσω τη μέρα. Διάλεξα εσάς εδώ. Έφερα κάτι να φάμε και να πούμε χρόνια πολλά. Η Γιάννα έστεκε αμίλητη και τον κοιτούσε. Τα χείλια της χαμογελούσαν και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Άνοιξε την αγκαλιά της και τον άφησε να την αγκαλιάσει.
-Χριστός Ανέστη, ψιθύρισε κλαίγοντας.
Αυτό το τρυφερό διήγημα μου το παραχώρησε ο καλό μου φίλος Διονύσης Κονταρίνης και τον ευχαριστώ θερμά για την τιμή που μου έκανε!